Αναδημοσίευση από την Σοσιαλιστική Έκφραση Κύπρου
Όσοι ζήσαμε τις μέρες εκείνες του Ιουλίου και του Αυγούστου, με το πραξικόπημα και την εισβολή, κάθε Ιούλιο επιστρέφουμε. Τις μέρες εκείνες μου θύμιζε για αρκετά χρόνια και ο Μίσια. Αυτός μου έδωσε και την ιδέα να γράψω το βιβλίο. Ήταν η Παρασκευή 15 Ιουλίου 2017.
Και αρχίζω διαβάζοντας ένα απόσπασμα από την αρχή του βιβλίου.
Παρασκευή, 15 Ιουλίου 2017, ώρα 8.20 το πρωί. Οι σειρήνες ηχούν σε όλη τη Λευκωσία. Ο ήχος τους είναι έντονος, επιθετικός. Τα πουλιά σηκώνονται από τα δέντρα και πετούν τρομαγμένα στον ουρανό δίνοντας έτσι και μια οπτική υπόσταση στον ήχο. Τα σκυλιά της γειτονιάς αρχίζουν να γαυγίζουν. Στην αυλή του σπιτιού μας ο Μίσια, όρθιος, με τεντωμένο το σώμα και τα πόδια του, με ανασηκωμένη την ουρά και το κεφάλι του, στραμμένος προς την κατεύθυνση απ’ όπου έρχεται ο ήχος, αναπαράγει με ακρίβεια ρυθμού και έντασης το ανατριχιαστικό βουητό των σειρήνων. Είναι αναστατωμένος. Σπαραγμός και τρόμος ακούγονται στη φωνή του. Κι εγώ σηκώνομαι από το γραφείο μου και τρέχω να τον παρηγορήσω.
Όλα αυτά, ο ήχος των σειρήνων και η αναμετάδοσή του από τον Μίσια, θα μας ξυπνήσουν από τα χαράματα πέντε μέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου, στις 5.30 το πρωί. Κι εγώ θα σηκωθώ βιαστικά από το κρεβάτι και θα τρέξω και πάλι κοντά του να τον παρηγορήσω… Δεκατρία χρόνια, κι όμως τον ήχο αυτό δεν τον έχει συνηθίσει. Ούτε κι εμείς. Βέβαια οι σειρήνες ηχούσαν και πριν τον Μίσια και το πιο πιθανό είναι ότι θα συνεχίσουν να ηχούν και μετά απ’ αυτόν, όσο τραγική κι αν ακούγεται μια τέτοια υπόθεση.
Ο τρόπος να τον ηρεμήσω είναι ν’ αρχίσω να του μιλώ. Είναι συνηθισμένος να με ακούει, από τα ποιήματα που του διαβάζω συχνά, κάνοντάς τον πρώτο κοινωνό και δοκιμαστή των στίχων μου. Του λέω: Μίσια, πέρασαν σαράντα τρία χρόνια από τότε που συνεβήκαν εκείνα τα γεγονότα. Κατά τα χρόνια αυτά κύλησε πολύ νερό στον μύλο του χρόνου και της ιστορίας. Κοσμογονικά γεγονότα τάραξαν τον πλανήτη: κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ, παγκόσμιες και εθνικές οικονομικές κρίσεις, πόλεμοι και επαναστάσεις που προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές με εκατόμβες νεκρών και στρατιές προσφύγων. Κι εμείς βρεθήκαμε στη μέση φλεγόμενων περιοχών: Ιράκ, Λιβύη, Παλαιστίνη, Συρία, με το κακό να μην έχει τέλος. Η λέξη πρόσφυγας πήρε άλλο νόημα τώρα, καθώς η δική μας προσφυγιά άρχισε να ξεθωριάζει. Αν βγεις στον δρόμο και φωνάξεις «πρόσφυγα», θα γυρίσουν να σε κοιτάξουν άνθρωποι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, που ούτε καν καταλαβαίνουν τις γλώσσες ο ένας του άλλου…
Ο κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι το άνοιγμα των οδοφραγμάτων τον Απρίλιο του 2003 και η επίσκεψη στο χωριό μου, τη Λύση, μαζί με τη Νόνα, που ήξερε το χωριό μόνο μέσα από τις δικές μου αφηγήσεις και τις ιστορίες των δικών μου, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Η αφήγηση όμως δεν ακολουθεί μια ευθεία γραμμή. Στη διάρκεια της διαδρομής ξυπνούν μνήμες που πάνε πολύ πίσω, έρχονται πρόσωπα και ιστορίες και παίρνουν τη θέση τους στην αφήγηση. Παράλληλα με την πρώτη εκείνη επίσκεψη έρχονται κι άλλες αφίξεις και αναχωρήσεις στο χωριό, από το πριν και το μετά την επίσκεψη εκείνη του Ιουλίου του 2003. Στην αφήγηση μπαίνουν και κάποια ποιήματα, γραμμένα και δημοσιευμένα πολύ πριν σε διάφορες συλλογές μου. Γενικά όλα τα χρόνια που ακολούθησαν το 1974 προσπαθούσα να εκφράσω τις εμπειρίες μου από όσα έζησα τις μέρες του πραξικοπήματος και τις εισβολής με ποιήματα. Ύστερα γεννήθηκε η ιδέα για το βιβλίο και κάποια από αυτά, μαζί με τις διάφορες ιστορίες που καταγράφονται, βρήκαν τη θέση τους.
Μια θύμηση είναι αυτή της 23ης Απριλίου του 2003, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα. Βρισκόμασταν τότε με τη Νόνα στην Ινδία, προσκεκλημένοι του τότε Πρωθυπουργού της χώρας και ποιητή Ατάλ Μπιχαρί Βαζπεḯ. Ήταν η πρώτη μας μέρα στο Νέο Δελχί. Ανεβήκαμε το βράδυ στο δωμάτιό μας και από το BBC ακούσαμε για το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, είδαμε σκηνές από τον κόσμο στο οδόφραγμα… Την επόμενη μέρα ξενάγηση στην πόλη, το βράδυ στο δείπνο είμασταν έξη άτομα, εμείς, ο Πρωθυπουργός και τρεις φίλοι του. Μιλήσαμε για ποίηση και φιλοσοφία, μπροστά μας ανοιγόταν ένας άλλος κόσμος. Ήμασταν τόσο μακριά από την Κύπρο κι όμως αυτή μας ακολουθούσε.
Τον Ιούλιο του 2003 αποφασίσαμε μαζί με τη Νόνα να περάσουμε στην άλλη πλευρά, να δει κι αυτή τη Λύση, για την οποία είχε ακούσει τόσα πολλά. Αυτό ξύπνησε και μνήμες από τις κουβέντες μας με τον παππού της τον Σιράκ και τη γιαγιά της τη Βαρσίκ από την πόλη Βαν, που στην ηλικία των πέντε – έξη χρονών είδαν να σφάζουν τους δικούς τους μπροστά στα μάτια τους, φυγαδεύτηκαν προς τη μεριά των Ρώσων και μεγάλωσαν σε ορφανοτροφείο στο Ερεβάν. Είχαν πάντα μια θλίψη μέσα στα μάτια τους.
Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα βρισκόμουν στη Λευκωσία, σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Κύκκου. Ακούγοντας τους ξένους ραδιοσταθμούς ήταν φανερό πως θα γινόταν εισβολή από την Τουρκία. Την Παρασκευή, 19 Ιουλίου λειτούργησαν για πρώτη φορά μετά το πραξικόπημα οι γραμμές των λεωφορείων. Πήρα το πρωί τη γραμμή της ΚΕΜ και κατευθύνθηκα προς το χωριό. Ο κόσμος στο λεωφορείο σιωπηλός, τρομαγμένος. Έφτασα στο χωριό. Περπατώντας προς το σπίτι πέρασα μπροστά από το οίκημα του ποδοσφαιρικού σωματείου ΑΣΙΛ, το οποίο οι πραξικοπηματίες είχαν μετατρέψει σε αρχηγείο τους. Κάποιοι με κοίταζαν με συμπάθεια, άλλοι παράξενα και απειλητικά. Ήμουν ο φοιτητής που είχε επιστρέψει από τη Σοβιετική Ένωση για διακοπές, που με είχαν αναζητήσει τις προηγούμενες μέρες στο σπίτι μου και δεν με βρήκαν. Γράφω στο βιβλίο για το χωριό:
Όλα όσα συνέβαιναν εκείνες τις μέρες ήταν πρωτόγνωρα στη ζωή του χωριού. Ήταν μια ανατροπή στη συνέχεια της ροής. Δεν ξέρω αν τα όσα ακολούθησαν έκαναν τους πραξικοπηματίες, ή κάποιους από αυτούς να αισθανθούν τύψεις και να επιδιώξουν την κάθαρση. Με ένα παράξενο τρόπο, ο διασκορπισμός μας επανέφερε την ταυτότητα του συγχωριανού, την οποία, αν δεν χάναμε το χωριό, ίσως και να την αφαιρούσαμε από τους αίτιους. Δεν μιλώ για συγχώρεση και λήθη, αλλά όταν ο Δήμος Λύσης μας στέλλει μηνύματα στα κινητά μας τηλεφώνα και μας ενημερώνει για θανάτους και κηδείες χωριανών, νιώθω ότι εδώ μπροστά στο θάνατο ενωνόμαστε όλοι. Δεν λογαριάζω ποιος ήταν σε ποια μεριά στα γεγονότα εκείνα.
Σκέφτομαι: Τι είναι η μνήμη; Για κάποιους είναι μια σκονισμένη σοφίτα με ξεχασμένα αντικείμενα, για άλλους ένα κομπολόι που ψηλαφούν συνέχεια τις χάντρες του, για μένα είναι ένας δρόμος που πάει παράλληλα με τον δρόμο της καθημερινής μου πορείας. Γι’ αυτό και τόσο συχνά επιλέγω να τον περπατώ…
19 Ιουλίου κλεισμένος στο σπίτι στο χωριό ανακατεύω τα χαρτιά μου. Πολλά πράγματα, βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, λείπουν. Τι απέγιναν; Τα είχε κάψει ο πατέρας μου στο φούρνο τις προηγούμενες μέρες, μετά που οι πραξικοπηματίες είχαν πάει στο σπίτι και ρωτούσαν για μένα, από φόβο μήπως ήταν κάτι που θα με ενοχοποιούσε μπροστά τους. Δεν είπα τίποτε. Το βράδυ γύριζαν στο μυαλό μου διάφορες ιστορίες που έζησα στο χωριό. Μια απ’ αυτές η δολοφονία από τους αγωνιστές της πρώτης ΕΟΚΑ του Μιχάλη Πέτρου. Διαβάζω το απόσπασμα:
Είναι νύχτα. Ακούγονται πυροβολισμοί στην κεντρική πλατεία του χωριού. Προκαλείται ανησυχία και αναστάτωση, ο κόσμος βγαίνει έξω από τα σπίτια του και ρωτά τους γείτονες και τους περαστικούς τι συμβαίνει. Οι καιροί είναι δύσκολοι, φοβούνται πως κάτι κακό γίνεται. Σε λίγο κυκλοφορεί παντού η είδηση πως μασκοφόροι της ΕΟΚΑ πήγαν στο καφενείο του Ρουσή, όπου συχνάζουν οι αριστεροί και σκότωσαν έναν χωριανό μας, τον Μιχάλη Πέτρου. Μια παγωμάρα πέφτει σε όλο το χωριό. Ο σκοτωμένος ήταν καλός άνθρωπος, καλός οικογενειάρχης, με δυο μικρά παιδιά. Ο κόσμος κλείνεται στα σπίτια του και περιμένει. Έρχονται στο χωριό Εγγλέζοι στρατιώτες και Τούρκοι επικουρικοί με στρατιωτικά τζιπ και περιπολούν στους δρόμους.
Ανεβαίνω στο δωμάτιό μου, προσπαθώ να κοιμηθώ. Η νύχτα είναι εφιαλτική, γεμάτη θάνατο, δεν λέει να ξημερώσει. Άγρυπνος στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου. Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι ένας άνθρωπος μπορεί τόσο εύκολα να σκοτώσει έναν άλλο άνθρωπο. Ούτε και με την ιδέα ότι βρίσκονται τόσο κοντά η ζωή κι ο θάνατος. Και ο θάνατος είναι κάτι το φοβερό, ένα σκοτεινό κατάμαυρο τοπίο, ένας τρομακτικός δρόμος, μια διαρκής κατάσταση παγωνιάς και απελπισίας. Οι σκέψεις αυτές και τα συναισθήματα που νιώθω ξεκινούν από τις κουβέντες που ακούω στο σπίτι μας, όταν μαζεύονται οι γυναίκες της γειτονιάς και μιλούν για την τιμωρία που επιφυλάσσει ο θεός στους αμαρτωλούς μετά τον θάνατό τους…
Βγαίνω στον δρόμο μπροστά στο σπίτι μας, βλέπω κόσμο να πηγαίνει προς την πλατεία, τους ακολουθώ κι εγώ. Έχω μια παράξενη επιθυμία να δω τη σκηνή, να ψηλαφίσω τα πράγματα, να βρω κάτι που θα με βοηθήσει να ξεπεράσω τον φόβο του θανάτου. Το μέρος δεν είναι μακριά από το σπίτι μας. Φτάνω σε λίγα λεπτά. Κάποιοι άντρες είναι μαζεμένοι σ’ ένα σημείο έξω από το καφενείο, άλλοι περνούν κατευθυνόμενοι στα διπλανά καφενεία και στους συλλόγους. Πλησιάζω. Στον δρόμο, μπροστά από το καφενείο, βλέπω το ξεραμένο αίμα του νεκρού πάνω στο χώμα. Στέκω και το κοιτάζω σαν μαγνητισμένος, δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που με κάνει να θέλω να το κοιτάζω. Επιστρέφω στο σπίτι με το αίμα του νεκρού απλωμένο σαν μια τεράστια κηλίδα μέσα στο μυαλό μου.
Ύστερα είναι η κηδεία… Ο νεκρός βρίσκεται μέσα στην εκκλησία και ο κόσμος έχει αρχίσει να μαζεύεται. Πολλοί χωριανοί βρίσκονται ήδη εδώ. Στέκω απ’ έξω και κοιτάζω. Ξαφνικά βλέπω ένα πλήθος ανθρώπων να έρχονται τρέχοντας μέσα από τα χωράφια και τους χωματόδρομους. Κάποιος λέει πως είναι συνάδελφοι του Μιχάλη Πέτρου, μέλη της συντεχνίας του. Έρχονται για την κηδεία αλλά οι Εγγλέζοι δεν τους αφήνουν. Έκλεισαν τους δρόμους που οδηγούν στο χωριό και δεν τους επιτρέπουν να περάσουν με τα αυτοκίνητα. Αυτοί τα άφησαν στον δρόμο, βγήκαν έξω και να, έρχονται τρέχοντας μέσα από τα χωράφια. Στα χέρια τους κρατούν λάβαρα και κόκκινες σημαίες και είναι πολύ θυμωμένοι. Αυτό είναι φανερό από τις εκφράσεις και τις χειρονομίες τους. Μαζεύονται μέσα και έξω από την εκκλησία και φωνάζουν ενάντια στους δολοφόνους.
Πέρασαν εξήντα χρόνια από τότε και βλέπω ακόμη το αίμα του νεκρού κάτω στο χώμα μπροστά από το καφενείο. Και βλέπω τους οργισμένους συναδέλφους του να φωνάζουν στην κηδεία του ενάντια στους δολοφόνους. Η ιστορία αυτή θα μπορούσε να είναι επεισόδιο πολλών άλλων εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Ίσως οι άνθρωποι που θέτουν σε κίνδυνο τη δική τους ζωή, παύουν να λογαριάζουν και τις ζωές των άλλων. Ίσως οι αρχηγοί τους, συνηθίζουν να δίνουν διαταγές για εκτελέσεις. Ίσως τα όπλα αυτονομούνται από τους ανθρώπους, ξεθαρρεύουν και μετατρέπονται σε καθοδηγητές αυτών που τα κρατούν…
Από την επίσκεψη στο χωριό τον Ιούλιο του 2003 και το ποίημα «Πικρό τραγούδι», που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Μες στη ροή», 2009.
Στους τοίχους του χωριού
μισοδιαβάζονται ακόμη τα παλιά συνθήματα,
προβάλλουν οι σκιές αυτών που ΄φύγαν:
Στο δεξιό σωματείο ο Χατζηκώστας,
στο κεντρώο ο Σουρουλάς,
στο αριστερό ο Κολάνης.
Ο Αυξεντίου άγαλμα στην πλατεία,
ο Μιχάλης Πέτρου ένας στιγματισμένος νεκρός
κι ο Λιασίδης ένας αλλόκοτος ποιητής
που μεταθανάτια επιστρέφει.
Κανένας δεν υπάρχει πια. ΄Ερημος ο δρόμος,
γεμάτος με χαλάσματα σπιτιών
που τριάντα χρόνια τώρα όλο πληθαίνουν.
Κομμένο σύρριζα το κυπαρίσσι
των παιδικών μου χρόνων
ανεβαίνει ευθυτενές τη νύχτα
μες στον ύπνο μου φορτωμένο
πουλιά και τραγούδια άλλων εποχών,
όταν η ποίηση ήταν σημαία
και λάβαρο και θυμίαμα και μοιρολόι.
Τώρα πηγαίνω επίσκεψη σαν ξένος.
Άλλα μνημεία τώρα με υποδέχονται,
άλλα συνθήματα φωνάζουν.
Στρίβει και πάλι αδίστακτα και φονικά
η ιστορία. Εκεί στα ίδια σπίτια
γράφουν ποιήματα ο Γκουργκέντς και ο Τζενάν.
Κοιτάζω γύρω, αμνήμονα μνημεία,
στομφώδη, υπερφίαλα,
τσιμπούρια στο σώμα του μέλλοντος
να σκοτώνουν καθημερινά τη μνήμη.
Κοιτάζουν πίσω και θέλουν
να προχωρούν μπροστά.
Ο χρόνος δολοφόνος του ονείρου,
τελειώνει ο καιρός.
Φεύγουν οι άνθρωποι που θυμούνται,
έρχονται άλλοι που δεν ξέρουν.
Στις 20 Ιουλίου η εισβολή, η επιστράτευση των εφέδρων. Βρέθηκα στην περιοχή της Αμμοχώστου. Ξυπνούν μνήμες από τη ζωή μου στην πόλη, από τα δεκατέσσερα μέχρι τα εικοσιπέντε μου χρόνια, στα μηχανουργεία και στις οικοδομές. Όλα αυτά που κουβαλούσα μέσα μου και ήρθαν και με βρήκαν όταν διάβασα το βιβλίο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα». Και βγήκε το ποίημα «Γράμμα στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη», το οποίο δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Περαστική άνοιξη», 1984 και μπήκε και στο βιβλίο:
Ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη,
μου λαχαίνει και τώρα να ψηλαφώ
με το αποστασιοποιημένο μου βλέμμα
την πόλη σου μες στην ομίχλη που σιγά σιγά
την πνίγει ως το θάνατο της λησμονιάς.
Μα τι τα θες; Ήμουνα στην πόλη σου
ένας πληβείος. Πολλά έχτισα κτίρια
─ βλέπεις και τώρα τις κορφές τους
απ’ το γύρισμα της Δερύνειας ─
που καθόλου πια δε μου μιλούνε.
Οι αναμνήσεις μου
μηχανουργεία κι οικοδομές,
νυσταγμένα λεωφορεία και φτωχοί εργάτες
─ Τούρκοι κι Έλληνες ─
να σκληραίνουν την ψυχή τους
κάτω από την εκμετάλλευση.
Οι αναμνήσεις μου
εργολάβοι, χρηματιστές κι ιδιοκτήτες που θησαύριζαν
την πόλη εκδίδοντας
σε ντόπιους εκποιητές και ξένους εραστές.
… Τη θάλασσα, τη θάλασσα
κι αυτή την εξαντλούσαν…
Λες, γιατί να τα θυμάμαι τώρα όλα τούτα.
Μα πώς να μην τα θυμηθώ. Τέτοια που ήταν η πόλη τούτη
τη βλέπω και τώρα, σαν μην έφτανε
το μερτικό της στην καταστροφή,
ν΄ απλώνεται και να με κυνηγά;
Μιλώ, καταλαβαίνεις, για εργολάβους
χρηματιστές κι ιδιοκτήτες
που συνεχίζουνε κι εδώ
αδιάφοροι για το πού θα μας σπρώξουν οι ανέμοι.
Τέτοια που έγινε η πόλη τούτη μας ακολουθεί,
ψηφίζει ακόμα τους παλιούς εκποιητές.
και ονειρεύεται δωσίλογα παιχνίδια είτε στέμματα
με την ψυχολογία την εμπορική της ευκαιρίας.
Και λέω μια τέτοια πόλη
φωτιά να πάρω να την κάψω
τους δίκαιους προστάζοντας να πάρουνε αλλού τα μάτια τους
να λυτρωθούν κι αυτοί, κι εγώ, κι ο τόπος.
Στο τέλος Ιουλίου του 1974, ως έφεδροι, ταξιδεύουμε από την Αμμόχωστο προς τη Λευκωσία. Κατευθυνόμαστε προς το Γερόλακκο, ο δρόμος είναι κλειστός, πάμε στο Προεδρικό. Στρατιώτες πολλοί, σκορπισμένοι κάτω από τα δέντρα. Βλέπω το καμένο προεδρικό. Πόσος μίσος! Τι πάθη! Περπατώ μέχρι την έξοδο, βλέπω στο δρόμο να περνά ένα φορτηγό. Η κάσα το σκεπασμένη με άσπρα σεντόνια κόκκινα κατά τόπους από αίμα και από τα οποία εξέχουν πόδια νεκρών. Ξυπνούν μνήμες Λευκωσίας. Διαβάζω από το βιβλίο:
Απρίλης του 1971, είναι η τέταρτη επέτειος του χουντικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα. Μαθαίνω από κάποιους φίλους ότι η Επιτροπή για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα οργανώνει πορεία στη Λευκωσία. Αποφασίζω να πάω κι εγώ. Από το δωμάτιό μου, στην περιοχή της Χρυσαλινιώτισσας στην παλιά Λευκωσία, κατευθύνομαι στην οδό Σοφοκλέους, στη Στέγη των Κυπριακών Χρονικών. Εκεί είναι μαζεμένα τριάντα ή σαράντα άτομα. Κάποιος κρατά μιαν ελληνική σημαία, άλλοι κρατούν πανό πού ζητούν την επαναφορά της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Εκεί είναι ο Τάκης Χατζηδημητρίου, τον οποίο γνωρίζω από το περιοδικό και τη Στέγη των Κυπριακών Χρονικών, και άλλοι, τους οποίους δεν γνωρίζω. Χώνομαι ανάμεσά τους. Κατευθυνόμαστε προς τις οδούς Ονασαγόρου και Λήδρας. Προορισμός μας είναι να φτάσουμε στην Ελληνική Πρεσβεία και να επιδώσουμε ψήφισμα για την επαναφορά της δημοκρατίας.
Στη γωνιά της οδού Ονασαγόρου μας περιμένουν κάποιοι με άγριες διαθέσεις. Είναι πολλοί, κυρίως νέοι άντρες, που από το κούρεμά τους είναι φανερό πως πρόκειται για στρατιώτες, παρόλο που φορούν πολιτικά ρούχα. Ανάμεσά τους είναι και άλλοι με στρατιωτικά, οι οποίοι δεν θεωρούν ότι έχουν κάποιο λόγο να κρύψουν την ιδιότητά τους. Στα χέρια τους κρατούν ρόπαλα. Αρχίζουν να χτυπούν όποιον βρίσκουν μπροστά τους. Κανένας δεν επεμβαίνει να τους σταματήσει. Κάποιοι αστυνομικοί που βρίσκονται στην περιοχή παρακολουθούν αμέτοχοι. Μερικοί από τους διαδηλωτές προσπαθούν ν’ αντιδράσουν, όμως αυτοί είναι πολλοί, οργανωμένοι και αποφασισμένοι να μας διαλύσουν. Η πορεία διαλύεται άδοξα. Μας μένει όμως μια πικρή εμπειρία και η απογοήτευση για την κατάντια του τόπου, για όλους αυτούς, που στο όνομα δεν ξέρω ποιου πατριωτισμού ή, διαφόρων συμφερόντων, συναγελάζονται είτε συνεργάζονται με τη χούντα. Παίρνουμε έτσι μια πρώιμη γεύση από φασισμό και δικτατορία, ένα προμήνυμα για τη δική μας επερχόμενη κατάλυση της δημοκρατίας…
Πάνω σ’ αυτή κόλλησε και μια άλλη μνήμη της περιόδου εκείνης.
Ιανουάριος του 1973. Είναι ο δεύτερος χρόνος φοίτησής μου στο Αγγλικό Κολλέγιο Λευκωσίας. Τα σχολεία μόλις ανοίγουν μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων. Έχουμε και πάλι διαδηλώσεις εναντίον του Μακαρίου. Η επιμονή των τριών μητροπολιτών να παραιτηθεί ο Μακάριος από Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι νερό στον μύλο της ΕΟΚΑ Β. Κάποιοι μέσα και έξω από τα σχολεία παρακινούν τους μαθητές σε διαδηλώσεις…
Η κατάσταση είναι δύσκολη. Μαζί με τον Χρίστο Ζάνο, ο οποίος είναι καθηγητής στο κολλέγιο, γράφουμε μια διακήρυξη υπέρ της δημοκρατίας και τρέχουμε να μαζέψουμε υπογραφές. Στόχος μας να την υπογράψουν άνθρωποι της τέχνης, των γραμμάτων, του θεάτρου. Κάποιοι υπογράφουν με ενθουσιασμό και μας συγχαίρουν για την πρωτοβουλία μας, άλλοι αρνούνται. Φοβούνται για τους εαυτούς τους, για τα παιδιά τους… Τους αφήνουμε στους φόβους τους και συνεχίζουμε. Μαζεύουμε ογδόντα υπογραφές σε δυο μέρες και το κείμενο μαζί με τις υπογραφές δημοσιεύεται την επομένη μέρα στις εφημερίδες, σε κάποιες πρωτοσέλιδο. Νιώθουμε ικανοποίηση ότι κάναμε κάτι…
Από το Προεδρικό στον Ιππόδρομο και απ’ εκεί, στις 12 Αυγούστου του 1974 στην παλιά Λευκωσία, στην οδό Μάνης. Όλο το βράδυ γεμίζουμε σακιά με άμμο και χτίζουμε φυλάκιο να βλέπει στην οδό Ερμού, απέναντι από ένα κρυμμένο πίσω από μεταλλικές πόρτες τουρκικό φυλάκιο. Εκεί μας βρίσκουν τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου. Πυροβολισμοί, φωνές, βρισιές, χαμός. Το βράδυ τα πράγματα κάπως ησυχάζουν. Καθόμαστε στο φυλάκιο. Διαβάζω ένα απόσπασμα:
Έπεφτε το σούρουπο. Καθόμασταν και οι τρεις μέσα στο φυλάκιο, εγώ στη σκοπιά, ο Γιάννης και ο Γιώτης πάνω σε σάκους γεμάτους με άμμο. Ο δρόμος μπροστά ήταν σκοτεινός και χωρίς κανένα ίχνος κίνησης. Ακόμη και οι γάτες της περιοχής είχαν εξαφανιστεί. Η παγερή αυτή κατάσταση αναμονής διακόπηκε ξαφνικά από τις φωνές μιας γυναίκας που ερχόταν προς το φυλάκιο από τον δρόμο πίσω μας. Όσο πλησίαζε οι φωνές της γίνονταν όλο και πιο καθαρές και η γλώσσα που χρησιμοποιούσε θύμιζε λούμπεν της περιοχής, με λέξεις που ακούγονται, συνήθως, σε καυγάδες, όταν οι αντίδικοι βρίζουν ο ένας του άλλο…
«Τούτη πρέπει να ’ναι η Ελευθερία η πουτάνα» είπε ο Γιάννης, «το σπίτι της εν δαμέ κοντά…»
Πλησίασε. Την κοιτάζαμε παραξενεμένοι…
Κοίταξε τα απομεινάρια του μεσημεριανού μας φαγητού που βρίσκονταν πάνω στο βαρέλι, δίχως τους σφήκες και τις μύγες, που είχαν αποσυρθεί για ύπνο, και είπε:
«Τι είναι τούτα τα σκατά που σας έφεραν να φάτε;»
Τα μάζεψε και τα έβαλε κάτω στο χώμα. Ύστερα έβγαλε από μια τσάντα μια μεγάλη καθαρή πετσέτα, την άπλωσε πάνω στο βαρέλι κι άρχισε να βγάζει από τις τσάντες της διάφορα πράγματα και να τα τοποθετεί επάνω της. Έβγαλε αυγά βραστά, τυρί, ψωμί, ντομάτες και αγγουράκια κι ένα μεγάλο ψητό κοτόπουλο. Τέλος, έβγαλε και μια μεγάλη μπουκάλα κονιάκ «Αγγλίας» και τρία ποτήρια. Όλα φαινόντουσαν νόστιμα και μύριζαν ωραία. Κι εκείνη η μπουκάλα με το κονιάκ έδινε στο στρωμένο βαρέλι μια όψη γιορτινού τραπεζιού. Ήταν σαν μια όαση μέσα στην έρημο, σα μια φωτεινή στιγμή μέσα σ’ ένα παρατεταμένο εφιαλτικό όνειρο.
«Ελάτε ρε να φάτε, να πιείτε τζιαι κανένα κονιάκι. Τι κακό ήτουν τούτον ούλη μέρα. Εσείς καλά την εγλυτώσετε, χωρίς θύματα. Οι άλλοι δαμέ δίπλα σας εν την εγλύτωσαν… Αλλά έννεν πράματα να τα ακούετε τώρα. Να γλέπεστε. Μόνο να γλέπεστε. Έννεν αρκιμός να γινεί το κακόν».
Ριχτήκαμε και οι τρεις με τα μούτρα στο φαγητό, Δεν ήταν μόνο ότι πεινούσαμε, ήταν και κάτι άλλο, μια πράξη κατάφασης της ζωής…
Ακολούθησε η εκεχειρία. Τις μέρες εκείνες, τέλη Αυγούστου, έγινε ένα επεισόδιο με ένα Τουρκοκύπριο, όπως έμαθα αργότερα, στρατιώτη, η οποία χρόνια μετά πήρε πολλή δημοσιότητα σε τουρκικά μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία. Διαβάζω από το βιβλίο:
Σε μια από τις επόμενες μέρες, τα χαράματα, καθόμουν μόνος στη σκοπιά. Κοίταζα πού και πού τον δρόμο από τη θυρίδα του φυλακίου και κάποτε ανέβαινα πάνω στους σάκους με το χώμα και κοίταζα την οροφή απέναντι από το φυλάκιό μας. Όλα ήταν ήσυχα. Ξαφνικά βλέπω έναν Τούρκο στρατιώτη να περπατά σκυφτός, κοιτάζοντας φοβισμένος προς το μέρος του φυλακίου μας. Στο χέρι του κρατούσε ένα κομμάτι ξύλο και προχωρούσε προς το ντεπόζιτο του νερού, που τρυπημένο από σφαίρα, άφηνε το νερό να φεύγει και δεν μπορούσαν να έχουν για να πίνουν στο φυλάκιό τους. Θα μπορούσε να ήταν Τούρκος από την Τουρκία ή Τουρκοκύπριος, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία, ήταν ένας άνθρωπος, εκτεθειμένος στον κίνδυνο να τον δει και να τον πυροβολήσει κάποιος. Και αυτό θα ήταν μια εν ψυχρώ δολοφονία. Αυτά σκέφτηκα και αυθόρμητα του φώναξα:
«Τι κάμνεις τζει πάνω;»
Κρατούσα το όπλο μου, όμως απέφυγα να το στρέψω επάνω του. Εκείνος με κοίταξε φοβισμένος και μου έδειξε το ξύλο που κρατούσε και το τρύπιο ντεπόζιτο.
«Εντάξει, κλείσε την τρύπα γλήορα τζιαι φύε. Εν επικίνδυνον να είσαι τζει πάνω».
Με κοίταξε ξανά με επιφύλαξη.
«Που μέναν μεν φοβάσαι. Κάμε γλήορα τζιαι κατέβα κάτω».
Με το βλέμμα του στραμμένο επάνω μου προχώρησε προς το ντεπόζιτο, έσπρωξε βιαστικά το ξύλο μέσα στην τρύπα, το χτύπησε με μια πέτρα να στερεωθεί καλύτερα, με κοίταξε ξανά, σάμπως να με ευχαριστούσε ή να με αποχαιρετούσε και σύρθηκε κάτω. Ύστερα καθόμουν στο φυλάκιο και σκεφτόμουν το γεγονός. Ένιωθα πως αυτό που έκανα ήταν το σωστό…
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, μια ομάδα αποτελούμενη από δεκαπέντε Ελληνοκύπριους και δεκαπέντε Τουρκοκύπριους ποιητές, ζωγράφους, ηθοποιούς, μουσικούς, κινηματογραφιστές, φωτογράφους, συναντηθήκαμε στο νησί Γκότλαντ της Σουηδίας… Σε μια συνάντηση αφηγήθηκα το επεισόδιο με το τρύπιο ντεπόζιτο και τον στρατιώτη στην οροφή. Ο Φικρέτ, καλός ποιητής και λίγο μυθοπλάστης, πετάχτηκε πάνω και φώναζε χειρονομώντας πως ο ίδιος, ως έφεδρος στρατιώτης, βρισκόταν στο ίδιο εκείνο φυλάκιο και άκουσε τον στρατιώτη που κατέβηκε από τη στέγη να τους λέει την ίδια εκείνη ιστορία από την άλλη πλευρά, εκείνη του ανθρώπου που βρέθηκε ξαφνικά εκτεθειμένος μπροστά στον εχθρό…
Την διηγήθηκε και μερικά χρόνια αργότερα, σε μια παρόμοια συνάντηση που είχαμε στην Κωνσταντινούπολη. Την άκουσε μια Τουρκάλα δημοσιογράφος, ήρθε και μας βρήκε σ’ ένα καφέ – βιβλιοπωλείο στο Πέρα. Καθόμασταν μπροστά σ’ ένα ανοιχτό σκάκι. Μας φωτογράφισε κι έγραψε την ιστορία μας, η οποία έγινε πρωτοσέλιδο στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδα «Μιλιέτ» της Κωνσταντινούπολης ημερομηνίας 21 Ιανουαρίου 2003. Ήταν μια περίοδος που υπήρχε ελπίδα για λύση του κυπριακού προβλήματος και η ιστορία εκείνη είχε τη σημασία της. Έδινε ένα από τα μηνύματα που χρειαζόμασταν για να εργαστούμε όλοι για την επανένωση του τόπους μας…
29 Αυγούστου 1974, συνάντηση με το Δώρο Λοΐζου και τη Βαρβάρα στη Λευκωσία. Διαβάζω το απόσπασμα:
Την Πέμπτη, 29 Αυγούστου 1974, το πρωί, δανείστηκα το ποδήλατο της Ανθής για να πάω στο ταχυδρομείο στην πλατεία Μεταξά, που μετά την τραγωδία εκείνη μετονομάστηκε σε Πλατεία Ελευθερίας, για να ταχυδρομήσω κάποιες επιστολές σε φίλους στο εξωτερικό, να τους πω ότι ζούσα, ότι ήμουν καλά και ότι έλπιζα να τους δω ξανά κάποια μέρα…
Στο τέλος της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ακριβώς απέναντι από την πολυκατοικία Λυσσαρίδη, πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο που χώριζε το πεζοδρόμιο από την τάφρο, καθόταν ο Δώρος Λοΐζου μαζί με τη γυναίκα του, τη Βαρβάρα. Χάρηκα που τους είδα. Είχαμε γνωριστεί στη Λευκωσία στα χρόνια της μπουάτ, όταν ήταν ακόμη φοιτητής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα καλοκαίρια ερχόταν για διακοπές, έπαιρνε μέρος στις λογοτεχνικές βραδιές που οργανώναμε, διάβαζε ποιήματα, συζητούσε. Έτσι συνδεθήκαμε με μια φιλική σχέση. Όταν έφευγε μετά το καλοκαίρι ανταλλάζαμε επιστολές και ποιήματα. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του επέστρεψε, μαζί με την Αμερικανίδα γυναίκα του. Εγώ τότε ήμουν μαθητής σε κολλέγιο στη Λευκωσία και εργαζόμουν τα βράδια στο Σοβιετικό Πολιτιστικό Κέντρο. Εκεί είχαν έρθει να με συναντήσουν ένα βράδυ το καλοκαίρι του προηγούμενου χρόνου. Είχαμε μια εγκάρδια και φιλική κουβέντα. Έμειναν μαζί μου μέχρι την ώρα που σχόλασα και ύστερα πήγαμε μαζί μέχρι το σπίτι τους στην οδό Διγενή Ακρίτα όπου ανεβήκαμε για ποτό και για συνέχιση της κουβέντας μας. Μιλούσαμε περισσότερο για τη λογοτεχνία και την τέχνη, παρόλο που ο Δώρος ήταν έντονα πολιτικοποιημένος, αντίθετα από εμένα, που τοποθετούσα τον εαυτό μου στην αριστερά γενικά, εκτός οποιουδήποτε κόμματος και η σκέψη μου ήταν στο ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, όπου θα πήγαινα σύντομα για σπουδές.
Η απρόσμενη εκείνη συνάντησή μας, αυτοί να κάθονται πάνω στο περιτοίχισμα της τάφρου κι εγώ να έρχομαι με στρατιωτικά ρούχα πάνω σε γυναικείο ποδήλατο, μέσα στις συνθήκες των ημερών και των όσων είχαμε βιώσει όλοι μας, είχε κάτι το ξαφνικό και το ιδιαίτερο. Χαρήκαμε. Ανταλλάξαμε εγκάρδιους χαιρετισμούς. Ακούμπησα το ποδήλατο στο περιτοίχισμα και κάθισα πλάι τους. Μιλήσαμε για τα γεγονότα, τα οποία ο Δώρος έζησε από τη μεριά του αγωνιστή της αντίστασης στο πραξικόπημα, θέτοντας, συνειδητά σε κίνδυνο τη ζωή του. Μιλήσαμε και για τη Σοβιετική Ένωση και για τις σπουδές μου…
Την επόμενη μέρα η είδηση ήταν καταπέλτης: Σκότωσαν τον Δώρο. Τα γεγονότα έγιναν γρήγορα γνωστά. Ήταν το πρωινό της 30ης Αυγούστου. Ο Δώρος με τη Βαρβάρα μετέφεραν τον Βάσο Λυσσαρίδη, ο οποίος καθόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου τους, από το σπίτι, όπου είχε διανυκτερεύσει το προηγούμενο βράδυ για σκοπούς ασφάλειας, στα γραφεία του κόμματος. Εκεί, στον κυκλικό κόμβο, μπροστά από το περίπτερο, κάποιοι τους είχαν στήσει καρτέρι με σκοπό να σκοτώσουν τον Λυσσαρίδη, που η στάση που κρατούσε ενάντια στους πραξικοπηματίες και η επιμονή του να επιστρέψει ο Μακάριος για να επέλθει στον τόπο δημοκρατική τάξη, τους ενοχλούσαν. Από τις ριπές που ρίχτηκαν ενάντια στο αυτοκίνητο σκοτώθηκε ο Δώρος, ο οποίος ήταν ο οδηγός με συνοδηγό τη σύζυγό του τη Βαρβάρα. Σκοτώθηκε κι ένας περαστικός από την περιοχή, ο Χρυσήλιος Μαυρομμάτης, ξεχασμένος τώρα, με το όνομά του να κρατά μια υποσημείωση σε κάποιο βιβλίο ιστορίας. Ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο οποίος καθόταν στο πίσω κάθισμα, τραυματίστηκε από τα θραύσματα των γυάλινων παραθύρων του αυτοκινήτου.
Με το άκουσμα της είδησης εκείνης σοκαρίστηκα, ο κόσμος σκοτείνιασε μέσα μου, ένιωθα πόνο, θλίψη, αλλά και οργή και αγανάκτηση. Ύστερα από όλα όσα έγιναν να έρχονται κάποιοι και να συνεχίζουν το ίδιο βιολί! Τι τόπος είμαστε, τι ανθρώπους έχουμε!
Την επόμενη μέρα γινόταν η κηδεία του Δώρου. Αξύριστος όπως ήμουν τον ενάμιση εκείνο μήνα και με τα παλιά και λερωμένα στρατιωτικά μου ρούχα, έφυγα από το φυλάκιο χωρίς να ζητήσω την άδεια κανενός. Περπάτησα, μέχρι την αγορά του Αγίου Αντωνίου, έστριψα προς τη Διγενή Ακρίτα και κατευθύνθηκα προς το σπίτι του Δώρου. Έξω ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος. Η θλίψη και η οργή ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, ο κόσμος έτοιμος να ξεσπάσει, αλλά η συναίσθηση του τραγικού αδιεξόδου που βίωνε ο τόπος τον συγκρατούσε.
Εκεί συνάντησα και κάποιους γνωστούς, κυρίως από το χώρο του σοσιαλιστικού κέντρου και περιμέναμε…
Φίλοι και σύντροφοί του από το σοσιαλιστικό κόμμα μετέφεραν το φέρετρο στους ώμους τους μέχρι τον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Νέο κοιμητήριο Λευκωσίας όπου έγινε η κηδεία. Ο κόσμος ήταν οργισμένος με τους πραξικοπηματίες και τους δολοφόνους. Είχαν φέρει τόσα κακά στον τόπο και ακόμη ήταν αμετανόητοι. Υπήρχε και πολλή θλίψη και πόνος. Για τον Δώρο και για τον τόπο…
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα κατοικούσα στη Λευκωσία με την οικογένειά μου. Όταν έβγαινα το πρωί για να πάω στη δουλειά, ή τις Κυριακές και τις γιορτές για να περπατήσω με τα μικρά παιδιά μου, έπεφτα πάντα πάνω στο άγαλμα του Δώρου. Στεκόμουν και τον χαιρετούσα. Έτσι βγήκε το ποίημα «Καλημέρα Δώρο»;
Καλημέρα, Δώρο. Σε χαιρετώ
μέσα στον θόρυβο και τ’ αυτοκίνητα
που δεν μ’ αφήνουν να σου πω δυο λόγια.
─ Οξειδωθήκαμε, θα ’λεγες,
μέσα στις γειτονιές του κόσμου,
μας νίκησαν οι πολυκατοικίες και τα μικρόβια ─.
Μα εσύ βγήκες, Δώρο, βγήκες
αφήνοντας τις πράξεις και τους στίχους σου
να υπερασπίζονται το αίμα σου,
αφήνοντάς με χρεωμένο
μ’ εκείνη τη μισοτελειωμένη συνομιλία μας
παραμονή του θανάτου σου,
με τα γράμματα και τα ποιήματά σου
που χάθηκαν σε κατεχόμενα σπίτια.
Σήμερα είναι Πάσχα, Δώρο, κι η άνοιξη
πολυβολεί αδιάκριτα τη μοιρασμένη Λευκωσία,
πολυβολεί φονιάδες, εκμεταλλευτές και ποιητές.
Καλό Πάσχα, Δώρο. Το δάκρυ μου θα το κρατήσω
και θα συνεχίσω να καρφώνω λέξεις
σ’ αυτή την άσφαλτο της ρουτίνας και της ισοπέδωσης,
θα συνεχίσω να πιστεύω στην πατρίδα, στην ελευθερία,
στον άνθρωπο και στον σοσιαλισμό.
Και να ελπίζω.
Επιστρέφοντας στη Λευκωσία από την επίσκεψή μας στην άλλη πλευρά διασχίζουμε τη Λευκωσία, περνούμε από την περιοχή Κολοκάση, όπου κρυμμένο μέσα στα δέντρα είναι το μνημείο του Ξάνθου Τσικουρή. Θυμούμαι τον φίλο Ξάνθο, τον πρώτο νεκρό του αγώνα για τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Διαβάζω από το βιβλίο:
Λίγο πιο κάτω, στο μικρό πάρκο πριν από τη στάση λεωφορείων στην τάφρο, που ο κόσμος την αποκαλούσε «Λούκκο του Κολοκάση», κρυμμένος μέσα στα δέντρα, βρισκόταν ο Γιώργος Ξάνθου Τσικουρής, ο Ξάνθος, όπως τον αποκαλούσαμε. Καθόταν πάνω στο μαρμάρινο βάθρο του και στοχαζόταν τις θυσίες που χρειάστηκε να γίνουν για να ξεριζωθεί το κακό τέρας του φασισμού, το οποίο έχει την τάση να σηκώνεται από τον τάφο του και να ξαναχτυπά. Κι όταν χτύπησε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967, και πριν ακόμη προλάβει να αιματοκυλήσει και να μαυρίσει την Κύπρο, ο Ξάνθος μπήκε στον αγώνα εναντίον του. Από την Ιταλία όπου φοιτούσε ταξίδεψε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1970 στην Ελλάδα, μαζί με τη φίλη και συναγωνίστριά του Μαρία Αντζιελόνι, κουβαλώντας βόμβες μέσα στο μικρό τους αυτοκίνητο. Ο στόχος τους είχε ένα συμβολικό νόημα, ήταν η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα, υποστηριχτής και συνεργάτης της χούντας. Όμως τα εκρηκτικά πυροδοτήθηκαν λίγο πριν την ώρα τους και ο Ξάνθος με τη Μαρία έγιναν τα πρώτα θύματα του αντιχουντικού αγώνα. Ήταν 2 Σεπτεμβρίου του 1970…
Χρόνια αργότερα, περπατώντας με τα μικρά παιδιά μου στο μικρό εκείνο πάρκο, έπεφτα κάθε φορά πάνω στο άγαλμα του Ξάνθου. Και κάθε φορά έρχονταν στη μνήμη μου οι ίδιες εικόνες και οι ίδιες σκέψεις. Θυμούμαι μια μέρα μέσα στις διακοπές του Πάσχα. Όλα γύρω ήταν ανθισμένα, πουλιά και πεταλούδες πετούσαν στον αέρα, τα παιδιά έπαιζαν στον μικρό παιδότοπο του δήμου κι ο Ξάνθος καθόταν εκεί, ανάμεσα στην άνοιξη. Έτσι βγήκε το ποίημα «Χαιρετισμός στο Ξάνθο Τσικουρή», που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Το νερό της μνήμης», 1998:
Πάσχα σήμερα, Ξάνθε, και σε βρίσκω
παραμερίζοντας πυκνές φυλλωσιές δέντρων
ξαναμμένων από την άνοιξη. Αλήθεια,
σάμπως να σε κρύψανε εδώ ξεπίτηδες,
να μη σε βρίσκουν τα παιδιά
που παίζουνε ανυποψίαστα και να ρωτούν…
Θυμούμαι εκείνη την έκρηξη
στην Αθήνα της δικτατορίας,
όταν το τέρας είχε ακόμα τα δόντια του…
Πόσο λίγο μιλήσαμε τότε για σένα
και πόσο λίγο μιλούμε τώρα.
Ζούσαμε καιρούς δολοπλόκους,
ανυποψίαστους για το άλλο κακό που ερχότανε,
περιτριγυρισμένοι από κάθε λογής διαλαλητές
και πατριδοκάπηλους, Ξάνθε,
πρόδρομε του αγνοούμενου και πρόσφυγα,
που δύσκολα σε βρίσκει κανείς
ανάμεσα στα τόσα φύλλα
και στα λουλούδια της άνοιξης
που σου ανήκει.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1974 ανακοινώθηκε η απόφαση για απόλυση των φοιτητών για να πάνε να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Βρήκα τους δικούς όλους μαζί σε μια αποθήκη στη Ξυλοτύμπου να κοιμούνται στο πάτωμα πάνω σε κάτι κουβέρτες. Έμεινα δυο μέρες μαζί τους και μετά έφυγα με σοβιετικό πλοίο για την Οδησσό. Στην Κωνσταντινούπολη το πλοίο έκανε στάση. Βγήκα. Διαβάζω από το βιβλίο:
Τότε, στον δρόμο που περνούσε μπροστά από το λιμάνι, είδα και το άλλο, που με τάραξε ακόμη περισσότερο: Ένα λεωφορείο, από αυτά που τις καμπίνες τους τις κατασκευάζαμε στην Κύπρο – τα ήξερα καλά γιατί είχα δουλέψει πάνω σ’ αυτές τις κατασκευές τα χρόνια που ήμουν συγκολλητής στην Αμμόχωστο – περνούσε από μπροστά μου κι επάνω του υπήρχαν ακόμη γραμμένα τα ονόματα των πόλεων της διαδρομής του, στα ελληνικά, με κεφαλαία γράμματα: ΚΕΡΥΝΕΙΑ – ΛΕΥΚΩΣΙΑ. Η εικόνα αυτή γράφτηκε βαθιά, πολύ βαθιά στη μνήμη μου και με βασάνιζε όσο που έγινε ποίημα.: «Ταξιδεύοντας προς την Οδησσό». Στη συλλογή «Το ημιτελές ποίημα», 2014
Σαν τέλειωσε ο πόλεμος ήρθε στη Λάρνακα
με τη μορφή πλοίου σοβιετικού
ο Γεωργιανός ποιητής Σιότα Ρουσταβέλι
και μας πήρε για την Οδησσό.
Στην Κωνσταντινούπολη έκανε στάση.
Βγήκα στο δρόμο,
ένα λεωφορείο έκανε τη διαδρομή
ΚΕΡΥΝΕΙΑ- ΛΕΥΚΩΣΙΑ
και τη διαφήμιζε Ελληνικά.
Ήθελα να το σταματήσω,
να πω στον οδηγό
πως δεν υπάρχει πια αυτός ο δόμος,
πως είναι κομμένος
με νεκρούς και οδοφράγματα,
ήθελα να του πω ν’ αλλάξει διαδρομή.
Ήθελα, μα δεν σταμάτησε. Έτρεχε,
έτρεχε αναπτύσσοντας ταχύτητα,
οδηγώντας την εγκλωβισμένη μέσα του ζωή μας
σε μια πορεία στην άκρη του γκρεμού,
διαγράφοντας ιστορία και γεωγραφία,
έργα ανθρώπων και χειρονομίες….
Ήτανε πια κι αυτό μέρος της ιστορία
κι έτρεχε, έτρεχε όπως τον χρόνο, αμείλικτα,
δίχως να κοιτάζει πίσω.
Γιώργος Μολέσκης
20 Ιουλίου 2023
Για το Καφενείο της Πέμπτης