του Κ. Καλλωνιάτη
“…Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και
πρόσωπα παρουσιάζονται σα να λέμε, δυο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: τη μια
φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα. Ο Κοσιντιέρ αντί του Δαντόν, ο Λουί Μπλαν
αντί του Ροβεσπιέρου, οι ορεινοί του 1848 – 1851 αντί των ορεινών του 1793 – 1795, ο
ανεψιός αντί του θείου. Και η ίδια γελοιογραφία διαπιστώνεται και στις συνθήκες που
γίνεται η δεύτερη έκδοση της 18ης Μπρυμαίρ!
Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους
αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν
άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων
των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι
ζωντανοί φαίνονται σαν ν’ ασχολούνται ν’ ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα
και να δημιουργήσουν κάτι που έχει προϋπάρξει, σ’ αυτές ακριβώς τις εποχές της
επαναστατικής κρίσης επικαλούνται φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην
υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους
για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή, σεβάσμια μεταμφίεση και μ’ αυτή τη
δανεισμένη γλώσσα τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας.
Ετσι ο Λούθηρος φόρεσε τη μάσκα του απόστολου Παύλου, η επανάσταση του 1789 –
1814 ντύθηκε διαδοχικά τη στολή της ρωμαϊκής δημοκρατίας και της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας και η επανάσταση του 1848 δε βρήκε να κάνει τίποτα καλύτερο από το να
παρωδήσει πότε το 1789 και πότε την επαναστατική παράδοση του 1793 – 1795. Ετσι κι ο
αρχάριος που έμαθε μια ξένη γλώσσα τη μεταφράζει πάντα στη μητρική του και μόνον
όταν αρχίζει να χειρίζεται τη ξένη γλώσσα χωρίς να θυμάται τη μητρική του και μάλιστα να
ξεχνά τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει να αφομοιώσει το πνεύμα της καινούριας
γλώσσας και να δημιουργήσει σ’ αυτήν…”
Η εισαγωγή αυτή του Μαρξ στην “18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη” είναι
ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα καθώς οι τεκτονικές αλλαγές στον ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζονται από
την τραγωδία της κατάρρευσης μιας ηγεσίας (Τσίπρας) και την φαρσοκωμωδία της
ανάδειξης μιας άλλης (Κασσελάκης) η οποία δεν έχει καμία σχέση με τις αρχές, την
παράδοση και την ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Μία ηγεσία η οποία αγνοεί την ιστορία της Αριστεράς και του τόπου, είναι υπέρ της ταξικής
συνεργασίας και της αλλοτρίωσης των εργαζομένων με διανομή μερισμάτων (βλ ΣΕΒ),
αποκαλεί συναγωνιστή τον αρχηγό της δεξιάς (σε ποιον κοινό αγώνα άραγε;), δεν έχει
διαμορφωμένη άποψη για τις αιτίες της πρόσφατης τριπλής εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ,
και έχει την αλαζονεία να θεωρεί πως επικοινωνεί αδιαμεσολάβητα με τον λαό τον μόνο
διαμορφωτή όπως λέει του προγράμματος, δεν μπορεί να είναι ηγεσία ενός αριστερού και
μάλιστα ριζοσπαστικού κόμματος.
Πολύ περισσότερο όταν την ανάγκη κοινωνικής γείωσης του κόμματος επιχειρεί να
αντιπαρέλθει με προσωπικές περιοδείες στην επικράτεια με μόνο στόχο τη στερέωση του
ατομικού του κύρους ως φιλολαϊκού προέδρου, ενός προέδρου που δεν υπήρξε ποτέ
μέλος αριστερού κόμματος παρά έγινε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ… την μέρα της εκλογής του!
Βεβαίως, την ευθύνη για την γελοιοποίηση της νέας ηγεσίας και του ίδιου του κόμματος
έχει η προηγούμενη ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα στη διάρκεια της οποίας κυριάρχησε ο
αρχηγισμός και ο κυβερνητισμός σε βάρος της δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος
χωρίς ουσιαστική αντίδραση από την αριστερή τουλάχιστον πτέρυγα. Επί Τσίπρα στο
συνέδριο του 2022 άλλαξε το καταστατικό επιτρέποντας στο όνομα δήθεν της άμεσης
δημοκρατίας να εκλέγεται ο πρόεδρος και η ΚΕ απευθείας από τους “φίλους” και
ψηφοφόρους που με 2 ευρώ μετατρέπονταν σε μέλη μιας ημέρας για να εκλέξουν τη νέα
ηγεσία. Έχοντας ο κόσμος εθιστεί επί σειρά ετών στο αρχηγικό μοντέλο Τσίπρα, όταν ο
τελευταίος παραιτήθηκε, αναζήτησε ένα νέο λαμπερό πρόσωπο που θα γινόταν ο νέος
Τσίπρας που ως σωτήρας θα μπορούσε να εκδιώξει την ΝΔ από την κυβέρνηση, λες κι
αυτό θα αρκούσε για να τον απαλλάξει από τόσα δεινά.
Όμως, πίσω από τις life-style επικοινωνιακές πιρουέτες του νέου αρχηγού και το αίτημα
διαγραφής τεσσάρων κορυφαίων στελεχών (τέως υπουργών και γραμματέων του
κόμματος) που του άσκησαν αυστηρή κριτική, γρήγορα αποκαλύπτεται η πολιτική ολιγωρία
και απειρία τόσο του ίδιου όσο και του επιτελείου που τον στηρίζει. Χειρότερο απ΄ όλα,
ωστόσο, αποκαλύπτεται η γύμνια ενός πολιτικού σχεδίου καθολικής μετάλλαξης του
κόμματος σε ένα κεντρώο κόμμα εκλογικού μηχανισμού της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας η
οποία, ως γνωστόν, πανευρωπαϊκά έχει υιοθετήσει νεοφιλελεύθερες λογικές και πολιτικές
με συνέπεια την ταύτιση της με τη δεξιά και την συνακόλουθη συρρίκνωση της στη
συνείδηση των εργαζομένων και στο εκλογικό σώμα.
Πρόκειται για την πορεία προς την καταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ από μία ηγεσία η γελοιότητα
της οποίας, κι εδώ είναι το τραγικό του ζητήματος, δεν μας επιτρέπει κανένα γέλιο γιατί
αφορά το σύνολο της Αριστεράς.