Αναδημοσίευση από kamini.gr
Αγγέλικα Σαπουνά Ημερομηνία: 22/08/2024
Λεπτομέρειες που αλλοιώνουν την ιστορία. Το «γελαστό παιδί» σε μια τραυματική ελληνική παραλλαγή.
Είναι γνωστό ότι την ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Γράφουν και οι ηττημένοι κομμάτια της ιστορίας, συνήθως για να εξωραΐσουν τα λάθη τους και τα αίτια της ήττας, για να δώσουν ύφος ηρωικό σε κάτι που μπορεί και να μην είναι τόσο ηρωικό.
Απτό παράδειγμα μιας τέτοιας τραγικής συγκυρίας, την οποία στην Ελλάδα έχουμε εισπράξει ως ηρωική, είναι το υπέροχο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, «Το γελαστό παιδί», σήμα κατατεθέν της μουσικής παιδείας της προοδευτικής νεολαίας από τη δεκαετία του ’70 ως τις μέρες μας. Το τραγούδι έχει τη δική του ιδιαίτερη ιστορία, άρρηκτα συνδεδεμένη με τις περιπέτειες αλλά και τις παθογένειες της αριστεράς, στον τόπο μας και διεθνώς.
Το ποίημα «the laughing boy», τμήμα του θεατρικού έργου «Ένας όμηρος», του Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπήαν, που πρωτοπαίχτηκε στο Δουβλίνο το 1957, αναφέρεται στο θάνατο του ηγέτη του ιρλανδικού αγώνα για την ανεξαρτησία, Μάικλ Κόλλινς, που σκοτώθηκε σε ενέδρα από πρώην συντρόφους του, στις 22 Αυγούστου 1922, στη διάρκεια του ιρλανδικού εμφυλίου πολέμου.
Ο Μάικλ Κόλλινς, στον οποίο η μητέρα του συγγραφέα και προσωπική φίλη του δολοφονηθέντος απέδωσε το προσωνύμιο «the laughing boy», (το γελαστό παιδί), κατηγορήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους για προδοσία, όταν ως ηγέτης του Sinn Fein υπέγραψε συνθήκη κατάπαυσης του πυρός με τη Μ. Βρεταννία, η οποία αναγνώριζε ανεξαρτησία στο μεγαλύτερο μέρος της Ιρλανδίας με πρωτεύουσα το Δουβλίνο, άφηνε όμως εκτός τη Βόρεια Ιρλανδία που παρέμεινε στη βρετανική επικράτεια.
Στο ποίημα, που ο Μπήαν έγραψε σε πρώτη μορφή σε ηλικία 13 ετών, μια κόρη (maiden, καταφανώς ενσάρκωση της μητέρας – πατρίδας Ιρλανδίας) θρηνεί την απώλεια του γελαστού παιδιού της, που “… γιος της Ιρλανδίας με αντάρτικο όπλο πυροβόλησε και σκότωσε…”. (… than an Irish son with a rebel gun shot down my Laughing Boy…) Άλλωστε με αυτή την ερμηνεία του πρωτότυπου έχουν νόημα και οι στίχοι:
«… ω να ‘ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνο από βόλι Εγγλέζου να είχε πάει
και από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα ‘ταν τιμή μου που ‘χασα, το γελαστό παιδί…».
Είναι τιμή για τους Ιρλανδούς αγωνιστές να πεθαίνουν από βόλι Εγγλέζου πολύ δε περισσότερο δίπλα στον αρχηγό ή από απεργία πείνας, θυσιάζοντας τη ζωή για τις ιδέες τους. Και είναι ντροπή να σκοτώνεται ο αγωνιστής «… από όπλο αντάρτη που κρατάει ένας γιος της Ιρλανδίας». Ο Κόλινς είχε αναδειχθεί σε ηγετική μορφή του απελευθερωτικού αγώνα των Ιρλανδών, και πίστεψε, από ένα σημείο και μετά, ότι ο αγώνας αυτός έπρεπε να συνεχιστεί με πολιτικά μέσα και σταδιακά βήματα. Η σφαίρα του συντρόφου του τον βρήκε ακριβώς γι’ αυτό που πίστευε.
Το έργο του Μπήαν μετέφρασε ο Βασίλης Ρώτας και ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τα 15 τραγούδια του έργου, για τις ανάγκες της θεατρικής παράστασης του 1962, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά.
Ωστόσο, από την πρώτη ηχογράφηση του Μίκη Θεοδωράκη και σε όλη την πορεία του τραγουδιού εφεξής, ο φόνος του Ιρλανδού μαχητή έχει αποδοθεί με το στίχο, “σκοτώσαν οι εχθροί μας” – και από το 1974 σε ορισμένες ερμηνείες “σκοτώσαν οι φασίστες” – “το γελαστό παιδί”, και όχι “οι δικοί μας” κάτι που καταφανώς δεν αποδίδει τον πρωτογενή αγγλικό στίχο, όχι μόνον λεξιλογικά αλλά και ως προς το ουσιώδες νόημα. Στην πιο πρόσφατη έκδοση του θεατρικού έργου σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου (1996, εκδ. Επικαιρότητα) η απόδοση του επίμαχου στίχου παραμένει “σκοτώσαν οι εχθροί μας”, ενώ η Δαμιανάκου, σύντροφος του Βασίλη Ρώτα και συνυπογράφουσα μεταφραστικά τα πεζά μέρη του έργου, ενώ στον πρόλογό της αναφέρεται σε διαστρεβλώσεις της αρχικής μετάφρασης, δεν κάνει λόγο για το σημείο αυτό.
Ένα πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι εάν ο Βασίλης Ρώτας, η ερμηνευτική δεινότητα και η βαθιά λογοτεχνική γνώση του οποίου είναι πέραν πάσης αμφιβολίας, παραποίησε ενσυνειδήτως το στίχο, παραλλάσσοντας και το νόημά του. Υπάρχουν πολύ σοβαροί λόγοι να μη το δεχτούμε.
Καταρχάς, στο φιλολογικό επίπεδο, είναι απολύτως σαφές τόσο από το πρωτότυπο περιεχόμενο του θεατρικού έργου στα αγγλικά όσο και από το συνολικό έργο του Ιρλανδού συγγραφέα, ότι η έμφαση στην τραγωδία της εμφύλιας σύγκρουσης και των συνεπειών της είναι στοχευμένη και αποδίδει τις πολιτικές και ευρύτερα ιδεολογικές αλλά και υπαρξιακές αναζητήσεις του Μπρένταν Μπήαν, ο οποίος πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στη φυλακή ως μαχητής του IRA για να αποχωρήσει εντέλει από τη στράτευση αυτή. Άρα, η παραποίηση του στίχου θα σήμαινε εκ μέρους του μεταφραστή πολύ ουσιώδη παραποίηση του περιεχομένου του, κάτι εντελώς αθέμιτο για ένα μέγεθος των γραμμάτων όπως ο Βασίλης Ρώτας. Έχει άλλωστε σχολιαστεί ιδιαιτέρως το σημείο αυτό και από μεταγενέστερους μελετητές, όπως ο Σπύρος Κουζηνόπουλος, που προχωρεί σε εκτεταμένη ανάλυση των ιστορικών γεγονότων και των προσώπων που αναφέρονται στο ποίημα, όπως και στο θεατρικό έργο.
Διατηρώντας κάθε επιφύλαξη για το τι πραγματικά συνέβη, γεγονός είναι ότι ο στίχος αλλοιώθηκε. Καταφανώς για ιδεολογικούς λόγους, που σχετίζονται με τα ελληνικά δρώμενα της περιόδου. Έτσι, έχει επανειλημμένα επισημανθεί ο ιδιαίτερος συμβολισμός που απέκτησε το τραγούδι, ιδιαίτερα μετά το “Ζ” που πραγματεύεται τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Το “γελαστό παιδί” έχει, επίσης, συσχετιστεί και με τον Νίκο Μπελογιάννη, αλλά και με θύματα άλλων δολοφονιών εκ μέρους των παρακρατικών.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Κι αυτό είναι η αποσιώπηση της τραγικότητας που εμπεριέχει η εμφύλια σύρραξη, όχι τόσο αναφορικά με την Ιρλανδία, για την οποία είναι άγνωστο τι όντως γνώριζε την εποχή εκείνη το ελληνικό κοινό, αλλά για την καθ’ εαυτή ελληνική ιστορία, τα τραύματα της οποίας από τον Εμφύλιο, ήταν την εποχή εκείνη ακόμη ανοιχτά.
Πολύ δε περισσότερο που η αποσιώπηση αφορά, σ’ ένα επίπεδο λιγότερο προφανές για το ευρύ κοινό, αλλά ιδιαίτερα οικείο και τραυματικό για τους βασικούς πρωταγωνιστές της ελληνικής ιστορίας του “γελαστού παιδιού”, τις “εμφύλιες συγκρούσεις” της ίδιας της ελληνικής αριστεράς: Συγκρούσεις που είχαν ήδη προηγηθεί κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, της κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα, του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου, στους χώρους του μαρτυρίου αλλά και στους τόπους καταφυγής των πολιτικών εξόριστων, στη Γιουγκοσλαβία, στην Τασκένδη και αλλού, στις “σοσιαλιστικές πατρίδες”.
Συγκρούσεις που αποκαλύφθηκαν όχι πολύ αργότερα από την πρώτη ηχογράφηση του “γελαστού παιδιού” το 1963, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, όσα στη συνέχεια δημοσιοποιήθηκαν και όσα είναι γνωστά σε κάποιους αλλά δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ. Συγκρούσεις που σήμερα αποδίδονται συλλήβδην στον επάρατο και κάπως μυθοποιημένο σταλινισμό, αλλά οι αριστεροί και οι αριστερές γνωρίζουν ότι τα πράγματα παραμένουν πιο περίπλοκα από τόσο.
Σήμερα που έχει περίτρανα – και εξίσου επώδυνα και τρομακτικά – αποδειχθεί ότι καμία παραχάραξη της ιστορίας, με όσους ηρωικούς μύθους και αν επενδυθεί, δεν διαρκεί πολύ, είναι ανάγκη η ελληνική αριστερά να αντιμετωπίσει με γενναιότητα και εντιμότητα τα τραύματά της, και γιατί όχι τις αστοχίες της, προκειμένου να δει πιο φωτεινές μέρες ν’ ανατέλλουν, ριζωμένες στην αλήθεια που θεραπεύει και ανοίγει δρόμους και όχι σε ανομολόγητα πένθη που σαπίζουν. Τα γελαστά παιδιά του μέλλοντός μας το απαιτούν.
Μπρένταν Μπήαν
Ο Μπρένταν Μπήαν (1923 – 1964) θεωρείται σήμερα ως ένας από τους σημαντικότερους Ιρλανδούς λογοτέχνες. Το έργο του αγγίζει με συγκλονιστικό, σχεδόν σοκαριστικό τρόπο, τις πληγές της ιρλανδικής κοινωνίας του 20ου αιώνα. Πηγή της έμπνευσής του αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα η νεανική του στράτευση στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA). Εξαιτίας της πέρασε όλη σχεδόν τη νεότητά του σε φυλακές, όπου μεταξύ άλλων απέκτησε και το διαβήτη από τον οποίο, σε συνδυασμό με τον αλκοολισμό στον οποίο, επίσης, είχε «μυηθεί» από την πρώιμη εφηβεία του, έφυγε τελικά από τη ζωή σε ηλικία μόλις 41 ετών.
Γόνος εργατικής αλλά ιδιαίτερα μορφωμένης οικογένειας από το Δουβλίνο, μυήθηκε τόσο στην αγάπη της λογοτεχνίας όσο και στον αγώνα της ιρλανδέζικης ανεξαρτησίας από την παιδική του ηλικία.
Στη διάρκεια των εγκλεισμών του, ο Μπήαν συνεχίζει να γράφει, ενώ παράλληλα διαβάζει λογοτεχνία και τελειοποιεί τις γνώσεις του στην ιρλανδική (γαελική-κελτική) γλώσσα. Η επιτυχία έρχεται το 1954 με το ανέβασμα του θεατρικού έργου “Τhe quare fellow ». Το έργο που εκτυλίσσεται στη φυλακή, ενώ ένας καταδικασμένος σε θάνατο περιμένει τον απαγχονισμό του, θεωρήθηκε ως μια συγκλονιστική καταγγελία εναντίον της θανατικής ποινής και καθιερώνει τον Μπρένταν Μπήαν ως θεατρικό συγγραφέα αλλά και ως δυνατό … πότη, στοιχείο που ο ίδιος ουδέποτε απαρνήθηκε, παρά τις αποτυχημένες του προσπάθειες να το ελέγξει, χάριν της συγγραφής.
Το 1957 ανεβαίνει στο Δουβλίνο το θεατρικό του έργο «Ένας όμηρος», γραμμένο εξαρχής στα ιρλανδικά. Το έργο γνωρίζει θριαμβευτικές κριτικές και ο Μπήαν το μεταφράζει ο ίδιος στα αγγλικά και το ανεβάζει εκ νέου, με την ίδια επιτυχία.
Η φήμη και η δημοσιότητα δεν βοήθησαν τον Μπήαν να ξεπεράσει τα ήδη σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε λόγω του αλκοολισμού και του διαβήτη. Τα επόμενα έργα του δεν είχαν την απήχηση των προηγούμενων και η σύντομη παραμονή του στη Νέα Υόρκη τον έκανε διεθνώς γνωστό, όχι όμως και πιο παραγωγικό. Πέθανε το 1964 ύστερα από αιφνίδιο διαβητικό κώμα. Στην κηδεία του παρέστη τιμητικό άγημα του IRA, οι άνδρες του οποίου σήκωσαν το φέρετρό του. Θεωρήθηκε η πιο πολυπληθής κηδεία ιρλανδού δημόσιου προσώπου, ύστερα από εκείνη του Μάικλ Κόλλινς, του ιδρυτή του IRA, του “γελαστού παιδιού”.
Το θεατρικό έργο «Ένας όμηρος» (The Hostage, αγγλικά / An Giall, ιρλανδικά)
Το έργο που ανέβηκε στη σκηνή, για πρώτη φορά, στο Δουβλίνο, το 1957, πραγματεύεται την ιστορία ενός νεαρού Άγγλου στρατιώτη που συλλαμβάνεται ως όμηρος από τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA), σε αντίποινα για την καταδίκη σε απαγχονισμό ενός νεαρού Ίρλανδού πατριώτη στο Μπέλφαστ της Βορείου Ιρλανδίας.
Στη διάρκεια μιας νύχτας σε οίκο ανοχής που λειτουργεί και ως κρησφύγετο του IRA, κάπου στην ανεξάρτητη Ιρλανδία, ο Άγγλος στρατιώτης ερωτεύεται με τη νεαρή Ιρλανδή υπηρέτρια του πορνείου και οι τρόφιμοι του καταγωγίου αντιμετωπίζουν, ο καθένας με τον τρόπο του, τη σύγκρουση ανάμεσα στην ιστορία, το παρελθόν και το παρόν της χώρας τους αλλά και της δικής τους εξαθλιωμένης κοινωνικής κατάστασης.
Η νύχτα έχει τραγική κατάληξη, αφού στο τέλος οι αθώοι (που κατά τον συγγραφέα είναι τόσο ο Άγγλος στρατιώτης όσο και ο Ιρλανδός πατριώτης) πεθαίνουν, θύματα της Ιστορίας που βαραίνει μοιραία και αδυσώπητα πάνω στους ανθρώπους, που αγωνίζονται να επιβιώσουν, χωρίς να μπορούν να αντιστρέψουν αλλά και χωρίς να ταυτίζονται με την ιστορική τους μοίρα, που όπως υπαινίσσεται ο συγγραφέας, έχει αναπότρεπτα στιγματιστεί από πολιτικές στρεβλώσεις του παρελθόντος που επιβιώνουν στο παρόν.