των Κ. Καλλωνιάτη και Τ. Μαστρογιαννόπουλου
Εικόνα από eretikos.gr
Το πρόσφατο μήνυμα της κάλπης είναι τριπλό και αδιαμφισβήτητο.
Πρώτο, η κοινωνία κουρασμένη και φοβισμένη από την 15ετή κρίση ψήφισε σταθερότητα και ασφάλεια.
Δεύτερο, η μεγάλη άνοδος της Δεξιάς και της ακροδεξιάς εξέφρασε αυτή την κοινωνική διάθεση χάρις στην προσωρινή οικονομική στήριξη των επιδομάτων, και την πλασματική ασφάλεια των αμυντικών εξοπλισμών και των επαναπροωθήσεων προσφύγων που περιόρισαν τις εισροές μεταναστών στη χώρα.
Τρίτο, η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς αποτελεί στρατηγική ήττα τόσο της πολιτικής της «προοδευτικής συμμαχίας» με την στροφή προς τη «μεσαία τάξη» και το πολιτικό κέντρο (ΠΑΣΟΚ) όσο και της εσωκομματικής διεύρυνσης.
Στο μεταξύ μία ηπιότερη πολιτική παροχών της κυβέρνησης (αύξηση μισθών, συντάξεων, μείωση φόρων, επέκταση επιδομάτων) θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι τις ευρωεκλογές προκειμένου να διευρυνθεί η πολιτική κυριαρχία της σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς ώστε τα μέτρα λιτότητας που κατά πάσα πιθανότητα θα ακολουθήσουν με την επανεργοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και την νεοφιλελεύθερη αντιμετώπιση μιας νέας οικονομικής ύφεσης να μη βρουν αντιστάσεις.
Για να αποτραπεί μία τόσο διαλυτική για την πλειοψηφία της κοινωνίας εξέλιξη, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να ανασυνταχθεί άμεσα ώστε να προστατέψει με όρους ενότητας τις δυνάμεις της εργασίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει και μπορεί να αλλάξει. Πρέπει και μπορεί να επιστρέψει στις αριστερές ριζοσπαστικές ρίζες του με αλλαγή στρατηγικής και πολιτικής. Να εγκαταλείψει την καταστροφική, όπως αποδείχθηκε, πολιτική της στροφής προς τις «μεσαίες τάξεις», το πολιτικό κέντρο, την κεντροαριστερά και την σοσιαλδημοκρατία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει και μπορεί να στραφεί προς τους εργαζόμενους και τη νεολαία, και όπως και στο παρελθόν, προς το μαζικό κίνημα τόσο στο εθνικό και ευρωπαϊκό όσο και στο διεθνές επίπεδο (παγκόσμιο φόρουμ κλπ.). Να παραμείνει ένα αριστερό κόμμα, το οποίο συμμετέχει ενεργά και δραστήρια στο Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς. Ως εκ τούτου δεν έχει κανένα λόγο να συμμετέχει ο πρόεδρος του στις συσκέψεις των ηγετών της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων υποστηρίζει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του ακραίου κέντρου ενώ έχουν καταλήξει να είναι και υποστηρικτές του πολέμου και των αβάστακτων στρατιωτικών δαπανών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει και μπορεί να επιστρέψει στις οργανωτικές του παραδόσεις. Να συγκροτήσει ένα κόμμα των μελών του. Οι οργανώσεις του κόμματος, τόσο οι τοπικές όσο και οι περιφερειακές να γίνουν και πάλι το «κόμμα στο χώρο του», στην γειτονιά, την πόλη, το νομό, την περιφέρεια. Με εκλεγμένα από το συνέδριο όργανα. Με Κεντρική Επιτροπή η οποία να έχει τόσα μέλη ώστε να μπορεί να συζητά – 120 είναι ένας ικανοποιητικός αριθμός – και Πολιτική Γραμματεία η οποία και θα εκλέξει την Διεύθυνση για την καθημερινή λειτουργία του κόμματος. Οι «πρωινοί καφέδες», με τη συμμετοχή συμβούλων και επικοινωνιολόγων με επιλογή του προέδρου – με πλέον αρνητική του γνωστού αναθεωρητή της ιστορίας Ν. Μαραντζίδη – χαρακτηρίζει τα αστικά, προσωποκεντρικά κόμματα.
Η ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου από την «βάση», όπου ψηφίζουν και χιλιάδες φίλοι, μέλη μιας ημέρας, χωρίς κανένα δεσμό με το κόμμα δεν έχει τίποτα κοινό με τις παραδόσεις της αριστεράς. Εξάλλου, η εκλογή τόσο του Γ. Παπανδρέου, τον οποίο ψήφισαν 1.000.000 μέλη και φίλοι του ΠΑΣΟΚ, για να υποχρεωθεί ύστερα από λίγο καιρό να παραδώσει και μάλιστα χωρίς μάχη το δακτυλίδι της ηγεσίας στον αντικαταστάτη του, όσο και οι εκατοντάδες χιλιάδες που ψήφισαν τον Α. Τσίπρα καθόλου δεν ενίσχυσαν το κόμμα. Με 15.000 μέλη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια αλματώδη πορεία η οποία τον οδήγησε στην διακυβέρνηση της χώρας και με 150.000 και πάνω γνώρισε την εκλογική συντριβή. Ο πρώην γραμματέας του κόμματος Π. Σκουρλέτης είχε δίκιο όταν υποστήριξε και μάλιστα λοιδορούμενος από του γνωστούς και μη εξαιρετέους «φίλους» και «συμβούλους» του κόμματος, ότι «Δεν θέλουμε followers, θέλουμε μέλη τα οποία θα έχουν μια ουσιαστική σχέση με την πολιτική, να συνδιαμορφώνουν τα πράγματα». Ο αρχηγισμός υπέστη στον ΣΥΡΙΖΑ μια συντριπτική ήττα. Δεν χρειάζεται να αναβιώσει στο όνομα οποιασδήποτε ανάγκης.
Χρειαζόμαστε και πάλι ένα κόμμα της αριστεράς. Τον χώρο της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας τον καλύπτει – πάντα τον κάλυπτε – το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Ο νέος πρόεδρος που θα εκλεγεί και αυτή τη φορά από την βάση θα πρέπει να δεσμευτεί ότι αυτή η ξένη με τις οργανωτικές παραδόσεις της αριστεράς εκλογή θα είναι και τελευταία και ότι θα είναι το συνέδριο ή η Κεντρική Επιτροπή αυτή που θα εκλέγει τόσο τον πρόεδρο όσο και τον γραμματέα του κόμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την αιφνιδιαστική παραίτηση του Αλ. Τσίπρα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Υπάρχουν ηγετικά στελέχη του, όπως ο Γ. Τσίπρας, που προβλέπουν ακόμα και διάσπαση ενώ άλλοι, όπως ο Χρ. Σπίρτζης ο οποίος όχι μόνο ανακάλυψε προσφάτως ότι «H κομματική γραφειοκρατία είναι εκείνη που κάνει κουμάντο στον ΣΥΡΙΖΑ και τον μηχανισμό του μέχρι και σήμερα» αλλά και υποστηρίζει ότι ο Τσίπρας «έπρεπε να είχε κάνει νέο κόμμα από το 2019» – προφανώς όχι ένα κόμμα της αριστεράς αλλά μια παράταξη της κεντροαριστεράς.
Ο νέος πρόεδρος, μετά το εκλογικό Βατερλό, πρέπει να εγγυηθεί τον αριστερό, ριζοσπαστικό προσανατολισμό καθώς και την οργανωτική αναδιάρθρωση σύμφωνα με τις παραδόσεις όχι της σοσιαλδημοκρατικής αλλά της ανανεωτικής, ριζοσπαστικής αριστεράς.
Εκτιμούμε ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, με πολύχρονη παρουσία στον χώρο τόσο της ανανεωτικής κομμουνιστικής όσο και της ριζοσπαστικής αριστεράς, μπορεί να συμβάλει, από την ανώτερη θέση στην ηγεσία του κόμματος, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέψει και στις ρίζες του και να γίνει και πάλι ένα κόμμα της ανανεωτικής, ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο Ευκλείδης έχει σαν πρότυπο του όχι τον Ανδρέα Παπανδρέου αλλά τον Μπάμπη Δρακόπουλο, τον Τάκη Μπενά και τον Γιάννη Μπανιά. Και αυτό ίσως τα λέει όλα.