της Κατέ Καζάντη
Εικόνα από Freepik
Μπορεί καμιά/νεις από τηλεοράσεως, να μιλήσει για τις παραβιάσεις, ας πούμε, της εργατικής νομοθεσίας που γίνονται σ’ αυτήν; Για τη σεξιστική αντιμετώπιση του έμφυλου; Για τις παρενοχλήσεις; Για την αποσιώπηση ή την ελλιπή κάλυψη γεγονότων; Για την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο; Για τα δεινά του καπιταλισμού; Ή τα κόβουν οι λογοκριτές/τριες της, μπροστά και πίσω από τις οθόνες;
Στο παρόν στάδιο του καπιταλισμού, η διαχείριση των συνειδήσεων, και η αλλοτρίωσή τους, εξακολουθεί να περνάει μέσα από τους οργανικούς διανοούμενους του συστήματος. Μόνο που δεν είναι πια οι παπάδες ή οι δάσκαλοι του κατεστημένου ή οι επιτετραμμένοι για την ασφάλεια -αστυνομικοί κ.ο.κ.. Θα έλεγε καμιά/νεις πως όλες οι παραπάνω ιδιότητες συμπυκνώνονται στα πρόσωπα των τηλεπερσόνων, αυτών που νομιμοποιούν, λόγοις και έργοις, κάθε αντιλαϊκή πολιτική: από την επέλαση της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» στην κρατική/δημόσια περιουσία μέχρι τη συστηματική και χυδαία προπαγάνδα εναντίον εκείν@ που δεν συμμορφώνονται. Επιπλέον, ο κανονικοποιημένος τηλεοπτικός λόγος, που τοποθετείται περίπου υπεράνω των ιδεολογικών διαφορών και περιορίζεται σε αντεγκλήσεις, άσκοπες ρητορείες και φωνασκίες μετατρέπουν την πολιτική σε θέαμα.
«…Στην κοινωνία των Μέσων, η πολιτική παρουσιάζεται όλο και περισσότερο, όλο και πιο επιδέξια ως ακολουθία εικόνων και κατάλληλων για φωτογράφηση φαινομενικών συμβάντων, όπου χειρονομίες και σύμβολα, επεισόδια και σκηνές, φαντασμαγορίες και σκηνικά, με λίγα λόγια κάθε λογής μηνύματα εικόνων αποτελούν την κεντρική δομή, επινοούνται από τους ειδικούς της διαφήμισης και της επικοινωνίας ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη αποτελεσματικότητα των Μέσων. Έτσι δημιουργείται μια πολιτική θεάματος, σκηνοθετημένη για τα Μέσα, ενώ το κοινό δεν μπορεί να αναγνωρίσει πια αν το πολιτικό προϊόν παρουσιάζεται με διαφημιστική επιδεξιότητα και (…) αν οι στημένες εικόνες καλύπτονται από πολιτικές πράξεις ή όχι…»*
Ό,τι ο σοσιαλδημοκράτης Γερμανός καθηγητής πολιτικής επιστήμης, Τ. Μάγερ, διαπίστωνε καμιά 25αριά χρόνια πριν, είναι προφανές πως ισχύει και σήμερα. Ο Τύπος, χάρτινος και ηλεκτρονικός, παραμένει, περισσότερο από ποτέ, το κατά Νίτσε «αηδιαστικό έμβλημα της σύγχρονης παιδευτικής βαρβαρότητας». Επιπλέον, η διάχυση της πληροφορίας, η ενημέρωση, πέρασε ολοκληρωτικά στα χέρια του κεφαλαίου, με τους εργοδότες του Τύπου να απαιτούν, και να την έχουν, την πλήρη υποταγή των εργαζόμενων. Όσ@ κάνουν «μεγάλες καριέρες» στην αγορά, δεν είναι παρά κομμάτια της: αγοραίες συνειδήσεις, που διαλέγουν κάθε φορά πλευρά με επαγγελματικούς όρους –όρους κερδοφορίας.
Έτσι, ο ετεροκαθορισμός με μιντιακούς/τηλεοπτικούς όρους της εν συνόλω Αριστεράς είναι επί της ουσίας ετεροκαθορισμός με τους όρους του ίδιου του κεφαλαίου. Οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ επιβάλλουν τον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας και αναδιαμορφώνουν κατά το συμφέρον τους μια νέα «αντικειμενικότητα», δυσφημιστική για όποι@ τολμά να σκεφτεί διαφορετικά.
Από κοντά και οι διαβόητοι επαγγελματίες της δημοσιογραφίας. Πλήρως προσαρμοσμένοι στο κυρίαρχο περιβάλλον, θα έλεγε καμιά/νεις ως «υπηρεσία στενογραφίας» των κυβερνώντων ελίτ, εισβάλλουν στα πολιτικά κόμματα, φέροντας ως τρόπαιο το διαβόητο «νόου χάου», την εμπορική δηλαδή διαχείριση της πολιτικής κουλτούρας. Η διαχείριση, όμως, του πολιτικού, ιδεών και τακτικής, ωσάν να είναι αγοραία διαφήμιση καλλυντικών, συμβάλλει στην προώθηση και υπηρετεί την κυριαρχία εκείνης ακριβώς της κουλτούρας που η Αριστερά επιθυμεί να αναδιαμορφώσει.
Αλλά η πολιτική που ακολουθεί η Αριστερά απέναντι στα ΜΜΕ οφείλει να είναι εικονοκλαστική: όχι συντηρητική της κουλτούρας που αυτά διαχέουν αλλά υπονομευτική, παρεμβατική για την ανατροπή της. Όχι μιμητική, να ενσωματώνει δηλαδή ή να αντιγράφει πρόσωπα, σχέσεις, συμπεριφορές, αλλά το ανάποδο: έχει την υποχρέωση να επανορίζει, ξανά και ξανά, τον τρόπο του πολιτεύεσθαι, πέρα από τα υπαγορευμένα μοντέλα. Πέρα και πάνω, το κυριότερο, από τους κάθε λογής επαγγελματισμούς, τους απολύτως προσαρμοσμένους στο περιβάλλον της κυρίαρχης ιδεολογίας, εκείνους που διατηρούν προνομιακούς δεσμούς με το μιντιακό – κεφαλαιοκρατικό σύστημα.
Ο συστηματικός συμφυρμός των κομμάτων και των ανθρώπων της Αριστεράς με τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ ή με τους εκπροσώπους τους, επί της ουσίας αποτελεί πολιτική κατάφασης στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Μετέχοντας σε έναν μόνο κατ’ επίφαση διάλογο, ο οποίος διεξάγεται αποκλειστικά με τους όρους του αντιπάλου, η Αριστερά αλλοτριώνει τη δημόσια εικόνα της. Την εγκιβωτίζει στα πλαίσια που θέτουν οι καναλάρχες, το κατεξοχήν μεγάλο κεφάλαιο δηλαδή. Κι επειδή η μάχη για τις ιδέες και την ιδεολογική ηγεμονία διεξάγεται πια και στις τηλεοπτικές οθόνες, ο κυρίαρχος λαός γίνεται μέτοχος του συμβιβασμού: η «κοινή γνώμη», αφού εξέλειψε ο καταγγελτικός λόγος της άλλης πλευράς, εθίζεται στη μία και μόνη αντίληψη. Πρυτανεύει η λογική του «όλοι ίδιοι είναι», οι δε προλετάριοι στέλνονται έτσι κατευθείαν εις τας αγκάλας του αντιπάλου.
Να πολιτεύεσαι με το βλέμμα στα ΜΜΕ και να ετεροκαθορίζεσαι αναλόγως των επιταγών τους, για την Αριστερά είναι, επί της ουσίας, μια πολιτική ήττας. Για την παραμορφωτική εικόνα που φτάνει, μέσω ΜΜΕ, στο κοινωνικό σώμα ή την εικόνα της εξομοίωσης, κατάργησης των διαχωριστικών γραμμών Αριστεράς – Δεξιάς, φέρει την ευθύνη και όποιος/α συμμετέχει σ’ αυτά δίχως ταυτοχρόνως να τα καταγγέλλει. Αυτό που μοιάζει αντινομία, η αρχή συμμετέχω καταγγέλλοντας, είναι, ίσως, ο μόνος ορθός δρόμος: αυτός που θέτει νέους όρους, αισθητικούς και ιδεολογικούς, άρα βαθιά πολιτικούς.
*Τόμας Μάγερ, Η πολιτική ως θέατρο