Νοέ 7, 2025 – 15:11 Κώστας Καλλωνιάτης Η ΕΠΟΧΗ
Όταν οι 7 στους 10 αντιμετωπίζουν επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου ή ακόμη και πρόβλημα επιβίωσης είναι φυσικό να επιθυμούν την αλλαγή των όρων ζωής τους καθιστώντας υπεύθυνη για τη δυσπραγία τους την κυβέρνηση Μητσοτάκη και ζητώντας την εκδίωξή της. Εξού και η αυθόρμητη προτροπή «βρείτε τα» προς την κατακερματισμένη αντιπολίτευση που καταγράφεται από ένα μεγάλο μέρος της κεντρο-Αριστεράς ως λαϊκή επιταγή σύγκλισης με σκοπό το σχηματισμό Λαϊκού Μετώπου ικανού να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία.
Σε απλά ελληνικά, το βασικό επιχείρημα που πολλοί αριστεροί πλέον αρθρώνουν για την ανάγκη σύγκλισης και συμμαχίας των κομμάτων της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης είναι πως το μείζον ζήτημα σήμερα είναι η λαϊκή απαίτηση να παραμεριστούν άμεσα οι όποιες ιδεολογικές και προγραμματικές διαφορές ώστε όλοι μαζί να διώξουμε τον Μητσοτάκη. Θεωρείται μάλιστα αυτονόητο πως σε αυτή την λαϊκή απαίτηση οφείλει να προσαρμοστεί η Αριστερά. Γιατί αν δεν εκφράσει το αίσθημα του λαού τώρα, πότε και πώς θα καλύψει το κενό πολιτικής εκπροσώπησης που υπάρχει;
Η συλλογιστική αυτή έχει, ωστόσο, να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα: άλλο η αλλαγή της κυβέρνησης κι άλλο η αλλαγή της πολιτικής της. Μιας πολιτικής που σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και διεθνείς συνθήκες και δεσμεύσεις. Έτσι, τα μέτρα που αφορούν τη δημοσιονομική πολιτική (δαπάνες, πλεονάσματα) είναι υπό τον έλεγχο του Excessive Deficit Procedure και μπορούν να επηρεάσουν τη χορήγηση κοινοτικών κονδυλίων και να πλήξουν την αξιολόγηση της χώρας. Επίσης, τα μέτρα που αφορούν τις τράπεζες και τη νομισματική πολιτική είναι υπό τον έλεγχο της European Central Bank και του Single Supervisory Mechanism, και μπορούν να πλήξουν την αξιολόγηση των τραπεζών και τη ρευστότητα της οικονομίας.
Συνεπώς, αν η λαϊκή επιταγή για ενότητα της κεντρο-Αριστεράς απηχεί την ανάγκη δραστικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης, κι όχι απλώς κάποιων παροχών προσωρινής ανακούφισης από τα καθημερινά βάρη, τότε ο σχηματισμός Λαϊκού Μετώπου με στόχο την εναλλαγή στην κυβέρνηση δεν αρκεί. Χρειάζονται τρεις προϋποθέσεις ουσίας για την ποιότητα και τη στόχευση που αυτό οφείλει να έχει:
Πρώτο, στοιχειώδη ιδεολογικοπολιτική συνοχή και όραμα ικανά να στηρίξουν την ανάγκη ενός κοινωνικού μετασχηματισμού κι όχι μιας απλής διαχείρισης της σημερινής δυστοπίας.
Δεύτερο, ριζοσπαστικές προγραμματικές προτάσεις που να προκαλούν ρήξεις και ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο παραγωγής, διανομής, κατανάλωσης και συμμετοχής των εργαζομένων στην πολιτική και την καθημερινότητά τους.
Τρίτο και σημαντικότερο, την ενεργοποίηση και συστράτευση όλων των συνδικαλιστικών και κοινωνικών φορέων και την προωθητική στήριξη των κινημάτων στο νέο εγχείρημα.
Αν δεν υφίστανται αυτές οι προϋποθέσεις, το Λαϊκό Μέτωπο είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Ακόμη κι αν κατορθώσει να γίνει κυβέρνηση, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα περιοριστεί σε μία βελτιωτική διαχείριση, μέχρι να ακυρωθεί και αυτή από τον πόλεμο που θα του κηρύξει η αστική τάξη, όχι γι’ αυτό που είναι (αφού ένα τέτοιο Λαϊκό Μέτωπο δεν αποτελεί πραγματική απειλή), αλλά γι’ αυτό που θα μπορούσε να προκαλέσει στο εργατικό κίνημα (βλ. κύμα απεργιακών διεκδικήσεων, καταλήψεων και εξεγέρσεων).
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η Αριστερά δεν μπορεί να υπακούει τυφλά και άκριτα σε λαϊκά κελεύσματα του τύπου «βρείτε τα». Βεβαίως, στη δημοκρατία, ο λαός είναι ο κυρίαρχος.
Αυτό σημαίνει πως έχει το δικαίωμα να αποφασίζει, όχι ότι έχει πάντα δίκιο με την έννοια της αλήθειας ή της ορθότητας. Δηλαδή, ο λαός έχει την εξουσία να κάνει επιλογές, αλλά αυτές οι επιλογές μπορεί να είναι λανθασμένες, άδικες ή αντιφατικές. Η ιστορία δείχνει ότι ο λαός μπορεί να κάνει λάθος επιλογές. Μπορεί να παραπλανηθεί από παραπληροφόρηση, φόβο ή δημαγωγία. Μπορεί να επιλέξει ηγεσίες ή πολιτικές που αργότερα αποδεικνύονται καταστροφικές. Ο λαός επέλεξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο λαός ισχυροποιεί την ακροδεξιά στην ΕΕ…
Η ευθύνη της Αριστεράς δεν είναι να θεωρεί και να κάνει το λαό αλάνθαστο, αλλά να τον ενημερώνει, να τον μορφώνει, και να του δίνει φωνή μέσα σε θεσμούς που διορθώνουν τις υπερβολές. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει φθαρεί και μπορεί προσεχώς να πέσει σαν ώριμο φρούτο. Αλλά η Αριστερά παραμένει αδύναμη ιδεολογικά, απροσανατόλιστη πολιτικά και κατακερματισμένη οργανωτικά, που σημαίνει ότι έχει να κάνει πολλή δουλειά με το λαϊκό κίνημα για να ριζώσει και να ηγηθεί της κοινωνίας στην προοπτική του μετασχηματισμού της. Το φασισμό και τον πόλεμο δεν θα τον αποτρέψει καμία λαϊκομετωπική κυβέρνηση αν δεν πατά γερά και με τα δύο πόδια στο οργανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Οι πολιτικοί που «τρέχουν πίσω από το λαό», αντί να ηγούνται, είναι εκείνοι που δεν διαμορφώνουν κατεύθυνση, αλλά προσαρμόζονται παθητικά και «αδιαμεσολάβητα» σε ό,τι νομίζουν πως «θέλει» η κοινή γνώμη τη δεδομένη στιγμή. Παρακολουθούν τις δημοσκοπήσεις με ευλάβεια, υπόσχονται τα πάντα σε όλους χωρίς επεξεργασμένο σχέδιο για οικονομία και κράτος, αποφεύγουν τις δύσκολες ή αντιδημοφιλείς αποφάσεις, και ορίζουν την πολιτική με βάση το επικοινωνιακό κόστος, όχι το δημόσιο όφελος. Αντί του λαϊκισμού αυτού, η Αριστερά οφείλει να διαπλάσει τη λαϊκή βούληση, όχι απλώς να την καθρεφτίζει.
