Του σύντροφου Κωστή Μπέννινγκ, κάτοικου Βερολίνου
Χρονικό της Πτώσης
Οι εκλογές του 2021, που σηματοδότησαν και το τέλος της εποχής Μέρκελ, έφεραν το γερμανικό κοινοβούλιο σε μεγάλη αμηχανία, καθώς για τη δημιουργία μιας κυβέρνησης πλειοψηφίας έπρεπε να συνεργαστούν σε έναν κυβερνητικό σχηματισμό εταίροι με αρκετά διαφορετικές πολιτικές. Μετά από διαβουλεύσεις, το πρώτο κόμμα, οι σοσιαλδημοκράτες του Σόλτς (SPD), μαζί με τους τακτικούς τους συνεργάτες, τους Πράσινους (Die Grünen), κατέληξαν να συνεργαστούν με τους σκληρά νεοφιλελεύθερους του Λίντνερ (FDP), ο οποίος ήταν υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης και τελικά ο καταλυτικός παράγοντας για την ρήξη του σχηματισμού.
Η ανομοιογένεια αυτής της συμμαχίας ήταν εμφανής από την αρχή της και είχε ήδη εκδηλωθεί τα προηγούμενα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η σύγκρουση που οδήγησε στη ρήξη μεταξύ Σόλτς και Λίντνερ ήταν η σύγκρουση μεταξύ δύο μοντέλων εξόδου από την οικονομική κρίση. Η πλευρά των νεοφιλελεύθερων ζητούσε περικοπές στις κοινωνικές παροχές, μείωση της φορολογίας των ελίτ, αλλά και πιο βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ειδικά για την όποια εργατική απεύθυνση των σοσιαλδημοκρατών έχει απομείνει, καθώς και για τη σχέση των Πράσινων με περιβαλλοντικές διεκδικήσεις, ήταν ασύμβατες: κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μείωση του δημοσίου και κρατικού μηχανισμού, αποδέσμευση από περιβαλλοντικές συμφωνίες, κ.ά. Ακόμα και στο ζήτημα του Ουκρανικού, ο Λίντνερ πίεζε για την αποστολή στην Ουκρανία των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς Taurus, ένα μέτρο που ενείχε τον κίνδυνο κλιμάκωσης της σύγκρουσης στην ανατολή. Από την άλλη, ο καγκελάριος Σολτς, τουλάχιστον διακηρυκτικά, προωθούσε μια ατζέντα επενδύσεων και κοινωνικών παροχών, μέτρα που θα σήμαιναν έναν πιο αναπτυξιακό δρόμο για τη Γερμανία, ένα μοντέλο που συμβαδίζει με μια πιο Κευνσιανή προσέγγιση.
Η στιγμή της ρήξης ήρθε όταν ο Υπουργός Οικονομικών Λίντνερ εισηγήθηκε την αποτροπή της άρσης του «φρένου χρέους», το οποίο θα σταματούσε οποιαδήποτε επενδυτική πολιτική του Σόλτς. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα κείμενα του Λίντνερ είχαν διαρρεύσει νωρίτερα στη δημοσιότητα και ενδεχομένως στόχευαν στο τέλος της συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Έτσι, στην προγραμματισμένη συνάντηση του υπουργικού συμβουλίου της 6ης Νοεμβρίου 2024, ο Σολτς ανακοίνωσε την αποπομπή του Λίντνερ από την κυβέρνηση, κάτι που επικυρώθηκε από τον πρόεδρο Στάινμάιερ την επόμενη μέρα. Παρά τη δυναμική μιας τέτοιας κίνησης, η μεγαλύτερη επίπτωση αφορά την ίδια την κυβέρνηση, καθώς οι σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι βρίσκονται σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία θα περάσει από την δοκιμασία της ψήφου εμπιστοσύνης στο γερμανικό κοινοβούλιο, την οποία πιθανότατα θα χάσει, οδηγώντας τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, με επικρατέστερο σενάριο τις εκλογές να γίνουν τον Φεβρουάριο του 2025 (αντί για τον Σεπτέμβριο, όπως θα συνέβαινε αν η κυβέρνηση ολοκλήρωνε την θητεία της).
Η Οικονομική Κρίση στην Καρδιά της Ευρώπης
Με το σοκ από την πανδημία του COVID και την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία να είναι ακόμα νωπό, η Γερμανία βρίσκεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά σε ύφεση. Τομείς όπως η παραγωγή αυτοκινήτων, χημικών και μηχανημάτων, που αποτελούν τον βασικό πυλώνα της γερμανικής οικονομίας, σημειώνουν σημαντικές μειώσεις στην παραγωγή λόγω της αύξησης του ενεργειακού κόστους και άλλων παραγόντων. Το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο εκτιμά ότι απαιτούνται τουλάχιστον 600 δισεκατομμύρια ευρώ για υποδομές και την ενεργειακή μετάβαση τα επόμενα δέκα χρόνια για να παραμείνει η χώρα ανταγωνιστική, χωρίς να υπολογίζονται οι ανάγκες για στρατιωτικές ή υγειονομικές δαπάνες. Ενώ παράλληλα ο προϋπολογισμός του 2024 που οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης, προβλέπει επενδύσεις ύψους 81 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα δεν κατευθύνονται σε τομείς όπως το περιβάλλον ή οι υποδομές, αλλά σε ενίσχυση της Deutsche Bahn και σε επενδύσεις στο χρηματιστήριο προκειμένου να αντισταθμιστεί η αύξηση των εισφορών για τις συντάξεις.
Ο πληθωρισμός έχει εκτοξευθεί από το 2021, με τα βασικά αγαθά να έχουν αυξηθεί σημαντικά σε τιμή. Για παράδειγμα, οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 30-40%, ενώ προϊόντα όπως το ελαιόλαδο και η ζάχαρη έχουν δει αυξήσεις έως και 200%. Παρά την αύξηση των τιμών, οι μισθοί δεν ακολούθησαν την ίδια πορεία. Η πραγματική αξία των μισθών έχει μειωθεί, προκαλώντας μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων.
Ενδεικτικά, η παραγωγή αυτοκινήτων που αποτελεί βασικό πυλώνα της γερμανικής οικονομίας, έχει μειωθεί σχεδόν κατά 50% από το 2016. Αυτό έχει οδηγήσει εταιρείες όπως η Volkswagen να ανακοινώνουν απολύσεις και κλείσιμο εργοστασίων, μια κατεύθυνση που ακολουθούν και άλλες εταιρείες, όπως π.χ. η Bosch.
Οι τομείς όπως η παραγωγή αυτοκινήτων, χημικών και μηχανημάτων, που ήδη αναφέρθηκαν και αποτελούν τον βασικό πυλώνα της γερμανικής οικονομίας, πλήττονται πρώτοι, καθώς είναι οι πιο ενεργοβόρες βιομηχανίες. Η εκτίναξη του κόστους της ενέργειας ως συνέπεια των γεωπολιτικών εντάσεων στην ανατολή της Γερμανίας είναι κομβικής σημασίας για την οικονομική κρίση.
Ουκρανία, Ρωσία, Αμερική και Nord Stream
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας ότι στις γεωπολιτικές αναλύσεις σχετικά με την αυτονομία της Ευρώπης, η επιδίωξη συνεργασίας με δυνάμεις όπως η Ρωσία αποτελεί μονόδρομο. Και αυτό, όχι στη λογική της αντικατάστασης ενός «αφεντικού», των ΗΠΑ, από ένα άλλο, αλλά από τη σκοπιά ότι μια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική μειώνει τα ρίσκα που συνεπάγεται τυχόν μονόπλευρη εξάρτηση.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς αναδρομικά τις σχέσεις που σχηματίζονται στον κόσμο της ενέργειας πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, ειδικά πάνω στην βάση των παραπάνω. Όσο ο αγωγός Nord Stream 2 πλησίαζε στην ολοκλήρωσή του, οι αντιδράσεις των ΗΠΑ γίνονταν πιο επιθετικές απέναντι στην Ευρώπη. Το αποκορύφωμα ήταν όταν η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ επί κυβέρνησης των χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ στη Γερμανία, της οποίας υπουργός Οικονομικών ήταν ο σημερινός καγκελάριος Σόλτς, επέβάλλε ποινές στους συμμετέχοντες στη δημιουργία του αγωγού ο οποίος θα καθιστούσε την Ευρώπη «όμηρο της Ρωσίας». Ο Σόλτς, τότε, για να ισορροπήσει την κατάσταση, προσέφερε στις ΗΠΑ στήριξη ύψους 1 δισ. ευρώ, ώστε να διευκολυνθεί η εισαγωγή αμερικανικού υγροποιημένου αερίου (LNG) μέσω τερματικών σταθμών στη Γερμανία ως αντίβαρο στην αυξημένη επιρροή της Ρωσίας στην Ευρώπη μέσω της ενέργειας. Αξιοσημείωτο είναι πως αυτή η εξέλιξη προκάλεσε μεγάλες τριβές και στο γερμανικό κοινοβούλιο λόγω έλλειψης νομιμοποίησης, με φωνές όπως της Νταγκεντέλεν του Λίνκε να αποκαλούν τη συμφωνία «εγκληματική», αναφέροντας ότι «δεν κάνεις βρόμικες μυστικές συμφωνίες με αδίστακτους εκβιαστές, ακόμη κι αν βρίσκονται στον Λευκό Οίκο ή στη Γερουσία των ΗΠΑ».
