Με αφορμή την επέτειο της μεγάλης Οκτωβριανής επανάστασης, κείμενο του συνεργάτη μας Τάκη Μαστρογιαννόπουλου
Ο σχηματισμός της 1ης σοβιετικής κυβέρνησης η οποία προέκυψε αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας -και τα προβλήματα που αυτή παρουσίασε στη συγκρότηση της- δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστά στην ελληνική και κυπριακή αριστερά.
Το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ ήταν, ως γνωστόν, το όργανο το οποίο κατέλαβε την εξουσία και συγκρότησε την 1η σοβιετική κυβέρνηση. Το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ συνήλθε στην Πετρούπολη από τις 25 μέχρι τις 26 Οκτωβρίου του 1917. Στο συνέδριο αυτό οι μπολσεβίκοι κέρδισαν την πλειοψηφία. Από τους 649 αντιπροσώπους που ήταν παρόντες στην έναρξη του συνεδρίου -αργότερα εμφανίσθηκαν και άλλοι- οι μπολσεβίκοι διέθεταν 390 αντιπροσώπους. Οι σοσιαλεπαναστάτες (Εσέροι) είχαν 160 αντιπροσώπους, οι μενσεβίκοι 72 και οι μενσεβίκοι-διεθνιστές -η αριστερή πτέρυγα των μενσεβίκων- 14. Οι συμβιβαστές των ενδιάμεσων λύσεων είχαν απομονωθεί. Οι μενσεβίκοι, οι δεξιοί σοσιαλεπαναστάτες και οι οπαδοί της εβραϊκής Μπουντ εγκατέλειψαν μάλιστα στη συνέχεια το συνέδριο.
Ο Λουνατσάρσκι, εκ μέρους των μπολσεβίκων, διακήρυξε, τότε, με δυνατή φωνή:
«Η πληρεξουσιότητα της συμφιλιωτικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής έχει εκπνεύσει. Η Προσωρινή Κυβέρνηση παραιτήθηκε. Το συνέδριο παίρνει την εξουσία στα χέρια του».
Το ίδιο το συνέδριο αποφάσισε:
«Στηριζόμενο στη θέληση της τεράστιας πλειοψηφίας των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών, στηριζόμενο στη νικηφόρα εξέγερση των εργατών και της φρουράς της Πετρούπολης, το συνέδριο παίρνει στα χέρια του την εξουσία».[1]
Τη νύχτα της 25ης προς την 26η Οκτωβρίου, κάτω από τις βροντές των κανονιών του θωρηκτού Αβρόρα, οι επαναστάτες εργάτες, φαντάροι και ναύτες κατέλαβαν τα Χειμερινά Ανάκτορα και συνέλαβαν την Προσωρινή Κυβέρνηση.
Η επικράτηση της επανάστασης ήταν ουσιαστικά αναίμακτη. Ο Έρικ Χομπσμπάουμ σημειώνει ότι «Στην πραγματικότητα, όταν έφτασε η στιγμή δεν χρειαζόταν κανείς να καταλάβει την εξουσία, αλλά απλώς να τη μαζέψει. Έχει λεχθεί ότι περισσότερα άτομα τραυματίσθηκαν κατά το γύρισμα της μεγάλης ταινίας του Αϊζενστάιν Οκτώβρης (1927) παρά κατά την πραγματική κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων στις 7 Νοεμβρίου 1917. Κανείς δεν είχε απομείνει για να υπερασπίσει την Προσωρινή Κυβέρνηση που απλώς διασκορπίστηκε στον αέρα».[2]
Ο Τζον Ριντ, ιστορικός και ποιητής της επανάστασης στο μνημειώδες βιβλίο του Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, περιέγραψε με ζωηρά χρώματα τα συναισθήματα που κυριάρχησαν τις στιγμές εκείνες στο Σμόλνι, την καρδιά της επανάστασης: «Απότομα, από μια γενική παρόρμηση, βρεθήκαμε όλοι όρθιοι πιάνοντας τους συναρπαστικούς τόνους της Διεθνούς. Ένας ψαρομάλλης στρατιώτης έκλαιγε σαν παιδί. Η Αλεξάνδρα Κολοντάϊ ανοιγόκλεινε γοργά τα μάτια της για να μην κλάψει. Η ρωμαλέα αρμονία διαχεόταν μέσα στην αίθουσα τρυπώντας τζάμια και πόρτες κι ανεβαίνοντας ψηλά στον ουρανό».
Η απόφαση του συνεδρίου «Προς τους εργάτες, τους στρατιώτες και τους αγρότες», συντεταγμένη από τον Λένιν, στις 25 Οκτωβρίου ανέφερε:
«Το δεύτερο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών άρχισε τις εργασίες του. Στο συνέδριο παρευρίσκονται και πολλοί βουλευτές από τα Σοβιέτ αγροτών. Η εξουσιοδότηση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, που ακολουθούσε συμβιβαστική πολιτική, έληξε. Στηριζόμενο στη θέληση της τεράστιας πλειοψηφίας των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών, στηριζόμενο στη νικηφόρα εξέγερση των εργατων και της φρουράς της Πετρούπολης, το συνέδριο παίρνει στα χέρια του την εξουσία. Η Προσωρινή κυβέρνηση ανατράπηκε. Τα περισσότερα μέλη της Προσωρινής κυβέρνησης έχουν ήδη συλληφθεί».[3]
Το συνέδριο ψήφισε μια σειρά φλέγοντα διατάγματα ενώ συγκρότησε και την 1η σοβιετική κυβέρνηση.
Η 1η σοβιετική κυβέρνηση
Το 2ο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ επικύρωσε τα συντεταγμένα από τον Λένιν διατάγματα για την ειρήνη, τη γη και την κατάργηση της θανατικής ποινής. Ο Λένιν στην εισήγηση του, στις 26 Οκτωβρίου, πάνω στο φλέγον ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης κατέθεσε το διάταγμα για την ειρήνη:
«Η εργατοαγροτική κυβέρνηση, βγαλμένη από την επανάσταση της 24-25 Οκτώβρη και στηριγμένη στα Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών, προτείνει σε όλους τους εμπόλεμους λαούς και στις κυβερνήσεις τους να αρχίσουν αμέσως διαπραγματεύασεις για μια δίκαιη δημοκρατική ειρήνη (…) τέτοια ειρήνη η κυβέρνηση θεωρεί την άμεση ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις (δηλαδή χωρίς αρπαγή ξένων εδαφών, χωρίς βίαιη ενσωμάτωση ξένων εθνοτήτων) και χωρίς επανορθώσεις».[4]
Το 2ο συνέδριο των Σοβιέτ υπερψήφισε το διάταγμα για τη γή. Σύμφωνα με το σύντομο κείμενο του διατάγματος
«Το ζήτημα της γης, σε όλη την έκταση του, μπορεί να λυθεί μονάχα από μια παλλαϊκή Συντακτική συνέλευση (…) όλη η γη που ανήκει στο κράτος, στην αυτοκρατορική οικογένεια, στο στέμμα, στα μοναστήρια, στην εκκλησία, η παραχωρημένη γη, η γη που μεταβιβάζεται κληρονομικά ή η γη που ανήκει στην ατομική ιδιοκτησία, στο δημόσιο, στους αγρότες κτλ απαλλοτριώνεται χωρίς αποζημίωση, μετατρέπεται σε παλλαϊκή περιουσία και περνάει στη χρήση αυτών που τη δουλεύουν (…) Δικαίωμα χρήση γης αποκτούν όλοι οι πολίτες του ρωσικού κράτους (χωρίς διάκριση φύλλου), που επιθυμούν να την καλλιεργήσουν μόνοι τους με τη δουλιά τους, με τη βοήθεια της οικογένειας τους ή συντροφικά, και μονάχα για όσο διάστημα είναι σε θέση να την καλλιεργούν. Δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση μισθωτής εργασίας».
Το διάταγμα αυτό βασίστηκε στις θέσεις που είχε επεξεργαστεί, τον Αυγουστο του 1917, η συντακτική επιτροπή της καθημερινής εφημερίδας Ιζβέστιγια του Πανρωσικού Σοβιέτ των Αγροτών Βουλευτών, επίσημο όργανο του Πανρωσικού Σοβιέτ των αγροτών βουλευτών που απηχούσε τις απόψεις του Σοσιαλεπαναστατικού Κόμματος, των Εσέρων. Για τον λόγο αυτό εκφράστηκαν ενστάσεις ότι το κόμμα των μπολσεβίκων υποχωρούσε στις αντιλήψεις των σοσιαλεπαναστατών. Ο Λένιν, στη εισήγηση του στο 2ο συνέδριο απάντησε στους επικριτές της απόφασης: «Εδώ ακούγονται φωνές ότι το διάταγμα και η εντολή έχουν συνταχθεί από τους σοσιαλιστές-επαναστάτες. Ας είναι κι έτσι. Δεν έχει σημασία ποιός τα συνέταξε. Σαν δημοκρατική κυβέρνηση όμως κυβέρνηση που είμαστε, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την απόφαση των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων, ακόμα κι αν δεν συμφωνούμε μ’ αυτή (…) Πιστεύουμε ότι η αγροτιά θα μπορέσει να ή ίδια να λύσει καλύτερα από μάς το ζήτημα αυτό σωστά. Έτσι όπως πρέπει. Η ουσία δεν είναι αν θα το κάνει αυτό με το δικό μας πνέυμα, ή με το πνεύμα του προγράμματος των εσέρων. Η ουσία είναι να αποκτήσει η αγροτιά σταθερή πεποίθηση ότι στο χωριό δεν υπάρχουν πια τσιφλικάδες, ότι οι ίδιοι οι αγρότες πρέπει να λύσουν όλα τα ζητήματα, να οργανώσουν οι ίδιοι τη ζωή τους (Ζωηρά χειροκροτήματα)».
Ο Ε.Χ. Καρ, στην εξιστόρηση της μπολσεβίκικης επανάστασης, εκτιμά ότι «Επρόκειτο για μια από τις πιο έξυπνες πολιτικές κινήσεις του Λένιν, είτε τη δει κανείς σαν απόπειρα να κερδηθεί η υποστήριξη των αγροτών είτε σαν προοίμιο μιας ενορχηστρωμένης προσπάθειας για τη διάσπαση και την εξασθένηση των Σοσιαλεπαναστατών, της κύριας δηλαδή πολιτικής δύναμης στη ρωσική ύπαιθρο (…) Από πρακτική άποψη οι συνέπειες όλων αυτών των θεωρητικών συζητήσεων δεν ήταν ίσως και πολύ μεγάλες».[5]
Το πιο σημαντκό, όμως, ήταν ότι το 2ο συνέδριο των Σοβιέτ ενέκρινε τον σχηματισμό της πρώτης σοβιετικής κυβέρνησης, του «Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού» (Sovet Narodnykh Komissarov) γνωστού και ως «Sovnarkom -Σοβναρκόμ». Η απόφαση στις 26 Οκτωβρίου πάνω στο ζήτημα της κρατικής εξουσίας ήταν σαφής:
«Το Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών αποφασίζει: Να σχηματίσει για τη διακυβέρνηση της χώρας, μέχρι τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης, Προσωρινή εργατοαγροτική κυβέρνηση που θα ονομάζεται Συμβούλιο των Λαϊκων Επιτρόπων».
Η κυβέρνηση, με πρόεδρο του Συμβουλίου τον Λένιν, είχε 15 μέλη, όλοι μπολσεβίκοι. Οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες, αν και τους προτάθηκε, αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους στη νέα κυβέρνηση. Όπως ανέφερε και η ανακοίνωση που εξέδωσε το κόμμα των μπολσεβίκων, στις 5 Νοεμβρίου, για να ενημερώσει τα μέλη του και τους εργαζόμενους για τις εξελίξεις στο ζήτημα της διακυβέρνησης της χώρας:
«Όλος ο κόσμος ξέρει ότι η Κεντρική Επιτροπή των μπολσεβίκων, μερικές ώρες, πριν σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση και πριν υποβάλει τον κατάλογο των μελών στο ΙΙ συνέδριο των Σοβιέτ της Ρωσίας, είχε καλέσει στη συνεδρίαση της τα τρία από τα σημαντικότερα μέλη της σοσιαλεπαναστατικής ομάδας της αριστεράς, τους σύντροφους Καμκόφ, Σπίρο και Καρέλιν και τους είχε προτείνει να συμμετάσχουν στη νέα κυβέρνηση. Πολύ λυπόμαστε που οι σύντροφοι σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς αρνήθηκαν την πρόταση μας (…) Προτείναμε και προτείνουμε στους σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς να μοιραστούν μαζί μας την εξουσία. Δεν είναι δικό μας λάθος αν αυτοί αρνήθηκαν. Αρχίσαμε διαπραγματεύσεις μαζί τους κατά τη διάρκεια των οποίων κάναμε πολλαπλές παραχωρήσεις ακόμα και ύστερα από τη λήξη του ΙΙ συνδρίου των Σοβιέτ».[6]
Στη πρώτη επαναστατική κυβέρνηση Πρόεδρος του Συμβουλίου εκλέχτηκε ο Λένιν και Λαϊκοί Επίτροποι ο Ρίκοφ Επίτροπος Εσωτερικών, ο Τρότσκι Εξωτερικών, ο Μιλιούτιν Γεωργίας, ο Σλιάπνικοφ Εργασίας, ο Στάλιν για τις υποθέσεις των Εθνοτήτων, ο Λουνατσάρσκι Λαϊκής Παιδείας, ο Β. Νογκίν Εμπορίου και Βιομηχανίας, ο Ιβάν Σκβορτσόφ-Στεπάνοφ Οικονομικών, ο Γκρ. Οππόκοφ, γνωστός και ως Λόμοφ, Δικαιοσύνης, ο Ιβάν Τεοντόροβιτς Επισιτισμού, ο Νικολάι Αβίλοφ ή Γκλέμποφ Ταχυδρομείων και Τηλεγράφων ενώ ο Βλάντιμιρ Αντόνοφ–Οβσέγιενκο, ο Νικολάι Κριλένκο και ο Πάβελ Ντιμπένκο αποτέλεσαν μια επιτροπή για το Στρατιωτικών και Ναυτικών.
Ο Λουνατσάρσκι ανέφερε αργότερα ότι ο σχηματισμός της πρώτης σοβιετικής κυβέρνησης έγινε χωρίς την παραμικρή μεγαλοπρέπεια: «Αυτό έγινε σε κάποιο δωματιάκι στο Σμόλνι, όπου τα καθίσματα ήταν γεμάτα παλτά και τραγιάσκες και όλοι στριμώχνονται γύρω από ένα τραπέζι, που δεν φωτιζόταν καλά. Εκλέγαμε τους καθοδηγητές της αναγεννημένης Ρωσίας».[7]
Η κατάληψη της εξουσίας δεν εξάλειψε, βέβαια, τα προβλήματα στο ρώσικο κόμμα. Οι αντικειμενικές δυσκολίες που προέκυπταν από την πρωτόγνωρη διαχείριση της νέας εξουσίας σε μια αχανή, πολυεθνική, πολύγλωσση, πολυθρησκευτική αλλά κυρίως καθυστερημένη χώρα, τα πολλαπλά καταστροφικά αποτελέσματα που είχε δημιουργήσει ο ανολοκλήρωτος ακόμα πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και οι αντιδράσεις του ρώσικης αλλά και της διεθνούς αστικής τάξης καθώς και το μποϋκοτάζ του γραφειοκρατικού μηχανισμού του παλιού κράτους απέναντι στο σοβιετικό πείραμα, δημιούργησαν ένα αρνητικό πλαίσιο που επηρέασε τόσο την νέα διακυβέρνηση της χώρας όσο και το ίδιο το κόμμα που είχε την ευθύνη αυτής της διακυβέρνησης.
Ο σχηματισμός της πρώτης σοβιετικής κυβέρνησης δεν εξάλειψε τις εσωτερικές διαφωνίες στο εσωτερικό του κόμματος, μια πτέρυγα του οποίου έθετε θέμα διεύρυνσης της κυβέρνησης με τη συμμετοχή και άλλων κομμάτων των Σοβιέτ σε αυτή. Βασικοί εκφραστές αυτής της τάσης οι Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Ρύκοφ, Λουνατσάρσκυ, Μιλιούτιν, Νόγκιν κλπ.
Ο Ισαάκ Ντόιτσερ, στη βιογραφία του Στάλιν, ανέφερε αργότερα ότι «Η δεξιά μερίδα του κόμματος, οι παλιοί εχθροί της εξέγερσης, που διέθεταν μεγάλη δύναμη στην κυβέρνηση, εργάζονταν στα παρασκήνια για μια συνδιαλλαγή με τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες. Υποστήριζαν ότι το κόμμα έπρεπε να μοιραστεί την εξουσία με τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές».[8]
Όπως και τις παραμονές της επανάστασης η κρίση που εμφανίσθηκε στις ανώτερες βαθμίδες του κόμματος αντανακλούσε τις διαφορές τόσο για τον χαρακτήρα όσο και για τις προοπτικές της επανάστασης. Οι ανασταλτικές τάσεις εκδηλώθηκαν και πάλι με τη μορφή της υποχώρησης στις απαιτήσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του συνδικάτου των σιδηροδρομικών (Vikzhel- Βίκζελ), το οποίο την περίοδο αυτή ελέγχοντας τις μεταφορές, μέσα σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου, διαδραμάτιζε ένα σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Η Vikzhel -στην οποία κυριαρχούσαν οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι- δεν αναγνώρισε την κυβέρνηση και απαίτησε τον σχηματισμό μιας νέας, «ομοιογενούς» κυβένησης από όλα τα κόμματα των Σοβιέτ . Η απόφαση της Vikzhel στις 29 Οκτωβρίου απαιτούσε τον σχηματισμό μιας νέας πολυκομματικής κυβέρνησης:
«Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού που σχηματίστηκε στην Πετρούπολη δεν μπορεί να το υποστηρίξει, ούτε να το το αναγνωρίσει κανείς σε ολόκληρη τη χώρα γιατί στηρίζεται σε ένα μόνο κόμμα. Είναι ανάγκη να σχηματιστεί μια νέα κυβέρνηση».
Ετέθη θέμα ακόμα και μη συμμετοχής του Λένιν και του Τρότσκι στην κυβέρνηση!
Ο Α. Ραμπίνοβιτς αναφερόμενος στην σύγκρουση αυτή, σημειώνει ότι «Εκείνη που επίσης εναντιώθηκε στη διατήρηση της μονοκομματικής μπολσεβίκικης κυβέρνησης που σχηματίστηκε τη νύχτα 26 προς 27 του Οκτώβρη ήταν η Πανρωσική Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης Σιδηροδρόμων (η Βίκζελ), στην οποία κυριαρχούσαν οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές (…) η Βίκζελ συγκάλεσε διάσκεψη των σοσιαλιστικών κομμάτων για τις 29 Οκτωβρίου, απειλώντας να κηρύξει πανρωσική απεργία στους σιδηροδρόμους από τα μεσάνυχτα της 29ης αν δεν καρποφορούσαν οι προσπάθειες της για κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στις εμπόλεμες πλευρές και έναρξη διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό ευρύτερης αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης. Η απειλή απεργίας ήταν εφιαλτική. Διακόπτοντας τις συγκοινωνίες ανάμεσα στην Πετρούπολη και την υπόλοιπη χώρα εμποδίζοντας την μεταφορά τροφίμων στην πρωτεύουσα θα μπορούσε να προκαλέσει μια ανεξέλεγκτη κατάσταση για τη νέα κυβέρνηση».[9]
Ένα σοβαρό τμήμα της κυβέρνησης αλλά και της ηγεσία του κόμματος, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, αποδέχθηκε την πρόταση συμμετοχής και των άλλων κομμάτων στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα του κόμματος που διασώθηκαν, στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής την 1η Νοεμβρίου ο Ριαζάνοφ υποστήριξε ότι «Στην Πετρούπολη η εξουσία δεν είναι στα χέρια μας αλλά στα χέρια των Σοβιέτ – κι αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Αν εγκαταλείψουμε αυτό το δρόμο, θα μείνουμε εντελώς μόνοι, απελπιστικά μόνοι. Διαπράξαμε ήδη ένα λάθος όταν μπήκαμε επικεφαλής της κυβέρνησης και επιμείναμε για ορισμένα μέλη. Αν δεν το είχαμε κάνει αυτό, οι μεσαίες γραφειοκρατικές τάξεις, θα ήταν στο πλευρό μας (…) Με τη συμφωνία [για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης] πρέπει να πετύχουμε όσο γίνεται περισσότερα. Αλλά η συμφωνία είναι αναπόφευκτη».
Ο Κάμενεφ εξέφρασε ανάλογες απόψεις. Τα πρακτικά του κόμματος αναφέρουν ότι «Ο σύντροφος Κάμενεφ νομίζει ότι μια συμφωνία είναι αναγκαία ακόμα και σε νικηφόρα περίοδο (…) Επισύρει την προσοχή στο γεγονός ότι το Βίκζελ συγκεντρώνει δυνάμεις όχι αμελητέες. Αν αυτό το όργανο που μέχρι τώρα έμενε ουδέτερο στραφεί εναντίον μας πιθανόν οι στρατιωτικές μας δυνάμεις να αποδειχτούν ανεπαρκείς (…) Είμαι υπέρ της συμφωνίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει ν’ αποδεχτούμε οποιαδήποτε πρόταση».[10]
Οι απόψεις αυτές ήταν, ωστόσο, μειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος η οποία όμως αποδέχθηκε να συζητήσει το θέμα της συμμετοχής και άλλων κομμάτων και βασικά των αριστερών σοσιαλεπαναστατών στην κυβέρνηση.
Ο Ε.Χ. Καρ σημειώνει ότι «Μόνο μετά από πίεση της εκτελεστικής επιτροπής του συνδικάτου των σιδηροδρομικών (Vikzhel), οι οποίοι έλεγχαν τις επικοινωνίες και για μερικές εβδομάδες φιλοδοξούσαν να λειτουργήσουν σαν ανεξάρτητη εξουσία και να υπαγορεύσουν όρους στην κυβέρνηση, η κεντρική επιτροπή του κόμματος δέχθηκε να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού όλων των κομμάτων που αντιπροσωπεύονταν στα Σοβιέτ». [11]
Αν και ο Λένιν, στην ίδια σύνοδο υποστήριξε ότι «η Βίκζελ είναι με το μέρος των Καλέντιν και Κορνίλωφ», εντούτοις, η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, στις 2 Νοεμβρίου δεν απέκλεισε τη συμμετοχή και άλλων κομμάτων στη σοβιετική κυβέρνηση:
«Η Κεντρική Επιτροπή βεβαιώνει ότι, όπως δεν απέκλεισε κανέναν από το ΙΙ συνέδριο των Σοβιέτ της Ρωσίας, έτσι και τώρα είναι έτοιμη να ξαναδεχτεί εκείνους που αποχώρησαν και να συνεργαστεί μαζί τους μέσα στα πλαίσια των Σοβιέτ. Βεβαιώνει επίσης ότι οι ισχυρισμοί για την απροθυμία δήθεν των μπολσεβίκων να μοιραστούν την εξουσία με άλλους, είναι ψεύτικοι».[12]
Η μειοψηφία της Κ.Ε, όμως, στη συνεδρίαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ, η οποία συνήλθε στις 2 Νοεμβρίου, υποστήριξε τις δικές της απόψεις με αποτέλεσμα να ψηφιστεί μια απόφαση που πρότεινε την έναρξη διαπαραγματεύσεων για τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνηση από όλα τα κόμματα των Σοβιέτ. Για τον σκοπό αυτό σχηματίσθηκε και μια επιτροπή αποτελούμενοι από τους μπολσεβίκους Κάμενεφ, Ζινόβιεφ και Ριαζάνοφ και τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες Καρέλιν και Προσιάν.
Η στάση της μειοψηφίας στην Κ.Ε.Ε των Σοβιέτ επέτεινε, όπως ήταν φυσικό, την εσωκομματική αντιπαράθεση. Στις 3 Νοεμβρίου η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής απέστειλε τελεσίγραφο στη μειοψηφία με την οποία την κατηγόρησε για παραβίαση των θεμελιωδών κανόνων του κόμματος
«Έτσι, χθες, στη συνεδρίαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, η μπολσεβίκικη ομάδα με την άμεση συμμετοχή των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που ανήκουν στην μειοψηφία ψήφισαν ανοιχτά ενάντια στην απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής (…) σαμποτάροντας τη δράση του [κόμματος], σε μια στιγμή που η τύχη του κόμματος, η τύχη της επανάστασης εξαρτώνται από τα άμεσα αποτελέσματα αυτής της δράσης».
Το κείμενο της πλειοψηφίας, μάλιστα, πρότεινε ότι σε περίπτωση κατά την οποία η μειοψηφία επέμενε στις απόψεις της τότε ήταν ανάγκη ένα έκτακτο συνέδριο του κόμματος να αποφάσιζε ανάμεσα στις δύο διαζευχτικές προτάσεις. Αν η πρόταση της μειοψηφίας γίνονταν αποδεκτή τότε αυτή θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση μαζί με τους συμμάχους της, σε διαφορετική περίπτωση, αν επικρατούσε η άποψη της πλειοψηφίας, τότε οι εκπρόσωποι της μειοψηφίας θα έπρεπε «να μεταφέρουν τη διασπαστική τους εργασία έξω από το Κόμμα». Η διάσπαση ήταν προ των πυλών. Η πρόταση της πλειοψηφίας ήταν σαφής:
«Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει άλλη διέξοδος. Είναι αυτονόητο ότι η διάσπαση θ’ αποτελέσει ένα εξαιρετικά λυπηρό γεγονός. Αλλά σήμερα είναι προτιμότερη μια έντιμη και ειλικρινής διάσπαση από το εσωτερικό μποϋκοτάζ από την μη εκτέλεση των αποφάσεων μας, από την αποδιοργάνωση και την αποδυνάμωση».[13]
Η μειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής απάντησε στο τελεσίγραφο της πλειοψηφίας δηλώνοντας ότι ήταν αναγκαία η συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού:
«Η Κεντρική Επιτροπή του ΣΔΕΚΡ (μπ) πήρε την 1η Νοεμβρίου μια απόφαση που απορρίπτει στην πραγματικότητα τη συμφωνία με τα κόμματα που ανήκουν στα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, για τον σχηματισμό μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης (…) Νομίζουμε ότι η δημιουργία μιας τέτοιας κυβέρνησης είναι απαραίτητη, αν θέλουμε ν’ αποφύγουμε νέες αιματοχυσίες, το λιμό που μας απειλεί και τη συντριβή της επανάστασης από τον στρατό του Καλέντιν…».
Οι εκπρόσωποι της μειοψηφίας, διαφωνώντας, παραιτήθηκε και από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος.
«Για το λόγο αυτό παραιτούμαστε από τον τίτλο των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, ώστε να έχουμε το δικαίωμα να πούμε ανοιχτά τη γνώμη μας στη μάζα των εργατών και στρατιωτών και να τους καλέσουμε να υποστηρίξουμε το σύνθημα μας: Ζήτω η κυβέρνηση των σοβιετικών κομμάτων! Άμεση συμφωνία πάνω σε αυτή τη βάση».[14]
Αντίστοιχες απόψεις εξέφρασαν και τα μέλη της πρώτης σοβιετικής κυβέρνησης και στελέχη που πρόσκεινταν στην μειοψηφία. Οι Επίτροποι του Λαού, ο Ρύκοφ, ο Νανγκίν, ο Μιλιούτιν και ο Τεοντόροβιτς, οι οποίοι πρόσκεινταν στην μειοψηφία, με δήλωση τους, στις 4 Νοεμβρίου του 1917, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση:
«Έχουμε τη γνώμη ότι η σοσιαλιστική κυβέρνηση είναι απαραίτητο να σχηματισθεί με τη συμμετοχή όλων των σοβιετικών κομμάτων. Νομίζουμε ότι μόνο ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης θα μπορούσε να εδραιώσει τις κατακτήσεις του ηρωικού αγώνα που η εργατική τάξη και ο επαναστατικός στρατός διεξήγαγαν κατά τη διάρκεια των ημερών του Οκτώβρη- Νοέμβρη. Θεωρούμε ότι έξω απ’ αυτό το δρόμο, δεν υπάρχει παρά μια μονάχα διέξοδος: η διατήρηση μιας κυβέρνησης καθαρά μπολσεβίκικης με μέσο την πολιτική Τρομοκρατία. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται το Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού. Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να τους ακολουθήσουμε (…) Αδυνατούμε ν’ αναλάβουμε την ευθύνη μιας τέτοιας πολιτικής και για το λόγο αυτό υποβάλλουμε ενώπιον της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής την παραίτηση μας από τους τίτλους μας ως επιτρόπων του λαού».[15]
Ο Ριαζάνοφ, μάλιστα, θεώρησε ότι δεν μπορούσε να αποτελεί προϋπόθεση η συμμετοχή του Λένιν και του Τρότσκι για τον σχηματισμό της νέας σοβιετικής κυβέρνησης! Στην απάντηση του στην πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής ανάφερε ότι «Δεν μπορώ επίσης να θεωρήσω υποχρεωτικές για μένα τις αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής όπως, λόγου χάρη την απόφαση που αναφέρεται στον επιτακτικό χαρακτήρα των υποψηφιοτήτων του Λένιν και του Τρότσκι, αποφάσεις που δεν κάνουν άλλο τίποτα από να εκθέτουν το Κόμμα του προλεταριάτου».[16]
Την ίδια περίοδο, βέβαια, η πλειοψηφία δεν ήταν αντίθετη, στη βάση των αποφάσεων του ΙΙ συνεδρίου των Σοβιέτ, με τη συμμετοχή και άλλων κομμάτων και ιδιαίτερα των αριστερών σοσιαλεπαναστατών στην κυβέρνηση. Η ανακοίνωση του κόμματος, στις 5 Νοεμβρίου του 1917, υποστήριξε τη συμμετοχή των κομμάτων της μειοψηφίας στα σοβιέτ στη σοβιετική κυβέρνηση;
«Επιμένουμε σταθερά στην αρχή της εξουσίας των Σοβιέτ, δηλαδή στην εξουσία της πλειοψηφίας όπως προέκυψε από το τελευταίο συνέδριο των Σοβιέτ. Δεχθήκαμε και δεχόμαστε πάντα, τη συμμετοχή της μειοψηφίας των Σοβιέτ στην εξουσία. Με την προϋπόθεση όμως ότι η μειοψηφία αυτή θα αναλάβει πιστά και έντιμα την υποχρέωση να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας και να εφαρμόσει το πρόγραμμα που ενέκρινε η ολότητα του ΙΙ Συνεδρίου των Σοβιέτ της Ρωσίας, πρόγραμμα που συνίσταται στην προοδευτική αλλά σταθερή και άκαμπτη πορεία προς τον σοσιαλισμό».[17]
Οι μενσεβίκοι, οι οποίοι δεν αποδέχονταν τη συμμετοχή του Λένιν και του Τρότσκι στη νέα κυβέρνηση -πρόταση την οποία οι μπολσεβίκοι δίκαια θεώρησαν ως απόπειρα «αποκεφαλισμού του κόμματος»- υπονόμευσαν την πρόταση για τον σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα των Σοβιέτ. Ο Ζινόβιεφ, κατηγόρησε τότε τους μενσεβίκους ότι είχαν πλήρη ευθύνη για τον μη σχηματισμό μιας τέτοιου τύπου κυβέρνησης. Σε μια επιστολή του προς τους συντρόφους του κόμματος, στις 7 Νοέμβρίου, που δημοσιεύθηκε στην Πράβντα την επομένη, τους ενημέρωνε ότι «Η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή του Εθνικού Συνεδρίου των Σοβιέτ παρουσίασε ένα συγκεκριμένιο σχέδιο συμφωνίας (απόφαση της 3 Νοέμβρη) που το επιδοκιμάζω πέρα για πέρα, δεδομένου ότι απαιτεί την άμεση αναγνώριση των διαταγμάτων για τη γή, την ειρήνη, τον εργατικό έλεγχο και την αναγνώριση της σοβιετικής εξουσίας. Σαν απάντηση στην απόφαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής οι μενσεβίκοι έθεσαν μια σειρά προκαταρκτικούς όρους (…) Τώρα είναι φανερό ότι οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες δεν επιθυμούν να φτάσουν σε συμφωνία και δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να γυρεύουν προσχήματα για να την σαμποτάρουν (…) Σύντροφοι. Κάναμε μεγάλη θυσία όταν αντιταχθήκαμε φανερά στην πλειοψηφία της Κεντρικής μας Επιτροπής απαιτώντας συμφωνία. Όμως η συμφωνία αυτή απορρίφθηκε από τους αντιπάλους μας. Στην περίπτωση αυτή είμαστε υποχρεωμένοι να ενωθούμε ξανά με τους παλιούς μας συντρόφους (…) Καμιά διάσπαση δεν πρέπει να γίνει και δεν θα γίνει στο Κόμμα μας».[18]
Η κρίση, πράγματι διευθετήθηκε χωρίς περαιτέρω αρνητικές συνέπειες για το κόμμα. Οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες αποδέχθηκαν στη συνέχεια τη συμμετοχή τους στη σοβιετική κυβέρνηση αναλαμβάνοντας τρία υπουργεία: Γεωργίας, Δικαιοσύνης και Ταχυδρομείων και Τηλεγραφείων. Σχηματίσθηκε, μάλιστα και ένα στενό υπουργικό συμβούλιο με πέντε μέλη, τρεις μπολσεβίκους, τους Λένιν, Τρότσκι και Στάλιν, και δυο αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες. Η μεγάλη, αλλά δύσκολη. πορεία άρχιζε…
Τάκης Μαστρογιαννόπουλος
ΣΗΜ. Το κείμενο αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένο στην εργασία μου για την Ιστορία των Εργατικών Διεθνών, με τίτλο Η άνοδος και η πτώση των Εργατικών Διεθνών, και συγκεκριμένα στον πρώτο τόμο για την Κομμουνιστική Διεθνή (εκδόσεις ΤΟΠΟΣ)
[1] «Προς τους εργάτες, τους στρατιώτες και τους αγρότες!», στα Άπαντα του Λένιν, τόμος 35ος, σελ. 11.
[2] Ε. Χομπσμπάουμ: Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 88.
[3] Προς τους εργάτες, τους στρατιώτες και τους αγρότες! τόμος 35ος, σελ. 11.
[4] Λένιν: Εισήγηση για την ειρήνη, τόμος 35ος σελ. 13.
[5] ΄Εντουαρντ Χάλετ Καρ: «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης», πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου Η Μπολσεβίκικη επανάσταση (Μια Ιστορία της Σοβιετικής Ρωσίας), εκδόσεις Υποδομή, τόμος 2ος σελ. 56 και 58.
[6] Πρακτικά της Κ.Ε του μπολσεβίκικου κόμματος, Αύγουστος 1917 Φλεβάρης 1918, στο βιβλίο Οι Μπολσεβίκοι στην οκτωβριανή επανάσταση, εκδόσεις Εξάντας, σελ. 233 και 235
[7] Λουνατσάρσκι: «Το Σμόλνι τη μεγάλη νύχτα», στο βιβλίο Αναμνήσεις για τον Λένιν, μέρος 1, σελ. 219
[8] Ισάακ Ντόιτσερ: Στάλιν, πολιτική βιογραφία, εκδόσεις Χρησμός, τόμος 1ος, σελ. 171
[9] Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς: Η άνοδος των μπολσεβίκων στην εξουσία. Η επανάσταση του 1917 στην Πετρούπολη, εκδόσεις red marks, σελ. 416-417
[10] Πρακτικά της Κ.Ε του μπολσεβίκικου κόμματος, Αύγουστος 1917 Φλεβάρης 1918, στο βιβλίο Οι Μπολσεβίκοι στην οκτωβριανή επανάσταση, σελ. 218-9
[11] Ε.Χ. Καρ, όπ.π., τόμος 1ος, σελ. 149
[12] Πρακτικά, όπ.π., σελ. 223.
[13] Πρακτικά, όπ.π., σελ. 225-6
[14] Πρακτικά, όπ.π., σελ. 228
[15] Πρακτικά, όπ.π., σελ. 229
[16] Πρακτικά, όπ.π., σελ. 238
[17] Πρακτικά, όπ.π., σελ. 236
[18] Πρακτικά, όπ.π., σελ. 239-241