ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ: πίσω από τα σύννεφα, μια αχτίδα ελπίδας

Του Κωστή Μπέννινγκ, κάτοικου Βερολίνου, μέλους Die Linke



Στις 23 Φεβρουαρίου 2025 πραγματοποιήθηκαν οι εθνικές εκλογές στην Γερμανία, των οποίων το αποτέλεσμα είναι ένα σημείο τομής για την γερμανική κοινωνία, καθώς διαδραματίστηκαν σε μια συνθήκη όξυνσης της οικονομικής κρίσης.

Η προεκλογική περίοδος ορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την ατζέντα της ακροδεξιάς, η οποία προσπάθησε να δημιουργήσει κλίμα φόβου με έμφαση στο μεταναστευτικό και ένα μοτίβο τάξης και ασφάλειας, οδηγώντας πολλά διαχειριστικά κόμματα, όπως τους Πράσινους, αλλά ακόμα και το BSW της Σάρα Βάγκεκνεχτ σε διαγωνισμό ξενοφοβίας. Σε κεντρικοπολιτικό επίπεδο το επίδικο ήταν το φρένο χρέους, του οποίου την μεταρρύθμιση ζητά η σοσιαλδημοκρατία, ώστε να μπορέσει η Γερμανία να προβεί σε αναπτυξιακή πολιτική μέσω υπερχρέωσης και συναντά εμπόδια στην χριστιανοδημοκρατία. Το καλό νέο είναι η άνοδος του αριστερού κόμματος die Linke, το οποίο μπόρεσε σε μεγάλο βαθμό να στρέψει την κουβέντα σε ταξικά επίδικα αλλά ακόμα περισσότερο στον αντιφασισμό. Πριν μπούμε σε λεπτομέρειες, ας δούμε τα αποτελέσματα.


Το CDU/CSU φτάνει το 28,5% και βρίσκεται ενισχυμένο με 4,3% από τις τελευταίες εκλογές, λαμβάνοντας έτσι την πρώτη θέση. Μετά την αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας στην προηγούμενη κυβέρνηση, βγαίνει μπροστά μια μεταμερκελική δεξιά, με επικεφαλής τον αμφιβόλων ικανοτήτων παιδί της Black Rock, Φρίντριχ Μέρτς, ο οποίος συμπυκνώνει την δεξιά στροφή στην πολιτική εμπλουτίζοντάς την με μεγάλες δόσεις σεξισμού, συντηρητισμού και αντιαριστερού μένους.


Ακολουθεί το ακροδεξιό AFD, το οποίο διπλασιάζει τα αποτελέσματα του από 10,4% σε 20,8%. Το AFD καταφέρνει να βγει πρώτο κόμμα στην πλειοψηφία των πρώην ανατολικών κρατιδίων και να φέρει τον δημόσιο διάλογο εκεί που θέλει, δηλαδή σε ζητήματα μετανάστευσης, ασφάλειας κ.ο.κ.. Παρά τον αντισυστημικό του λόγο και την αναφορά στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, είναι ένα κόμμα που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των «φίλων» του, του Μάσκ και του Βάνς καθώς και του γερμανικού κεφαλαίου.

Την Τρίτη και τέταρτη θέση καταλαμβάνει ο πυρήνας της τελευταίας συγκυβέρνησης, οι σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι. Η διαχείριση της κρίσης και τα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης οδηγούν και τα δύο κόμματα σε μεγάλη πτώση. Οι σοσιαλδημοκράτες του SPD βρίσκονται ποσοστιαία οι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών. Από 25,7% πέφτουν στο 16,4% και την τρίτη θέση. Ακολουθούν οι Πράσινοι με πτώση 3,1% και ένα 11,6% από το προηγούμενο 14,7%. Είναι άξιο αναφοράς, πως ακόμα και οι πράσινοι κύλησαν σε ξενοφοβικές δηλώσεις και αντιαριστερή προπαγάνδα, καθώς αποσκοπούσαν να καταστήσουν τους εαυτούς τους ως πιθανούς συνεργάτες της δεξιάς του Μέρτς σε κυβερνητικό επίπεδο και δεύτερον να σταματήσουν να φυλλορροούν ψηφοφόρους προς τα αριστερά. Στο κομμάτι των κυβερνητικών εταίρων αξίζει να αναφερθεί το νεοφιλελεύθερο FDP, το οποίο μπλοκάροντας την μεταρρύθμιση του φρένου χρέους έριξε την κυβέρνηση. Φέροντας έτσι μαζί του μια μεγάλη και διπλή αποτυχία, καταβαραθρώνεται από το 11,4% στο 4,3% και μένει εκτός κοινοβουλίου.

Τελευταίο κόμμα στην νέα Βουλή είναι το Die Linke, το οποίο από το οριακό 4,9% και ακόμα μεγαλύτερες ήττες, με μια δημοσκοπική εικόνα γύρω από το 3% λίγες μόνο εβδομάδες πριν (και αντίστοιχα ποσοστά στις πρόσφατες ευρωεκλογές) βρίσκεται πια στο 8,8%. Η διάσπαση της Σάρα Βάγκεκνεχτ, η οποία φαινόταν να είναι σε ανοδική τάση, με ποσοστά κοντά στο 7% μέχρι προσφάτως, δείχνει να μένει εκτός βουλής με ένα πολύ οριακό 4,97%, το οποίο πιθανά και να αμφισβητήσει στα δικαστήρια.


Μια έδρα, τέλος, ανήκει στο κεντρώο SSW, το οποίο είναι ένα δανέζικο μειονοτικό κόμμα στην περιοχή Schleswig-Holstein και έγκειται σε διαφορετικό πλαίσιο του εκλογικού νόμου.

Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες διαδραματίστηκαν οι εκλογές περιεγράφηκαν ήδη εδώ σε έναν βαθμό και πιο αναλυτικά στο προηγούμενο μου άρθρο, «Σύννεφα πάνω από το Βερολίνο».

DIE LINKE


Η συνδιαχείρηση της κρίσης από τις κεντροαριστερές δυνάμεις του SPD και των Πρασίνων δημιούργησε ένα κενό στα αριστερά. Μέχρι όμως και έναν μήνα πριν τις εκλογές, η αριστερά αδυνατούσε να καλύψει αυτό το κενό και, αντίστοιχα, παρά τις συνθήκες ταξικής και κοινωνικής πόλωσης να εκφράσει μερίδιο των καταπιεσμένων.

Μέσα σε έναν μήνα, από τον Γενάρη του 2025, μέχρι τις 23 Φλεβάρη, όλο αυτό ανατράπηκε. Το Die Linke βρέθηκε να είναι πρώτο κόμμα στη νεολαία, αλλά και πρώτο κόμμα στην Γερμανική πρωτεύουσα. Μεταξύ άλλων, καταφέρνει να βγεί για πρώτη φορά πρώτο σε σταυρούς για την απευθείας εκλογή (Erststimmen) σε δυτικές εκλογικές επικράτειες, εκλέγοντας μάλιστα ριζοσπάστες αγωνιστές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον κουρδικής καταγωγής Φεράτ Κοτσάκ στο Neukölln του Βερολίνου. Σε έναν μήνα μόνο μπόρεσε να τριπλασιάσει τα ποσοστά του και να αγγίξει τον μεγαλύτερο αριθμό μελών στην ιστορία του, έχοντας αυτήν τη στιγμή πάνω από 100.000 μέλη. Μεγάλο ποσοστό αυτών να αποτελείται από νέους και νέες, που συστρατεύτηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, διαδραματίζοντας μάλιστα κομβικό ρόλο στον προεκλογικό αγώνα.

Σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, τον Οκτώβρη του 2024 πραγματοποιεί το Linke το πιο πρόσφατο συνέδριό του. Κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί το κλίμα ενότητας, μετά την αποχώρηση του BSW. Παράλληλα επικρατεί μια αισιοδοξία για την ανασυγκρότηση του κόμματος, ειδικά χωρίς τις διαλυτικές τάσεις που έφερνε ο περίγυρος της Βάγκεκνεχτ. Το συνέδριο φαίνεται να σηματοδοτεί και κάτι ακόμα: την στροφή στην κοινωνική αριστερά. Η παράδοση που φαίνεται να επικρατούσε, πως δηλαδή οι δύο συνεπικεφαλείς να εκπροσωπούν αντιμαχόμενες τάσεις του κόμματος αλλάζει. Μπροστάρηδες μπαίνουν ο Γιαν Βαν Άκεν, ο οποίος τα τελευταία χρόνια δούλευε εκτός κόμματος, συγκεκριμένα για την Greenpeace και για το Ινστιτούτο Ρόζα Λούξεμπουργκ, και η Ίνες Σβέρτνερ, η οποία ήταν αρχισυντάκτρια του γερμανικού Jacobin και έγινε μέλος του κόμματος μόλις το 2023. Χαρακτηριστικές ήταν και ομιλίες στήριξης, όπως αυτή της Σάρα Λι Χάινριχ, η οποία ήταν μέλος της ηγεσίας της νεολαίας των πρασίνων, η οποία αποχώρησε συντεταγμένα μετά την τελευταία συγκυβέρνηση με σχέδιο να δημιουργήσει μια νέα οργάνωση νεολαίας, η οποία θα εκπροσωπεί «τα ταξικά μας συμφέροντα», κατά τα λεγόμενά της. Παράλληλα, το συνέδριο σηματοδοτεί την έναρξη της προεκλογικής μάχης για την αριστερά.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΚΑΜΨΗ

Ο συνεπικεφαλής Γιάν Βαν Άκεν δηλώνει αποφασισμένος ότι το κόμμα θα μπει στη Βουλή χωρίς δυσκολίες και έτσι ξεκινάει μια πολυεπίπεδη προεκλογική καμπάνια.

Ως πρώτο τέχνασμα, το οποίο μπορεί να διασφαλίσει την είσοδο του Linke στη Βουλή, ακόμα και αν δεν πιάσει το πλαφόν του 5%, υιοθετείται η καμπάνια Silberlocken (ασημένια μαλλιά σε ελεύθερη μετάφραση): με βάση τον γερμανικό εκλογικό νόμο, αν ένα κόμμα κερδίσει την απευθείας εκλογή 3 βουλευτών, το κόμμα αυτό εκπροσωπείται με βάση τα ποσοστά του και ας μην φτάσει το 5%. Για την καμπάνια αυτή επιστρατεύονται ιστορικά στελέχη του κόμματος, ο Γκύζι, ο Μπάρτς και ο Ράμελο.

Δεύτερο σημείο άξιο αναφοράς από μια «τεχνική» σκοπιά είναι η αξιοποίηση της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Δημιουργούνται μέχρι και εφαρμογές, οι οποίες δίνουν δυνατότητα στους χρήστες να ελέγξουν αν το νοίκι ή το ρεύμα είναι ακριβότερο από το νόμιμο. Παράλληλα, το κόμμα δίνει έμφαση στην παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα, ειδικά τα νεότερα όπως το τικτοκ, στα οποία μονοπωλεί η ακροδεξιά.

Τάξη εναντίον τάξης


Η προεκλογική καμπάνια παίρνει χαρακτηριστικά ακτιβισμού και αλληλεγγύης. Στήνονται δίκτυα αλληλεγγύης όπως το «η Αριστερά βοηθάει», συναντήσεις νομικής υποστήριξης (κυρίως για ζητήματα στέγασης), ενώ οι υποψήφιοι του κόμματος βγαίνουν πόρτα πόρτα και μιλάνε με τον κόσμο, προσφέροντας βοήθεια στα ζητήματα που αναφέρθηκαν πριν. Εκατοντάδες χιλιάδες πόρτες χτύπησε το κόμμα, με στήριξη όχι μόνο των μελών, αλλά και εθελοντών που ταξίδεψαν από όλες τις άκρες της Γερμανίας για να στηρίξουν τις καμπάνιες αυτές.