Συνεπής στην αντιπολίτευση των ΗΠΑ απέναντι στον Nord Stream 2 εμφανίστηκε και ο επόμενος πρόεδρος, Μπάιντεν. Μεταξύ άλλων, ένας από τους μεγάλους «χαμένους» αυτής της υπόθεσης ήταν η Ουκρανία, καθώς ο αγωγός θα παράκαμπτε τις οδούς που περνούν μέσα από την Ουκρανία, αφήνοντάς την χωρίς τις σημαντικές απολαβές. Ενώ ο αγωγός ολοκληρώθηκε το 2021, το 2022 ο Μπάιντεν, σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον Γερμανό καγκελάριο Σόλτς, ανακοινώνει ότι θα φέρει το τέλος του Nord Stream 2, εάν η Ρωσία επέμβει στην Ουκρανία. Πριν ακόμα την επίσημη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Γερμανία παγώνει την υπόθεση του αγωγού. Δύο μέρες μετά, ο Πούτιν εισέβαλλε στην Ουκρανία, επισημοποιώντας την έναρξη του πολέμου.
Άξια αναφοράς είναι η επίθεση σαμποτέρ με εκρηκτικά στον αγωγό, που εγείρει ερωτηματικά ως προς το ποιοι βρίσκονται πίσω από την ενέργεια αυτή. Μεγάλη μερίδα των αναγνώσεων οδηγούν σε ουκρανικές δυνάμεις, ενώ πολλοί αποδίδουν ευθύνες στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Η υπόθεση παραμένει άλυτη και μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αδυναμία των εθνικών κυβερνήσεων να συνεργαστούν στο θέμα αυτό, με τη Ρωσία να εγκαλεί τις κυβερνήσεις Γερμανίας, Δανίας και Σουηδίας, επειδή δεν την καλούν να συμμετάσχει στην έρευνα, ενώ η σύμπραξη των τριών βόρειοευρωπαϊκών κρατών αποτυγχάνει λίγο μετά.
Οι ρίζες της πτώσης της σοσιαλδημοκρατίας
Το SPD δεν φθείρεται για πρώτη φορά με το τέλος αυτής της συγκυβέρνησης. Μετά την επανένωση της Γερμανίας, έρχεται για πρώτη φορά στην εξουσία το 1998 υπό την Καγκελαρία του Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος λαμβάνει το 40.9% του εκλογικού σώματος και συγκυβερνά με τους Πράσινους, μια κυβέρνηση κομβικής σημασίας για την Ευρωζώνη και το Ευρώ, καθώς και για την πολιτική «Σταθερότητας και Ανάπτυξης» της ΕΕ, δηλαδή για τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες για τα κράτη μέλη. Η κυβέρνηση αυτή φτάνει ως το 2005, όπου, όπως και σήμερα, οδηγείται σε ψήφο εμπιστοσύνης και πρόωρες εκλογές. Μεγάλο μέρος της ευθύνης για την φθορά της κυβέρνησης, έχει η νεοφιλελεύθερη «Ατζέντα 2010» του Σρέντερ, η οποία οριστικοποιεί την νεοφιλελεύθερη στροφή της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. To 2005 φέρνει το SPD στη δεύτερη θέση με 34.2% απέναντι στο 35.2% της πρωτοεμφανιζόμενης υποψήφιας των χριστιανοδημοκρατών για την Καγκελαρία, Μέρκελ. Τα δύο κόμματα οδηγούνται σε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού. Προχωρώντας στο 2009, μια εκλογική μάχη στην αυγή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το SPD επωμίζεται τις συνέπειες όχι μόνο της Ατζέντας 2010, αλλά και μιας θητείας συγκυβέρνησης με το CDU και πιάνει μόλις 23% των ψήφων, το χαμηλότερό του ποσοστό από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πτώση του 2009, στον απόηχο των νέων ευρωπαϊκών αντιπαγκοσμιοποιητικών και αντινεοφιλελεύθερων κινημάτων, απορροφάται σε μεγάλο βαθμό από τις δυνάμεις αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, ανεβάζοντας το Λίνκε στο 11.9% και τους Πράσινους στο 8.9%. Το 2013 βρίσκει το SPD σε παρόμοια ποσοστά και σταθερό κυβερνητικό σύμμαχο της Μέρκελ. Οι συνέπειες της πολιτικής του γιγαντώνονται στις εκλογές του 2017: το κόμμα πετυχαίνει νέο ιστορικό χαμηλό με μόλις 20.5%, ενώ το ακροδεξιό AFD εκφράζει για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα την κοινωνική αγανάκτηση με την κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού, αγγίζοντας το 12.6% σε σχέση με το 4.7% που έλαβε ως πρωτοεμφανιζόμενο κόμμα το 2013. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα παρένθεση είναι πως ενώ το SPD αναζητούσε αντικαταστάτη του, μια διαδικασία που κράτησε αρκετές τετραετίες, ο Σρέντερ μετά την παραίτησή του το 2005 ενεπλάκη με τον τομέα της ενέργειας και ειδικά της ρωσικής, μέσω διάφορων ρόλων σε Gazprom, Nord Stream και Rosneft.
Όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία για να εκτιμήσουμε την αναπάντεχη ανάδειξή του SPD στην πρώτη θέση στις εκλογές του 2021: Ο προεκλογικός αγώνας ξεκινά με τους Πράσινους να φλερτάρουν με το 30% και την πρώτη θέση. Οι προγραμματικές τους αδυναμίες, η ανεπάρκεια του πολιτικού τους προσωπικού και τέλος ένα σκάνδαλο για λογοκλοπή σε γραπτά της επικεφαλής των Πράσινων, Μπέρμποκ, οδηγούν στο να χαθεί η δυναμική των πρασίνων και με τους χριστιανοδημοκράτες, με νέο υποψήφιο τον Λάσετ μετά την απόσυρση της Μέρκελ, να παίρνουν την σκυτάλη. Όμως εσωτερικές τριβές, λάθη στον χειρισμό της πανδημίας, καθώς και οι κακοί χειρισμοί των πλημμυρών του 2021, υπό την ηγεσία ενός αρκετά ανίκανου πολιτικού, αποδυναμώνουν τους χριστιανοδημοκράτες και οδηγούν σε μια (οριακή) νίκη των σοσιαλδημοκρατών τις τελευταίες μόλις εβδομάδες του προεκλογικού αγώνα, με μόλις 25.7% απέναντι στο 24.1% της δεξιάς. Μπορεί κανείς να πει, πως η κυβερνητική παρένθεση του SPD έλαβε χώρα σε «δανεικό χρόνο», καθώς ήδη στις τελευταίες ευρωεκλογές οι κυβερνητικοί σύμμαχοι εμφανίζουν ακραία φθορά, με το SPD να λαμβάνει 13.9% (από 25.7%), οι Πράσινοι 11.9% (από 14.9%) και το νεοφιλελεύθερο FDP μόλις 5.2% (από 11.5%), ενώ οι χριστιανοδημοκράτες υπερισχύουν με 30.2%.
Το τέλος του Μεσαίου Δρόμου
Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες φαίνεται να προσπαθούν να κρατήσουν μια γραμμή «μεσαίου δρόμου», η οποία επιδιώκει να συμβιβάσει, από τη μία, την αναπτυξιακή πολιτική και τις κοινωνικές παροχές, και από την άλλη την ικανοποίηση του μεγάλου κεφαλαίου. Τελικά όμως, αδυνατούν να ικανοποιήσουν και τις δύο πλευρές. Το μεγάλο κεφάλαιο στη Γερμανία έβλεπε πιο θετικά τις προτάσεις του πρώην υπουργού Οικονομικών, παρά εκείνες του καγκελάριου Σόλτς. Παράλληλα, η λαϊκή βάση εγκαταλείπει τους σοσιαλδημοκράτες, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν το κόμμα του Σόλτς να πέφτει ξανά από την πρώτη στη τρίτη θέση, μετά τη δεξιά των χριστιανοδημοκρατών και την ακροδεξιά του AFD. Η γενική εικόνα της κυβέρνησης Σόλτς είναι μία εικόνα αδράνειας και έλλειψης βούλησης.
Κομβικό είναι το γεγονός πως η σοσιαλδημοκρατία αδυνατεί να εφαρμόσει τις πιο επιθετικές πολιτικές λιτότητας που ζητά τουλάχιστον μεγάλο μέρος της αστικής τάξης. Παράλληλα, αδυνατεί να υλοποιήσει μια πολιτική υπέρ των κοινωνικά πιο αδυνάμων απέναντι στην οικονομική κρίση. Ενώ φαίνεται να υποστηρίζει σε μεγαλύτερο βαθμό τις κοινωνικές ελευθερίες από τις δυνάμεις της δεξιάς, είναι η κυβέρνηση που νομοθετεί, μεταξύ άλλων, την εργαλειοποίηση του αντισημιτισμού στη Γερμανία ως εργαλείο καταστολής. Τέλος, φαίνεται σε δημοσκοπήσεις πως ο κόσμος που την ψήφισε έχει μετατοπιστεί στο θέμα της γενοκτονικής επεκτατικής πολιτικής του Ισραήλ, με ποσοστό άνω του 60% να διαφωνεί, ενώ η κυβέρνηση παραμένει πιστή στις συμμαχίες της με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Ενώ ο Σόλτς φαίνεται να παραμένει ο επικρατέστερος υποψήφιος για την Καγκελαρία εκ μέρους του SPD για τις επερχόμενες εκλογές, οι δημοσκοπήσεις τον δείχνουν να επισκιάζεται στην κοινή γνώμη από τον πιο τεχνοκράτη Πιστόριους, ο οποίος διατελεί ως Υπουργός Άμυνας υπό τον Σόλτς. Παράλληλα όμως, μια πιθανή υποψηφιότητα Πιστόριους να οδηγούσε σε μεγαλύτερη ρήξη με την αριστερή και την εργατική πτέρυγα του κόμματος: ενώ ο Υπουργός Άμυνας ζητά αύξηση του προϋπολογισμού για στρατιωτικές δαπάνες, στελέχη από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, όπως η Σάσκια Έσκεν, ζητάνε να αξιοποιηθεί πρώτα το κονδύλι των 100 δις για στρατιωτικές δαπάνες πριν γίνουν αλλαγές στον προϋπολογισμό, ενώ παράλληλα διεκδικούν να δοθεί προτεραιότητα στις κοινωνικές δαπάνες, έναντι των στρατιωτικών δαπανών. Το τελευταίο χαρτί του Σόλτς είναι η συναινετική του πολιτική, η οποία μπόρεσε να κρατήσει το κόμμα του όσο και την κυβέρνηση του ενωμένους ως τώρα. Όσο όμως βαθαίνει η οικονομική κρίση, βαθαίνει και το χάσμα ανάμεσα στην αναπτυξιακή γραμμή και την γραμμή λιτότητας για την διαχείριση της κρίσης σήμερα και τόσο πιο δύσκολο φαίνεται να είναι να μπορέσει να συνεχίσει να κρατά αυτήν την ισορροπιστική θέση.
Η επόμενη μέρα
Δυστυχώς, η επόμενη μέρα ξημερώνει λιγότερο αισιόδοξη.
Το CDU, το οποίο δημοσκοπικά φαίνεται να βρίσκεται στην πρώτη θέση με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο, έχει απομακρυνθεί από τις εποχές της επίσης συμβιβαστικής ηγέτιδάς του και πρώην κυβερνητικού εταίρου του Σόλτς, Άνγκελα Μέρκελ. Ο τωρινός επικεφαλής των χριστιανοδημοκρατών, Μέρτς, τοποθετείται δυναμικά υπέρ μιας πολιτικής δημοσιονομικής λιτότητας, σε συνδυασμό με σκληρά συντηρητικές απόψεις για την κοινωνία. Παράλληλα, μιλάει για μεγαλύτερη αυτονομία της Γερμανίας από τις ΗΠΑ, τόσο στα ζητήματα του ΝΑΤΟ όσο και στην ενέργεια, ενώ ταυτίζεται με τον Σολτς στην υποστήριξη της Ουκρανίας και στην αύξηση της καταστολής στο εσωτερικό της χώρας.
Παράλληλα, το ακροδεξιό AFD, το οποίο κερδίζει ήδη πρώτες νίκες σε τοπικές εκλογές σε φτωχότερα κρατίδια της πρώην ανατολικής Γερμανίας και με δημοσκοπήσεις να το δείχνουν στη δεύτερη θέση, αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Έχει, μέσω λαικιστικών ακροδεξιών συνθημάτων και μιας γενικής alt-right «αντισυστημικής» αφηγήσης, καταφέρει να κερδίσει την υποστήριξη λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας. Μέσα στην αλαζονεία του, χρησιμοποιεί ανοιχτά ναζιστικά τσιτάτα και συμβολισμούς προκαλώντας την αστική νομιμότητα, καθώς τέτοιες πράξεις είναι στη Γερμανία παράνομες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα, σε συγκεκριμένα κρατίδια, και ειδικά λόγω των ακραίων τάσεων του κόμματος, το κόμμα βρίσκεται υπό επιτήρηση από το Ομοσπονδιακό Γραφείο για την Προστασία του Συντάγματος, το οποίο το περιγράφει ως κίνδυνο για τη δημοκρατία. Σε εθνικό επίπεδο, κατατέθηκε κοινή πρόταση τον Νοέμβριο του 2024 από βουλευτές του «δημοκρατικού τόξου», δηλαδή των CDU, SPD, Πρασίνων και Αριστερών (Die Linke), με στόχο την παραπομπή του AFD στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ώστε να κηρυχθεί αντισυνταγματικό. Εάν αυτό φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα ή θα ενισχύσει το αντισυμβατικό προφίλ των ακροδεξιών είναι ανοιχτό και συζητείται τόσο στους πολιτικούς κύκλους όσο και στην γερμανική κοινωνία.
Στα αριστερά του κατεστημένου, αξίζει να σημειωθεί ότι οι κυβερνητικοί εταίροι, οι Πράσινοι, με την απελευθέρωσή τους από τη συνεργασία με τους νεοφιλελεύθερους, βλέπουν τις τάξεις τους να δυναμώνουν, με δημοσιεύματα να μιλούν για έκρηξη εγγραφών νέων μελών στο κόμμα και ένα ευρύτερο αίσθημα ανακούφισης.
Από την άλλη, η Γερμανική Αριστερά του Die Linke φαίνεται σε τροχιά αποσύνθεσης. Μεγάλο κομμάτι του κόμματος αποχώρησε με την Σάρα Βάγκεκνεχτ, δημιουργώντας το BSW (Σύνδεσμος Σάρα Βάγκεκνεχτ). Παράλληλα, το κόμμα αδυνατεί να διαφοροποιηθεί γεωπολιτικά από τους Σοσιαλδημοκράτες. Αδυνατεί επίσης να αρθρώσει λόγο για τη γενοκτονία στο Ισραήλ, φοβούμενο την κριτική που μπορεί να δεχτεί. Η βάση του έχει μετατοπιστεί σε μεγάλο βαθμό προς τη μορφωμένη μεσαία τάξη, ενώ τα λαϊκότερα στρώματα του έχουν γυρίσει σε μεγάλο βαθμό την πλάτη. Τέλος, η αδυναμία του κόμματος να επικεντρωθεί σε καθαρές και ενιαίες θέσεις για την οικονομία και τις κοινωνικές ανάγκες συνεισφέρει στην πτώση του, καθώς οι στρατηγικές του φαίνεται να αποτυγχάνουν να προσεγγίσουν αποτελεσματικά τον κόσμο που θέλει να εκπροσωπήσει.
Σε αυτό το πλαίσιο γεννιέται ένα νέο μόρφωμα, το BSW της Σάρα Βάγκεκνεχτ, το οποίο προσπαθεί να συνδυάσει αριστερό και δεξιό λαϊκισμό, σε ένα πλαίσιο που από τη μία ενσωματώνει την δεξιά ρητορική ενάντια στην «υπερβολική» μετανάστευση, ενώ από την άλλη συνεχίζει να υποστηρίζει την κοινωνική δικαιοσύνη, την κατάργηση της λιτότητας και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Ζητά επίσης την αυστηρότερη φορολόγηση των πλουσίων και των μεγάλων εταιρειών. Σημαντική διαφοροποίηση από την «επίσημη» αριστερά είναι ότι εμφανίζονται στην ατζέντα της θέματα όπως η κριτική στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τα οποία η ευρωπαϊκή αριστερά δείχνει σε μεγάλο βαθμό να έχει απεμπολήσει. Παράλληλα, μιλά για μια ανεξάρτητη πορεία της Γερμανίας και ουδετερότητα της στην εξωτερική πολιτική, καθώς και απεμπλοκή από τους πολέμους στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη. Η θολή ταυτότητα του κόμματος ενισχύεται από το γεγονός ότι οι θέσεις του Συνδέσμου είναι διακηρυκτικές, καθώς είναι ένας νέος σχηματισμός που δεν έχει προλάβει να παράξει επαρκή πολιτικό λόγο. Παρ’ όλα αυτά, με ενδεικτικό παράδειγμα τις Ευρωεκλογές, πετυχαίνει υπερδιπλάσια ποσοστά από το Die Linke, ενώ σε κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας φτάνει μέχρι διψήφια ποσοστά (13,4% και 15,8% αντίστοιχα) και την τρίτη θέση, μετά από ακροδεξιά και σοσιαλδημοκράτες στο Βρανδεμβούργο και ακροδεξιά και χριστιανοδημοκράτες στη Θουριγγία.
Παρότι το επόμενο διάστημα φαίνεται ρευστό και δυναμικό για τις εξελίξεις στην γερμανική πολιτική σκηνή, η επικρατέστερη κυβέρνηση αυτή τη στιγμή είναι ο μεγάλος συνασπισμός SPD και CDU υπό την καγκελαρία του προέδρου των χριστιανοδημοκρατών, Μέρτς, καθώς φαίνεται να είναι το μόνο σενάριο για τη δημιουργία κυβέρνησης πλειοψηφίας χωρίς τη συμμετοχή της ακροδεξιάς, την οποία αρνούνται τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα κόμματα. Ήδη προσπαθεί ο Σόλτς να διαπραγματευτεί με τον Μερτς το ζήτημα της προσωρινής άρσης του φρένου χρέους, με στόχο να μπορέσει η κυβέρνηση μειοψηφίας σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων να περάσουν σχετική νομοθεσία, πριν το τέλος της θητείας τους. Οι διαπραγματεύσεις για το ζήτημα αυτό εκτιμώνται να είναι κομβικές για την επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας, καθώς το χρέος θα αποτελέσει την κεντρική συζήτηση της προεκλογικής περιόδου για την γερμανική κοινωνία, αλλά αφορά παράλληλα και την γραμμή που θα ακολουθήσει στο μέλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς το ζήτημα του χρέους έχει επικρατήσει τα προηγούμενα χρόνια, ενώ το επίδικο των δαπανών που εισηγείται π.χ. και η έκθεση Ντράγκι προϋποθέτει πιθανά την αναπροσαρμογή της δυνατότητας υπερδανεισμού των κρατών μελών.
Ο παράγοντας Τραμπ
Ήδη από την ανακοίνωση του «διαζυγίου» φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών, το όνομα του Τραμπ αναφέρθηκε πολλές φορές, τόσο από τον Σόλτς, όσο και από τον Λίντνερ. Η ατζέντα των Ρεπουμπλικάνων έχει αρκετά κρίσιμα ζητήματα για την γερμανική πολιτική:
Αφενός, η στάση του Τραμπ ως προς το ΝΑΤΟ, την Ευρώπη και τις αμυντικές δαπάνες είναι αρκετά πιο επιθετική. Μιλά για μεγαλύτερη συμμετοχή των Ευρωπαίων στις στρατιωτικές δαπάνες του ΝΑΤΟ και την αναγκαιότητα των κρατών να έχουν τους δικούς τους στρατούς και να μην εξαρτώνται αποκλειστικά από τη συμμαχία, γεγονός που για τη Γερμανία έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η χώρα δεν είχε πλήρη στρατό μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις ΝΑΤΟικές δυνάμεις.
Παράλληλα, μια από τις μεγαλόστομες δηλώσεις του αφορά τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία σε λίγα 24ωρα. Όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, ο πόλεμος αυτός λειτούργησε «βολικά» για τις ΗΠΑ, καθώς πάγωσε τον αγωγό, άρα και βάθυνε την ενεργειακή κρίση στη Γερμανία. Ο τερματισμός του πολέμου ανοίγει πάλι τον διάλογο σχετικά με τη ρωσική ενέργεια.
Η νίκη του alt-right ακροδεξιού λαϊκισμούανοίγει τον δρόμο στους επίδοξους Τραμπ της Ευρώπης να διεκδικήσουν μερίδιο του δημόσιου λόγου, αλλά και να κερδίσουν λαϊκές μάζες με ένα ψευδές αντισυστημικό λόγο, όταν τα παλαιότερα εργατικά κόμματα συνεχίζουν με έναν «business as usual» λόγο, χρωματισμένο με αόριστες επικλήσεις στην δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα.
Τέλος, η τοποθέτηση Τράμπ σχετικά με δασμούς σε ανταγωνιστικές δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία, εκφράζει ένα πολιτικό σχέδιο «εξαγωγής» της κρίσης προς τα έξω, αφετέρου φαίνεται να εμπνέει αντιδραστικές δυνάμεις στην Ευρώπη. Το που θα βρεθούν όμως κονδύλια για τις επενδύσεις τόσο σε στρατιωτικές δαπάνες, όσο και σε άλλες παροχές και επενδύσεις είναι ακόμα ανοιχτό και διχάζει τα κόμματα του γερμανικού κοινοβουλίου.
Η Γερμανική Αριστερά
Το έως πρόσφατα ενιαίο Λινκε χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα, τα οποία έχουν παραλληλισμούς με συνθήκες γνωστές στην Ευρωπαϊκή Αριστερά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Από τη μια, το επίσημο Λινκε φαντάζει σαν μια σκιά των σοσιαλδημοκρατών: ένα γηρασμένο αριστερό κόμμα, το οποίο φοβάται να αντιμιλήσει, γιατί προτίστως επικρατεί στους κόλπους του ο κυβερνητισμός. Παράλληλα, αδρανεί απέναντι στην ιμπεριαλιστική αφήγηση, είτε μέσω της στήριξης είτε μέσω της αδυναμίας του να εκφέρει εναλλακτικό λόγο για τους πολέμους σε Ουκρανία και Παλαιστίνη. Αποτελεί ένα κόμμα το οποίο έχει χάσει τη λαϊκή και κοινωνική του βάση, με μεγάλη πιθανότητα να βρεθεί εκτός επόμενης Βουλής με το πλαφόν του 5% που ισχύει στις εθνικές εκλογές.
Από την άλλη, το BSW της Βάγκεκνεχτ ενσωματώνει μεν μέρος ακροδεξιών επιχειρημάτων, ώστε να μην δυσαρεστήσει τα συντηρητικοποιημένα λαϊκά ακροατήρια. Παρ’ όλα αυτά, η συνεπής του στάση σε ζητήματα όπως ο ιμπεριαλισμός και το κοινωνικό κράτος, παράλληλα με έναν πιο μαχητικό λόγο, του δίνουν μεγαλύτερη δυναμική και πιο αντισυστημικό προφίλ από το Λίνκε.
