του Χρήστου Κεφαλή*
Στις αρχές της δεκαετίας του 1840 ο Μαρξ και ο Μπρούνο Μπάουερ ήταν δυο ηγετικές προσωπικότητες των Νέων Χεγκελιανών, της αριστερής, ριζοσπαστικής πτέρυγας του χεγκελιανισμού, που προετοίμασε ιδεολογικά την επανάσταση του 1848 στη Γερμανία. Το ρεύμα περιλάμβανε ακόμη μορφές όπως οι Φόιερμπαχ, Στράους, Στίρνερ, Ρούγκε, Ένγκελς κ.ά. Σύντομα, ωστόσο, οι δρόμοι τους χώρισαν, με την πλειοψηφία να περνά σε αστικοφιλελεύθερες θέσεις, εκεί που οι Μαρξ και Ένγκελς επεξεργάστηκαν τον επιστημονικό σοσιαλισμό.
Στην ακαδημαϊκή φιλολογία, όπως στις εργασίες του Ντ. ΜακΛέλαν, τονίζονται συχνά οι αρχικές ιδεολογικές ομοιότητες ανάμεσα στον Μαρξ και τους άλλους Νέους Χεγκελιανούς, σε μια προσπάθεια να μειωθεί το νέο που έφερε ο Μαρξ. Οι μαρξιστές και οι προοδευτικοί μελετητές, αντίθετα, όπως ο Σ. Χουκ στο Μεσοπόλεμο, δίνουν έμφαση στις διαφορές, η εμβάθυνση των οποίων καθόρισε το διαχωρισμό των Μαρξ και Ένγκελς από το υπόλοιπο ρεύμα.
Η κυκλοφορία το 2021 από τις εκδόσεις Αργοναύτης, των κειμένων του Μπρούνο Μπάουερ και του Μαρξ για το εβραϊκό ζήτημα δίνει μια ευκαιρία να ελεγχθεί ποια από τις δυο παραπάνω προσεγγίσεις πλησιάζει στην αλήθεια. Η έκδοση –Το Εβραϊκό Ζήτημα. Τα κείμενα του Bruno Bauer και η βιβλιοκρισία του Karl Marx. (1843-1844)– περιέχει δυο μεγάλα δοκίμια του Μπάουερ και την απάντηση του Μαρξ (η μετάφραση είναι του Τάσου Ψηλογιαννόπουλου). Ενώ όμως τα κείμενα του Μαρξ είναι γνωστά και πολυδιαβασμένα, δεν συμβαίνει το ίδιο με εκείνα του Μπάουερ που σπάνια εμφανίζονται στη φιλολογία, ξένη και ελληνική.
Ο απροκατάληπτος αναγνώστης δεν θα αποτύχει να διαπιστώσει, μέσα από τη σύγκριση των θέσεων των δυο στοχαστών, την ορθότητα της δεύτερης προσέγγισης, που υπογραμμίζει και αναδεικνύει τις διαφορές. Διαφορές εκφρασμένες εδώ σε ένα πρώιμο στάδιο, όταν ο Μαρξ και ο Μπάουερ συμβάδιζαν στις πολεμικές στη γερμανική απολυταρχία, πάνω σε ένα ζήτημα που θα αποκτούσε αργότερα τεράστια σημασία, λόγω της ευρείας απήχησης του αντισημιτισμού στην Ευρώπη και του ναζιστικού Ολοκαυτώματος.
Στα δοκίμιά του ο Μπάουερ πραγματεύεται το εβραϊκό ζήτημα σαν ένα καθαρά θρησκευτικό ζήτημα. Οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί, επιχειρηματολογεί, σφάλλουν αμφότεροι απέναντι στο ιδανικό της ανθρώπινης ελευθερίας, όντας δέσμιοι των θρησκευτικών προλήψεων και πλανών. Οι Εβραίοι όμως σφάλλουν διπλά, καθώς δεν μπόρεσαν να διανύσουν ούτε καν τον δρόμο που διένυσαν οι Χριστιανοί.
Σε ένα τέτοιο φως, η προσκόλληση των Εβραίων στον ιουδαϊσμό πρέπει να φαντάζει σαν το αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης εβραϊκής φύσης, η οποία αντιφάσκει στη γενική ανθρώπινη φύση και καθορίζει τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς τους. Ο Μπάουερ διατυπώνει ρητά αυτή τη θέση: «Η θρησκεία και ο τρόπος ζωής του αποτελούν την ιδιοσυστασία του Εβραίου». Εξαιτίας τους, οι Εβραίοι όχι μόνο δεν μπορούν «να αισθάνονται μια χαρά και σαν στο σπίτι τους σε έναν κόσμο τον οποίο δεν έφτιαξαν αυτοί», αλλά «θα πρέπει μάλλον να [του] αντιταχθούν μέσω των αναλλοίωτων χαρακτηριστικών τους»(σελ. 36, 13). Αργότερα, ο Μπάουερ πέρασε σε έναν ακόμη πιο ρητό αντισημιτισμό διαβλέποντας μια φύσει αδυναμία των Εβραίων να αποκτήσουν και να χρησιμοποιήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Ο Μαρξ, ο οποίος είχε εβραϊκή καταγωγή, επικρίνει στα δοκίμιά του τον Μπάουερ για το ότι «μετατρέπει… το ζήτημα της χειραφέτησης των Εβραίων σε ένα αμιγώς θρησκευτικό ζήτημα»(σελ. 225). Σε διάσταση με αυτόν θεωρεί τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό ως δυο ιδιαίτερες εκφάνσεις του σύγχρονου αστικού εγωισμού: ο πρώτος είναι η χονδροειδής, πρακτική εκδοχή του, εκφρασμένη στη λατρεία του χρήματος, ενώ ο δεύτερος η εξευγενισμένη αναπαραγωγή του στη σφαίρα του πνεύματος (σελ. 230-233).
Ο Μαρξ, ανοίγοντας το δρόμο προς τις κομμουνιστικές ιδέες του, εστιάζει έτσι την προσοχή του στις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες και αντιθέσεις, που καθιστούν δυνατό τον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης και τις ιδέες των Εβραίων. Αντί να τις ανάγει, όπως ο Μπάουερ, σε κάποια αμετάλλακτη εβραϊκή φύση, ανιχνεύει τη βάση τους στην ατομική ιδιοκτησία, τη δύναμη του χρήματος και τις άλλες σταθερές της αστικής κοινωνίας:
«Την κοσμική διένεξη, στην οποία ανάγεται τελικώς και το εβραϊκό ζήτημα, η σχέση δηλαδή του πολιτικού κράτους προς τις ίδιες του τις προϋποθέσεις, είτε πρόκειται για υλικά στοιχεία όπως η ατομική ιδιοκτησία κλπ., είτε για πνευματικά, όπως εκπαίδευση, θρησκεία… αυτές τις κοσμικές αντιθέσεις ο Μπάουερ τις αφήνει κατά μέρος, ενώ ασκεί πολεμική κατά της θρησκευτικής τους έκφρασης»(σελ. 202).
Η κριτική οδηγεί τον Μαρξ σε δυο συμπεράσματα. Πρώτο, η πολιτική χειραφέτηση των Εβραίων είναι δυνατή μέσω της συμμετοχής τους στους πολιτικούς αγώνες της εποχής, χωρίς να χρειαστεί να απαρνηθούν πρώτα τη θρησκεία τους. Και δεύτερο, η ανθρώπινη χειραφέτησή τους προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, που θα καταστήσει δυνατή όχι μόνο τη στενή, πολιτική, αλλά και την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση (σελ. 227, 211).
Ο Μαρξ δεν αρνείται διόλου τη σημασία των ιδεών, ακόμη και των θρησκευτικών, όπως απλοϊκά του έχει καταλογιστεί. Μας δίνει αντίθετα τις βάσεις για μια βαθύτερη κατανόησή τους, ανιχνεύοντας τα στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας που τις έκαναν δυνατές, τον ιστορικό ρόλο τους και τους όρους για την υπέρβασή τους, που προϋποθέτει την κατάργηση των υποκείμενων παρωχημένων κοινωνικών σχέσεων. Από δω και η μετέπειτα φημισμένη έκκλησή του, στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ:
«Οι φιλόσοφοι έχουν εξηγήσει μόνο τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Κριτική του νεοσταλινισμού του ΚΚΕ» (εκδόσεις Εύμαρος).