13 ώρες δουλειά ή περισσότερο ελεύθερο χρόνο;

του Δημήτρη Κατσορίδα (*) επιστημονικός συνεργάτης ΙΝΕ-ΓΣΕΕ

Η εργατική τάξη της χώρας δέχεται μια διαρκή επίθεση από το 2010, με την εφαρμογή των τριών μνημονίων και στη συνέχεια με τις αντεργατικές ρυθμίσεις των νόμων Χατζηδάκη (Ν. 4808/2021) και Γεωργιάδη  (Ν. 5053/2023). Ο νέος νόμος της Κεραμέως (Ν. 5239/2025) για το 13ωρο στον ίδιο εργοδότη (ενώ με τον νόμο Γεωργιάδη είχε θεσμοθετηθεί να ισχύει σε δύο εργοδότες), αναμένεται να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο το ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον διάλυσης των εργασιακών σχέσεων. Κυρίως δε να εντείνει τα φαινόμενα σωματικής και ψυχικής καταπόνησης στην αγορά εργασίας -καθώς η υπέρβαση του οκταώρου συνδέεται αναντίρρητα με την εμφάνιση μυοσκελετικών προβλημάτων, καρδιαγγειακών και εγκεφαλικών νοσημάτων και ψυχικών διαταραχών, όπως άγχος, κατάθλιψη, ξεσπάσματα θυμού, επαγγελματική εξουθένωση κ.λπ., καθώς επίσης να ενισχύσει τον κίνδυνο εργατικών ατυχημάτων και να διαταράξει την οικογενειακή ζωή και ισορροπία.

Μα, γιατί 13 ώρες;

Η κυβέρνηση και η ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας, ενώ διαφημίζουν ότι ο νόμος είναι «για την προστασία των εργαζόμενων» και εργαλείο βελτίωσης του εισοδήματός τους, προβαίνουν για ακόμη μια φορά σε ρύθμιση υπέρ των εργοδοτών. Νομιμοποιούν αυτό που ήδη υπάρχει, δηλαδή ότι σε πολλές επιχειρήσεις -ιδιαίτερα στις μικρές- οι εργαζόμενοι/-νες, δουλεύουν ατελείωτες ώρες.(1) Σύμφωνα με ευρήματα της Metron Analysis για λογαριασμό του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (Σεπτέμβριος 2025), το 26% του ιδιωτικού τομέα δηλώνει ότι έχει εργαστεί 13 ώρες μέσα σε μια ημέρα για δύο διαφορετικούς εργοδότες, ενώ ένα 33% έχει κάνει το ίδιο για ένα εργοδότη. Στις περισσότερες δε  περιπτώσεις (67%) αυτό συνέβη κατόπιν απαίτησης του εργοδότη και όχι ύστερα από προσωπική επιλογή.(2)

Είναι πασιφανές. Για την εργοδοσία (μικρή και μεγάλη) είναι πιο συμφέρον να απασχολεί τους εργαζόμενους πολλές ώρες υπερωριακά (8ωρο + 1 ώρα υπερεργασία + 4 ώρες υπερωρία), παρά να προχωρεί σε νέες προσλήψεις που της αυξάνουν το κόστος εργασίας. Έτσι, αυξάνεται η κερδοφορία της. Και ενώ η κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα ότι ο εργαζόμενος/-η έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή επιπλέον εργασίας, ωστόσο χρειάζεται να τονιστεί ότι ο εργοδότης μπορεί να απολύει χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογήσει την απόφασή του.

Η περαιτέρω απορρύθμιση του πλαισίου της εργασίας και η εναπόθεση της διευθέτησης του χρόνου εργασίας και αναψυχής στο μεσαίωνα της ατομικής διαπραγμάτευσης, όπου η σχέση εργοδότη-εργαζόμενου είναι ετεροβαρής υπέρ του πρώτου, οδηγεί ουσιαστικά στη ναρκοθέτηση κάθε προσπάθειας επαναφοράς των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η διάρκεια του χρόνου εργασίας, του χρόνου ανάπαυσης και της άδειας για την αναψυχή των εργαζομένων εξακολουθούν να ρυθμίζονται με κρατική παρέμβαση και όχι μέσα από συλλογική διαπραγμάτευση και διεκδίκηση.

Από το 13ωρο στη μάχη για ελεύθερο χρόνο

Και ερχόμαστε στο δεύτερο ερώτημα, όπως εύστοχα το θέτει ο Κουζής:(3) Γιατί, η αμοιβή του 8ωρου να μην ανταποκρίνεται στην κάλυψη στοιχειωδών αναγκών, ώστε κάποιος να μην αναγκάζεται να δουλεύει 13 ώρες;

Η απάντηση είναι προφανής: Επειδή οι μισθοί δεν φτάνουν και άρα αναγκάζονται οι μισθωτοί να «συναινούν» με τα αφεντικά, ώστε να δουλεύουν όσες ώρες χρειάζεται προκειμένου να καλύψουν το εισόδημά τους. Έτσι, καταργείται αυτό που είναι το αυτονόητα ανθρώπινο: να επαρκεί η αμοιβή του 8ωρου για την κάλυψη των αναγκών των μισθωτών.

Αντίθετα, βιώνουμε ένα πλέγμα πολιτικών που ωθεί τον κόσμο της εργασίας να κυνηγά τη δουλειά, να εξαντλείται σε εξοντωτικά ωράρια, να εργάζεται σε δύο δουλειές, και παρ’ όλα αυτά να βλέπει το εισόδημα να εξανεμίζεται από τις αυξήσεις σε τρόφιμα, φάρμακα, ενέργεια, μετακινήσεις, περίθαλψη κ.λπ. Με αυτόν τον τρόπο καταργείται η 11ωρη ημερήσια ανάπαυση, ιδίως αν συνυπολογιστούν ο χρόνος μετάβασης προς την εργασία (που έχει μετατραπεί σε Οδύσσεια), ο χρόνος του διαλείμματος που η νομοθεσία δεν θεωρεί χρόνο εργασίας και ο χρόνος προετοιμασίας. Τότε, η πραγματική απώλεια ελεύθερου χρόνου είναι πολύ μεγαλύτερη από το θεσμοθετημένο ωράριο. Αν προστεθεί και η δυνατότητα που παρέχει ο νέος νόμος στους εργοδότες να αποφασίζουν για τη διάρκεια των αδειών του προσωπικού τους το καλοκαίρι, τις οποίες μπορούν να μειώσουν από δύο συνεχόμενες εβδομάδες στη μία, τότε το τοπίο που διαμορφώνεται για τους εργαζόμενους είναι ζοφερό. Μιλάμε για μηδαμινή πραγματική ζωή, που φθείρει το μυαλό και το σώμα.

Τα παραπάνω αναδεικνύουν την ανάγκη για μείωση των ωρών εργασίας, όχι μόνο στις 37,5 ή στις 35 ώρες, αλλά ακόμη λιγότερο, στις 30 ώρες, δεδομένου ότι οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις επιτρέπουν να γίνει κάτι τέτοιο. Μια τέτοια μείωση συμβάλλει δραστικά στον περιορισμό της ανεργίας και συνδέεται με την απαίτηση για περισσότερο ελεύθερο χρόνο και άρα για καλύτερη ποιότητα ζωής. Οι δυνάμεις της εργασίας είναι πλέον αναγκαίο να καλλιεργήσουν την κουλτούρα του ελεύθερου χρόνου. Διότι, λιγότερες ώρες εργασίας σημαίνει περισσότερη ζωή!

Υποσημειώσεις:

(1) Μεταξύ άλλων δες την έκδοση με τις Παρεμβάσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ για το 13ωρο και την ευελιξία, έκδοση Ριζοσπάστης, Αθήνα, Οκτώβρης 2025.

(2) Γ. Αργείτης, «Η ποιότητα της εργασίας ως δείκτης βιώσιμης και ανθεκτικής ανάπτυξης», εφ. Η Ναυτεμπορική, 13-11-2025, σελ. 9.

(3) Γ. Κουζής, «Η ελαστικοποίηση πλήττει την αύξηση της απασχόλησης και την αντιμετώπιση της ανεργίας», συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών, 8-10-2025, σελ. 16.

(*) Αναδημοσίευση από το περιοδικό Δελτίο Θυέλλης, Νοέμβριος 2025, τεύχος 70/50, σελ. 3.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο