του Μάκη Σπαθή
Εικόνα από intimenews.gr, Argiris Makris
Οι απόψεις που ακολουθούν αποτελούν μία προσπάθεια να οργανώσω τη σκέψη μου στα επίδικα και τις διαφορετικές απόψεις μέχρι και φανατικά αντίθετες, που διατυπώνονται από διάφορες πλευρές εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, για το τι συνέβη στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις και για το τι κάνουμε από δω και πέρα[1].
Ζήτημα πρώτον:
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη πραγματική πανωλεθρία σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες της επικρατείας, και σε όλες τις κοινωνικά προσδιορισμένες περιοχές (μεσοαστικές, αστικές, εργατικές); Γιατί το ίδιο συνέβη σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες (εξαρτημένους εργαζομένους, ελεύθερους επαγγελματίες μικρούς και μεγάλους επιχειρηματίες, παραδοσιακούς και νέους μικροαστούς) αλλά και κάθε άλλου είδους διαχωρισμού και ταυτότητας, ηλικιακού, έμφυλου, εισοδηματικού ή άλλου;
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του 2019, με πρωτοβουλία του προέδρου του, οργάνωσε την κεντρική πολιτική του στρατηγική με βασικό στόχο την απεύθυνση και ενσωμάτωση του μεσαίου χώρου, ή αλλιώς της μεσαίας τάξης, των μεσαίων στρωμάτων, του πολιτικού κέντρου ή ότι άλλο θέλετε, θεωρώντας ως δεδομένο ότι είχε υπό την πολιτική και ιδεολογική του κυριαρχία τον κόσμο της εργασίας και τα φτωχά η φτωχοποιημένα στρώματα.
Η αναφορά και μόνο στη μεσαία τάξη, μία έννοια της οποίας το περιεχόμενο αμφισβητείται γιατί είναι περισσότερο ιδεολογικό- φαντασιακό και λιγότερο υλικό- πραγματικό, αφορούσε κυρίως τα στρώματα που παραδοσιακά ορίζονταν ως παλιά και νέα μικροαστική τάξη. Είναι αυτά που απλά δεν είχαν ακόμα φτωχοποιηθεί και επομένως δεν ταύτιζαν τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους με τον κόσμο της εργασίας και όσους από τη δικιά τους μερίδα είχαν ήδη καταστραφεί. Τα ενεργά όμως αυτά στρώματα, που είχαν κατορθώσει να επιβιώσουν στην κρίση που είχε προηγηθεί με τα μνημόνια, με τις πολιτικές που υλοποιούσαμε ως κυβέρνηση τα είχαμε βαθύτατα ενοχλήσει. Επομένως, ήταν αδύνατον πλέον να τα προσεταιριστούμε με τις εξαγγελίες και τις υποσχέσεις για φοροαπαλλαγές ή διευκολύνσεις ασφαλιστικών εισφορών και χρηματοδοτικών αναγκών – δανείων. Αντίθετα, η ΝΔ τα ευνόησε πλήρως με τους νόμους Χατζηδάκη, το νέο ασφαλιστικό σύστημα, την απαλλαγή τους από ασφαλιστικές εισφορές, την διευκόλυνση να επιλέγουν να τις καταβάλουν ως μισθωτοί και όχι ως επιχειρηματίες, την παντελή τους αποσύνδεση από το συνολικό ετήσιο εισόδημα τους, την διαγραφή των ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων και χρεών. Τέλος, και πολύ σημαντικό, αντιμετωπίστηκαν από τη δημόσια διοίκηση και το κράτος ως άτομα, δηλ. εντελώς εξατομικευμένα και διακριτά, γεγονός που τους δημιουργούσε την εντύπωση ότι το γραφειοκρατικό υπερδιογκωμένο εχθρικό κράτος ήταν πλέον παρελθόν μέσω της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Όλα αυτά αποτελούν πεδίον δόξης λαμπρόν για την αναπαραγωγή τους, την απόκρυψη εισοδημάτων, και την απαλλαγή τους από το φόβο των ελέγχων του «κρατικού γραφειοκρατικού τέρατος». Ακόμη και το μέτρο της γρήγορης συνταξιοδότησης, με ατομική ευθύνη των ίδιων των συνταξιούχων για την δήλωση των ασφαλιστικών τους εισφορών στα διάφορα ταμεία και τους χρόνους εργασίας, εντάσσονταν στη λογική του μετασχηματισμού της γραφειοκρατίας σε ένα ευέλικτο διοικητικό μηχανισμό που αντιμετωπίζει τον κάθε πολίτη εξατομικευμένα και φιλικά. Όλα αυτά και μία σειρά από άλλες νομοθετικές και επιτελεστικές λειτουργίες των νόμων που άμεσα ψήφισε και υλοποιούσε η ΝΔ, στα οποία ασκούσαμε δριμύτατη κριτική μαζί με τις διευρυμένες χρηματοδοτήσεις σε πλήθος μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι αρκετά για να κατανοήσουμε την απόλυτη κατίσχυσή της στον περίφημο “μεσαίο χώρο”.
Μαζί όμως με την κατίσχυση στο χώρο αυτό υπήρξε και μεγάλη διείσδυση στα φτωχά και λαϊκά στρώματα τα οποία είχαν αποστασιοποιηθεί από τον τρόπο με τον οποίον ασκούσε αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ τονίζοντας επανειλημμένα ότι το ενδιαφέρον του στρέφονταν κυρίως προς τον μεσαίο χώρο. Τα εργατικά και λαϊκά στρώματα συνακόλουθα με την αντιπολιτευτική μας στάση ενίσχυαν την άποψη ότι “η πολιτική” είναι επάγγελμα που ασκείται από τους πλούσιους ή βολεμένους, που είναι εξασφαλισμένοι και τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος είναι ο καλύτερος διαχειριστής χωρίς να ασχολούνται με τα προβλήματα που τους αφορούν. Η πρόσληψη της “πολιτικής” με αυτόν τον τρόπο, διαμεσολαβούμενη από τα κανάλια και το εν γένει επικοινωνιακό περιβάλλον ως μία αντιπαράθεση επαγγελματιών της πολιτικής που δεν τους αφορούσε είναι η αιτία που μας γύρισαν την πλάτη εκπροσωπούμενοι από το ισχυρό ιδεολογικό στερεότυπο ότι “όλοι ίδιοι είναι”.
Στο σημείο αυτό πιστεύω πώς είναι σημαντικό να επισημανθεί το πόσο αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν οι εξελίξεις και οι πολιτικές που ακολούθησαν το πρώτο εξάμηνο του 2015 με αποκορύφωμα το περίφημο δημοψήφισμα για την απαξίωση της “πολιτικής” πρωτίστως, και της αριστεράς του Σύριζα στη συνέχεια, από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα και τις διαφορές μορφές της εξαρτημένης εργασίας,. Η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ με πρωτοβουλία του προέδρου και η διαχείριση του μαζί με την υποταγή στη συνέχεια στις μνημονιακές πολιτικές, συνιστούσαν για το μεγάλο ριζοσπαστικό αντιμνημονιακό μπλοκ που εκφράστηκε με το 62%, την αιτία που καθόρισε την απαξίωση της “πολιτικής και των πολιτικών ακόμη και της αριστεράς που υπόσχεται πλούσια γεύματα χωρίς τον ξενοδόχο.”
Τα δεδομένα αυτά μαζί με την αδυναμία μας να είμαστε πειστικοί στην πολιτική μας αντιπαράθεση στα επίδικα που αναδείχθηκαν την προεκλογική περίοδο όπως α) οι υποκλοπές, β) η τραγωδία των Τεμπών και
γ) το προσφυγικό αποτέλεσαν την βασική ύλη για την ιδεολογική ηγεμονία και κατίσχυση της δεξιάς και ακροδεξιάς στη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Οι υποκλοπές στα πλαίσια του γενικού πνεύματος, εδώ και χρόνια, ότι ζούμε στην εποχή του κατασκοπευτικού καπιταλισμού όπου όλοι παρακολουθούν όλους με την ψυχολογία της κλειδαρότρυπας ή την επιτήρηση του Μεγάλου Αδελφού έδινε ανοχή στον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση να κάνει το ίδιο, όταν μάλιστα έπρεπε και όφειλε να έχει τον έλεγχο για τους “εθνικούς” κινδύνους που αντιμετωπίζει η “πατρίδα μας”. Η αντιπαράθεση στη γραμμή του κράτους δικαίου και του δικαιώματος του απορρήτου των ατομικών μας συμπεριφορών δεν ενδιέφερε κανέναν εάν δεν διακυβεύονταν η αναπαραγωγή του προσωπικού του χώρου.
Η τραγωδία των Τεμπών με την κυβερνητική απολογητική να την αποδίδει κυρίως στα χρόνια προβλήματα και τις δυσλειτουργίες της δημόσιας διοίκησης, με ευθύνη όλων που είχαν κυβερνητικές ευθύνες μεταξύ αυτών και του ΣΥΡΙΖΑ, διαμόρφωσε το ρεύμα αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος που αναδείχθηκε μετά την τραγωδία στην απόδοση ευθυνών προς κάθε κατεύθυνση ή ακόμη και στην ενίσχυση του ρεύματος της αποχής από τις εκλογές που έπιασε ταβάνι.
Το προσφυγικό-μεταναστευτικό με αποκορύφωμα και το πρόσφατο ναυάγιο στην Πύλο, αποτέλεσε το βούτυρο στο ψωμί της δεξιάς και ακροδεξιάς. Τα γεγονότα αυτά, που είναι τα κεντρικά στοιχεία που καθορίζουν την άνοδο του φασισμού σε όλο τον δυτικό κόσμο, στην ελληνική περίπτωση αποτέλεσαν τον καταλύτη για την εκτίναξη των φασιστικών μορφωμάτων και την είσοδο τους στην βουλή. Βρήκαν ευήκοα ώτα στα λαϊκά στρώματα έχοντας απαξιώσει την “πολιτική” με τους παραπάνω όρους. «Εφόσον και αυτοί [οι πολιτικοί ] δεν ενδιαφέρονται για μας, αναζητούμε καταφύγιο για την “εξατομικευμένη” μας αναπαραγωγή στο σημαίνον της Πατρίδας, Θρησκείας και Έθνους.
Ας μην απορούμε λοιπόν για το αποτέλεσμα της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης τον Ιούνιο, με την περαιτέρω μείωση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και την εμφάνιση τριών και μισού (βλέπε Κωνσταντοπούλου) ακροδεξιών και ναζιστικών μορφωμάτων στα έδρανα της Βουλής.
Ο συνδυασμός της ιδεολογικής κυριαρχίας της δεξιάς με την πολιτική της ηγεμονία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την “περίφημη αξιοποίηση» της απλής αναλογικής που αποδείχθηκε ένα πουκάμισο αδειανό διότι την έκαψε ο ίδιος ο πρόεδρος με τις παλινδρομήσεις του [ «κυβέρνηση ηττημένων» , ειδικού σκοπού κλπ.] δεν έκανε την ηγεσία του κόμματος να ανακρούσει πρύμνα και να εγκαταλείψει την συμμαχική κυβέρνηση που στερούνταν εντελώς από κάθε πολιτικό περιεχόμενο, σε αντίστιξη με την πλήρους πολιτικού περιεχομένου πρόταση του αντιπάλου για κυβέρνηση αυτοδυναμίας.
Τα επαναλαμβανόμενα σταθερά λάθη και οι παραλείψεις αυτές δεν μπορούν να αφήνουν καμία αμφιβολία στον κάθε ένα και την κάθε μία, για το τι μας συνέβη, δηλ. την μη αναστρέψιμη ήττα και πλήρη απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές.
Ζήτημα δεύτερον:
Στην τελευταία παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα τόσο το βράδυ των εκλογών της 25ης Ιουνίου όσο και στο Ζάππειο όπου ανακοινώνει την παραίτησή και την πρόθεση μη επανεκλογής του στη θέση του προέδρου, είπε με έντονα συναισθηματικό φορτίο ότι ένας ιστορικός κύκλος έκλεισε, αφήνοντας όμως ανοιχτό το ζήτημα το οποίο αφορούσε το κλείσιμο του κύκλου. Αφορούσε τη δική του πολιτική διαδρομή και ιστορία; Αφορούσε τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ ως ένα πολιτικό υποκείμενο απροσδιόριστης πολιτικής ταυτότητας όπως τα πράγματα είχαν εξελιχθεί μετά το 15; ή αφορούσε την ίδια την αριστερά που για πρώτη φορά κατάφερε στη χώρα μας να ασκήσει κυβερνητική εξουσία στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτισμού για 4,5 τουλάχιστον χρόνια; Η σκοπιά από την οποία κανείς τοποθετείται απέναντι σε αυτή την διαπίστωση είναι πολύ σημαντική ιδιαίτερα στην περίπτωση της τρίτης εκδοχής. Και αυτό διότι μας εισάγει στο βασανιστικό ερώτημα εάν μπορεί να επαναληφθεί το αποτυχημένο εκ των πραγμάτων πλέον πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ, με καλύτερες προϋποθέσεις επιτυχίας μία επόμενη φορά. Το ερώτημα είναι δηλ. εάν ή αριστερά μπορεί να διεκδικήσει ξανά την εξουσία χωρίς όμως να μετασχηματίζεται σε συστημική δύναμη για να επιβιώσει αποδεχόμενη τους όρους και τους κανόνες που απαιτούν οι αντίπαλοί της από την αστική πλευρά για να την ανέχονται όταν δεν μπορούν να την αποφύγουν.
Η απάντηση στο ερώτημά αυτό είναι ζωτικής σημασίας γιατί συνδέεται ρητά και απόλυτα με τις διαδικασίες που θα ακολουθήσουν μετά το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα και την παραίτηση Τσίπρα. Είναι ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό και την αποσαφήνιση των ταυτοτικών χαρακτηριστικών ενός νέου αριστερού κόμματος για όσους υποστηρίζουν αυτή την εκδοχή. Είναι επίσης καθοριστικός όρος για το πολιτικό σχέδιο πού ένα αριστερό πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει να εκπονήσει, αλλά και για την κομματική οργάνωση και λειτουργία από δω και στο εξής. Είναι αποφασιστικής επίσης σημασίας για την επιλογή της ηγεσίες του και του στελεχικού δυναμικού των οργάνων που θα συγκροτήσει στη βάση ενός δημοκρατικού οργανωμένου καταστατικού.
Χρειάζονται απαντήσεις στα συγκεκριμένα αυτά 4 + 1 ερωτήματα όπως:
-Το ερώτημα των ταυτοτικων χαρακτηριστικών, τι είδους κόμμα δηλαδή θέλουμε να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
– με ποιο πολιτικό σχέδιο και προγραμματικές θέσεις θα κινηθεί από εδώ και στο εξής.
– με ποιες κοινωνικές κατηγορίες θα δημιουργήσει σταθερές σχέσεις για να τις εκπροσωπεί επάξια στον ταξικό αλλά και τον πολιτικό ανταγωνισμό όπως αυτός καθορίζεται σε κάθε ιστορική στιγμή.
– πώς θα λειτουργεί δημοκρατικά το κόμμα και πώς θα εκλέγονται τα όργανα του και το στελεχιακό τους δυναμικό, του προέδρου συμπεριλαμβανομένου .
Πέραν όμως αυτών των τεσσάρων προϋποθέσεων για μία νέα αρχή και έναν επαναπροσδιορισμό του ρόλου και του στόχου απαιτείται ένας βαθύς συστηματικός απολογισμός και καταγραφή των σταθερών επαναλαμβανόμενων αστοχιών και λαθών που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ τελικά σε αυτή την βαριά ήττα με στοιχεία έντονης απαξίωσης του ως πολιτικό υποκείμενο αλλά δυστυχώς κυρίως ως αριστερό πολιτικό υποκείμενο.
Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά εκτός από την επισήμανση των λαθών και των παραλείψεων, απαιτείται επίσης μία σοβαρή μελέτη και διείσδυση της κοινωνικής, ιδεολογικής και πολιτικής συγκρότησης του εκλογικού σώματος του 17,8% που τον στήριξε στις πρόσφατες εκλογές. Πρέπει να μάθουμε από τι ακριβώς συγκροτείται το εκλογικό αυτό σώμα κοινωνικά, και σε τι ακριβώς προσδοκά για να μπορούμε να απαντήσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια στο πώς θα ανταποκριθούμε. Μία τέτοια απάντηση όμως δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα βολονταρισμού ή έκφρασης των δικών μας επιθυμιών. Απαιτείται πρακτική δουλειά και καθημερινή επικοινωνία με κάθε μέσον στους χώρους δουλειάς: τα πρωτοβάθμια σωματεία, τις γειτονιές και κάθε άλλου είδους συλλογική κοινωνική συγκρότηση μαζί όμως με μία σοβαρή θεωρητική επεξεργασία και δουλειά στα πλαίσια πάντοτε της μαρξιστικής επιστημονικής θεωρίας και τον πλούσιων αναλύσεων που έχουν ιστορικά αναπτυχθεί.
Ως μία τελική κατάληξη με τη μορφή ενός επιλόγου, θα έλεγα, ότι μετά από αυτή την τραυματική εμπειρία της εκλογικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ, ένας αριστερός που θέλει να σηκωθεί ξανά όρθιος μετά από μία τέτοια πτώση, μπορεί να αξιοποιήσει την ευκαιρία του αναστοχασμού για την επανίδρυση μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής και αντι-συστημικής αριστεράς. Να απευθυνθεί και σε άλλες συλλογικότητες και ανένταχτους πού υπάρχουν εκτός ΣΥΡΙΖΑ αλλά διακατέχονται από τις ίδιες αγωνίες και ανάλογους προβληματισμούς σαν αυτούς που θα πρέπει να μας απασχολήσουν όλους την περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας.
[1] Οι σκέψεις και οι διατυπώσεις που αποτυπώνονται στο κείμενο αυτό είναι αποτέλεσμα ενός πλούσιου και εκτεταμένου διαλόγου που έχει αναπτυχθεί μετά τις εκλογές όπως αυτές καταγράφονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο μαζί με τις ανταλλαγές απόψεων προφορικές και γραπτές σε διάφορες ιστοσελίδες εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μία προσπάθεια μιας πρώτης καταγραφής από την πλευρά μου, όσων θεωρώ αξιόλογες προσεγγίσεις , για τα εύλογα ερωτήματα στα οποία θα πρέπει να απαντήσει ο κόσμος της αριστεράς την αμέσως επόμενη περίοδο.