Κεντρικής σημασίας είναι τα αιτήματα και συνθήματα που εξέφρασε το κόμμα στην καμπάνια του. Εμφατικά μπαίνει στην πρώτη γραμμή μια κατεύθυνση που μπορεί να περιγραφεί ως μετάφραση της ταξικής γραμμής σε απτά και αντιληπτά αιτήματα, όπως αυτά που σχετίζονται με τα ενοίκια, το εισόδημα, την ακρίβεια και μια φορολογική πολιτική για τους από τα κάτω. Χωρίς να εγκαταλείψει τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, φέρνει στο προσκήνιο την ταξική του τοποθέτηση. Μεταξύ τοποθετήσεων ενάντια στους δισεκατομμυριούχους υπόσχεται χαρακτηριστικά ο Βαν Άκεν «εμείς δεν θα στραφούμε ποτέ ενάντια στους από κάτω».

Ενάντια στον κυβερνητισμό


Η συνεπικεφαλής του κόμματος Ίνες Σβέρτνερ, η οποία ως πρωτοεμφανιζόμενο πρόσωπο κέρδισε μια ιστορική μάχη στο Λίχτενμπεργκ του Βερολίνου απέναντι στην ακραία Μπεάτριξ φον Στόρχ του AFD, γράφει ήδη από τον Ιούνιο του 2024 πως δεν μπορούμε να παραλληλίσουμε τις συγκυβερνήσεις που έκανε στο παρελθόν το Linke με το γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο. Οι εμπειρίες συγκυβέρνησης, ειδικά με δυσμενείς συσχετισμούς είχαν καταστήσει το αριστερό κόμμα στα μάτια μεριδίων της κοινωνίας ως έναν κυβερνητικό εταίρο σε αναμονή. Είναι πια εμφανές πως αυτός ο κυβερνητικός φετιχισμός, ειδικά σε πιο συντηρητικά στελέχη του κόμματος προερχόμενα από την ανατολικογερμανική παράδοση του, έχει καταφέρει μόνο να ζημιώσει το κόμμα. Έτσι, καταλήγει το Linke στο κεντρικό του σύνθημα «οι άλλοι θέλουν να κυβερνήσουν, εμείς θέλουμε να αλλάξουμε», δημιουργώντας αφενός μια ξεκάθαρη διαχωριστική από τα κόμματα της συνδιαχείρισης που αυτή τη στιγμή προσπαθούν να αποτελέσουν κυβερνητικούς εταίρους του δεξιού CDU αλλά και αφετέρου να καθορίσουν το Linke ως ένα αντισυστημικό κόμμα, ικανό να αποτελέσει τον εναλλακτικό πόλο στην ακροδεξιά.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως ένα σημαντικό κέντρο του κυβερνητισμού αποτελούν στελέχη που προέρχονται από την γραφειοκρατία της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Πολλά στελέχη τους παραιτούνται συνολικά από το κόμμα, ενώ άλλα στελέχη επιλέγουν να μην συμμετάσχουν σε αυτές τις εκλογές ως υποψήφιοι και υποψήφιες, σε μεγάλο βαθμό σε μια λογική ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, την οποία μάλιστα διέπει έντονη αλληλεγγύη και συντροφικότητα. Η αποδυνάμωση του ρεύματος αυτού έχει μια ιδιαιτερότητα, πως το ρεύμα αυτό είναι καταρχάς ιστορικό/τοπικό, άρα δεν έχει καταφέρει να ανανεωθεί τα τελευταία χρόνια. Το τέλος αυτής της εποχής είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα χρόνου, το οποίο δίνει αφενός χώρο σε νέους και νέες να βγουν μπροστά για την αριστερά, αλλά και το κάνει πιο εύκολο για κόσμο που δεν είχε ιδιαίτερη συμπάθεια για κυβερνητικά στελέχη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας να συστρατευτούν με το κόμμα.

