Του Κώστα Καλλωνιάτη, αναδημοσίευση από την Η ΑΥΓΗ
Τι συμβαίνει όμως όταν η θεωρία πάσχει, και μάλιστα σοβαρά;
«Μπορεί η στρατηγική μας να ψηφίστηκε ομόφωνα, αλλά δεν εφαρμόστηκε ομόθυμα» δήλωσε ο υποψήφιος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Νίκος Παππάς, σημειώνοντας ότι «ο μετασχηματισμός που εξαγγείλαμε το βράδυ των εκλογών του 2019 δεν περπάτησε». Κατά τον Ν. Παππά βασική αιτία της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι το ότι με την υπερφορολόγηση των 37 δισ. «πληγώσαμε τη μεσαία τάξη»: «Αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, εκτός της παραγωγικής τους διαδικασίας, διαμορφώνουν και ατμόσφαιρα και άποψη, και αν δεν διατάξουμε τις δυνάμεις μας ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά για να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας με αυτό το κομμάτι, θα είναι ακόμα ένα λάθος». Θιασώτης της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. σε κεντρώο κόμμα της μεσαίας τάξης, ο Ν. Παππάς δεν διστάζει να προτείνει εμμέσως, πλην όμως σαφώς και την ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα. (Εφ.Συν., 12/7/2023).
«Δεν υπάρχει δίλημμα προς την Αριστερά ή προς το Κέντρο. Είμαστε με τους πολλούς και με το δίκιο». Στη δήλωση αυτή της υποψήφιας προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Έφης Αχτσιόγλου η δεύτερη πρόταση έρχεται να στηρίξει την πρώτη, ενώ η πρώτη σηματοδοτεί την κατάργηση του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ως κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς ή ακόμη και της Αριστεράς αποκλειστικά. Είναι προφανές πως το ανεπίσημο άνοιγμα του κόμματος προς το Κέντρο (ΠΑΣΟΚ) και τον λεγόμενο προοδευτικό χώρο που επιχείρησε ο Αλέξης Τσίπρας το 2019 -με ομολογουμένως αντικαταστατικό τρόπο σε επίπεδο κομματικών οργάνων- τώρα προτείνεται να θεσμοθετηθεί καθιστώντας και επισήμως τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. κόμμα της Κεντροαριστεράς, δηλαδή της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Εξού και οι προτάσεις της Έφης Αχτσιόγλου για «νέο κόμμα», «νέα ταυτότητα», και «άλλη πολιτική»…
Την πρόταση αυτή δεν αποδέχεται ουσιαστικά ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος τονίζει πως η βάση και η ταυτότητα μας πρέπει να είναι η Αριστερά, και με βάση την Αριστερά επιχειρούμε να προσελκύσουμε δημοκράτες προοδευτικούς πολίτες διαφορετικής προέλευσης. Λέει, δηλαδή, το αυτονόητο, αφού ποτέ η Αριστερά δεν απευθυνόταν μόνο σε αριστερούς πολίτες.
Ομως ποια είναι η θεωρητική βάση της πρότασης Παππά-Αχτσιόγλου για μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. σε κεντροαριστερό κόμμα; Τις ρίζες της πρέπει να αναζητήσουμε στην κυβερνησιμότητα που προσέφερε η πολιτική των λαϊκών μετώπων στον Μεσοπόλεμο και η στρατηγική του ιστορικού συμβιβασμού του ευρωκομμουνισμού μεταπολεμικά. Οι υπερασπιστές της στρατηγικής αυτής ταυτίζουν την πολιτική της συμμαχίας με τις μεσαίες τάξεις (ή στρώματα, μιας και δεν υπάρχει ενιαία μεσαία τάξη) με την πολιτική της συμμαχίας με τα προοδευτικά αστικά κόμματα που όμως ιστορικά στρέφονται κατά των συμφερόντων των εργαζομένων, είτε αυτοί ανήκουν στη μισθωτή εργασία είτε είναι αυτοαπασχολούμενοι. Η περίπτωση του ιταλικού ιστορικού συμβιβασμού και η συνεργασία με τη χριστιανοδημοκρατία με το πρόσχημα της «αντιμονοπωλιακής συμμαχίας» είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση.
Την επιχειρηματολογία για τον αποφασιστικό και ζωτικό ρόλο που διαδραματίζει η συμμαχία των τάξεων, και συγκεκριμένα το μεγάλο ειδικό βάρος της μεσαίας τάξης που δικαιολογεί την κεντροαριστερή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., έχει προβάλλει συστηματικά στις τάξεις του κόμματος ο Δ. Παπανικολόπουλος (βλ. άρθρα στην Εποχή «Περί μεσαίας τάξης», «Σε τι συνίσταται το Κέντρο», «Για τα πρόσωπα και τα ανοίγματα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.» κ.ά.). Συγκεκριμένα θεωρεί ότι:
1. Μεσαία τάξη είναι όσοι/ες μπορούν να κάνουν σχέδια ζωής και να απολαμβάνουν έναν εξατομικευμένο καταναλωτικό ευδαιμονισμό, γιατί διαθέτουν σε οικογενειακό επίπεδο ένα επαρκές μείγμα κεφαλαίων (οικονομικό, ιδεολογικό-γνωσιακό, πολιτικό). Επομένως, η μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας μπορούσε να διεκδικήσει τη συμμετοχή της στη μεσαία τάξη, όπως δείχνει η αύξηση της ιδιοκατοίκησης και η εμπέδωση της μικροϊδιοκτησίας, η γενίκευση της πανεπιστημιακής μόρφωσης κ.λπ. Ενώ ακόμη και μετά την οικονομική κρίση η πλειονότητα θεωρεί πως ανήκει στη μεσαία τάξη.
2. Το «σημαίνων λαός» δεν αποτελεί παρά μία μετωνυμία της μεσαίας τάξης.
3. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάψει να παλινωδεί μεταξύ του λαού και των εργαζομένων, από τη μία, και της «μεσαίας τάξης» και της «μικρομεσαίας επιχείρησης», από την άλλη, διότι μιλάμε για έναν ενιαίο χώρο, που τον ενοποιούν η οικονομική πολυσθένεια ως στρατηγική, η οικογένεια ως τόπος συγκέντρωσης ενός μεικτού κεφαλαίου και οι προσδοκίες για ένα καλύτερο αύριο.
4. Έχουμε μία διευρυμένη και ευμεγέθη μεσαία τάξη. Τα υποκειμενικώς κατανοούμενα συμφέροντα των μεσαίων διαμορφώνουν έναν κεντρώο χώρο μεταξύ δύο κοινωνικών άκρων.
5. Το ποσοστό ευρείας ταύτισης με τις αξίες και τις ιδέες της Αριστεράς δύσκολα ξεπερνά στις σύγχρονες κοινωνίες το 1/4 με 1/5 του εκλογικού σώματος.
6. Το Κέντρο μπορεί να συρρικνώνεται σε περιόδους πόλωσης, εξακολουθεί να αποτελεί έναν πολιτικοκοινωνικό χώρο όπου διατηρείται η επικοινωνία μεταξύ των αντιθέτων. Ο χώρος αυτός μπορεί να συρρικνώνεται πολιτικά, δεν σημαίνει όμως ότι συρρικνώνεται εξίσου και κοινωνικά. Οι ανάγκες που προκύπτουν ευθέως από την ύπαρξη του δημοκρατικού πλαισίου διατηρούν σχέσεις αμοιβαίας ανατροφοδότησης με τον κεντρώο χώρο.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι πως η μεσαία τάξη είναι και παραμένει ογκώδης αποτελώντας την πλειονότητα του λαού επειδή οι περισσότεροι υποκειμενικά θεωρούν πως ανήκουν σε αυτή και εξακολουθούν να απολαμβάνουν ατομικά και ευδαιμονικά μία αξιοσημείωτη κατανάλωση. Και αφού με τους εργαζόμενους συνολικά αποτελεί έναν ενιαίο χώρο, δηλαδή, με μη διακριτά σύνορα μεταξύ μισθωτής εργασίας και μεσοστρωμάτων, λογικό είναι το κόμμα που θέλει να εκπροσωπεί τον χώρο αυτό να μην είναι αριστερό αλλά κεντροαριστερό… Να πώς από τη θεωρία του Δ.Π. φθάνουμε στην πρόταση Παππά-Αχτσιόγλου.
Τι συμβαίνει όμως όταν η θεωρία πάσχει, και μάλιστα σοβαρά;
Πρώτα απ’ όλα, στην αριστερή λογική δεν είναι η ατομική συνείδηση αλλά οι υλικοί όροι διαβίωσης που καθορίζουν μία κοινωνική τάξη και συγκεκριμένα η σχέση του καθενός με τον τρόπο παραγωγής και την ιδιοκτησία ή μη των μέσων παραγωγής. Οι προσπάθειες διόγκωσης των μεσοστρωμάτων σε βάρος των μισθωτών και εν συνεχεία ενιαιοποίησης μισθωτών και μεσαίας τάξης ή, ακόμη χειρότερα, της ταύτισης του λαού με τη μεσαία τάξη αποτελούν μία χονδροειδή αναθεώρηση του ορισμού των τάξεων και ειδικότερα του προλεταριάτου ως τάξης μισθωτής εργασίας όπως την έδωσαν ο ίδιος ο Μαρξ και οι κλασικοί του μαρξισμού, ακόμη και ο Κάουτσκι.
Αν βασιστούμε σε αυτόν τον ορισμό, το προλεταριάτο αποτελείται από όλους εκείνους που αναγκαστικά και συνεχώς πουλάνε την εργατική τους δύναμη γιατί δεν διαθέτουν ούτε μέσα παραγωγής ούτε μέσα συντήρησης, δηλαδή περιουσία από την αξιοποίηση της οποίας να διαβιούν άνετα χωρίς να πουλάνε την εργατική τους δύναμη. Δεν περιορίζεται, λοιπόν, το προλεταριάτο ούτε στους παραγωγικά εργαζόμενους, ούτε στους χειρωνακτικά εργαζόμενους, και ακόμη λιγότερο περιορίζεται στους βιομηχανικούς εργάτες. Αντίθετα, περιλαμβάνει, για παράδειγμα, τους υπαλλήλους των τραπεζών, του εμπορίου και του Δημοσίου, των οποίων ο μισθός δεν επιτρέπει τη δημιουργία κάποιου κεφαλαίου ικανού να τους συντηρήσει, δηλαδή το σύνολο της μισθωτής εργασίας εκτός από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη.
Βεβαίως, η ταξική αναλογία μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων (με ή χωρίς υπαλλήλους στη δούλεψή τους) στην Ελλάδα μαρτυρά το συγκριτικά υψηλότερο ειδικό βάρος των μεσοστρωμάτων έναντι των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2021 στη χώρα μας το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων στο σύνολο των απασχολουμένων ήταν 28,2%, όταν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν ξεπερνούσε το 20% (Ιρλανδία 11,6%, Γαλλία 11,9%, Πορτογαλία 12,8%, Ισπανία 14,2% και Ιταλία 19,8%), ενώ αντίστοιχα το ποσοστό των μισθωτών ήταν το χαμηλότερο (71,8% έναντι 80-93% στη λοιπή Ε.Ε.). Ωστόσο, ακόμη κι αν αφαιρέσουμε από το ποσοστό των μισθωτών ένα 2%-3% ως εργατική αριστοκρατία, γεγονός είναι πως ακόμη και στην Ελλάδα το σύγχρονο προλεταριάτο έχει υπερδιπλάσιο μέγεθος από τα μεσοστρώματα.
Το πιο σημαντικό, δε, είναι πως διαχρονικά το μέγεθος της εργατικής τάξης αυξάνεται στην Ελλάδα και διεθνώς, ενώ αυτό της μεσαίας τάξης μειώνεται. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των μισθωτών στο σύνολο της απασχόλησης στην Ελλάδα ήταν 59,6% το 1995, 65,7% το 2007 και 74,1% το 2022 (ΕΛΣΤΑΤ). Το δε σύνολο των αυτοαπασχολουμένων στην Ελλάδα τα 13 τελευταία χρόνια μειώθηκε κατά 213.000, από 1.341.000 το 2009 σε 1128.000 το 2022 (ΕΛΣΤΑΤ).
Αντίστοιχα, ευρωπαϊκή μελέτη σχετικά με την εξέλιξη της «μεσαίας τάξης» την περίοδο 2004 και 2014 σε 26 ευρωπαϊκές χώρες κατέδειξε πως η μεσαία τάξη μειώθηκε σε δεκαοκτώ από τις είκοσι έξι χώρες (70% του συνόλου), γεγονός που συνοδεύεται από αύξηση της πόλωσης του εισοδήματος (βλ. «The Decline of the Middle Class: New Evidence for Europe», Judith Derndorfer & Stefan Kranzinger, 27 Dec. 2021).
Ακόμη ένας δείκτης της τάσης συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα είναι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης, το οποίο από 77,2% το 2011 υποχώρησε σε 72,8% το 2022, όταν στην Ευρωζώνη μειώθηκε από 72% το 2010 σε 65,8% το 2022 (Eurostat).
Επίσης, το μερίδιο των πολύ μικρών επιχειρήσεων στο σύνολο των επιχειρήσεων μειώθηκε στην Ελλάδα από 96,6% το 2011 σε 94,6% το 2020 (SBA Fact Sheets 2012 και 2021).
Τέλος, δεν μπορούμε να μιλάμε για ατομικό καταναλωτικό ευδαιμονισμό πλέον, όταν πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (9/9/2022) κατέδειξε πως το 71% των εργαζομένων έχει κόψει βασικά αγαθά διατροφής, προκειμένου να πληρώνει τους υπέρογκους λογαριασμούς που λαμβάνει.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως τα στοιχεία διαψεύδουν τις θεωρίες περί ισχυρής μεσαίας τάξης, που αποτελεί μετωνυμία του λαού, συνιστά ενιαίο χώρο με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και θα πρέπει να αποτελεί τον βασικό πολιτικό στόχο ενός κόμματος σαν τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., για την εκπλήρωση του οποίου θα πρέπει αυτός να μεταλλαχθεί σε κεντροαριστερό κόμμα και να συμπήξει πολιτική συμμαχία με το Κέντρο (ΠΑΣΟΚ, καραμανλική Αριστερά).
Την πολιτική στροφή προς τη μεσαία τάξη, την ταξική συνεργασία και τις πολιτικές συμμαχίες με αστικά κόμματα πλήρωσαν ακριβά τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα με τη διάλυσή τους. Την πολιτική αυτή πλήρωσε και ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. με την πρόσφατη διπλή ήττα στις εκλογές, γιατί παραμέλησε την κοιτίδα και βάση του, τη μισθωτή εργασία, η οποία και του γύρισε την πλάτη σε έναν σωρό δήμους και περιφέρειες. Θα ήταν τραγικό σφάλμα να συνεχιστεί η πολιτική στροφή Τσίπρα προς το Κέντρο και τη μεσαία τάξη, τη στιγμή που το πρώτο που χρειάζεται να γίνει είναι η ανασύνταξη των δυνάμεων του κόμματος και η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στον χώρο της μισθωτής εργασίας, που αποτελεί το 70% της κοινωνίας. Πρώτα σταθεροποιείς την κοινωνική σου βάση δίνοντας προτεραιότητα στην ενότητα δράσης των μισθωτών και μετά προωθείς το ζήτημα των συμμαχιών για την προσέλκυση των μεσοστρωμάτων, αλλά διατηρώντας πάντα την αριστερή σου ταυτότητα.
Ευτυχώς, σε τελευταία της συνέντευξη (ενόσω γράφονται αυτές οι γραμμές) η Έφη Αχτσιόγλου δήλωσε πως «Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι πρωταρχικά ένα λαϊκό κόμμα και ένα κόμμα της εργασίας. Η στήριξη και η ενίσχυση του κόσμου της εργασίας είναι το μείζον προγραμματικό στοιχείο που μας διαφοροποιεί από τους κομματικούς μας αντιπάλους». Συμπλήρωσε όμως: «Το κρίσιμο, λοιπόν, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να αποτελεί ουσιαστικό εκφραστή των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων, των ανθρώπων που παράγουν, των ανθρώπων της δημιουργίας». Επαναλαμβάνουμε λοιπόν πως για να προσελκύσει και τα μεσαία στρώματα ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., πρέπει πρώτα να συσπειρώσει και να εκφράσει τους μισθωτούς εργαζόμενους. Κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο, ιδίως αν απεμπολήσει την αριστερή του ταυτότητα.