Κατέ Καζάντη 20.07.2024
Αν τα ταξίδια και οι διακοπές κάνουν τον άνθρωπο ευτυχέστερο, είναι διότι τον απαλλάσσουν, προσωρινά έστω, από την καταδυνάστευση της μισθωτής κι εξαρτημένης εργασίας. Η ευδαιμονία, που κατακτιέται μοναχά όταν παύει ο αγώνας για την επιβίωση και διευρύνεται ο ορίζοντας του έξω κόσμου, είναι από τα αναντικατάστατα στις ζωές των προλετάριων, δικαίωμα, θεωρητικά, αναφαίρετο.
Σε, ίσως όχι πολύ παλαιότερες εποχές, το προνόμιο του ταξιδεύειν, για λόγους αναψυχής, κατείχαν κατ’ αποκλειστικότητα οι ανώτατες τάξεις των ευγενών, ή των εμπόρων. Οι ελάχιστοι περιηγητές, οι οποίοι και κατέγραφαν, με μπόλικες δόσεις οριενταλισμού, τις εμπειρίες τους, ανήκαν επίσης στον εσμό των αριστοκρατών που έβλεπαν αφ’ υψηλού τον υπόλοιπο κόσμο. Για τους εργάτες, το ταξίδι υπήρχε μόνο ως συνώνυμο του ξεριζωμού: έφευγαν, αν έφευγαν, για να συνεχίζουν να παραδίδουν την υπεραξία τους, απλώς σε άλλους τόπους.
Όταν, λοιπόν, τον Ιούνιο του 1936 ο Συνασπισμός του Λαϊκού Μετώπου του Λεό Μπλουμ, καθιέρωσε για πρώτη φορά νομοθετικά τις «πληρωμένες παύσεις», την άδεια δηλαδή μετ’ αποδοχών, οι Παριζιάνοι ευγενείς έγιναν έξαλλοι. Την ευωχία τους θα κατέστρεφαν οι ορδές των εργατών, οι οποίοι, λέει, θα κατέφθαναν στις κοντινές ακτές της Νορμανδίας, όπου οι ίδιοι διέκοπταν. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο κλείστηκαν στις επαύλεις τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Έτσι, όταν ο Μπλουμ, το 1942, δικάστηκε από την προδοτική κυβέρνηση του Βισύ, εξαναγκάστηκε να απολογηθεί και γι’ αυτό: «με κατηγόρησαν ότι έκανα τους Γάλλους εργάτες να χάσουν την όρεξη για δουλειά, πως ενθάρρυνα το πνεύμα της απολαύσεως και της ευκολίας. Κι όμως, η ψυχαγωγία δεν είναι σχολή τεμπελιάς. Είναι η ανάπαυση μετά τη δουλειά. Ένα είδος συμφιλίωσης του εργάτη με τη φυσική ζωή από την οποία έχει αποκοπεί και αλλοτριωθεί».
Ο εκδημοκρατισμός της πρόσβασης στην ταξιδιωτική εμπειρία δεν υπήρξε εύκολη υπόθεση: στη μεταπολεμική Ευρώπη, ακόμα κι όταν μαζικοποιήθηκαν τα διασυνοριακά μέσα μεταφοράς, πάλι η αναψυχή και η γνωριμία με άλλους τόπους ήταν μια πανάκριβη, άρα και πανδύσκολη, υπόθεση. Αλλά επειδή τίποτε δεν μπορεί να ανακόψει το ανθρώπινο ορμέφυτο της περιπλάνησης, δημιουργήθηκαν σιγά σιγά μορφές διευκόλυνσης. Εμβληματικές παραμένουν οι εικόνες των νέων που γύριζαν την υφήλιο με τρένα και ότο στοπ ενώ, πέραν των χλιδάτων ξενοδοχείων, τύπου Αγκάθα Κρίστι όπου διέμενε ο μυθιστορηματικός Πουαρό, η εργατική τάξη δούλεψε για την εργατική τάξη: το αλησμόνητο «rooms to let» στα ελληνικά νησιά δεν απευθυνόταν στους φραγκάτους της Εσπερίας αλλά στους νέους, μάλλον άφραγκους, ταξιδευτές. Όπως και τα μικρά ταξιδιωτικά πρακτορεία, τα οποία συνεργάζονταν με καταλύματα που ανήκαν σε μη επαγγελματίες του τουρισμού αλλά σε μικροϊδιοκτήτες που συμπλήρωναν το –χαμηλό- εισόδημά τους..
Αλλά ο καπιταλισμός δεν αντέχει τέτοιου είδους, από τα κάτω, οικονομικές συναλλαγές. Η υπερσυσσώρευση, με τους μεγαλοεπιχειρηματίες που γενικώς σαρώνουν το σύμπαν, αντικατέστησε κάθε άλλη μορφή συγκρότησης. Και επέφερε ανάπτυξη. Πεντάστερα πολυδύναμα, με χιλιάδες κλίνες, έπαιρναν τη μπάζα, κατέστρεφαν ακτές, επενέβαιναν και λυμαίνονταν τον φυσικό πλούτο, φτωχοποιώντας τους υπόλοιπους. Και αναμόρφωναν την ταξιδιωτική εμπειρία, αφού, επιπλέον, ανέκοπταν τον συμφυρμό διακοπτόμενων – γηγενών, κλείνοντας τους πρώτους στα περιβόητα «ολ ινκλούσιβ» και διαμορφώνοντας τις τιμές και των εισιτηρίων μεταφοράς και της διαμονής. Χρεώνουν πλέον πανάκριβα την πρόσβαση στο φυσικό τοπίο, το οποίο, αναπτυσσόμενοι, διαρκώς καταστρέφουν, αποκλείοντας τους από κάτω.
Η δημιουργία των airbnb ήρθε, λίγο πολύ, να απαντήσει στα παραπάνω: έλα σπίτι μου, να έρθω στο δικό σου. Θα στοιχίσει φθηνότερα και θα μεταφέρει την εμπειρία της καθημερινότητας του/ης ενός/μίας στον άλλον/η. Ο κόσμος της εργασίας έκανε έτσι τα κουμάντα του, μακριά από το επιχειρείν των από πάνω.
Αλλά επειδή, ως γνωστό, οι καπιταλιστές μάς πουλούν ακόμα και τις αλυσίδες μας, έβαλαν χέρι και σε τούτη τη νέα συνθήκη. Η διαδικασία του airbnb δεν εξαντλείται πλέον μόνο μεταξύ των μεσοστρωμάτων τα οποία πια δεν λαμβάνουν κομμάτι των εσόδων. Οι εταιρείες είναι εδώ. Οι εξαγορές των κατοικιών επίσης. Οι διαμορφώσεις ολόκληρων συνοικιών σε ιδιότυπα τουριστικά πάρκα ομοίως. Οι πελάτες, όμως, που μετέχουν σε τούτο το νέο τουριστικό προϊόν δεν άλλαξαν: παραμένουν ίδιοι, ομόταξοι με τους κατοίκους των γειτονιών που «μαγαρίζουν». Μικρομεσαίοι, κατά το κοινώς λεγόμενο, κοινωνικά περίεργοι, που δεν αρκούνται στον νότιο ήλιο και τη θάλασσα, με «λόου μπάτζετ». Και παρά τις «γκόλντεν βίζες» με όλα τα συμπαρομαρτούντα, η διαμονή στις γειτονιές, και όχι στα πολυδύναμα πεντάστερα, παραμένει ο μόνος, όχι βεβαίως ο καλύτερος, τρόπος του εκδημοκρατισμού της αναψυχής. Και του διαμοιρασμού των κερδών, στο βαθμό που οι μικροϊδιοκτήτες κερδίζουν ακόμη κάτι από αυτό.
Επακόλουθο, όμως, του εκδημοκρατισμού είναι, φυσικώ τω τρόπω, ο υπερτουρισμός. Που, δικαίως, μπορεί να ενοχλήσει τους γηγενείς. Και να εκλάβουν ως απειλή, όχι τον αστό φραγκάτο του πεντάστερου αλλά τον/ην όμοιο/α της διπλανής πόρτας.
Στην όντως προβληματική Βαρκελώνη, επί παραδείγματι, οι αντιδράσεις στρέφονται κατά των «λόου μπάτζετ» ανθρώπων και όχι εναντίον των χλιδάτων που διακόπτουν αμέριμνοι στις αδιανόητα κατεστραμμένες ακτές της Ισπανίας. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα: η ανάγνωση του υπερτουρισμού και του συνακόλουθου εξευγενισμού δια του “tourists go home” είναι μια καθαρή ενδοταξική διαμάχη.
Διότι άλλο να διεκδικείς νομικό πλαίσιο στον τουρισμό πόλης, στα μέτρα των από κάτω, κατοίκων και επισκεπτών, και άλλο να μην αναμετριέσαι με το όντως πρόβλημα, της απίστευτης καταστροφής στο περιβάλλον, την οικονομία κ.λπ. του τουρισμού της χλιδής. Ποιες ακριβώς κατηγορίες τουριστών πρέπει να «να πάνε σπίτια τους» είναι μια άκρως ιδεολογική υπόθεση, που δεν επιδέχεται ευκολίες και συνδέεται απευθείας και με τα προβλήματα στέγης: διότι δεν ακριβαίνουν τα ενοίκια μόνο λόγω «τουριστίλας», και μάλιστα αυτής των ταξιδιωτών των χαμηλών στρωμάτων. Τούτο είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα που έχει να κάνει με την προστασία της ιδιοκτησίας στον καπιταλισμό. Η οποία επιτρέπει στους μεγαλοεπιχειρηματίες του τουρισμού να καταστρέφουν πολιτισμικές μονάδες –ενδεικτικό παράδειγμα το Ideal- χάριν των καταλυμάτων της χλιδής.
Η καπιταλιστική λειτουργία είναι τέτοια που αναγκαστικά οδηγεί ολοένα και λιγότεροι να κερδίζουν ολοένα και περισσότερα. Ουδόλως ενδιαφέρεται για την χαρά των λαϊκών στρωμάτων, απεναντίας. Τα νεροπίστολα των Βαρκελονέζων τους έρχονται κουτί: η εργατική τάξη μάλλον πυροβολεί τα πόδια της. Πιθανώς, η μέρα που δεν θα μπορεί να ταξιδεύει διακοπτόμενη να μην είναι πολύ μακριά.
Κι αν η ροπή προς τη φυγή, ως πράξη ελευθερίας, δεν δύναται να κατασταλεί εξ ολοκλήρου, μπορεί όμως να ανακοπεί. Και να στείλει ξανά στα κάτεργα της απομόνωσης τις κατώτερες τάξεις. Έτσι κι αλλιώς, οι λίγοι περιοδεύοντες αριστοκράτες αφήνουν μεγαλύτερα κέρδη από το προλεταριάτο, που, με τούτα και μ΄ εκείνα, του «ενθαρρύνεται το πνεύμα της απολαύσεως».