Alerta, alerta antifascista!”…

…ήταν το σύνθημα αυτό ακούστηκε από την νέα κοινοβουλευτική ομάδα του Linke στην πρώτη της συνάντηση στη Βουλή και δείχνει τον δρόμο που θέλει να χαράξει το κόμμα τόσο εντός βουλής όσο και στο δρόμο.

Η έμφαση στον αντιφασισμό είναι ίσως το σημαντικότερο ζήτημα για την εκλογική επιτυχία της αριστεράς- όχι μόνο από πλευρά συνθημάτων και δράσεων, αλλά και από πλευρά συγκυρίας. Το Linke δεν μπαίνει στην συντηρητική αφήγηση περί μετανάστευσης, αλλά μιλάει για ενσωμάτωση. Καταφέρνει να κάνει κατανοητό σε όλους, πως τα μεγάλα λόγια του AFD περί εκπροσώπησης των φτωχών είναι λόγια του αέρα και πως κάνει πολιτική για τις ελίτ, ενώ απέναντι σε αυτό παραθέτει τα δικά του ταξικά αιτήματα, τα οποία μάλιστα μπορεί να τεκμηριώσει συγκροτημένα, όπως την θέση του για φορολόγηση των πλουσίων. Οι καμπάνιες του ενάντια στο AFD παίρνουν ακόμα και την μορφή τοπικών διαδηλώσεων απέναντι στις προεκλογικές εκδηλώσεις των ακροδεξιών.

Εφόσον όλα αυτά ακούγονται τόσο καλά, αναρωτιέται κανείς, γιατί έπρεπε να φτάσει το Linke μέχρι τον Ιανουάριο με το απαισιόδοξο 3% και τελικά τί άλλαξε μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες;

Η ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ



Καταρχάς, ως αριστεροί και αριστερές δεν μπορούμε να αναλύουμε μια τέτοια καμπάνια μόνο με τεχνικούς όρους. Μια τέτοια λογική οδηγεί σε τεχνοκρατικές απαντήσεις σε πολιτικά ερωτήματα.

Τον Ιανουάριο του 2025, σε συνέχεια της δεξιάς στροφής της χριστιανοδημοκρατίας, το CDU κατέβασε ένα ξενοφοβικό νομοσχέδιο για περιορισμό της μετανάστευσης. Σαν να μην αρκεί αυτό, κάνει δύο υπερβατικές κινήσεις: πρώτον, ψηφίζει τον νόμο του στον πρώτο γύρο με αποκλειστικούς συνεργάτες την ακροδεξιά, πράγμα που δεν έχει ξανασυμβεί στη Γερμανία από την δεκαετία του 40, λόγω consensus στη γερμανική πολιτική για μη συνεργασία με ακροδεξιούς. Δεύτερο, εγκαλεί τα υπόλοιπα κόμματα, λέγοντας πως όποιος δεν στηρίξει αυτό το νόμο, δεν μπορεί να αποτελέσει κυβερνητικό εταίρο για την κυβέρνηση μετά τις εκλογές. Το CDU, παρά το άνοιγμα που έκανε προς τα δεξιά του, βρίσκεται σε αμηχανία, καθώς από την μια επιμένει στην μη συνεργασία με το AfD, από την άλλη βρίσκεται στο στόχαστρο ακτιβιστών και ακτιβιστριών σε όλη τη Γερμανία, λόγω αυτής της νομοθετικής σύμπραξης με την ακροδεξιά. Πορείες για την υπεράσπιση του τοίχους ενάντια στην ακροδεξιά κατακλύζουν τις γερμανικές πόλεις και τα γραφεία των χριστιανοδημοκρατών στοχοποιούνται συμβολικά από καταληψίες και επιθέσεις με μπογιές.

Σε αυτό το σημείο έχουμε το πύκνωμα του πολιτικού χρόνου που έλειπε στην αριστερά: η επικεφαλής της γερμανικής αριστεράς στη Βουλή Χάιντι Ράιχινεκ δίνει μια ιστορική ομιλία στο κοινοβούλιο ενάντια τόσο στην ακροδεξιά, όσο και στην δεξιά που ήταν και ο κεντρικός εισηγητής αυτού του νομοσχεδίου. Παράλληλα εγκαλεί τα κόμματα τις κεντροαριστεράς, τα οποία αφενός δεν στήριξαν το νόμο, αφετέρου όμως είναι έτοιμα να συγκυβερνήσουν με την βαθιά δεξιά. Στον δεύτερο γύρο ψηφοφορίας, ακόμα και η Μέρκελ τοποθετείται ενάντια του διαδόχου της, δίνοντας χώρο σε στελέχη της δεξιάς να μην στηρίξουν το νομοσχέδιο. Παρά την στήριξη από νεοφιλελεύθερους (FDP) και το BSW  ο νόμος δεν περνάει. Εδώ κλειδώνουν μια σειρά ζητήματα: η καμπάνια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνεισφέρει στο να γίνει η ομιλία της Ράιχινεκ viral, φτάνοντας κατά εκτιμήσεις το μήνυμα σε 30 εκατομμύρια ανθρώπους. Το Linke γίνεται το κέντρο του αγώνα ενάντια στην ακροδεξιά, καθώς το πολιτικό σύστημα πάει σύσσωμο προς τα δεξιά. Η κεντροαριστερά δεν μπορεί καν να διαφοροποιηθεί από την δεξιά. Παράλληλα το BSW που παρουσιαζόταν ως εναλλακτική στην αριστερά, στηριζόμενο κατά κύριο λόγο στην «παραδοσιακή αριστερή» οικονομική πολιτική του, αυτοκτόνησε στηρίζοντας το αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο, δείχνοντας ταυτόχρονα και τα όρια της τακτικής του να «αποσπάσει κόσμo από την επιρροή του AfD».  Έτσι δεν έπιασε το όριο του 5% και έμεινε εκτός βουλής, απελευθερώνοντας και αυτό δυνάμεις προς την αριστερά.



Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ



Ο Μέρτς έχει βγει νικητής και θέλει να κυβερνήσει με δυνατή πλειοψηφία της δεξιάς εντός κυβέρνησης. Με το FDP και το BSW εκτός βουλής, ο καταμερισμός των εδρών είναι τέτοιος που επιτρέπει στο CDU να σχηματίσει πλειοψηφία μόνο με το SPD. Το σενάριο αυτό προϋποθέτει την σύνθεση μεταξύ των δύο διαφορετικών γραμμών της γερμανικής αστικής τάξης: αυτό της αναπτυξιακής πολιτικής με την άρση του φρένου χρέους, με αυτό της λιτότητας και των περικοπών που πρεσβεύει το CDU. Δεν μπορούμε σε αυτό το σημείο να αγνοήσουμε την τοποθέτηση του Βάνς των ΗΠΑ, ο οποίος ασκεί εμμέσως πλην σαφώς πίεση για την ένταξη της ακροδεξιάς σε κυβερνητικό σχηματισμό, μιλώντας για λογοκρισία και υποβάθμιση της λαϊκής εντολής.



Η κυβέρνηση αυτή φαίνεται να είναι επισφαλής πριν καν σχηματιστεί. Αφενός η γραμμή Μέρτς για περικοπές και λιτότητα προοικονομούν μια πολιτική βαρβαρότητας απέναντι στον γερμανικό λαό. Αφετέρου, τo AFD περιμένει στωικά την πτώση και αυτής της κυβέρνησης. Ξέρει πως αυτή είναι η τελευταία γραμμή του «δημοκρατικού κέντρου» αφενός, και αφετέρου πως ο Μέρτς στην απόπειρά του να κερδίσει ψήφους στα ακροδεξιά, νομιμοποίησε περεταίρω το ακροδεξιό κόμμα στα μάτια της δεξιάς. Όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές, όταν πάει να κερδίσει ψήφους με την ατζέντα της ακροδεξιάς, στο τέλος κερδίζει το «ορίτζιναλ», δηλαδή η ακροδεξιά.