Συμπεράσματα
Η Γερμανία κατάφερε επί δεκαετίες να συντηρεί την οικονομία της πάνω στο ομοσπονδιακό μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρώ. Τα βιώματά μας στην Ελλάδα είναι από τις πιο τρανές αποδείξεις του πώς λειτούργησε το μοντέλο αυτό. Η σημερινή κρίση της γερμανικής οικονομίας εισηγείται την αρχή μιας επόμενης περιόδου, με μια Ευρώπη σε γενικευμένη οικονομική και πολιτική κρίση, η οποία δεν είναι επαρκής μηχανισμός εξαγωγής χρέους για τις γερμανικές ελίτ και μια Γερμανία, η οποία βιώνει την κρίση για πρώτη φορά τόσο έντονα στο εσωτερικό της.
Η κυβέρνηση Σόλτς προσπάθησε, και απ’ ότι φαίνεται, προσπαθεί ακόμα στο κύκνειο άσμα της να ισορροπήσει μια γραμμή αναπτυξιακής πολιτικής και κοινωνικών παροχών με μια γραμμή ελεγχόμενης λιτότητας. Για την γερμανική αστική τάξη φαίνεται πια σαφές πως ο δρόμος των περικοπών είναι μονόδρομος. Εφόσον η κρίση έφτασε στην αυλή τους, κάποιος πρέπει να πληρώσει, και αυτός δεν θα είναι αυτοί, αλλά η εργατική τάξη.
Το τέλος λοιπόν μιας τέτοιας κυβέρνησης αποτελεί παράλληλα το τέλος του μεγάλου συμβιβασμού στην Γερμανία, καθώς η απάντηση για το ποιος θα πληρώσει την κρίση θα είναι ξεκάθαρη και ταξική.
Ο ρόλος της Αριστεράς
Από την άλλη, η αναζήτηση για εύκολες, λαϊκίστικές, λύσεις και η ενσωμάτωση θέσεων που αποτελούν ξένα σώματα ως προς τις αρχές της αριστεράς στο όνομα μιας ευρύτερης απεύθυνσης, είτε αυτές παίρνουν τη μορφή της ξενοφοβίας του BSW είτε της business friendly αριστεράς, είναι απόπειρες τμημάτων της να απευθυνθούν στα στρώματα, των οποίων την υποστήριξη έχασαν ή δεν είχαν ποτέ με έναν πολύ λανθασμένο τρόπο, καθώς οι αυθεντικοί εκπρόσωποι αυτών των απόψεων τις εκφράζουν βαθύτερα και ειλικρινέστερα.
Σε μια τόσο βαθειά περιβαλλοντική καταστροφή και με μια alt right και ακροδεξιά αμφισβήτηση της κλιματικής κρίσης, οφείλει να σηκώσει το ζήτημα του περιβάλλοντος, να εμβαθύνει τις αναλύσεις της και να προσφέρει ταξικές απαντήσεις και όχι γενικά συνθήματα που ταυτίζονται με τις πιο πράσινες εκφάνσεις του καπιταλισμού.
Παράλληλα, οφείλει να μπορέσει να έχει ξεκάθαρη θέση ενάντια του ιμπεριαλισμού: Οι Σπαρτακιστές των Λούξεμπουρκ και Λίμπκνεχτ απευθύνονταν τους φαντάρους μετά την λήξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου με το σύνθημα «Πεινάμε, ενώ αυτοί ξόδευαν δισεκατομμύρια για τον πόλεμο.» Σήμερα, με εξαίρεση ίσως το κόμμα της Βάγκεκνεχτ, η γραμμή αυτή φαίνεται να έχει ξεχαστεί από την αριστερά σε σημείο που η alt right να φαίνεται σε κάποιες περιπτώσεις πιο αντιπολεμική στα μάτια του κόσμου.
Τέλος, για να μπορέσει μια αριστερά να εκφράσει τους αδύναμους και καταπιεσμένους, δεν αρκεί να αναπαράξει απλά τις επιθυμίες τους. Οφείλει να μπει σε βάθος και να καταλάβει τις ανάγκες τους, να συμμετάσχει στους αγώνες τους, να συμβάλλει στην παραγωγή ταξικών συνειδήσεων. Όσο αποφεύγει τη σύνδεση με τις μάζες, θα παραμένει να αναπαράγει αόριστες εγκλήσεις σε ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και να ανταγωνίζεται με την κεντροαριστερά για τα μορφωμένα μεσοστρώματα, ενώ η εργατική τάξη στρέφεται στην ακροδεξιά. Οφείλει να συμβάλλει στο να οδηγήσουν οι επιμέρους αντιφάσεις στη συγκρότηση μιας ενιαίας και αδιαίρετης ταξικής συνείδησης και όχι, κατά μια εμφανώς νεοφιλελεύθερη οπτική, στον περαιτέρω κατακερματισμό της.
Γιατί όταν το επίδικο είναι το ποιος θα πληρώσει την κρίση, δεν μπορεί η Αριστερά παρά να έχει μια ξεκάθαρη τοποθέτηση, πως την κρίση πρέπει να πληρώσουν εκείνοι που την δημιούργησαν, δηλαδή οι καπιταλιστές.