του Κώστα Καλλωνιάτη
Φωτογραφία από sportime.gr
Η Έφη Αχτσιόγλου με την ξεχωριστή προσωπική και πολιτική παρουσία της ως το πρόσωπο εκείνο το οποίο είναι ικανό να πετύχει την πιο ευρεία συναίνεση μεταξύ μελών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, φέρεται από το σύνολο των ΜΜΕ ως το φαβορί για την διεκδίκηση της προεδρίας του κόμματος. Το γεγονός αυτό, συνδυαζόμενο με την στήριξη ενός σημαντικού τμήματος της ηγεσίας της Ομπρέλας καθιστά αναγκαία την εξαντλητική διερεύνηση των πολιτικών προθέσεων, στόχων και οραμάτων της Έφης Αχτσιόγλου για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και της Αριστεράς γενικότερα.
Στο πλαίσιο αυτό και σε μία πρώτη προσέγγιση των τοποθετήσεων της, επιλέξαμε 10 προβληματικά κατά τη γνώμη μας σημεία του λόγου της τα οποία θεωρούμε πως πρέπει να ληφθούν υπόψη στη διεξαγωγή του προσυνεδριακού διαλόγου. Με την επισήμανση πως ορισμένα τουλάχιστον εξ αυτών αφορούν και τους άλλους υποψηφίους οι οποίοι αντίστοιχα οφείλουν να διευκρινίσουν σχετικά την πολιτική τους στάση και πεποίθηση. Ο λόγος επιλογής των σημείων αυτών είναι βαθύτατα πολιτικός και καθόλου προσωπικός, διότι ο κάθε υποψήφιος που αναλαμβάνει το βαρύ φορτίο να εκπροσωπήσει τον αναμορφωμένο ΣΥΡΙΖΑ από δω και στο εξής, έχει την υποχρέωση να δικαιολογήσει την πολιτική του στάση σε κρίσιμα ζητήματα ακόμη και πριν τις εκλογές ή την παραίτηση Τσίπρα. Μόνο έτσι θα καταλάβει το μέλος που καλείται να τον ψηφίσει, τι έφταιξε και τι πρέπει να αλλάξει στο κόμμα και το πολιτικό του σχέδιο από δω και στο εξής.
Τα σημεία αυτά είναι συγκεκριμένα τα εξής:
- Αυτό που λέγεται για την Έφη Αχτσιόγλου σε όλα τα μίντια είναι πως εκπροσωπεί το καινούργιο όχι μόνο ως πρόσωπο της νέας γενιάς αλλά και ως πολιτική, ότι είναι ο βασικός φορέας της ανανέωσης του κόμματος. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε να είχε ποτέ διαφοροποιηθεί ή και αντιτεθεί στην προηγούμενη πολιτική της ηγεσίας του Αλέξη Τσίπρα. Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα ποιο είναι αυτό το νέο στοιχείο στην πολιτική την οποία κομίζει και εκπροσωπεί. Το ζήτημα της ανανέωσης των προσώπων χωρίς να ορίζεται μία προτασσόμενη διαφορετική πολιτική, συνιστά συνταγή αποτυχίας. Να θυμίσουμε ότι ήδη έχουν πραγματοποιηθεί τρεις ανανεώσεις προσώπων από το 2019 και μετά στο όνομα της διεύρυνσης (κεντρικά όργανα το 2020, συνέδριο και αλλαγή ΚΕ και ΠΓ με ψήφιση προέδρου από φίλους το 2022, Κεντρική Εκλογική Επιτροπή το 2023) με αρνητικό αποτέλεσμα.
- Όταν λέει πως το “Αριστερά ή Κέντρο” δεν αποτελεί δίλημμα για εκείνη, προφανώς εννοεί πως μπορούν να συνδυαστούν και τα δύο. Όμως, ποια είναι η προτεραιότητα μεταξύ τους; Διαφωνεί, άραγε, με αυτό που λέει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ότι απευθυνόμαστε και στο Κέντρο αλλά βάση και αφετηρία μας είναι η Αριστερά;
- Μετά τις εκλογές του Μαΐου δήλωσε (10-11/6 2023, ΕφΣυν) πως ο κύριος λόγος της ήττας ήταν η αποτυχία “να φέρουμε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τα υπαρκτά προβλήματα της κοινωνίας και τις προγραμματικές μας θέσεις ως απάντηση σε αυτά” θεωρώντας αναγκαία την επανασύσταση του κόμματος και του περιεχομένου του προγράμματος μας στον κόσμο, δεδομένου ότι η ακρίβεια, οι μειωμένοι πραγματικοί μισθοί και η ρύθμιση των ιδιωτικών χρεών παρέμεναν τα καυτά προβλήματα των εργαζομένων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Έφη Αχτσιόγλου μίλησε για κατεξοχήν οικονομικά προβλήματα και η ίδια υπήρξε η τομεάρχης Οικονομίας του κόμματος, διερωτάται κανείς που ακριβώς απέτυχε η πολιτική μας στον οικονομικό τομέα αλλά και επικοινωνιακά η επανασύστασή μας στην κοινωνία μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Ως αρχιτέκτων της οικονομικής πολιτικής δεν θεωρεί πως έχει τη βασική ευθύνη για την αποτυχία αυτή;
- Στην πρόσφατη ομιλία της στην ΚΕ απέδωσε την πολύπλευρη διεθνή κρίση και την όξυνση των ανισοτήτων που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στον νεοφιλελευθερισμό και τόνισε πως μόνος ευνοημένος από την κατάσταση αυτή είναι η Δεξιά. Όμως, όπως έχει αλλού τονίσει, η Δεξιά εφάρμοσε την τελευταία διετία και κεϋνσιανές πολιτικές επιδοτήσεων, παροχών και δημοσιονομικών ελλειμμάτων χωρίς αυτό να αποτρέπει την επελαύνουσα νέα οικονομική ύφεση. Αν λοιπόν το πρόβλημα δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός ως πολιτική αλλά ο καπιταλισμός ως οικονομικοκοινωνικό σύστημα, τι την κάνει να πιστεύει πως μία καλύτερη διαχείρισή του με όρους αποτελεσματικότητας, μεθοδικότητας και οργάνωσης, όπως επικαλείται, θα αποτελέσει την λύση των προβλημάτων της κοινωνίας; Γιατί η Δεξιά είναι η μόνη ωφελημένη από την κρίση; Που αποτυγχάνει η Αριστερά και συγκεκριμένα η Σοσιαλδημοκρατία η οποία σχηματίζει η συμμετέχει σε κυβερνήσεις;
- Επίσης, στην ίδια ομιλία αναφέρθηκε πιο αναλυτικά αν κι όχι εξαντλητικά στα αίτια της ήττας μιλώντας για την αδυναμία μας να συγκροτήσουμε μια αξιόπιστη πρόταση κυβερνητικής λύσης σε συνθήκες απλής αναλογικής, στην υποτίμηση της ανάγκης της κοινωνίας για κυβερνητική σταθερότητα, στην πολυφωνία και ενίοτε κακοφωνία ως προς τις στρατηγικές μας προτεραιότητες,στην επικοινωνιακή μας υστέρηση και στηναδυναμία να αξιοποιήσουμε τη στρατηγική της διεύρυνσης για να μετατρέψουμε το ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ σε ένα κόμμα όχι μόνο μαζικό αλλά ταυτόχρονα συμμετοχικό. Λόγω του κεντρικού και μάλλον καθοριστικού ρόλου που είχε σε όλες τις παραπάνω αδυναμίες, δημιουργείται η απορία τι είναι αυτό που την κάνει να πιστεύει πως μπορεί τώρα όλες αυτές τις αδυναμίες να τις μετατρέψει σε δύναμη; Που οφείλονταν κατά τη γνώμη της; Που σκόνταψε πχ η στρατηγική της διεύρυνσης σε κόμμα φίλων-μελών; Τι ευθύνη να ζητήσεις από κάποιον που χωρίς προϋποθέσεις εγγράφεις ως μέλος μιας χρήσης μόνο και μόνο για να ψηφίσει τον αρχηγό που συμπαθεί;
- Λέει ακόμη πως “αντίθετα πολλές φορές η διεύρυνση αξιοποιήθηκε για να χαραχτούν στρεβλές εσωτερικές διαχωριστικές γραμμές, να οικοδομηθούν σκληροί μηχανισμοί εντός του κόμματος’’. Αντιτάχθηκε, άραγε, η ίδια στη χάραξη αυτή όταν ο τέως πρόεδρος επέβαλε αυθαίρετα την αλλοίωση των κεντρικών οργάνων του κόμματος με την εισροή σειράς στελεχών σοσιαλδημοκρατικής και κεντρώας προέλευσης; Γιατί φαντάζομαι συμφωνεί πως όταν η διεύρυνση γίνεται με αντικαταστατικό τρόπο προκειμένου να αλλοιωθούν τεχνητά οι συσχετισμοί που δημοκρατικά δημιουργήθηκαν το αποτέλεσμα είναι ακριβώς η δημιουργία στρεβλών διαχωριστικών γραμμών μέσα στο κόμμα.
- Αναφέρεται επίσης στην “αδυναμία μας να μιλήσουμε θετικά, για τις δυνατότητες που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία και οικονομία” καθώς και στην “άλλη πολιτική που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια και με ρεαλιστικούς όρους σ’ ένα καλύτερο μέλλον για όσους δημιουργούν στη χώρα μας”. Και ακόμη για την “έλλειψη μιας αναγκαίας επάρκειας τεχνικού χαρακτήρα στον πολιτικό και προγραμματικό μας λόγο που θα προσέδιδε και μεγαλύτερο βάθος στο σχέδιό μας.” Ποια είναι αυτή η “άλλη πολιτική” και τι σημαίνει “καλύτερο μέλλον” και για ποιον; Για τον κόσμο της εργασίας ή τον χώρο της εργοδοσίας; Εκτός κι αν έπαψε η χώρα και η κοινωνία να διαιρείται σε τάξεις με συγκρουόμενα οικονομικά συμφέροντα και πιστεύουμε πως μπορεί να πρυτανεύσει το “γενικό καλό” για όλους. Που συγκεκριμένα εντοπίζει στον πολιτικό και προγραμματικό μας λόγο την έλλειψη της αναγκαίας επάρκειας τεχνικού χαρακτήρα;
- Ρωτάει αν “είναι αριστερή ή κεντρώα μια πολιτική που θέτει μετ επιτάσεως το θέμα της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας ώστε η χώρα να διεκδικήσει μια διαφορετική θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας με έμφαση στην πράσινη μετάβαση, την καινοτομία, τα συνεργατικά εγχειρήματα”. Όμως, την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας με σημαία την πράσινη ανάπτυξη και την καινοτομία επιδιώκει και η ίδια η αστική τάξη διεθνώς, ενώ τα συνεργατικά εγχειρήματα μια χαρά τα κάνει αποδεκτά εντός ορίων το σύστημα. Ο δε παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας ναι μεν αλλάζει συνεχώς, όμως παραμένει αδιαμφισβήτητα καπιταλιστικός. Διερωτώμαι αν αυτό είναι το όραμα για το “καλύτερο μέλλον” που οφείλουμε να προβάλλουμε στην κοινωνία ως Αριστερά και ως ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
- Παρομοίως και για τα άλλα ερωτήματα που η Έφη Αχτσιόγλου θέτει για το αν είναι “αριστερή ή κεντρώα πολιτική” η υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας, των δημόσιων υποδομών και του κοινωνικού κράτους, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η ανθρωπιστική διαχείριση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού, η εξωτερική πολιτική κ.α., η απάντηση είναι πως μπορεί να είναι και αριστερή και κεντρώα αναλόγως των συγκεκριμένων τομών ή μεταρρυθμίσεων που επιλέγουμε κάθε φορά να προωθήσουμε, του ταξικού πρόσημου και των επιπτώσεων τους. Συνεπώς, θα συμφωνήσει νομίζω πως αν δεν συγκεκριμενοποιήσουμε από τη μεριά μας τις πολιτικές για κάθε τομέα δεν μπορούμε να αποφανθούμε για τον αριστερό ή κεντρώο χαρακτήρα τους.
- Τέλος, αποτελεί σοβαρό ζήτημα αν η Έφη Αχτσιόγλου συμμερίζεται την άποψη του Νίκου Παππά πως πρέπει να εγκαταλείψουμε την ΚΕΑ και να ενταχθούμε ως κόμμα στην Σοσιαλιστική Διεθνή.
Από τον δεκάλογο των επισημάνσεων αυτών προκύπτει νομίζω πως αν θέλουμε πράγματι “να αποτινάξουμε τον πειρασμό της ευκαιριακής πολιτικής” οφείλουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε και να δώσουμε περιεχόμενο (εδώ αναμφίβολα συμφωνούμε) στην στρατηγική και την γενικότερη πολιτική που ακολουθούμε ή προτείνουμε. Στον βαθμό που δεν το κάνουμε, περιοριζόμαστε δυστυχώς σε γενικολογίες και ευχολόγια.