Το “Εγκώμιο του Εγκλήματος” είναι ένα κείμενο που γράφτηκε από τον Καρλ Μαρξ ανάμεσα στα έτη 1860 και 1862. Σε αυτό το κείμενο, ο Μαρξ εξετάζει τη σχέση του εγκλήματος με την κοινωνία. Υποστηρίζει ότι ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο, τους καθηγητές που διδάσκουν ποινικό δίκαιο και τα σχετικά βιβλία που πωλούνται ως “εμπορεύματα”.
Το κείμενο αυτό ενσωματώθηκε στις “Θεωρίες της Υπεραξίας”, τόμος IV του Κεφαλαίου. Η μετάφραση έγινε από τα γερμανικά και περιλαμβάνει έναν πρόλογο του Αντρέα Καμιλλέρι1.
Αυτό το κείμενο προκαλεί σκέψη και αναζήτηση βαθύτερης κατανόησης της κοινωνίας και της σχέσης του εγκλήματος με την παραγωγή και την οικονομία.
“Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα, και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο, θ’ απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και, συνάμα, το αναπόφευκτο σύγγραμα με το οποίο ο ίδιος καθηγητής ρίχνει στην αγορά τις παραδόσεις του εν είδει “εμπορεύματος”. Έτσι πολλαπλασιάζεται ο εθνικός πλούτος, για να μην αναφέρουμε την ατομική απόλαυση που παρέχει το χειρόγραφο του συγγράμματος στο δημιουργό του, όπως μας λέει ένας πολύ αξιόπιστος μάρτυρας, ο καθηγητής Roscher. [1]
Πέραν τούτο, ο εγκληματίας παράγει ολόκληρη την αστυνομία και την ποινική οικονομία, κλητήρες, δικαστές, δήμιους, ενόρκους και λοιπά· όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι επαγγελματικοί κλάδοι, που αποτελούν ισάριθμες κατηγορίες του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες του ανθρώπινου πνεύματος, φτιάχνουν νέες ανάγκες αλλά και νέους τρόπους για την ικανοποίησή τους. Και μόνο τα βασανιστήρια έγιναν αφορμή για τις ευφυέστερες μηχανικές εφευρέσεις, ενώ πλήθος τίμιοι χειρωνάκτες απασχολούνται στην παραγωγή των σχετικών εργαλείων.
Ο εγκληματίας παράγει μια εντύπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια “υπηρεσία” στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο συγγράμματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν όχι μόνο η Ενοχή του Müllner [2] και οι Ληστές του Schiller, αλλά επίσης ο Οιδίπους (του Σοφοκλή) και ο Ριχάρδος ο Τρίτος (του Shakespeare). Ο εγκληματίας σπάζει την μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα, χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει, λοιπόν, ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις. Το έγκλημα αποσύρει από την αγορά εργασίας ένα τμήμα του περιττού πληθυσμού, οπότε μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, εμποδίζοντας, ως ένα βαθμό, την πτώση του μισθού κάτω από ένα ελάχιστο όριο, ενώ παράλληλα ο αγώνας εναντίον του εγκλήματος απορροφά ένα άλλο τμήμα του ίδιου πληθυσμού. Άρα, ο εγκληματίας αναδεικνύεται σε μιαν από εκείνες τις φυσικές “εξισορροπήσεις” που αποκαθιστούν το σωστό επίπεδο και ανοίγουν μια ολόκληρη προοπτική “ωφέλιμων κλάδων απασχόλησης”.
Οι επενέργειες του εγκλήματος στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσαν να αποδειχθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια. Οι κλειδαριές θα είχαν αποκτήσει τη σημερινή τους αρτιότητα, αν δεν υπήρχαν κλέφτες; Η νομισματοκοπία θα έφτανε στην τωρινή της τελειότητα, αν δεν υπήρχαν παραχαράκτες; Το μικροσκόπιο θα έβρισκε ποτέ τρόπο να περάσει στη συνήθη εμπορική σφαίρα (βλ. και Babbage [3]), αν δεν γινόταν απάτη στο εμπόριο; Τέλος, η εφαρμοσμένη χημεία δεν οφείλει στη νοθεία των εμπορευμάτων και στην προσπάθεια ανακάλυψης της όσα ακριβώς οφείλει και στον τίμιο παραγωγικό ζήλο; Το έγκλημα επινοεί διαρκώς νέα επιθετικά μέσα για να προσβάλει την ιδιοκτησία, κι έτσι γεννά και νέα αμυντικά μέσα, οπότε επιδρά παραγωγικά στην ανακάλυψη νέων μηχανών – όπως ακριβώς και οι απεργίες.Ας αφήσουμε όμως τη σφαίρα του ιδιωτικού εγκλήματος: Χωρίς εθνικό έγκλημα θα μπορούσε να υπάρξει παγκόσμια αγορά; Θα υπήρχαν έθνη; Άραγε το δέντρο της αμαρτίας δεν είναι, ταυτόχρονα, και δέντρο της γνώσης, από την εποχή του Αδάμ ως σήμερα;
Στο Μύθο των Μελισσών (1705), ο Mandeville [4] έχει αποδείξει την παραγωγική δύναμη που διαθέτουν όλα τα πιθανά είδη επαγγελμάτων, αλλά και το γενικό συμπέρασμα όλου αυτού του επιχειρήματος:
“Αυτό που ονομάζουμε στον κόσμο μας Κακό, είτε ηθικό είτε φυσικό, είναι η μεγάλη αρχή που μας κάνει κοινωνικά πλάσματα, η σταθερή βάση, η ζωή και το στήριγμα όλων των τεχνών και των ενασχολήσεων ανεξαιρέτως· και τη στιγμή που θα έπαυε να υπάρχει το Κακό, η κοινωνία θα ήταν καταδικασμένη να φθαρεί, αν όχι να καταποντιστεί αύτανδρη.”
Μόνο που, βέβαια, ο Mandeville ήταν απείρως πιο τολμηρός και έντιμος από τους φιλισταίους απολογητές της αστικής κοινωνίας.”
Σημειώσεις:
[1] Roscher, Wilhelm Georg Friedrich (1817-1894). Ιδρυτής της παλαιότερης ιστορικής σχολής της πολιτικής οικονομίας στη Γερμανία.
[2] Müllner, Amandus Gottfried Adolf (1774-1829). Κριτικός και ποιητής.
[3] Babage, Charles (1792-1871). Άγγλος μαθηματικός, μηχανικός και οικονομολόγος.
[4] Mandeville, Bernard de (1670-1733). Άγγλος σατιρικός συγγραφέας, γιατρός και οικονομολόγος.
Πηγή: http://allotriosi.wordpress.com