Το «σοκ ενότητας» και το αδιέξοδο της μεταπολιτικής Αριστεράς

1 min read

07.11.25 Κώστας Καλλωνιάτης, efsyn

Τι είδους συσπείρωση δυνάμεων να πετύχει ένας πολιτικός σχηματισμός του οποίου τα περισσότερα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) δεν έχουν καμία ή ελάχιστη επαφή με την κοινωνία και τα κινήματα όπως τουλάχιστον αναγνωρίζει στα λόγια ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας;

Παρά τις τελευταίες αρνητικές εξελίξεις για την υπόθεση των συμμαχιών στο πεδίο της αντιπολίτευσης (βλ εσωτερικές τριβές ΠΑΣΟΚ, αποχώρηση Τσίπρα από ΣΥΡΙΖΑ και δήλωση προσήλωσης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στον τέως πρωθυπουργό και το υπό σύσταση κόμμα του) το σύνθημα για ένα “σοκ ενότητας και μαχητικότητας” της κεντροαριστεράς εξακολουθεί να προβάλλεται έντονα στο όνομα της προσαρμογής στην λαϊκή επιταγή “να φύγει ο Μητσοτάκης”. 

Μήπως όμως προτρέχουμε ; Μήπως βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο ; Τι είδους συσπείρωση δυνάμεων να πετύχει ένας πολιτικός σχηματισμός του οποίου τα περισσότερα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) δεν έχουν καμία ή ελάχιστη επαφή με την κοινωνία και τα κινήματα όπως τουλάχιστον αναγνωρίζει στα λόγια ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ; Και πως να προσδοκάς πλήρη προγραμματική αντιπαράθεση όταν απουσιάζουν τα προγράμματα των πιθανών συνιστωσών του μετωπικού σχηματισμού ή όταν γύρω από τις λίγες προτάσεις που έχουν ανακοινωθεί δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική συζήτηση για ενδεχόμενη σύγκλιση ; Ακόμη σημαντικότερο, τι ενδιαφέρει την Αριστερά, απλά μία προγραμματική αντιπαράθεση με τη Δεξιά ή ένα ολοκληρωμένο σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού ;

Η επίκληση του «σοκ ενότητας» για την κεντροαριστερά εκφράζει τη νοσταλγία μιας πολιτικής κοινότητας που έχει διαρραγεί, αλλά και την αδυναμία της να κατανοήσει γιατί διερράγη. Αποτυπώνει τη δυσφορία ενός χώρου που έχει χάσει τον βηματισμό του και που για να τον ξαναβρεί χρειάζεται κοινωνική γείωση και προγραμματική επεξεργασία πριν από οποιαδήποτε απόπειρα σύγκλισης και ενότητας.  

Επίσης, η ενότητα δεν είναι ουδέτερη ταξικά έννοια. Ενότητα γύρω από τι; Για ποια κοινωνική συμμαχία, ποιο σχέδιο εξουσίας, ποια ρήξη με τα δομικά εμπόδια της εξάρτησης και της ανισότητας; Χωρίς τέτοια απάντηση, η ενότητα παραμένει διοικητικός συμβιβασμός, όχι πολιτική σύνθεση. Προϋποθέτει επίσης κοινό προσανατολισμό, κοινή αφήγηση για το τι σημαίνει κοινωνική αλλαγή και λαϊκή κυριαρχία. Όταν λείπει αυτή η αφήγηση, η ενότητα μετατρέπεται σε μηχανισμό επιβίωσης των στελεχών, σε κενό πολιτικό φετίχ που συγκαλύπτει τις στρατηγικές ασυνέπειες. Έτσι, το «σοκ ενότητας» κινδυνεύει να μετατραπεί σε σοκ αποπολιτικοποίησης.

Η ενότητα έχει αξία μόνον όταν υπηρετεί ένα ριζοσπαστικό σχέδιο εξουσίας, όταν συνδέει τη λαϊκή κινητοποίηση με τη δημοκρατική ρήξη. Διαφορετικά, είναι το τελευταίο στάδιο μιας αριστεράς που δεν τολμά να είναι αριστερά. Αν θέλουμε πραγματικά ένα «σοκ», τότε αυτό πρέπει να είναι ένα σοκ αλήθειας: ότι χωρίς ταξικό προσανατολισμό, χωρίς σχέδιο κοινωνικής ανασυγκρότησης και χωρίς ρήξη με το πλαίσιο εξάρτησης, η Αριστερά απλώς θα διαχειρίζεται το κενό που άφησε η πολιτική της Δεξιάς.

Η Αριστερά δεν έχει ανάγκη από «σοκ», αλλά από αναμέτρηση με την πραγματικότητα της εξάρτησης της χώρας, της δομικής ανισότητας του καπιταλισμού, της διάλυσης των συλλογικών μορφών ζωής. Ούτε η ρητορική της “προόδου” ούτε η “πολιτισμένη συνεννόηση” αποτελούν λύση. Χρειάζεται στρατηγική επανίδρυση, ένα νέο ιστορικό μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων, ικανό να διεκδικήσει ξανά την οικονομική και δημοκρατική κυριαρχία από την κυβέρνηση των πολυεκατομμυριούχων.

Ακόμη κι ένα «σοκ μαχητικότητας» παραμένει έννοια ρητορική, εφόσον δεν συνοδεύεται από περιεχόμενο ταξικό και στρατηγικό. Η «μαχητικότητα» χωρίς προσδιορισμένο ποιον και τι πολεμά, κινδυνεύει να μετατραπεί σε συναισθηματικό υποκατάστατο πολιτικής ρήξης. Δηλαδή, ένα «μαχητικό ύφος» χωρίς μαχητικό πρόγραμμα.

Η πραγματική μαχητικότητα στην Αριστερά δεν είναι η τόλμη του λόγου, αλλά η αντίθεση στις ανισότητες, στις εξαρτήσεις, στην υποταγή στο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, στη λογική της αγοράς ως «μοναδικής ρεαλιστικής επιλογής». Αν αυτά δεν αμφισβητούνται ρητά, το κάλεσμα για μαχητικότητα γίνεται διαχείριση θυμού, όχι πολιτική χειραφέτηση.

Η πραγματική μαχητικότητα δεν εκφράζεται σε συνεντεύξεις,  κομματικά συνέδρια ή κοινές εκδηλώσεις, αλλά στη σύγκρουση με τις υλικές δομές εξουσίας: με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το ευρωπαϊκό πλαίσιο επιτήρησης, τη λογική της αγοράς ως φυσικού νόμου.

Η Αριστερά δεν έχει ανάγκη από «σοκ» συναισθημάτων. Χρειάζεται αναστοχασμό προσανατολισμού: ένα νέο αφήγημα κοινωνικού μετασχηματισμού που να συνδέει την οικονομική κυριαρχία, τη δημοκρατία και την κοινωνική ισότητα με τον σοσιαλισμό. Μόνο τότε η ενότητα και η μαχητικότητα αποκτούν περιεχόμενο όταν υπηρετούν ένα πρόταγμα ρήξης και ανασυγκρότησης, όχι επιστροφής στη διαχείριση. 

Σε μία εποχή όπως η σημερινή όπου η κρίση είναι στρατηγική, τα «σοκ», όσο εμψυχωτικά κι αν ακούγονται, λειτουργούν ως υποκατάστατα πολιτικής συγκρότησης. Το αληθινό «σοκ» που έχει ανάγκη η Αριστερά είναι σοκ πολιτικής αλήθειας: να ξαναθυμηθεί δηλαδή ότι γεννήθηκε για να αλλάζει την πραγματικότητα, όχι για να προσαρμόζεται σε αυτήν.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο