Ο Λένιν ως ανανεωτής του μαρξισμού

1 min read

Στα 100 χρόνια από το θάνατο του μπολσεβίκου ηγέτη
του συνεργάτη μας Χρήστου Κεφαλή*

Η ενότητα θεωρίας – πράξης υπήρξε το σήμα κατατεθέν της ζωής και του έργου του
Λένιν. Ως ο αναγνωρισμένος ηγέτης του κόμματος των Μπολσεβίκων, ο Λένιν καθοδήγησε
πολιτικά και ιδεολογικά νικηφόρα την Οκτωβριανή Επανάσταση. Μπόρεσε όμως να
εκπληρώσει αυτό το ρόλο ακριβώς επειδή ανανέωσε και ανύψωσε το μαρξισμό σε ένα νέο,
ανώτερο επίπεδο, ικανό να ανταποκριθεί στα τεράστια ιστορικά καθήκοντα της εποχής του
ιμπεριαλισμού. Η συμπλήρωση φέτος 100 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου επαναστάτη
παρέχει την αφορμή για μια αναφορά στη θεωρητική συνεισφορά του.
Η επαναστατική πρωτοπορία
Στη δεκαετία του 1890, όταν ξεκινούσε τη δράση του ο Λένιν, η Ρωσία ήταν μια
καθυστερημένη χώρα με ισχυρές φεουδαρχικές επιβιώσεις, που αντιπροσώπευαν η τσαρική
απολυταρχία και η μεγάλη τσιφλικάδικη γαιοκτησία. Ως αποτέλεσμα, και παρότι
αναπτυσσόταν ένα νεαρό, μαχητικό προλεταριάτο, κυριαρχούσαν στο επαναστατικό της
κίνημα τα προμαρξιστικά ρεύματα. Από τη μια οι οικονομιστές υποστήριζαν τον περιορισμό
της εργατικής τάξης στα οικονομικά αιτήματα αφήνοντας τον αγώνα ενάντια στην
απολυταρχία στη φιλελεύθερη αστική τάξη· από την άλλη οι λαϊκιστές ναρόντνικοι
διεξήγαγαν αυτό τον αγώνα με ένα εντελώς ακατάλληλο μέσο, την ατομική τρομοκρατία.
Απέναντί τους ο Λένιν, συνεχίζοντας το έργο του Πλεχάνοφ, του θεμελιωτή του
ρωσικού μαρξισμού, τόνισε την πρωταρχικότητα του πολιτικού αγώνα, αλλά και την
αναγκαιότητα μιας πρωτοπόρας οργάνωσης, του «κόμματος νέου τύπου», όπως το
αποκαλούσε, ικανής να τον καθοδηγήσει στις ιδιαίτερες συνθήκες του τσαρισμού. Η απουσία
πολιτικής ελευθερίας και νομιμότητας, τουλάχιστον ως την επανάσταση του 1905, καθόρισε
τη μορφή αυτής της οργάνωσης ως ένα πειθαρχημένο κόμμα επαναστατών βασισμένο στην
παρανομία. Ο Λένιν υπογράμμισε ισχυρά το στοιχείο του εργατικού, μαρξιστικού χαρακτήρα
της πρωτοπορίας, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να αναληφθεί ένας σοβαρός αγώνας ενάντια
στον καπιταλισμό.
Η αντίληψη του Λένιν για το κόμμα δέχτηκε από τα 1903, όταν η ομάδα της Ίσκρα,
της πρώτης ρωσικής μαρξιστικής εφημερίδας, διασπάστηκε στο 2ο Συνέδριο της ρωσικής
σοσιαλδημοκρατίας σε Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους, κριτική για «αυταρχισμό» από
διάφορες πλευρές. Ωστόσο, δικαιώθηκε από την ιστορική εμπειρία, τόσο στο ειδικό μέρος
της για την τσαρική Ρωσία, το οποίο ο Λένιν ποτέ δεν επέκτεινε στις χώρες όπου είχε
κατακτηθεί η νομιμότητα, όσο και στο γενικό της μέρος.
Μια κριτική που αναφέρεται συχνά είναι εκείνη της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η οποία
κατηγόρησε το 1904 τον Λένιν για «μπλανκισμό», δηλαδή συνωμοτισμό. Όσοι την
επικαλούνται παραβλέπουν, ωστόσο, ότι η Λούξεμπουργκ την αναίρεσε εν μέρει στη
διάρκεια της επανάστασης του 1905, όταν η ίδια κριτική διατυπώθηκε ενάντια στον Λένιν
από τον Πλεχάνοφ. Ακόμη περισσότερο, όταν μετά την ήττα οι οπορτουνιστές της ρωσικής
σοσιαλδημοκρατίας ζητούσαν τη διάλυση του παράνομου κόμματος, τάση την οποία
πολέμησε αποφασιστικά ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ συντάχτηκε μαζί του, χαρακτηρίζοντας
αυτά τα ρεύματα καρκίνωμα του κόμματος.
Ο ρωσικός καπιταλισμός και η αγροτική επανάσταση
Παράλληλα με τη θεωρία του για το κόμμα και πριν από αυτήν, ο Λένιν ανέλυσε σε
βάθος την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία. Ο Λένιν κριτικάρισε τόσο τους
ναρόντνικους, τους αγροτικούς «σοσιαλιστές», οι οποίοι ονειρεύονταν ότι η Ρωσία μπορούσε
να ακολουθήσει έναν ιδιότυπο δρόμο αγροτικού κομμουνισμού παρακάμπτοντας τον
καπιταλισμό, όσο και τους ρεφορμιστές Μενσεβίκους, οι οποίοι παρέβλεπαν τις
φεουδαρχικές επιβιώσεις, ονειρευόμενοι ότι ο καπιταλισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί στη

χώρα ειρηνικά και χωρίς επαναστατικά τραντάγματα, σύμφωνα με τα κοινοβουλευτικά
πρότυπα της Δύσης.
Ο Λένιν έδειξε απέναντί τους ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία είχε
σημειώσει ουσιαστικές προόδους. Ωστόσο, η διατήρηση του τσαρισμού, με τις παρωχημένες
αγροτικές σχέσεις του και την αυταρχική κρατική γραφειοκρατία, παρεμπόδιζε το ελεύθερο
προχώρημά της. Ήταν έτσι αναγκαία μια δημοκρατική επανάσταση που θα σάρωνε την
απολυταρχία και θα δήμευσε την τσιφλικάδικη γη, όπως είχαν κάνει στο 17ο-18ο αιώνα οι
μεγάλες αστικές επαναστάσεις στην Αγγλία και τη Γαλλία. Το γεγονός, ωστόσο, ότι η
ρωσική φιλελεύθερη αστική τάξη είχε έρθει αργά στο ιστορικό προσκήνιο και φοβόταν το
ανερχόμενο εργατικό κίνημα είχε ως συνέπεια να ταλαντεύεται και να συμβιβάζεται με το
τσαρικό καθεστώς. Γι’ αυτό, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στη Δύση, η ιστορία έθετε στο
ρωσικό προλεταριάτο το καθήκον να ηγηθεί του αγώνα για την ανατροπή του τσαρισμού,
προοπτική την οποία ο Λένιν συνόψισε στην έννοια της ηγεμονίας του προλεταριάτου στη
δημοκρατική επανάσταση. Οι ιδέες των ναρόντνικων για την εξισωτική διανομή της γης, τις
οποίες οι ίδιοι εμφάνιζαν ως σοσιαλιστικές, ανταποκρίνονταν στο καθήκον της μετακίνησης
των φεουδαρχικών εμποδίων και της ελευθερίας του εμπορίου και του καπιταλισμού, όντας
έτσι προοδευτικές και υποστηρίξιμες από το εργατικό κίνημα.
Ο Λένιν σύνδεσε ισχυρά τις επεξεργασίες του για το αγροτικό ζήτημα με εκείνες του
Μαρξ. Αναφέρθηκε εκτενώς στα σχήματα του Κεφαλαίου για τη διευρυμένη καπιταλιστική
αναπαραγωγή, αλλά και στη θεωρία του της γαιοπροσόδου, θεμελιώνοντας σε αυτά το
αγροτικό πρόγραμμα των Μπολσεβίκων. Είναι ένα στοιχείο που δεν θα βρούμε σε άλλους
μαρξιστές της εποχής, το οποίο τεκμηριώνει την ισχυρή σύνδεση του Λένιν με τον Μαρξ.
Ιμπεριαλισμός, ιμπεριαλιστικός πόλεμος και εθνικό ζήτημα
Πέρα από την εξέταση του ρωσικού καπιταλισμού, ο Λένιν ανέλυσε επίσης τις
εξελίξεις στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Έδειξε, σε σύνδεση με τον μεγάλο παγκόσμιο πόλεμο
του 1914-18, ότι οι εξελίξεις αυτές είχαν επιφέρει στις αρχές του 20ού αιώνα το πέρασμα του
καπιταλισμού σε ένα νέο, ανώτερο και τελικό στάδιο, τον ιμπεριαλισμό.
Ο Λένιν όρισε τον ιμπεριαλισμό ως μονοπωλιακό καπιταλισμό, ένα καπιταλισμό
βασισμένο στη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε λίγες μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις
που κυριαρχούν σε όλους τους κλάδους της παραγωγής. Επισήμανε τη συνένωση του
βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου σε χρηματιστικό κεφάλαιο, η εξαγωγή του
οποίου είχε γίνει το διακριτικό γνώρισμα του καπιταλισμού, σε αντίθεση με την εξαγωγή
εμπορευμάτων του παλιού, ειρηνικού σταδίου του ελεύθερου εμπορίου. Από δω πήγαζε ο
ανταγωνισμός των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τη διανομή των αποικιών και τις
σφαίρες επιρροής, καθώς και η τάση προς την αντίδραση, το μιλιταρισμό και τους πολέμους.
Ο ιμπεριαλισμός σημαίνει την όξυνση όλων των αντιφάσεων του καπιταλισμού, αλλά και τη
διαμόρφωση, μέσα από την άνιση ανάπτυξη, των όρων για το σπάσιμο της καπιταλιστικής
αλυσίδας στα πιο αδύναμα σημεία της, όπως ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα η τσαρική
Ρωσία.
Ο Λένιν κατέδειξε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο
οποίος ξέσπασε το 1914, όταν οι αντιθέσεις ανάμεσα στα δυο αντιμαχόμενα ιμπεριαλιστικά
μπλοκ, τις κεντρικές δυνάμεις και την Αντάντ, οξύνθηκαν στο έπακρο. Ο πόλεμος δεν
αποσκοπούσε στην υπεράσπιση της πατρίδας, όπως παρουσίαζαν οι αστικές κυβερνήσεις,
αλλά στη διανομή της ιμπεριαλιστικής λείας, στην οποία η Γερμανία είχε «αδικηθεί» από τις
άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η επαναστατική, διεθνιστική διέξοδος από τον πόλεμο
συνίστατο στη μετατροπή του σε εμφύλιο και την αξιοποίηση της κρίσης που δημιουργούσε
για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Ταυτόχρονα ο Λένιν κριτικάρισε τις ηγεσίες των επίσημων σοσιαλιστικών κομμάτων
της Β΄ Διεθνούς, οι οποίες, παρασυρμένες από τη σοβινιστική μέθη, συντάχτηκαν με την
αστική τάξη της χώρας τους στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας. Αυτή η όχι τυχαία
στάση τους, εξήγησε, συνδεόταν με τη διαμόρφωση μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα μιας
εργατικής αριστοκρατίας την οποία εξαγόραζαν οι καπιταλιστές με τα κέρδη από την
ιμπεριαλιστική λεηλασία του κόσμου. Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς στον πόλεμο
ολοκλήρωνε έτσι τις ρεφορμιστικές τάσεις στο σοσιαλιστικό κίνημα, αναπτυγμένες στη

στροφή του αιώνα από τον Μπερνστάιν και άλλους, τις οποίες ο Λένιν είχε πολεμήσει
συστηματικά στη ρωσική όσο και τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία. Στις τάσεις αυτές
συγκαταλέγονταν όχι μόνο οι ανοικτοί σοβινιστές αλλά και οι κεντριστές υπό τον Κάουτσκι,
που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην επαναστατική και την οπορτουνιστική πτέρυγα,
αρνούμενοι τη ρήξη με τους οπορτουνιστές.
Ενώ ανέδειξε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου του 1914-18, ο Λένιν δεν
έπεσε στο λάθος να αρνηθεί τη δυνατότητα των προοδευτικών πολέμων στην ιμπεριαλιστική
εποχή. Οι πόλεμοι αυτοί, τόνισε, όπως οι απελευθερωτικοί πόλεμοι των λαών των αποικιών
ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ήταν δυνατοί και θα έπαιζαν σημαντικό επαναστατικό
ρόλο στον 20ό αιώνα. Οι κομμουνιστές έπρεπε να υποστηρίζουν το δικαίωμα του
αποχωρισμού των καταπιεσμένων εθνοτήτων, καταπολεμώντας όλες τις εκδηλώσεις του
αντιδραστικού εθνικισμού και του σοβινισμού στις καπιταλιστικές μητροπόλεις.
Απέναντι στην προδοσία των ηγεσιών της Β΄ Διεθνούς, ο Λένιν τόνισε την ανάγκη
της ρήξης με τον παλιό ρεφορμισμό, συνεισφέροντας καθοριστικά στη δημιουργία της Γ΄,
Κομμουνιστικής Διεθνούς ή Κομιντέρν ως νέο κέντρο του παγκόσμιου κομμουνιστικού
κινήματος. Η Κομιντέρν χαρακτηρίστηκε στα τέσσερα πρώτα συνέδριά της, όπου συμμετείχε
ο Λένιν, από δημιουργικές επεξεργασίες, όπως η τακτική του ενιαίου μετώπου και των
συμμαχιών, την οποία οι Μπολσεβίκοι είχαν εφαρμόσει συστηματικά στη Ρωσία.
Σοσιαλιστική επανάσταση και σοσιαλιστική μετάβαση
Μετά το Φλεβάρη και τον Οκτώβρη του 1917, καθοδηγώντας το μπολσεβίκικο
κόμμα στον αγώνα για την κατάληψη και διατήρηση της εξουσίας, ο Λένιν παρουσίασε μια
σειρά γόνιμες επεξεργασίες για τη σοσιαλιστική επανάσταση και τη σοσιαλιστική
οικοδόμηση.
Οι ρεφορμιστές της Β΄ Διεθνούς είχαν φτάσει να θεωρούν τη σοσιαλιστική
επανάσταση σαν μια διαδικασία βαθμιαίου μετασχηματισμού της αστικής δημοκρατίας σε
σοσιαλιστική. Ασκώντας πολεμική στις απόψεις τους, ο Λένιν επανέφερε στο προσκήνιο τη
διδασκαλία του Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου, ως τη μορφή εξουσίας που
μπορεί μόνο να εκπληρώσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Τόνισε ότι η εργατική εξουσία
δεν αποτελεί συνέχεια της αστικής, αλλά το προϊόν μιας ρήξης με αυτή, περιλαμβάνοντας τη
συντριβή του παλιού, αστικού κρατικού μηχανισμού, ιδιαίτερα της γραφειοκρατίας και των
μηχανισμών καταστολής. Ο Λένιν ανέδειξε το χαρακτήρα των σοβιέτ, που έκαναν την
εμφάνισή τους στις δυο ρωσικές επαναστάσεις, ως οργάνων αυτής της νέας εξουσίας. Αν και
η δικτατορία του προλεταριάτου περιορίζει και καταστέλλει την αστική τάξη, σημαίνει
ταυτόχρονα μια νέα, ανώτερη δημοκρατία για τους εργαζόμενους.
Μια σημαντική συμβολή του Λένιν ήταν η ανάλυση της δυαδικής εξουσίας, όταν
μετά το Φλεβάρη του 1917 συνυπήρχαν στη Ρωσία η παλιά αστική κυβέρνηση με τα σοβιέτ
και γινόταν αγώνας ποιος θα υπερισχύσει. Ο Λένιν, προεκτείνοντας σχετικές επεξεργασίες
του Ένγκελς, επεξεργάστηκε το μεταβατικό πρόγραμμα, ένα σύνολο ζωτικών διεκδικήσεων
που ανταποκρίνονται σε αυτή την ιδιάζουσα κατάσταση και όχι στα καθήκοντα του
σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, ως το κατάλληλο πρόγραμμα για να συσπειρώσουν οι
κομμουνιστές τις λαϊκές μάζες και να λύσουν επαναστατικά το ζήτημα της εξουσίας.
Μετά τη νίκη στον εμφύλιο ενάντια στους Λευκούς και τους ξένους επεμβατιστές, ο
Λένιν επεξεργάστηκε τα προβλήματα της σοσιαλιστικής μετάβασης στην ΕΣΣΔ. Εδώ
προέκρινε μια βαθμιαία στρατηγική για την τοποθέτηση των βάσεων του σοσιαλισμού,
βασικά μιας σοσιαλιστικής βιομηχανίας ικανής να προμηθεύει τον αγροτικό πληθυσμό με
επαρκή αγαθά εδραιώνοντας τη συμμαχία ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά που
είχε επιτευχθεί στη διάρκεια του εμφυλίου. Αυτή η κατεύθυνση αποκρυσταλλώθηκε στη
ΝΕΠ, τη Νέα Οικονομική Πολιτική, η οποία επέτρεπε στους αγρότες να εμπορεύονται το
πλεόνασμα της παραγωγής τους μετά από την καταβολή ενός φόρου στο κράτος, καθώς και
τις μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις στη βιομηχανία και το εμπόριο. Ο Λένιν αναγνώρισε ότι η
ΝΕΠ αποτελούσε μια στρατηγική υποχώρηση στον καπιταλισμό, που την έκαναν αναγκαία οι
μεγάλες καταστροφές του πολέμου και του εμφυλίου, αλλά και η τσαρική κληρονομιά της
οικονομικής και πολιτιστικής καθυστέρησης. Ταυτόχρονα, είδε σε αυτή μια κατάλληλη
μορφή για τα αρχικά στάδια της σοσιαλιστικής μετάβασης, όταν οι συλλογικές αρχές πρέπει

να συνδυάζονται με το ατομικό συμφέρον και την υποκίνηση των εργαζόμενων. Σε αυτή τη
σύνδεση διατύπωσε το σχέδιο του εξηλεκτρισμού και της προώθησης των σοσιαλιστικών
μετασχηματισμών μέσω της εθελοντικής οργάνωσης των αγροτών σε συνεταιρισμούς, μια
κατεύθυνση η οποία αργότερα βιάστηκε από το σταλινισμό.
Υλισμός και διαλεκτική
Παράλληλα με τις πολιτικές αναλύσεις του, ο Λένιν απέδωσε μεγάλη προσοχή στα
ζητήματα της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας. Εδώ άσκησε οξεία πολεμική στα αστικά και
αναθεωρητικά φιλοσοφικά ρεύματα που αποσύνθεταν το μαρξισμό, εκφραζόμενα στη Ρωσία
κύρια από το μαχισμό (εμπειριοκριτικισμό), μια παραλλαγή του υποκειμενικού ιδεαλισμού,
που απέδιδε πρωταρχική θέση στο εγώ και τις εμπειρίες του. Απέναντι στους μαχιστές τόνισε
την πρωταρχικότητα του υλικού κόσμου, αποκαλύπτοντας την από μέρους τους παραχάραξη
του υλισμού, με το πρόσχημα δήθεν της επιστημονικής του ανανέωσης. Έδειξε ότι ο
μαχισμός ήταν μια ηχώ των μοντέρνων αστικών ρευμάτων μέσα στο μαρξισμό, η οποία
οδηγούσε στη σχολαστική νόθευσή του και την ακύρωση της σοσιαλιστικής του δέσμευσης.
Οι ιδέες αυτές του Λένιν, διατυπωμένες στο έργο του Υλισμός και
Εμπειριοκριτικισμός, έχουν χαρακτηριστεί συχνά δογματικές και απλοϊκές από αστούς
επικριτές. Οι κριτικές τους, ωστόσο, ήταν γενικά αβάσιμες και μειωτικές, αποσκοπώντας να
δυσφημήσουν τη λενινιστική υπεράσπιση των βάσεων του μαρξισμού για να ανοίξουν έτσι το
δρόμο για παραπέρα νοθεύσεις, που συνεχίζονται αμείωτα ως τις μέρες μας. Ο Λένιν
καταπολέμησε εύστοχα τα σοφίσματα και τις παραχαράξεις των αστών και αναθεωρητών
λογίων, δείχνοντας την ακαταλληλότητα των ιδεών τους για τους σκοπούς του σοσιαλιστικού
κινήματος. Ταυτόχρονα, έδωσε μια εύστοχη υλιστική ερμηνεία της επανάστασης στις
φυσικές επιστήμες, ως μιας κατάδειξης της υλιστικής διαλεκτικής.
Στη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου ο Λένιν μελέτησε και σχολίασε σε βάθος τα
κύρια έργα του Χέγκελ, τη Λογική και την Ιστορία της Φιλοσοφίας. Τα εκτενή σχόλιά του
περιστράφηκαν γύρω από το θεμελιώδες ζήτημα της υλιστικής αντιστροφής της χεγκελιανής
διαλεκτικής από τον Μαρξ, που υπόκειται της μαρξιστικής κοσμοθεώρησης. Ο Λένιν τόνισε
εδώ την κεντρικότητα της έννοιας της αντίφασης στην υλιστική διαλεκτική, προσδιορίζοντας
το περιεχόμενό της ως ενότητα των αντιθέτων, στο πλαίσιο της οποίας η αντίθεση παραμένει
πιο ισχυρή από την ενότητα. Σε αυτή τη σύνδεση παρέθεσε και συζήτησε μια ποικιλία
γνωρισμάτων και στοιχείων της διαλεκτικής, δίνοντας έμφαση στις έννοιες της αντιφατικής
ενότητας του είναι και της ολότητας, της αλματικής ανάπτυξης, καθώς και της
αλληλοσύνδεσης και ευλυγισίας των εννοιών στη διαδικασία της γνώσης.
Ο Λένιν εμπλούτισε έτσι τη διαλεκτική κοσμοθεώρηση, προωθώντας και
διορθώνοντας τις επεξεργασίες του Ένγκελς, ο οποίος είχε εστιάσει στις εξωτερικές όψεις και
τους «νόμους» της διαλεκτικής παρά στα βαθύτερα θεμέλιά της. Αυτή του η συμβολή δεν
ήταν όμως κάτι εξωτερικό προς το υπόλοιπο έργο του, αλλά μια γενίκευση των ίδιων
διαλεκτικών αρχών και της μεθοδολογίας που εφάρμοζε στις αναλύσεις του για τα
προβλήματα του ταξικού αγώνα.
Ο Λένιν και ο σταλινισμός
Στη διάρκεια της ΝΕΠ και προς το τέλος της ζωής του ο Λένιν επισήμανε διορατικά
τα φαινόμενα γραφειοκρατικών διαστροφών και εκφυλισμού στο κόμμα και το σοβιετικό
κράτος που συνδέονταν με την κληρονομιά του τσαρισμού. Σε αυτή τη σύνδεση αναφέρθηκε
στον αυταρχισμό του Στάλιν και τη μεγαλορωσική νοοτροπία του, που μπορούσε να τον
κάνουν φορέα αυτών των τάσεων με τελικό αποτέλεσμα τη διάσπαση του κόμματος και τη
διαστροφή της σοσιαλιστικής προοπτικής, ζητώντας την απομάκρυνσή του από τη θέση του
Γραμματέα – προβλέψεις που επιβεβαιώθηκαν τραγικά από την ιστορία.
Παρά τις σαφείς αυτές επισημάνσεις και τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στις
αντιλήψεις του Λένιν για τη σοσιαλιστική μετάβαση και τις επιλογές του Στάλιν, οι πολέμιοι
του μαρξισμού δεν έχουν χάσει ευκαιρία να συνδέσουν τον Λένιν με τον Στάλιν, αποδίδοντας
στον ηγέτη του Οκτώβρη την ευθύνη για τα σταλινικά εγκλήματα. Σε αυτή τη σύνδεση

επικαλούνται άλλοτε το «δογματισμό» του Λένιν και άλλοτε τον «καιροσκοπισμό» του ως
ενός δήθεν «κυνικού πραγματιστή και βολονταριστή».
Οι αιτιάσεις των αντιμαρξιστών δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Οι θέσεις του
Λένιν που τους φαίνονται «δογματικές» ήταν αδιάλειπτα το αποτέλεσμα μιας βαθιάς
ανάλυσης των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις, και οι αλλαγές στις εκτιμήσεις του, στις οποίες
διαβλέπουν «καιροσκοπισμό», ήταν πάντα μαρξιστικές αποκρίσεις σε αλλαγές των ταξικών
συσχετισμών και της ευρύτερης κοινωνικής κατάστασης. Ο Στάλιν μπορεί να κράτησε τη
λενινιστική φρασεολογία, τη μετέτρεψε όμως σε κενή φόρμουλα, ένα συνώνυμο για τα
ιδιοτελή συμφέροντα της γραφειοκρατίας.
Εκείνο που διαχωρίζει πιο κάθετα τον Λένιν από τον Στάλιν είναι κυρίως το
δημιουργικό, διαλεκτικό πνεύμα του, που του επέτρεψε να έχει μια τεράστια, καθοριστική
συμβολή στην ανάπτυξη του μαρξισμού. Ο σταλινισμός, αντίθετα, διακρινόταν από την
αντιδιαλεκτική απολυτότητα, τη δογματική ημιμάθεια και την καθυστέρηση, στοιχεία
εντελώς πρόδηλα τόσο στον ίδιο τον Στάλιν, όσο και στους συνεχιστές του όπως η
νεοσταλινική ηγεσία του ΚΚΕ. Με αυτή την έννοια ο σταλινισμός αποτέλεσε μια άρνηση
τόσο του μαρξισμού γενικά όσο και της λενινιστικής παράδοσης ειδικότερα.
Ακόμη και μια ματιά στις ζοφερές εξελίξεις της εποχής μας θα δείξει τη διαρκή
επικαιρότητα των υποδειγματικών μαρξιστικών επεξεργασιών του Λένιν για τον
ιμπεριαλισμό, το εθνικό και αγροτικό ζήτημα, τα προβλήματα της σοσιαλιστικής μετάβασης
και πολλά άλλα. Η σκέψη και οι ιδέες του είχαν μια ευρεία ιστορική αποτελεσματικότητα
γιατί ήταν ισχυρά γειωμένες στην πραγματικότητα. Παραμένουν και σήμερα μια φωτεινή
πηγή γνώσης και έμπνευσης στους αγώνες των καταπιεσμένων για ένα καλύτερο κόσμο.
*Συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο