ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΡΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ

Μάκης Σπαθής

Σκέψεις και προβληματισμοί με αφορμή το σύντομο κείμενο του Γιώργου Γκινοσάτη στην ιστοσελίδα “Red Lines“.

– Πριν από κάμποσες μέρες, στην ίδια ιστοσελίδα αναρτήθηκε μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση για την εξέλιξη των κοινωνικών ανισοτήτων στην Ελλάδα και διεθνώς.

Στην ανάλυση αυτή με έγκυρο τρόπο  διαπιστώνεται ότι, οι κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα μπορούν να περιγράφουν μεταξύ των άλλων με το ακόλουθό εισοδηματικό κριτήριο  ως εξής:

Το 25% των Ελλήνων πολιτών απολαμβάνει ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 ευρώ, ενώ το 75% απολαμβάνει ετήσιο εισόδημα κάτω των 30.000 ευρώ.

-Εάν το δεδομένο αυτό είναι ακριβές, και κατηγοριοποιήσουμε τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό σε δύο μεγάλες κατηγορίες με εισοδηματικά κριτήρια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρώτη κατηγορία του 25% περιλαμβάνει μεσαία και αστικά στρώματα , η δεύτερη κατηγορία του 75%  περιλαμβάνει μικροαστικά και κατώτερα εισοδηματικά στρώματα.

Τα μεσοαστικά στρώματα του 25% αποτελούν  τον σκληρό πυρήνα  που εκλογικά εκπροσωπείται από τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη. Μια προσεκτική ανάγνωση των μέτρων που εξήγγειλε ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ Θεσσαλονίκης επιβεβαιώνουν τη μέριμνα  για την ικανοποίηση αυτού του στρώματος εκ μέρους της ΝΔ.

-Πέραν όμως αυτού του ποσοστού  που καταγράφεται και δημοσκοπικά σήμερα, ο Μητσοτάκης διεκδικεί και επιτυγχάνει τελικά, όπως τα εκλογικά ποσοστά έχουν αποδείξει μέχρι στιγμής, ένα επιπλέον 10% από τη δεύτερη κατηγορία των κατώτερων στρωμάτων για τους εξής λόγους:

 α)Ιστορικούς, διαχρονικούς δεσμούς με τη δεξιά ,β) ιδεολογικές αυταπάτες και συντηρητισμός, γ) ανασφάλεια και ο φόβος των αντίπαλων δηλαδή των αριστερών.

-Από τα κατώτερα στρώματα όμως του 75% αφαιρείται τουλάχιστον ένα επιπλέον ποσοστό 10% από ακροδεξιά κόμματα τύπου Βελόπουλου, ΝΙΚΗΣ, Λατινοπούλου κ.λ.π που αξιοποιούν και σπεκουλάρουν με τον φόβο του προσφυγικού – μεταναστευτικού , όπως άλλωστε γίνεται και διεθνώς με την άνοδο της ακροδεξιάς.

-Μετά από αυτή την αριθμητική, το 55% των κατώτερων στρωμάτων που απομένει για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με δεδομένη την πολιτική ρευστότητα και τον κατακερματισμό της, διασκορπίζεται σε κόμματα  όπως¨

 α) κεντροαριστερό- σοσιαλδημοκρατικό (ΠΑΣΟΚ, αναμενόμενο  κόμμα ΤΣΙΠΡΑ,

β) αριστερό ρεφορμιστικό- ανανεωτικό (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ)

γ) αριστερό-δογματικό χωρίς πολιτικό επίδικο (ΚΚΕ),

δ) αριστερό ριζοσπαστικό (Ν.ΑΡ),

ε) αριστερό- αντικαπιταλιστικό έξω κοινοβουλευτικό (ΜΕΡΑ25, ΑΝΤΑΡΣΙΑ, συμαχια των 5).

Η πρόταση της Ν.Αρ  για τη συγκρότηση Μετώπου απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό του Μητσοτάκη  που απευθύνεται στο 55% της εναπομένουσας κοινωνικής κατηγορίας των υποτελών τάξεων μπορεί με δύο τρόπους να διατυπωθεί :

Ο ένας είναι ο κινηματικός, η ανάπτυξη δηλαδή μιας κοινωνικής δυναμικής που αυτή τη στιγμή επικαθορίζεται από δύο παράλληλες διαδικασίες, το κίνημα των Τεμπών, και το αντιπολεμικό κίνημα με έμφαση την τραγωδία της ΓΑΖΑΣ. Εάν τα κινήματα αυτά εξελιχθούν περαιτέρω, και συνδεθούν με την ανάπτυξη και άλλων αντιστάσεων που συνδέονται με το εισόδημα, τα  εργασιακά και την ακρίβεια, αποτελούν πεδίο δόξης λαμπρό για την παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς, και την συγκρότηση κοινωνικού μετώπου που μπορεί να εκφραστεί ενιαία στο πολιτικό επίπεδο, και να προσδώσει αριστερό πρόσημο σε ένα – Λαϊκό Μέτωπο, που θα δικαιώνει την μια εκ των δύο απόψεων της Ν.ΑΡ για το πώς θα πρέπει να κάνουμε πολιτική το επόμενο διάστημα.

Ο δεύτερος δρόμος για τη συγκρότηση του Λαϊκού Μετώπου κρίνεται στην πολιτική σκηνή με όλα τα προβλήματα του κατακερματισμού που αυτή αντιμετωπίζει σήμερα , και συνίσταται στην πολιτική ενότητα των κομμάτων της αντιπολίτευσης που σκιαγράφησα παραπάνω. Εάν επιλεγεί αυτή η στρατηγική, το σίγουρο είναι ότι το πρόσημο μιας τέτοιας πολιτικής ενότητας θα είναι κέντρο- αριστερό. Η ριζοσπαστική αριστερά θα έχει δευτερεύοντα ρόλο αρχικά, θα μπορεί να ελπίζει όμως στην κοινωνική δυναμική  που θα πυροδοτούσε μια νίκη ενάντια στον φιλελευθερισμό. Το σύνολο των προβλημάτων που κατακλύζουν σήμερα την ελληνική κοινωνία και τις υποτελείς κοινωνικές κατηγορίες  είναι τόσο έντονα και συσσωρευμένα, που μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για την μείωση των ανισοτήτων αρχικά, και  περισσότερες διεκδικήσεις στη συνέχεια.

Οι δύο αυτές εκδοχές πολιτικής παρέμβασης, θα πρέπει να είναι το επίδικο ζήτημα του επικείμενου συνεδρίου της Ν.Αρ, και θα πρέπει να απαντηθούν με μεγάλη προσοχή. Δηλαδή, με εμβάθυνση, ανάλυση, πολιτική και θεωρητική της συγκυρίας, χωρίς πολώσεις , δογματισμούς και κόκκινες γραμμές εκ των προτέρων, οι οποίες ακυρώνουν στην πράξη τον πυρήνα της πρότασης του λαϊκού μετώπου, και καταλήγουν λογικά  στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση του σήμερα.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο