Ο Μαρξ στην Ανθρωπόκαινο: προς έναν κομμουνισμό της απο-μεγέθυνσης

1 min read

του Κοχέι Σάιτο 14.01.2024 αναδημοσίευση από Nomadic Universality

Ο Γιόζεφ Σουμπέτερ είπε κάποτε: «Ο καπιταλισμός είναι μια διαδικασία, ένας στάσιμος καπιταλισμός θα ήταν μια contradictio in adjecto» [αντίφαση όρων]. Η απο-μεγέθυνση είναι ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό και αποτελεί ουσιαστικά ένα αντικαπιταλιστικό πρόταγμα. Ωστόσο, στο παρελθόν υπήρξε ελάχιστος διανοητικός διάλογος μεταξύ της απο-μεγέθυνσης και του μαρξισμού, κυρίως λόγω της υποτιθέμενης «προμηθεϊκής» τάσης του τελευταίου. Αυτό πρέπει να αλλάξει και, ευτυχώς, έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει με την υπεράσπιση μιας «οικοσοσιαλιστικής απο-μεγέθυνσης» (Löwy κ.ά. 2022). Η κατάσταση αυτή αντανακλά τη θεωρητική και πρακτική πρόοδο της πολιτικής οικολογίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Σήμερα, η ύπαρξη της οικολογίας του Μαρξ έχει γίνει αναμφισβήτητη χάρη στις πρόσφατες σθεναρές προσπάθειες μελετητών του μαρξικού έργου να κατανοήσουν κριτικά την ιστορική δυναμική της συσσώρευσης κεφαλαίου και τις αντιφάσεις της από οικολογική σκοπιά, ιδίως όσων οικοσοσιαλιστών χρησιμοποιούν την έννοια του «μεταβολικού ρήγματος». Η έννοια αυτή άνοιξε ένα χώρο κριτικής εμπλοκής με άλλες παραδόσεις του περιβαλλοντισμού και της πολιτικής οικολογίας, μεταξύ αυτών και με την απο-μεγέθυνση. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη αναγέννηση της θεωρίας της απο-μεγέθυνσης παρέχει μια μεγάλη ευκαιρία να επανεξετάσουμε και να επικαιροποιήσουμε το όραμα του Μαρξ για μια οικονομία μετά την σπάνη. Εμπνευσμένο και από νέα ευρήματα που προκύπτουν από την ανάγνωση της MEGA, το βιβλίο αυτό επιχειρεί να απελευθερώσει αποφασιστικά τον μαρξισμό από τον παραγωγιστικό «σοσιαλισμό», ερμηνεύοντας εκ νέου τον ύστερο Μαρξ ως «κομμουνιστή της απο-μεγέθυνσης».

Η θετική επεξεργασία του οράματος του Μαρξ για τη μετακαπιταλιστική κοινωνία στο βιβλίο αυτό είναι επίσης μια προσπάθεια να απαντήσουμε σε όσους αμφισβητούν τη γονιμότητα μιας διερεύνησης της οικολογίας του Μαρξ στα σημειωματάριά του. Είναι αλήθεια ότι η ύπαρξη της οικολογίας του Μαρξ από μόνη της δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι αναλύσεις του είναι χρήσιμες σήμερα, ούτε δικαιολογεί την ανάγκη ενασχόλησης με την πολιτική του οικονομία. Έτσι, επικριτές εκφράζουν επιφυλάξεις για το εάν η οικολογία του Μαρξ μπορεί να εφαρμοστεί στον σύγχρονο κόσμο της Ανθρωποκαίνου, αφού η οικονομική και οικολογική κατάσταση στον 21ο αιώνα είναι εντελώς διαφορετική από την εποχή του και το επίπεδο της επιστημονικής γνώσης είναι ασύγκριτο. Άλλοι αντιτείνουν ότι ένα τέτοιο «πρασίνισμα» της κριτικής του Μαρξ στον καπιταλισμό είναι μια απλή επιβολή των «δικών μας» ανησυχιών στο κείμενο του Μαρξ, η οποία διαστρεβλώνει και παραμελεί τις βαθιές ατέλειες και τους περιορισμούς της μαρξικής θεωρίας. Λόγω της «παρωχημένης» θεωρίας του Μαρξ, οι επικριτές καταλήγουν ακόμη και στο  ότι «ο μαρξισμός έχει καταστεί θεωρητικά τόσο περιθωριακός που οι ελπίδες για έναν ‘οικολογικό Μαρξ’ είναι πλέον καλύτερο να θεωρούνται απατηλές» (Boggs 2020: 83).

Πράγματι, ο Μαρξ δεν ήταν πάντα συνεπής αλλά αμφίσημος σε μια σειρά από σημεία. Αυτό δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Οι ιδέες του περιορίζονταν αναπόφευκτα από τις προσωπικές του εμπειρίες καθώς και από την κοινωνική και οικονομική δομή και τα κυρίαρχα αξιακά πρότυπα και νόρμες της Δυτικής Ευρώπης του 19ου αιώνα. Μπορεί λοιπόν κανείς να βρει παραγωγιστικές και ευρωκεντρικές παρατηρήσεις στα γραπτά του και να τις επικρίνει. Θα  ήταν όμως αναγωγιστικό να απορρίψει ολόκληρη τη θεωρητική του συμβολή εξαιτίας κάποιων μεμονωμένων παρατηρήσεων χωρίς να εξετάσει επαρκώς τα ιστορικά, θεωρητικά και πολιτικά τους συμφραζόμενα και τις προθέσεις του Μαρξ. Αυτός ο αναγωγισμός είναι ιδιαίτερα προβληματικός επειδή ο Μαρξ συχνά στοχαζόταν πάνω σε προηγούμενες εσφαλμένες υποθέσεις του και ανέπτυσσε πιο εξελιγμένες απόψεις· όπως ανέλυσα σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, σαφώς διόρθωσε τις δικές του προηγούμενες παραγωγιστικές και ευρωκεντρικές θέσεις μετά τη δεκαετία του 1860. Ανιχνεύοντας προσεκτικά τη θεωρητική ανάπτυξη του Μαρξ κατά τη διάρκεια της ζωής του, είναι δυνατόν να αποφύγουμε τη στείρα πολεμική που βασίζεται είτε στη δογματική υπεράσπιση της ορθότητας της θεωρίας του Μαρξ είτε στην τυφλή άρνηση της χρησιμότητάς της με την υπεργενίκευση ανώριμων απόψεων του νεαρού Μαρξ. Ενώ η πρώτη στάση είναι προφανώς ανεπαρκής, η δεύτερη απόρριψη είναι ατυχής, διότι ο Μαρξ είναι σαφώς ένας από τους λίγους θεωρητικούς που ανέπτυξαν μια συστηματική κριτική του καπιταλιστικού συστήματος. Με την βιαστική άρνηση της πνευματικής του κληρονομιάς, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ασκηθεί κριτική στον καπιταλισμό, ειδικά όταν η ασταμάτητη συσσώρευση κεφαλαίου είναι η προφανής αιτία της σημερινής περιβαλλοντικής κρίσης. Αυτό αναπαράγει και ενισχύει τον «καπιταλιστικό ρεαλισμό».

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η «ανασκαφή» μέσα σε ανέκδοτα γραπτά του Καρλ Μαρξ μέσω του MEGA δεν είναι μια ακόμη προσπάθεια θεοποίησης της παντοδύναμης κοσμοθεωρίας του, η οποία προέβλεψε στην εντέλεια την περιβαλλοντική καταστροφή στην Ανθρωπόκαινο. Ταυτόχρονα, η εκτεταμένη διερεύνηση των σημειωματαρίων του Μαρξ στο προηγούμενο έργο μου, Karl Marx‘s Ecosocialism: Capital, Nature and the Unfinished Critique of Political Economy, δεν είχε ως στόχο να σώσει τον Μαρξ αποδεικνύοντας το «απλό» γεγονός ότι ενδιαφερόταν για οικολογικά ζητήματα. Μια τέτοια φιλολογική λογομαχία θα αφορούσε μόνο τους μαρξιστές μελετητές που επιθυμούν να υπερασπιστούν το Κεφάλαιο του Μαρξ ως Βίβλο. Η συζήτηση στο παρόν βιβλίο θα πρέπει να καταστήσει για άλλη μια φορά σαφές ότι το εγχείρημα του Μαρξ για την πολιτική οικονομία παραμένει ουσιαστικά ημιτελές και ότι το Κεφάλαιο δεν εξηγεί τα πάντα.[1]

Ακόμη και αν το οικολογικό εγχείρημα του Μαρξ δεν μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στη σημερινή κατάσταση στην Ανθρωπόκαινο, τα σημειωματάριά του προσφέρουν χρήσιμες ενδείξεις που μας επιτρέπουν να εικάσουμε πώς ο Μαρξ θα είχε αναπτύξει περαιτέρω την κριτική του, αν ήταν σε θέση να ενσωματώσει τα πρόσφατα επιστημονικά ευρήματα στην κριτική του για την πολιτική οικονομία. Αυτό είναι το καθήκον που αναμένεται να εκπληρώσουν οι σημερινοί μαρξιστές, επειδή προσφέρει ένα εντελώς νέο όραμα για τον μετακαπιταλισμό μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Με αυτή την έννοια, το Karl Marx’s Ecosocialism [Ο οικοσοσιαλισμός του Καρλ Μαρξ] αποτέλεσε μια προετοιμασία για να πάμε πέρα απ’ το Κεφάλαιο και να ανοίξουμε νέους διαλόγους με άλλα ρεύματα περιβαλλοντισμού στην Ανθρωπόκαινο ώστε να οραματιστούμε πιο συγκεκριμένα ένα μετακαπιταλιστικό μέλλον. Ωστόσο, το να πάμε πέρα απ’ το Κεφάλαιο δεν σημαίνει να το αρνηθούμε. Η οικολογική κριτική του Μαρξ στον καπιταλισμό στο Κεφάλαιο παρέχει μια απαραίτητη μεθοδολογική βάση για μια κριτική κατανόηση της καπιταλιστικής οικολογικής καταστροφής. Με αυτή τη μεθοδολογία, οι πιο πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με το γήινο σύστημα, την οικολογία του εδάφους και της θάλασσας και την κλιματική αλλαγή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να συμπληρώσουν την οικοσοσιαλιστική κριτική του Μαρξ στον καπιταλισμό. Αυτό θα τεκμηριώσει περαιτέρω την ιδέα του κομμουνισμού της απο-μεγέθυνσης.

Δυστυχώς, ο Μαρξ δεν ανέπτυξε την ιδέα του κομμουνισμού της απο-μεγέθυνσης. Μέχρι το θάνατό του, πάλευε με διάφορες θεωρητικές ασυνέπειες και περιορισμούς, ιδίως με όσους είχαν να κάνουν με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Από την άλλη, δεν μπόρεσε να διορθώσει και να επεκτείνει πλήρως τα προηγούμενα επιχειρήματά του στους τόμους ΙΙ και ΙΙΙ του Κεφαλαίου τη δεκαετία του 1870, πράγμα που αφήνει μερικές φορές την εντύπωση ότι παρέμεινε ένας παραγωγιστής και ευρωκεντρικός στοχαστής. Αυτή η αρνητική εντύπωση πολλαπλασιάστηκε μετά τον θάνατό του εν μέρει επειδή ακόμη και ο Ένγκελς, ο ιδρυτής του μαρξισμού, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει πλήρως τι αναζητούσε ο Μαρξ πέρα από το Κεφάλαιο. Αυτό δεν αναιρεί τα μεγάλα επιτεύγματα του Ένγκελς στην ιστορία του μαρξισμού. Χωρίς την ανασύνθεση της θεωρίας του Μαρξ από τον Ένγκελς, η τεράστια επιτυχία του μαρξισμού στον 20ό αιώνα θα ήταν αδύνατη.

Εντούτοις, η επιτυχία του Ένγκελς, εκτός από τις δικές του αιχμηρές αναλύσεις των συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην «απλούστευση» της θεωρίας του Μαρξ. Ο Ένγκελς αναγνώρισε ότι το εκτεταμένο πεδίο εφαρμογής του έργου του Μαρξ υπερέβαινε κατά πολύ τα κοντόφθαλμα συμφέροντα της εργατικής τάξης, πράγμα που θα καθιστούσε δύσκολη την ευρεία υποδοχή της θεωρίας του Μαρξ μεταξύ των εργαζομένων. Η ουσία της θεωρητικής προσπάθειας του Ένγκελς δεν είναι επομένως μια απλή «παραμόρφωση» της θεωρίας του Μαρξ που βασίζεται σε μια ανεπαρκή κατανόηση, αλλά μάλλον μια σκόπιμη «ανακατασκευή» των βασικών στοιχείων της με τρόπο που να είναι προσαρμόσιμος και συμβατός με τα σοσιαλιστικά και εργατικά κινήματα της εποχής του. Ο «μαρξισμός» για τον Ένγκελς παρείχε έναν ολοκληρωμένο πνευματικό προσανατολισμό για την εργατική τάξη ως αντι-ιδεολογία ενάντια στην κύρια καπιταλιστική ιδεολογία του εκσυγχρονισμού. Στην προσπάθειά του αυτή, ωστόσο, ο Ένγκελς κατέληξε να υπερτονίσει ορισμένες πτυχές της θεωρίας του Μαρξ, όπως ο «ορθολογισμός», ο «θετικισμός», η «προοδευτική θεώρηση της ιστορίας», ο «παραγωγισμός» και ο «ευρωκεντρισμός».

Στο βαθμό που το μυστικό της επιτυχίας του Ένγκελς ήταν η άκριτη εκτίμησή του για τη διαδικασία εκσυγχρονισμού, ο «μαρξισμός» δεν στάθηκε ικανός να προσφέρει το θεωρητικό εύρος που ήταν απαραίτητο για να πάμε στ’ αλήθεια πέρα από τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Όπως επεσήμανε ο Ιμμάνουελ Ουώλλερστιν (1979), ο μαρξισμός στα «κέντρα» του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος μετατράπηκε σε σοσιαλδημοκρατία που διεκδικεί μεταρρυθμίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Στις «ημιπεριφέρειες» και τις «περιφέρειες» όπου οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις πέτυχαν, υποστήριξε ο Ουώλλερστιν, ο μαρξισμός λειτούργησε ως ιδεολογία που νομιμοποίησε την εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό με τη μορφή του αντιδημοκρατικού «κρατικού καπιταλισμού»[2]. Ως αποτέλεσμα, οι «υπαρκτές σοσιαλιστικές χώρες» παρέμειναν παγιδευμένες στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα κυρίαρχων κρατών.

Υπό αυτή την έννοια, η θεωρητική παρέμβαση του Ένγκελς –λίγο πολύ δικαιολογημένα- έφτασε να θεωρείται υπεύθυνη για τον πολιτικό δογματισμό του «μαρξισμού» καθώς και για την «παραμόρφωση» της θεωρίας του Μαρξ. Μολονότι ο Ένγκελς μοιραζόταν πολλές απόψεις με τον Μαρξ, υπήρχαν θεωρητικές διαφορές μεταξύ τους. Αυτό δεν είναι περίεργο, αφού στο κάτω κάτω ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Το φιλοσοφικό πρόταγμα του Ένγκελς δεν ήταν απόλυτα συμβατό με τις όψιμες θεωρητικές προσπάθειες του Μαρξ. Γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητο να διακρίνουμε τον Μαρξ από τον Ένγκελς αν θέλουμε να πάμε πέρα από το Κεφάλαιο.

Όπως υποστήριξα λοιπόν στο παρόν βιβλίο, αξίζει να ξανασκεφτούμε σε αυτό το πλαίσιο τον Γκέοργκ Λούκατς, καθώς αυτός άσκησε κριτική στον Ένγκελς ήδη από τη δεκαετία του 1920 και συνέβαλε στη διαμόρφωση του δυτικού μαρξισμού. Παρόλο που η κριτική του στον Ένγκελς προκάλεσε σοβαρές παρεξηγήσεις λόγω της απρόσεκτης διατύπωσής του και κατέληξε να επικριθεί για ασυνέπειες και αμφισημίες από άλλους μαρξιστές, ο Λούκατς, σε αντίθεση με τους μεταγενέστερους δυτικούς μαρξιστές, ενσωμάτωσε την έννοια του «μεταβολισμού» του Μαρξ. Ανέπτυξε με επιτυχία μια μαρξική μεθοδολογία για να θεματοποιήσει την τεταμένη σχέση μεταξύ ανθρώπων και φύσης στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Ο «μεθοδολογικός δυϊσμός» –και όχι «οντολογικός δυϊσμός»- του Λούκατς, που αναπτύσσεται στο Tailism and the Dialectic[3], είναι πιστός στη μέθοδο της πολιτικής οικονομίας του ίδιου του Μαρξ. Η εγελιανή έννοια της «ταυτότητας της ταυτότητας και της μη ταυτότητας» που χρησιμοποιεί, συμβάλλει επίσης ουσιαστικά στην κριτική κατανόηση της ιστορικής δυναμικής της συσσώρευσης κεφαλαίου και των ορίων της ακόμη και στην Ανθρωπόκαινο.

Η δυϊστική μεθοδολογία του Μαρξ έχει μεγάλη σημασία στην Ανθρωπόκαινο, καθώς ανοίγει μια εναλλακτική λύση απέναντι στην δημοφιλή εσχάτως ρητορεία περί μετακαρτεσιανής οντολογίας μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Διάφορες μορφές δυϊσμού είναι σίγουρα ανεπαρκείς για να ανταποκριθούν στην πολύπλευρη κρίση της Ανθρωποκαίνου, μια κρίση που χαρακτηρίζεται από τη διαπλοκή του φυσικού και του κοινωνικού. Ωστόσο, οι επίπεδες οντολογίες ή άλλες μορφές μονισμού δεν είναι οι μόνες εναλλακτικές προς τον καρτεσιανό δυισμό. Η αναλυτική διάκριση μεταξύ κοινωνίας και φύσης δεν οδηγεί αναγκαστικά σε καρτεσιανό δυισμό, και γι’ αυτό πολλές μονιστικές κριτικές του καρτεσιανού δυϊσμού που συχνά αποδίδονται στον μαρξισμό είναι κριτική σε αχυρανθρώπους, καθώς αποκλείουν εκ των προτέρων δυνατότητες πιο παραγωγικών «δυϊστικών» προσεγγίσεων. Ο Jason W. Moore χρησιμοποιεί ένα τέτοιο επιχείρημα αχυρανθρώπου κατά της προσέγγισης του μεταβολικού ρήγματος, αλλά ο μεθοδολογικός δυισμός του Μαρξ θεμελιώνεται στη μοναδική αντίληψή του για την «ύλη» (Stoff) και τη «μορφή» (Form), η οποία είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε την ιστορική ιδιαιτερότητα της καπιταλιστικής παραγωγής και την αντίθεσή της με τις υλικές προϋποθέσεις για βιώσιμη παραγωγή. Το κοινωνικό και το φυσικό είναι βαθιά συνυφασμένα στην πραγματικότητα, η αρχέγονη παρθένα φύση δεν υπάρχει πια, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι απαραίτητο να διακρίνουμε αναλυτικά μεταξύ κοινωνικού και φυσικού.

Ενώ ο Άλφ Χόρνμποργκ και ο Aντρέας Mάλμ έχουν ήδη υπερασπιστεί την εγκυρότητα ενός τέτοιου αναλυτικού δυϊσμού έναντι του Μπρυνό Λατούρ και του Moυρ, το παρόν βιβλίο στοχεύει επίσης να προχωρήσει παραπέρα, αποδεικνύοντας ότι ο μεθοδολογικός δυϊσμός του Μαρξ έχει θεωρητικές συνέπειες για το όραμά του για τον μετακαπιταλισμό[4]. Σε αντίθεση με την πρόσφατη αναβίωση του μετακαπιταλισμού που βασίζεται στα Grundrisse, η οποία εξακολουθεί να στοιχειώνεται από παραγωγιστικές αντιλήψεις στο όνομα της διαχείρισης της γης, στην πραγματικότητα ο Μαρξ μετέβαλε την αντίληψή του για τις παραγωγικές δυνάμεις του κεφαλαίου στις αρχές της δεκαετίας του 1860 κατά τρόπο που συνάδει με τον μεθοδολογικό του δυϊσμό. Δίνοντας προσοχή στον αλληλένδετο χαρακτήρα μορφής και ύλης, ο όψιμος Μαρξ συνειδητοποίησε την πιθανότητα η εκμηδένιση παραγωγικών δυνάμεων του κεφαλαίου να οδηγήσει σε μείωση της κοινωνικής παραγωγικότητας προς χάριν μιας πιο αυτόνομης και βιώσιμης παραγωγής στον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Αυτή η συνειδητοποίηση έρχεται σε σαφή αντίθεση με τον αριστερό επιταχυντισμό που βασίζεται στην πλήρη αυτοματοποίηση, προσφέρει δε ένα εντελώς νέο όραμα για τον μετακαπιταλισμό. Για τον Μαρξ στη δεκαετία του 1870, μια κοινωνία μετά την σπάνη δεν χρειάζεται να στηρίζεται στην τεχνοκρατική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η αφθονία του «κοινού/κοινοτικού πλούτου» (der genossenschaftliche Reichtum) που εμφανίζεται στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα επιτρέπει να ενσωματώσουμε τη απο-μεγέθυνση σε ένα μαρξικό όραμα μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, όσο κι αν μια τέτοια δυνατότητα είχε τελείως παραμεληθεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αυτή τη λογική, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου επανήλθα στο Κεφάλαιο για να πάω στ’ αλήθεια πέρα απ’ αυτό, εξηγώντας γιατί το όραμα του Μαρξ για έναν κομμουνισμό της απο-μεγέθυνσης μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες να εγκαθιδρύσουμε μια πιο ισότιμη και βιώσιμη κοινωνία πέρα από το καθεστώς απεριόριστης οικονομικής ανάπτυξης του κεφαλαίου σε βάρος του ανεκτίμητου πλανήτη μας.

Ο όρος «κομμουνισμός της απο-μεγέθυνσης», που παραδέχομαι ότι είναι αντιδημοφιλής αυτή τη στιγμή, σκοπό έχει να αναδείξει τις διαφορές όχι μόνο από το ολοένα και πιο δημοφιλές όραμα του πράσινου καπιταλισμού, αλλά και από τον τεχνοκρατικό οικοσοσιαλισμό. Ο οικοσοσιαλισμός, όπως και ο πράσινος καπιταλισμός, μπορεί να είναι αναπτυξιακός, αλλά δεν θα είναι βιώσιμος. Ο κομμουνισμός της απο-μεγέθυνσης ως παραλλαγή του οικοσοσιαλισμού στοχεύει σε μια κοινωνία μετά τη σπάνη χωρίς οικονομική μεγέθυνση. Στοχεύει να αποκαταστήσει την αφθονία του κοινού πλούτου έναντι της τεχνητής έλλειψης που δημιουργεί το κεφάλαιο. Αν είναι έτσι, ο μαρξισμός πρέπει να επανερμηνευτεί διεξοδικά από αυτή τη σκοπιά της «οικοσοσιαλιστικής απο-μεγέθυνσης» χωρίς να αναιρείται η θεωρία του Μαρξ για την αξία, την πραγμοποίηση, τις τάξεις και το σοσιαλισμό. Αυτή η τολμηρή ανανέωση του μετα-καπιταλισμού του Μαρξ μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ είναι απαραίτητη για να εμπλουτίσουμε τους διαλόγους με τον μη μαρξιστικό περιβαλλοντισμό και να οραματιστούμε τη δυνατότητα ανθρώπινης επιβίωσης στην Ανθρωπόκαινο. Το αν το πολιτικό πρόταγμα του κομμουνισμού της απο-μεγέθυνσης θα παραμείνει αναπόφευκτα «απατηλό» θα κριθεί από την ιστορία.

[1] Η εντύπωση ότι η οικολογία του Μαρξ εξαρτάται υπερβολικά από την ξεπερασμένη επιστήμη του 19ου αιώνα είναι αποτέλεσμα μιας μονόπλευρης εστίασης στην πρόσληψη του Justus von Liebig στο Κεφάλαιο. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο να απολυτοποιήσουμε την κριτική του Λήμπιχ στο ληστρικό σύστημα της γεωργίας. Ο Μαρξ διόρθωσε την υπερεκτίμηση της κριτικής του Λήμπιχ για τη ληστρική γεωργία στη δεύτερη έκδοση του Κεφαλαίου (Saito 2017).

[2] Την ίδια άποψη διατύπωσε πρόσφατα ο Branko Milanović (2019) σχετικά με την Κίνα. Υπό αυτή την έννοια, αυτό που συζητά ως «πολιτικός καπιταλισμός» δεν είναι κάτι καινούργιο για τον μαρξισμό.

[3] Αναφέρεται στο Chvostismus und Dialektik, ένα κείμενο που ο Λούκατς είχε συντάξει το 1925-26 για να απαντήσει στις κριτικές που είχε δεχθεί το Ιστορία και ταξική συνείδηση (πρόσφατα εκδόθηκε στα αγγλικά με τον τίτλο A Defence of History and Class Consciousness: Tailism and the Dialectic). Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω αν και πώς έχει αποδοθεί ο τίτλος στα ελληνικά [Σ.τ.μ.].

[4] Τώρα ο Hornborg (2020) υποστηρίζει επίσης την απο-μεγέθυνση, αλλά το όραμά του για ένα μετακαπιταλιστικό μέλλον παραμένει αφηρημένο. Ο Malm (2021) παραμένει σιωπηλός όσον αφορά αυτό το σημείο.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόδοση της τελευταίας ενότητας –με τίτλο Conclusion– από το βιβλίο: Kohei Saito, Marx in the Anthropocene Towards the Idea of  Degrowth Communism (γραμμένο αρχικά στα ιαπωνικά). Μετάφραση (φυσικά μέσω του αγγλικού) Α.Γ.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο