Κατέ Καζάντη 05/08/2024 Αναδημοσίευση από kamini.gr
Από την Κατέ Καζάντη
«… η βία του πολιτισμικού κεφαλαίου μπορεί να είναι ακόμα πιο ισχυρή από εκείνη του οικονομικού κεφαλαίου, αφού οι καλλιεργημένοι αστοί έχουν την εντύπωση ότι βρίσκονται στη σωστή πλευρά, ακριβώς χάρη στη σχέση τους με την κουλτούρα. Αυτό είναι που πρέπει να θέσουμε υπό αμφισβήτηση…»*
Όταν ο αστός Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν ζώστηκε, εικονοκλαστικά, μια Λάικα (1932) και, φλερτάροντας ταυτόχρονα με το κίνημα του σουρεαλισμού, ξεκίνησε να φωτογραφίζει τις ζωές των από κάτω, ήταν ήδη, περίπου, κομμουνιστής. Εντάσσεται στην κινηματογραφική ομάδα “Nykino“, συμμετέχει στην παραγωγή ταινιών στα πρότυπα του σοβιετικού σοσιαλισμού, τάσσεται στο πλευρό των Δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο, -εμβληματικό το ντοκιμαντέρ «Η Ισπανία θα ζήσει» (1938), για τη διεθνή οργάνωση, Κόκκινη Βοήθεια.
Φίλος του Αραγκόν και του Χεμινγουέι, συμμετείχε, μεταπολεμικά, στην ίδρυση της φωτογραφικής κολλεκτίβας Magnum, έχοντας ήδη βιώσει για 35 μήνες την εμπειρία του γερμανικού στρατοπέδου της καταναγκαστικής εργασίας.
Η τέχνη του Μπρεσόν, στο σύνολό της, είναι βαθιά ταξική: στο προσκήνιο έρχονται τα υποζύγια, ο περιφρονημένος λαός, οι άνθρωποι που χρησιμεύουν μοναχά για να αναπαράγονται, ώστε να μην ξεμένουν οι από πάνω από εργατικά χέρια. Η τέχνη του είναι, επίσης, και διεθνιστική: καταπιάνεται με εκείνα τα «εξωτικά όντα» διά των οποίων οι οριενταλιστές ξέπλεναν την αποικιοκρατία και τον ρατσισμό και τα τοποθετεί στην πραγματική τους διάσταση, εκείνη των καταπιεσμένων από τις φυλές των αρίων.
Αυτή η ολωσδιόλου λαϊκή – αντιεξουσιαστική τέχνη, που δημιουργήθηκε «υπό μία συνθήκη οργής» εναντίον της εμφανιζόμενης ως «τέχνης» των από πάνω, εκείνης δηλαδή που χρησιμεύει ως «ένα ακόμη μέσο που ικανοποιεί την αυταρέσκεια των κυρίαρχων τάξεων»*, αυτή η τέχνη, αυτό το καλλιτεχνικό δημιούργημα, στα λάθος χέρια, κατέληξε, αποκομμένο από την αφετηριακό ιδεολογικό του πλαίσιο, εκείνο ακριβώς που δεν ήθελε να καταλήξει: ενώ «η τέχνη πρέπει να καθιστά τον κόσμο αφόρητο, δείχνοντας πόσο αφόρητος είναι» ώστε να δώσει στον άνθρωπο την έμπνευση της εξέγερσης για να τον κάνει πιο υποφερτό, στο Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, όπου εκτίθεται μέρος του έργου του, ο Μπρεσόν εξέπεσε σ’ εκείνο που ουδέποτε υπήρξε: ένας ελιτιστής, που απευθύνεται, μοναχά κι αφ’ υψηλού, στους ομόταξούς του αστούς.
Οι μορφές του φωτογραφικού του φακού, χωρίς το επεξηγηματικό πλαίσιο των ιδεολογικών του αναφορών, καταντούν αθύρματα του οριενταλισμού. Από την Αθήνα ως την Κούβα, οι άνθρωποί του μεταμορφώνονται σε γραφικά κι εξωτικά πουλιά, χαριτωμένα εκθέματα για τους «πολιτισμένους». Η θεωρητική προσέγγιση της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» τους απογυμνώνει από οτιδήποτε άλλο. Για όσ@ δεν γνωρίζουν επακριβώς τη ζωή του Μπρεσόν, το έργο, κατεξοχήν επαναστατικό, χάνει κάθε επαναστατική ικμάδα, κάθε πρωτοπόρο χαρακτηριστικό. Γίνεται σκέτο θέαμα, απολιτίκ, άρα συστημική, εικόνα για τα σαλόνια των περιφερόμενων με τα απεριτίφ ανά χείρας.
Αλλά αυτός είναι ο στόχος: η χειραγώγηση της τέχνης, άρα και η χειραγώγηση των λαών. Οι από πάνω ορίζουν τι είναι τέχνη, και, όταν δεν τους βολεύει, το επανορίζουν. Ξανά και ξανά, επεμβαίνοντας στην ίδια την ουσία των δημιουργημάτων. Στο –ο θεός να το κάνει ευαγές- Ίδρυμα των Γουλανδρήδων, για να δεις τις φωτογραφίες του Μπρεσόν, πρέπει να καταβάλεις οβολό 12 ευρώ. Τουτέστιν, 24 το ζεύγος, κάνα 45άρι αν έχεις και παιδιά –κάνουν και εκπτώσεις οι ευεργέτες. Ο εξαρχής αποκλεισμός των πληβείων είναι ενδεικτικός γι’ αυτούς που θα περάσουν την πόρτα: ξέρουν ήδη ότι η τέχνη αναπροσανατολίστηκε και εξέπεσε. Κι επειδή η πρωτοπορία εμπεριέχει, έτσι κι αλλιώς, την εξέγερση, η τέχνη, στα χέρια των αυτάρεσκων ιδιωτών που την αντιμάχονται, χάνει και τον πρωτοποριακό της χαρακτήρα.
Η αθέατη βία της καπιταλιστικής δημοκρατίας είναι εδώ, στο καμουτσίκι των ευαγών. Σε κάθε, δήθεν ασήμαντη, λεπτομέρεια, όπως, ας πούμε, στην επιμονή να γράφονται τα ονόματα όχι όπως προφέρονται στα ελληνικά, αλλά στα αγγλικά και στα γαλλικά, όχι όμως και στα ρώσικα ή στα ισπανικά. Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός έχει ήδη νικήσει, καθώς τούτο καταγράφεται ως αυτονόητο, υιοθετώντας τις διαίρεση ανώτερων – κατώτερων γλωσσών.
Αλλά αυτός είναι ο στόχος των γλωσσομαθών, ανώτερων τάξεων: να αναδεικνύουν και να επιβάλλουν την ισχύ τους απέναντι στις λαϊκές μάζες και τους βαρβαρισμούς τους. Και, κυρίως, να τις κρατούν μακριά από ό,τι τους ανήκει.
*Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική, Κεν Λόουτς – Εντουάρ Λουί