Κ. Καλλωνιάτης, 22.08.2025 Αναδημοσίευση από EFSYN
Μετά την πύρινη καταστροφή στο Σαν Φρανσίσκο το 2020, το καταστροφικό μαύρο καλοκαίρι της Αυστραλίας το 2019-2020, την πύρινη λαίλαπα το 2023 στον Καναδά, έχουμε τις πρωτοφανείς πυρκαγιές στο Λος Αντζελες και τη Νότια Ευρώπη το 2025. Αυτά δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, αλλά μάλλον έντονες ενδείξεις μιας αυξανόμενης παγκόσμιας κρίσης όπου η κλιματική αλλαγή και οι πυρκαγιές σχηματίζουν έναν καταστροφικό βρόχο ανατροφοδότησης. Καθώς ο πλανήτης μας θερμαίνεται, οι πυρκαγιές είναι πιο συχνές, πιο έντονες και πιο καταστροφικές. Μόνο την τελευταία δεκαετία έχουμε γίνει μάρτυρες μιας δραματικής αύξησης καταστροφικών και παρατεταμένων πυρκαγιών σε κάθε ήπειρο.
Οι μεγάλες και ανεξέλεγκτες πυρκαγιές δεν αυξάνουν μόνο τη θερμοκρασία του αέρα προκαλώντας παρατεταμένους καύσωνες, αλλά μειώνουν την υγρασία και κάνουν τη βλάστηση πιο ξηρή και εύφλεκτη. Μελέτες της IPCC και του Copernicus Climate Service δείχνουν ότι η περίοδος υψηλού κινδύνου πυρκαγιών στη Μεσόγειο έχει ήδη επιμηκυνθεί κατά 2–4 εβδομάδες σε σχέση με πριν από το 1990. Σύμφωνα με το European Forest Fire Information System (EFFIS), έως τα τέλη Ιουλίου είχαν καταγραφεί 1.339 πυρκαγιές μεγάλης έκτασης (άνω των 30 εκταρίων) σε όλη την Ε.Ε. -από 861 πέρυσι–, εκ των οποίων το 75% στη Νότια Ευρώπη. Επίδοση-ρεκόρ των τελευταίων δύο δεκαετιών. Στο μεταξύ, οι καύσωνες σκοτώνουν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στην Ευρώπη κάθε χρόνο. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι οι επικίνδυνες θερμοκρασίες στην Ευρώπη θα σκοτώνουν 8.000 έως 80.000 περισσότερους ανθρώπους ετησίως μέχρι το τέλος του αιώνα.

Και ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας σε συνδυασμό με τη διάβρωση του εδάφους, την υποβάθμιση της ποιότητας (από την τέφρα και τα θραύσματα) και ποσότητας του νερού και τη ρύπανση της ατμόσφαιρας απειλούν την υγεία ανθρώπων και ζώων απαιτώντας αυξημένες δαπάνες στον τομέα της υγείας και της προστασίας του περιβάλλοντος, η στροφή της Ε.Ε. στην πολεμική οικονομία απομυζά πόρους από τους τομείς αυτούς και επιβαρύνει την κλιματική κρίση.
Αξίζει να σημειωθεί πως η κλιματική αλλαγή με τις πυρκαγιές, η αλόγιστη διαχείριση των υδάτινων πόρων και η ρύπανση επιδεινώνουν την έλλειψη καθαρού νερού, φέρνοντας τον πλανήτη αντιμέτωπο με μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του 21ου αιώνα. Η λειψυδρία απειλεί το 50% της παραγωγής τροφίμων. Μέχρι το 2050, οι επιστήμονες προβλέπουν ότι η ζήτηση νερού θα έχει διπλασιαστεί ή ακόμη και τριπλασιαστεί, καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αυξηθεί κατά ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους. Ηδη, στη Μεσόγειο οι παρατεταμένοι καύσωνες, οι υψηλές θερμοκρασίες και οι μειωμένες βροχοπτώσεις δημιουργούν συνθήκες ξηρασίας και κρίσης νερού. Η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Αττική (η οποία έχει απολέσει το 40% των δασών της) ήδη το βιώνουν καθώς π.χ. τα επίπεδα της λίμνης Μόρνου βρίσκονται μόλις στο 65% της μέγιστης πληρότητάς τους, ενώ προ διετίας ήταν σχεδόν πλήρης.
Ομως, ο πλανήτης δεν φλέγεται απλά. Στην πραγματικότητα πυρπολείται. Η Ελλάδα δεν καίγεται, την καίνε. Την καίνε αυτοί που κερδοσκοπούν με τη φούσκα της αγοράς ακινήτων και του υπερτουρισμού. Εκμεταλλεύονται τα ακραία καιρικά φαινόμενα και καταστρέφουν με εμπρησμούς τα δάση για να χτίσουν νέα τουριστικά θέρετρα, ξενοδοχεία και βίλες. Ακολουθούν τη λογική της αγοράς και του κέρδους. Μόνο που η αγορά είναι ανεξέλεγκτη, με συνέπεια ενώ επιδιώκουν να κάψουν 100 στρέμματα σε μια περιοχή να καίγονται τελικά χιλιάδες.
Απόδειξη ότι αιτία των πυρκαγιών είναι το κερδοσκοπικό και εμπρηστικό χέρι του καπιταλισμού, είναι το ταυτόχρονο ξέσπασμα πυρκαγιών σε διάφορα μέρη της επικράτειας, τα γκαζάκια που ανακαλύπτονται και το κύμα των πυρκαγιών που κατακαίει όλη τη Νότια Ευρώπη λόγω της κυριαρχίας του υπερτουρισμού στο παραγωγικό της μοντέλο. Σαράντα οκτώ νέες πυρκαγιές μέσα σε 48 ώρες σημαίνει πως, είτε αιτία είναι τα καλώδια και οι κολόνες της ΔΕΗ που έχουν μείνει χωρίς συντήρηση, είτε έχουν πληθύνει οι εμπρηστές κερδοσκόποι που στοχεύουν σε άλλες χρήσεις γης, την τελική ευθύνη έχει το καπιταλιστικό σύστημα που στρεβλώνει και καταστρέφει σε αναζήτηση κέρδους (βλ. ιδιωτικοποιήσεις, φούσκα αγοράς ακινήτων, υπερτουρισμός).
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς την εσκεμμένη αποδυνάμωση των δημόσιων υπηρεσιών, τον ατομικισμό και την απουσία συλλογικής οργάνωσης και προστασίας των τοπικών κοινοτήτων και την ανθρωπογενή κλιματική κρίση που δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες, τότε αντιλαμβάνεται πως πίσω από το ολοκαύτωμα του φυσικού κι ανθρώπινου περιβάλλοντος είναι η παράνοια και βαρβαρότητα του καπιταλισμού.
Συμπέρασμα: Η κλιματική αλλαγή δεν «ανάβει» τις άγριες φωτιές, αλλά δημιουργεί τις συνθήκες για την εντατική εξάπλωσή τους. Τις φωτιές τις ανάβει το ανθρώπινο χέρι με κίνητρο τον ανταγωνισμό και την κερδοσκοπία, στοιχεία εγγενή στον καπιταλισμό. Γι’ αυτό και η αντιμετώπισή τους δεν αποτελεί ζήτημα εναλλακτικής πολιτικής διαχείρισης, αλλά ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού.