του Κώστα Καλλωνιάτη
Την παραμονή της εργατικής Πρωτομαγιάς, ο επικεφαλής του ΜέΡΑ25, Γιάνης Βαρουφάκης, παρουσίασε στην κεντρική ομιλία της Καβάλας το όραμα του ΜέΡΑ25 για «μια μετοχή, μια ψήφο» σε κάθε εργαζόμενη και εργαζόμενο.
Το συνεταιριστικό όραμα
Πρόκειται σύμφωνα με το ΜέΡΑ25 για μια πραγματική επανάσταση στις σχέσεις εργατών και κεφαλαίου, η οποία καταργεί το χρηματιστήριο, την αγορά χρήματος, την αγορά εργασίας καθώς και τις τάξεις αφού εκλείπουν οι μισθοί και τα κέρδη, οι μισθωτοί και οι εργοδότες. Αυτό συμβαίνει γιατί, σύμφωνα με το ΜΕΡΑ25, με μία απλή τεχνική αλλαγή στο εταιρικό δίκαιο οι μετοχές στις επιχειρήσεις παύουν να ανήκουν σε λίγους κεφαλαιοκράτες και περνάνε ισότιμα στους εργαζόμενους από τον απλό κλητήρα μέχρι τον διευθυντή. Δεν αποτελούν, δε, αντικείμενο αγοραπωλησίας (δεν είναι πλέον εμπόρευμα, γίνονται προσωποπαγείς) αχρηστεύοντας το χρηματιστήριο και κατ’ επέκταση την αγορά χρήματος, ενώ προσομοιάζουν στις φοιτητικές ταυτότητες στα Πανεπιστήμιο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχεις οριζοντιοποίηση, εξηγεί ο κ. Βαρουφάκης, σημαίνει όμως ότι η συνέλευση των μετόχων που θα διορίζει το διοικητικό συμβούλιο κάθε επιχείρησης θα αποτελείται από όλους τους εργαζόμενους. Και είναι αυτή η γενική συνέλευση των εργαζόμενων-μετόχων που αποφασίζει πώς θα γίνει η μοιρασιά του πλεονάσματος της επιχείρησης.
Το επαναστατικό στοιχείο της αλλαγής αυτής βρίσκεται στο ότι καταργείται η αγορά εργασίας. Δεν υπάρχει πια αφεντικό και προλετάριος: “Ξαφνικά δεν υπάρχει διαφοροποίηση κέρδους και μισθού, δεν υπάρχει κέρδος και δεν υπάρχουν μισθοί. Υπάρχει πλεόνασμα, αν η επιχείρηση ελπίζουμε βγάζει 100 και τα έξοδα της είναι 80 μένουν 20 και εσείς, οι μέτοχοι, αποφασίζετε αυτά τα 20 πώς θα τα μοιράσετε.” Είναι όμως έτσι;
Η πραγματικότητα της αγοράς
Ας υποθέσουμε πως, ω του θαύματος, μία κυβέρνηση του ΜΕΡΑ25 ξεπερνά την αναπότρεπτη βίαιη αντίδραση της εθνικής και διεθνούς αστικής τάξης και του κράτους (το οποίο δεν είναι ουδέτερο ταξικά) και αλλάζει το εταιρικό δίκαιο επιβάλλοντας την ισότιμη αναδιανομή των μετοχών των υπαρχουσών επιχειρήσεων της χώρας στους εργαζόμενους σε αυτές. Η ισοτιμία αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς κάθε επιχείρησης ξεχωριστά, όχι την κοινωνία ως σύνολο. Το κεφάλαιο δεν καταργείται, απλά περνά σε περισσότερα χέρια και μάλιστα με άνισο τρόπο γιατί υπάρχουν διαφορετικά μεγέθη επιχειρήσεων και κεφαλαίου και είναι βεβαίως διαφορετικό πράγμα να είσαι εργαζόμενος-μέτοχος σε μία πολυεθνική από το να είσαι σε μια μικρομεσαία επιχείρηση. Η εκμετάλλευση δεν παύει να υφίσταται αφού οι εργαζόμενοι-μέτοχοι συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους στην επιχείρηση αλλά και τους άλλους εκτός επιχείρησης δεδομένου ότι η αγορά και οι νόμοι της δεν παύουν να κυριαρχούν και οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Μάλιστα, κάποιες επιχειρήσεις θα αναπτυχθούν όπως στο παραπάνω παράδειγμα του ΜΕΡΑ25, αλλά κάποιες άλλες θα γίνουν ζημιογόνες και θα κλείσουν απολύοντας το προσωπικό τους.
Το όραμα δηλαδή του ΜΕΡΑ25 για «έναν εργαζόμενο, μια μετοχή, μια ψήφο» αφορά ένα είδος ‘ενδοεπιχειρησιακού σοσιαλισμού’ που εκτός του ότι διατηρεί τις ανισότητες εντός των εργαζομένων διαφορετικών επιχειρήσεων, δεν περιλαμβάνει τους ανέργους, τους συνταξιούχους και γενικότερα τους αέργους. Άρα δεν πρόκειται για κοινωνικοποίηση. Ας δούμε, ωστόσο, που μπορεί να οδηγήσει.
Ένα υποθετικό παράδειγμα
Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας μικρής επιχείρησης που ξεκινά με 5 εργαζόμενους-μετόχους και κεφάλαιο 100 ευρώ και μετά από ένα χρόνο έχει πλεόνασμα 900 ευρώ και συνολικό κεφάλαιο 1000 ευρώ, δηλαδή οι εργαζόμενοι-μέτοχοι δεκαπλασίασαν το κεφάλαιο τους χάρις στην αυξανόμενη ζήτηση που έχει το προϊόν τους. Για να αξιοποιήσουν το κεφάλαιο αυτό αυξάνοντας την παραγωγή τους πρέπει, ωστόσο, να προσλάβουν νέους εργαζόμενους-μετόχους. Αν προσλάβουν πχ άλλους 5 αποδίδοντας τους την ιδιότητα του μετόχου, τότε ή θα πρέπει το κεφάλαιο των 1000 ευρώ να μοιραστεί στα 10 και εκεί που οι αρχικοί 5 είχαν φθάσει να έχουν 200 ευρώ κεφάλαιο έκαστος να περιοριστούν στα 100, ή να ζητήσουν από τους νέους εργαζόμενους-μετόχους να εισέλθουν στην επιχείρηση καταβάλλοντας από 200 ευρώ ώστε το συνολικό κεφάλαιο να ανέλθει στα 2000 ευρώ. Ας πούμε πως η 2η λύση θεωρείται εφικτή, επιλέγεται και υλοποιείται. Αν τώρα τη 2η χρονιά λειτουργίας της επιχείρησης το πλεόνασμα δεκαπλασιαστεί πάλι φθάνοντας τα 20.000 ευρώ με το κεφάλαιο κάθε εργαζόμενου-μετόχου να φθάνει τα 2000 ευρώ και η επιχείρηση βλέπει πως αξίζει να επεκταθεί κι άλλο διπλασιάζοντας το προσωπικό της, τότε θα βρεθεί σε δύσκολη θέση: από τη μία οι υφιστάμενοι 10 εργαζόμενοι-μέτοχοι δεν θα είναι διατεθειμένοι να προσλάβουν ως εργαζόμενους-μετόχους άλλους 10 απομειώνοντας το δικό τους κεφάλαιο κατά το ήμισυ (1000 ευρώ), ενώ από την άλλη δεν θα βρίσκουν στην αγορά εργαζόμενους που για να γίνουν και μέτοχοι να είναι ικανοί να συνεισφέρουν έκαστος από 2000 ευρώ προσωπικό κεφάλαιο. Η μόνη λύση που απομένει, είναι να τους προσλάβουν ως απλούς μισθωτούς εργαζόμενους, οπότε η συνεταιριστική επιχείρηση γίνεται μία κανονική κεφαλαιοκρατική επιχείρηση και ο καπιταλισμός μια χαρά ανακάμπτει με την ίδια την καπιταλιστική αγορά να καθορίζει σε τελευταία ανάλυση και τις σχέσεις παραγωγής..
Το συνεταιριστικό παράδειγμα της Mondragon
Καλύτερη απόδειξη για την παραπάνω εξέλιξη από την πιο επιτυχημένη παγκοσμίως συνεργατική επιχείρηση, την ισπανική Mondragon Corporation (MC), δεν υπάρχει. Η Mondragón ιδρύθηκε το 1956 και αρχικά κατασκεύαζε θερμαντήρες παραφίνης με λίγους εργάτες, αλλά πάνω από μισό αιώνα αργότερα, εξελίχθηκε σε οικονομικό γίγαντα. Σήμερα είναι η έβδομη μεγαλύτερη ισπανική εταιρεία, απασχολώντας πάνω από 80.000 άτομα σε χρηματοοικονομικά, βιομηχανικά, λιανικά και γνωστικά τμήματα, με πωλήσεις άνω των 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2012 και ογδόντα έξι θυγατρικές σε δεκαεπτά χώρες. Η Mondragón ιδρύθηκε με τα ιδανικά της συμμετοχής των εργαζομένων, της αλληλεγγύης και της ισότητας, αλλά καθώς η επιχείρηση γινόταν όλο και μεγαλύτερη και ενσωματώθηκε όλο και περισσότερο στον παγκόσμιο καπιταλισμό, οι ιδρυτικές της αρχές εφαρμόζονταν μόνο σε ένα συρρικνούμενο ποσοστό του εργατικού της δυναμικού. Στην πορεία δεκαετιών η καθημερινή ζωή για τους περισσότερους εργάτες της Mondragón (κυρίως εκτός Ισπανίας) δεν ήταν αισθητά διαφορετική από την εργασία για έναν πιο παραδοσιακό καπιταλιστή εργοδότη, αν και με μεγαλύτερη ασφάλεια εργασίας. Η λήψη αποφάσεων είχε γίνει εξαιρετικά συγκεντρωτική, με τα περισσότερα μέλη συνεταιρισμών να μην έχουν λόγο στις καθημερινές λειτουργίες της εταιρείας.
Κάποια στιγμή ο Guardian ανέφερε: «Τα μέλη της Mondragón έμαθαν να σκέφτονται όπως οι μέτοχοι οποιασδήποτε άλλης παγκόσμιας επιχείρησης. Προκειμένου να προστατεύσουν τις δικές τους θέσεις εργασίας από τις διακυμάνσεις της ζήτησης, το 20% του εργατικού δυναμικού έχει συμβάσεις μερικής ή βραχυπρόθεσμης απασχόλησης και μπορεί εύκολα να απολυθεί». Ο πρόεδρος της εταιρείας, Antonio Cancelo εξήγησε: «Οι πελάτες μας δεν μπορούν να μας εγγυηθούν σταθερό φόρτο εργασίας, επομένως πρέπει να έχουμε έναν αριθμό ατόμων με προσωρινές συμβάσεις. Ζούμε σε μια οικονομία της αγοράς. Αυτό δεν μπορούμε να το αλλάξουμε». Η εικόνα της MC υπέστη περαιτέρω πλήγμα όταν μία από τις μεγαλύτερες θυγατρικές της, ο κατασκευαστής οικιακών συσκευών Fagor Electrodomésticos, αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση. Σχεδόν 2.000 εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους στην περιοχή των Βάσκων και άλλοι 3.500 απολύθηκαν από εργοστάσια Fagor στη Γαλλία, την Κίνα, την Πολωνία και το Μαρόκο.
Τα κατά, τα υπέρ και ο σοσιαλισμός
Η ιδέα ότι η κοινωνία μπορεί να μεταμορφωθεί με την εισαγωγή συνεταιρισμών δεν είναι νέα. Ήταν μέρος της στρατηγικής για ειρηνική κοινωνική αλλαγή που υποστήριξε ο Γερμανός σοσιαλιστής Έντουαρντ Μπερνστάιν στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Αλλά η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπέβαλε τις ιδέες του Μπέρνσταϊν σε μαραζόμενη κριτική στο φυλλάδιό της Reform or Revolution 8 , και οι κριτικές της Λούξεμπουργκ διατηρούν την ισχύ τους σήμερα.
«Οι συνεταιρισμοί», έγραφε η Λούξεμπουργκ, «ιδιαίτερα οι συνεταιρισμοί στον τομέα της παραγωγής, αποτελούν μια υβριδική μορφή στη μέση του καπιταλισμού. Μπορούν να περιγραφούν ως μικρές μονάδες κοινωνικοποιημένης παραγωγής στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανταλλαγής». Το πρόβλημα είναι ότι οι συνεταιρισμοί που ιδρύονται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς πρέπει να ανταγωνίζονται για να επιβιώσουν, και αν το ποσοστό εκμετάλλευσης είναι υψηλό μεταξύ των ανταγωνιστών σου, τότε πρέπει να ανταποκριθείς σε αυτό.
Όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ, «στην καπιταλιστική οικονομία οι ανταλλαγές κυριαρχούν στην παραγωγή. Ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού, η πλήρης κυριαρχία της παραγωγικής διαδικασίας από τα συμφέροντα του κεφαλαίου —δηλαδή η ανελέητη εκμετάλλευση— γίνεται προϋπόθεση για την επιβίωση κάθε επιχείρησης». Και συνεχίζει:
Η κυριαρχία του κεφαλαίου στη διαδικασία παραγωγής εκφράζεται με τους εξής τρόπους. Η εργασία εντείνεται. Η εργάσιμη ημέρα επιμηκύνεται ή συντομεύεται, ανάλογα με την κατάσταση της αγοράς. Και, ανάλογα με τις απαιτήσεις της αγοράς, το εργατικό δυναμικό είτε απασχολείται είτε πετιέται ξανά στο δρόμο. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούνται όλες οι μέθοδοι που επιτρέπουν σε μια επιχείρηση να αντισταθεί στους ανταγωνιστές της στην αγορά.
Ορισμένοι συνεταιρισμοί βρίσκουν μικρές εξειδικευμένες αγορές για να επιβιώσουν, αλλά η πλειονότητα είτε θα εκδιωχθεί από την επιχείρηση είτε θα αναγκαστεί να αντιγράψει τις πρακτικές που χρησιμοποιούν άλλοι εργοδότες. Σύμφωνα με τα λόγια της Λούξεμπουργκ:
Οι εργάτες που σχηματίζουν έναν συνεταιρισμό στον τομέα της παραγωγής έρχονται έτσι αντιμέτωποι με την αντιφατική ανάγκη να αυτοκυβερνηθούν με τον απόλυτο απολυταρχισμό. Είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν τον ρόλο του καπιταλιστή επιχειρηματία – μια αντίφαση που εξηγεί τη συνήθη αποτυχία των παραγωγικών συνεταιρισμών που είτε γίνονται καθαρές καπιταλιστικές επιχειρήσεις είτε, εάν τα συμφέροντα των εργατών συνεχίζουν να κυριαρχούν, τελειώνουν με τη διάλυση.
Η παραπάνω κριτική γίνεται για να γίνουν διακριτά τα όρια του συνεταιριστικού κινήματος σε σχέση με τη λειτουργία του καπιταλισμού ο οποίος δεν αλλάζει εξαιτίας των συνεταιριστικών εγχειρημάτων. Ωστόσο, οι εργατικοί συνεταιρισμοί είναι και χρήσιμοι και απαραίτητοι γιατί προσφέρουν εργασία σε κόσμο που δυσκολεύεται να την έχει σε συνθήκες κρίσης και γιατί εκπαιδεύουν τους εργαζόμενους στην ικανότητα να διαχειριστούν δημοκρατικά την ίδια την εργασία τους χωρίς τη διεύθυνση του εργοδότη. Αυτό είναι το επαναστατικό στοιχείο στη λειτουργία των συνεταιρισμών κι αυτό προσφέρει μεγάλη αυτοπεποίθηση ενώ τονώνει συγχρόνως τα αισθήματα συνεργατικότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων. Αυτή είναι η αναγκαία συνθήκη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Η ικανή συνθήκη απαιτεί μια διεθνιστική πολιτική στρατηγική η οποία να αντιμετωπίζει την κρατική εξουσία και να αξιοποιεί την αυτοοργάνωση του κόσμου της εργασίας με σχέδιο αναδιοργάνωσης της κοινωνίας και οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση. Αυτό είναι το όραμα που χρειαζόμαστε αλλά ακόμη μας διαφεύγει.