TA ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ DIE LINKE

Οι τελευταίες μέρες του προεκλογικού αγώνα διέπονταν από ένα κλίμα ευφορίας. Παρά τον βαρύ γερμανικό χειμώνα, τις μέρες που ήταν πια ξεκάθαρο πως το Linke πάει δυναμικά κάθε μέρα και καλύτερα, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Κάθε μέρα υπήρχαν δράσεις και πορείες και η αριστερά ήταν παρούσα και έδινε τον παλμό. Το κλίμα δεν ήταν μόνο ένα κλίμα στήριξης του «μικρότερου κακού». Ήταν ένα κλίμα αισιοδοξίας και ελπίδας. Πως αυτό που χτίζεται δεν είναι μόνο μια εκλογική στήριξη για την Κυριακή των εκλογών, αλλά ένα κλίμα διαμόρφωσης ενός πόλου αναγκαίου για την κοινωνική πλειοψηφία, τους καταπιεσμένους και τις καταπιεσμένες, την εργατική τάξη. Ενός πόλου με γειωμένα κινηματικά χαρακτηριστικά απέναντι στην άνοδο της ακροδεξιάς. Το πρώτο λοιπόν στοίχημα για την αριστερά, είναι να κρατήσει τον ρόλο της ως κέντρο αγώνα και ταξικής πολιτικής. Να χτίζει κινήματα στο δρόμο που αμφισβητούν το φόβο και παράλληλα να εκπροσωπεί τους αγώνες στο κεντρικοπολιτικό σκηνικό.

Αν το Linke χάσει την αντιφασιστική του ταυτότητα είναι καταδικασμένο, τόσο αυτό όσο και η γερμανική κοινωνία. Τόσο στον σχεδιασμό των ακροδεξιών όσο και στις δικές μας αναλύσεις, έχουμε μπροστά μας μάλλον την τελευταία ευκαιρία να σαμποταριστεί η άνοδος της ακροδεξιάς, η οποία φαίνεται να έχει ισχυρότερους συμμάχους από ποτέ.

Παράλληλα απαιτείται μεγάλη προσοχή και νηφαλιότητα απέναντι σε σενάρια συγκυβερνήσεων. Ενώ σε κεντρικό επίπεδο αυτό φαίνεται λυμένο, καθώς δεν υπάρχει σενάριο συγκυβέρνησης για το Linke, ελλοχεύει σταθερά ο κίνδυνος «ατοπημάτων» σε τοπικό επίπεδο, καθώς αφενός υπάρχουν σχετικές αυτονομίες και ιδιαίτερες συνθήκες, αφετέρου διαφορετικές γραμμές εντός του κόμματος. Συγκυβερνήσεις όμως, οι οποίες δεν θα παράγουν ουσιαστικές νίκες για τους από τα κάτω, θα καθιστούν το κόμμα ως κομμάτι του «δημοκρατικού κέντρου», από την αποτυχία του οποίου τρέφεται μεταξύ άλλων η ακροδεξιά.

Παράλληλα, ενώ η στάση του die Linke σε ζητήματα ιμπεριαλισμού και πολέμου είναι ένα όντως ελάχιστο αριστερό consensus, με δημόσιες τοποθετήσεις ενάντια στην εξαγωγή όπλων, ενάντια στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και αλληλεγγύη στα θύματα των πολέμων, από εκεί και πέρα θολώνουν τα πράγματα. Στον γενοκτονικό πόλεμο στη Γάζα, η αλληλεγγύη συχνά βρίσκει ταβάνι στα όρια που ορίζεται ως αντισημιτική οποιαδήποτε ριζική κριτική στην στάση του Ισραήλ. Αντίστοιχα στο ουκρανικό, η κεντρική αφήγηση βρίσκεται συχνά στο φάσμα της «επίσημης» Δύσης, με την Ρωσία να αποτελεί τον μοναδικό «κακό» της υπόθεσης. Ο Γιάν Βαν Άκεν δήλωσε για την πρόσκληση του Ισραηλινού προέδρου στην Γερμανία από τον Μέρτς «Αν ο Νετανιάχου έρθει στη Γερμανία, πρέπει φυσικά να συλληφθεί. Αυτό είναι το διεθνές δίκαιο.» Η δήλωση αυτή έχει διττό ενδιαφέρον, γιατί αφενός στέκεται απέναντι στην σκληρή φιλοισραηλινή γραμμή των γερμανικών μέσων. Αφετέρου, βάζει τα όρια της αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής στις αποφάσεις του ΟΗΕ και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Είναι επίδικο η νέα αποφασιστικότητα και μαχητικότητα του κόμματος να σπάσει αυτό το φράγμα και να μην περιορίζεται μόνο εντός πλαισίων αστικής νομιμότητας και συναίνεσης.


Ειδικά σε μια συνθήκη ενίσχυσης του γερμανικού αστυνομικού κράτους, με το Verfassungsschutz (Προστασία του Συντάγματος) να παρακολουθεί συλλογικότητες που είναι εκτός της κυρίαρχης αφήγησης, την καταστολή με το επιχείρημα του αντισημιτισμού κάθε εκδήλωσης αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, ακόμα και όταν αυτή περιλαμβάνει μέλη του ΟΗΕ (Αλμπανέζε) και άλλων διεθνών οργανισμών, το όριο της αστικής νομιμότητας είναι ένα όριο που όχι μόνο ορίζεται από τον αντίπαλο, αλλά αναπροσαρμόζεται κατ’ ανάγκη για την εξυπηρέτηση της καταστολής κάθε αντίστασης.

Τέλος, σε αντίθεση με το παρελθόν, η μαζική στήριξη προέρχεται από τα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι από την περιφέρεια της ανατολής. Ενώ αυτό εξηγείται παραπάνω, έχει σημασία να σημειωθεί πως η γείωση του κόμματος στην ανατολή ήταν η κατεξοχήν εργατική, ενώ στις πόλεις απευθύνεται κυρίως στη νεολαία, την νέα καταρτισμένη εργατική τάξη και μορφωμένα μεσοστρώματα. Οπότε, αφενός η εργατική απεύθυνση είναι το ένα επίδικο, ενώ το δεύτερο είναι να μπορέσει να διαδραματίσει στα πρώην ανατολικά κρατίδια τον ίδιο ρόλο που φαίνεται να παίζει στις πόλεις, ειδικά απέναντι στην παντοδυναμία της ακροδεξιάς σε αυτές τις περιοχές.


Συνοψίζοντας, η ενεργή και διευρυμένη βάση, η ταξική γραμμή με κατανοητές αιχμές, η κινηματική εγρήγορση, η αποφυγή καταστροφικών συμμαχιών και η εμφατική και μαχητική επιμονή στον αντιφασισμό είναι τα μαθήματα όχι μόνο για το Linke, αλλά και για την υπόλοιπη αριστερά. Εκκρεμεί η εμβάθυνση της αντισυστημικότας και η γείωση στην εργατική τάξη, ώστε το γερμανικό αριστερό κόμμα να αποτελέσει για άλλη μια φορά το καλό παράδειγμα για την Ευρωπαϊκή Αριστερά, αλλά και το κέντρο αντίστασης απέναντι στην λιτότητα των αστικών κομμάτων και την άνοδο της ακροδεξιάς.

Όχι γιατί το θέλουμε, αλλά γιατί το έχουμε ανάγκη.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο