Οι κομμουνιστές και η ατομική τρομοκρατία.

1 min read

Με αφορμή τον πόλεμο Χαμάς – Ισραήλ

του Χρήστου Κεφαλή*

Ο πόλεμος Χαμάς-Ισραήλ, πέρα από τις δραματικές εξελίξεις που πυροδοτεί, φέρνει στο προσκήνιο και ιδεολογικά ζητήματα, όπως εκείνο της στάσης των κομμουνιστών απέναντι στην ατομική τρομοκρατία. Η τελευταία αντιπροσωπεύει μια κεντρική διάσταση στις πρακτικές της Χαμάς και γενικότερα των τζιχαντιστικών οργανώσεων, που ασκούν συστηματικά την τυφλή βία, παρουσιάζοντας ότι πολεμούν έτσι τους ιμπεριαλιστές και εκδικούνται για λογαριασμό των καταπιεσμένων.

Το ζήτημα της ατομικής τρομοκρατίας έχει, βέβαια, λυθεί από τους μαρξιστές ήδη από τις πρωταρχές του κομμουνιστικού κινήματος. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν, ο Τρότσκι και άλλοι επιφανείς μαρξιστές επέμεναν στον καιρό τους ότι η ατομική τρομοκρατία είναι ένα εντελώς ακατάλληλο μέσο για τους σκοπούς του εργατικού κινήματος και φέρνει τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που ευαγγελίζονται οι οπαδοί της. Ταυτόχρονα, όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι με τέτοια ρεύματα, όπως ήταν στην εποχή τους οι αναρχικοί, διεξήγαγαν έναν επίμονο αγώνα εναντίον τους, για να περιορίσουν την επιρροή τους στο επαναστατικό κίνημα. Είναι πασίγνωστες οι πολεμικές των Μαρξ και Ένγκελς στους αναρχικούς του Μπακούνιν στα πλαίσια της Α΄ Διεθνούς πάνω στο ζήτημα της «έμπρακτης προπαγάνδας» –με την οποία οι αναρχικοί εννοούσαν ακριβώς τις τρομοκρατικές ενέργειες, βομβιστικές επιθέσεις, δολοφονίες, κοκ– που οδήγησαν στο διαχωρισμό ανάμεσα στο μαρξιστικό και στο αναρχικό ρεύμα. Και είναι εξίσου γνωστές οι κριτικές των Λένιν, Πλεχάνοφ και Τρότσκι ενάντια στους θιασώτες της τρομοκρατίας Ρώσους ναρόντνικους και Εσέρους στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Στις πολεμικές τους αυτές οι μεγάλοι μαρξιστές στέκονταν σταθερά στο έδαφος της διαλεκτικής, συγκεκριμένης θεώρησης του μαρξισμού, που δεν έχει τίποτα κοινό με τις αστικές ηθικολογίες για το «απαραβίαστο της ανθρώπινης ζωής» – ηθικολογίες που κραδαίνουν σε κάθε ευκαιρία οι απολογητές του συστήματος όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με την επαναστατική βία των μαζών, για να τις ξεχάσουν αμέσως όταν πρόκειται για το θάνατο εκατομμυρίων αθώων από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους ή τις επεμβάσεις στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν και αλλού. Οι κλασικοί υπογράμμιζαν το δικαίωμα της καταπιεσμένης τάξης στην επαναστατική βία και οι Μπολσεβίκοι άσκησαν την Κόκκινη Τρομοκρατία όταν έγινε αναγκαία στον ρωσικό εμφύλιο, που προκάλεσαν στα 1918-20 οι Λευκοί και η ξενική επέμβαση. Υπεράσπιζαν επίσης την τρομοκρατία των Γιακωβίνων, την οποία άσκησε η επαναστατική αστική τάξη απέναντι στη συντονισμένη επίθεση των ευγενών και όλης της ευρωπαϊκής αντίδρασης ενάντια στη γαλλική επανάσταση.

Οι μαρξιστές αναγνώριζαν ακόμη ότι σε κάποιες στιγμές, ενάντια σε τυραννικά καθεστώτα που στερούν από το λαό όλες τις ελευθερίες και τη δυνατότητα να αγωνιστεί για τα δικαιώματά του, η ατομική τρομοκρατία μπορεί να έχει ένα νόημα. Ο Ένγκελς και ο Λένιν αναφέρονταν με σεβασμό στους συνωμότες της Ναρόντναγια Βόλια που δολοφόνησαν το 1881 τον τσάρο Αλέξανδρο ΙΙ. Θεωρούσαν αυτούς τους συνωμότες, όπως ο Ζελιάμποφ και η Περόφσκαγια, μεγάλους και θαρραλέους αγωνιστές, που αψήφησαν τον θάνατο για να κάνουν μια δραματική έκκληση ενάντια στην τυραννία.

Αλλά οι μαρξιστές επέμεναν αδιάλειπτα ότι από τη στιγμή που αναπτύσσεται ο ταξικός αγώνας και εργατική τάξη εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο, με απεργίες και διαδηλώσεις, η ατομική τρομοκρατία μετατρέπεται σε ένα εμπόδιο, ένα επικίνδυνο μάλιστα εμπόδιο, στο δρόμο του κινήματος. Ο Τρότσκι ιδιαίτερα είχε γράψει μερικά σημαντικά, πειστικά άρθρα, πάνω σε αυτό το θέμα. Θα τα συζητήσουμε παραπέρα και σε συνέχεια θα αναφερθούμε στη Χαμάς και ευρύτερα στον τζιχαντισμό, καθώς και στο ποια πρέπει να είναι η κομμουνιστική στάση απέναντί τους.

Ο Τρότσκι για την ατομική τρομοκρατία

Η αρθρογραφία του Τρότσκι για το ζήτημα της ατομικής τρομοκρατίας είχε προκληθεί κυρίως από τη δράση του κόμματος των Εσέρων (σοσιαλεπαναστατών) στη Ρωσία. Το κόμμα αυτό είχε παραλάβει την κληρονομιά της Ναρόντναγια Βόλια και περιλάμβανε μια στρατιωτική-τρομοκρατική πτέρυγα, τη Μαχητική Οργάνωση, η οποία προέβαινε συχνά σε δολοφονίες κρατικών αξιωματούχων και βομβιστικές επιθέσεις. Η οργάνωση ήταν διάτρητη από προβοκάτορες της Οχράνα, της διαβόητης τσαρικής ασφάλειας, και κάποια στιγμή αποκαλύφθηκε ότι ο επικεφαλής της, ο Έβνο Άζεφ, ήταν επίσης ένας τέτοιος πράκτορας. Με αυτή την αφορμή, ο Τρότσκι έγραψε στα 1909 και 1911 δυο άρθρα, «Η χρεοκοπία της τρομοκρατίας» και «Για την τρομοκρατία», στα οποία προβαίνει σε μια ευρεία κριτική της ατομικής τρομοκρατίας, ως ένα μέσο αγώνα χαρακτηριστικό κύρια του αναρχικού κινήματος. Αναφορές στην τρομοκρατία υπάρχουν, βέβαια, και σε άλλα κείμενά του της ίδια περιόδου, καθώς και μεταγενέστερα στη δεκαετία του 1930, όταν επανήλθε στο θέμα σε σύνδεση με τη σταλινική τρομοκρατία και τις τρομοκρατικές πράξεις ενάντια σε ναζί αξιωματούχους.

Ο Τρότσκι, όπως και οι άλλοι μαρξιστές, ανέλυσε την ατομική τρομοκρατία σαν ένα σύμπτωμα της αδυναμίας του κινήματος των μαζών, ένα φαινόμενο που μπορεί να εμφανιστεί και να πάρει έκταση σε στάδια όπου δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί η ανοικτή ταξική πάλη, λειτουργώντας σαν ένα υποκατάστατό της. Φυσικά, τρομοκρατικές εκδηλώσεις και ρεύματα προκύπτουν και διατηρούνται ακόμη και μετά την εμφάνιση των μαζών στο ιστορικό προσκήνιο, ως έκφραση όχι των πρωτοπόρων δυνάμεών τους, που στην εποχή μας είναι η εργατική τάξη, αλλά των καθυστερημένων και συχνά αποσυνθετικών τμημάτων του κινήματος. Στη Ρωσία, η τρομοκρατία συνδέθηκε με το γεγονός ότι το στενό στρώμα της επαναστατικής διανόησης μπόρεσε να παραλάβει έτοιμες τις επαναστατικές ιδέες από τη Δύση σε μια εποχή όπου ο ρωσικός λαός, ιδιαίτερα η αγροτιά, βρισκόταν ακόμη σε ύπνωση και δεν μπορούσε να παράγει ένα κίνημα που να υλοποιεί τις προοπτικές με τις οποίες συνδέονταν αυτές οι ιδέες. Στις συνθήκες αυτές ήταν επόμενο ένα τμήμα της διανόησης να βρει στην τρομοκρατία ένα υποκατάστατο για την πραγματική επαναστατική δράση και ένα υποτιθέμενο μέσο για την υποδαύλισή της, πρακτική την οποία συνέχισε ακόμη και μετά την επαναστατική άνοδο στις δεκαετίες του 1890 και του 1900.

«Ενώ στις παλιότερες αστικές κοινωνίες της Ευρώπης», γράφει ο Τρότσκι, «οι επαναστατικές ιδέες εξελίσσονταν περισσότερο ή λιγότερο παράλληλα με την ανάπτυξη των επαναστατικών δυνάμεων, στη Ρωσία η διανόηση πέτυχε να πλησιάσει τις έτοιμες πολιτιστικές και πολιτικές ιδέες της Δύσης και να επαναστατικοποίησει τη σκέψη της πριν η οικονομική ανάπτυξη της χώρας δημιουργήσει σοβαρές επαναστατικές τάξεις από τις οποίες θα μπορούσε να ενισχυθεί. Κάτω από αυτούς τους όρους τίποτα δεν έμενε στη διανόηση παρά να πολλαπλασιάσει τον επαναστατικό της ενθουσιασμό με την εκρηκτική δύναμη της νιτρογλυκερίνης. Έτσι πρόβαλε η κλασική τρομοκρατία της Ναρόντναγια Βόλια… Η τρομοκρατία των σοσιαλεπαναστατών σε μεγάλη κλίμακα υπήρξε το προϊόν των ίδιων αυτών ιστορικών συντελεστών: από το ένα μέρος του “αυτάρκους” δεσποτισμού του ρωσικού κράτους και από το άλλο της “αυτάρκους” ρωσικής επαναστατικής διανόησης. Αλλά οι δυο δεκαετίες δεν είχαν περάσει χωρίς να αφήσουν τα ίχνη τους, και την εποχή που εμφανίζονται οι τρομοκράτες του δεύτερου κύματος παρουσιάζονται σαν επίγονοι που φέρνουν τη σφραγίδα την “ξεπερασμένη χρονικά από την ιστορία”. Η εποχή του καπιταλιστικού “στουρμ ουντ ντραγκ” της 8ης και 9ης δεκαετίας του 19ου αιώνα δημιούργησε και σταθεροποίησε ένα μεγάλο αριθμητικά βιομηχανικό προλεταριάτο, με τις σοβαρές επεμβάσεις στην οικονομική απομόνωση της υπαίθρου και τη στενότερη σύνδεσή του με τα εργοστάσια και τις πόλεις. Πίσω από τη Ναρόντναγια Βόλια δεν υπήρχε επαναστατική τάξη. Οι σοσιαλεπαναστάτες απλά δεν ήθελαν ούτε να δουν το επαναστατικό προλεταριάτο…».

Και σε ένα άλλο κείμενό του ο Τρότσκι συνοψίζει: «Η Ιστορία δεν αφήνει ούτε να την ξεγελάσεις, ούτε να παίξεις μαζί της. Βάζει στο τέλος τον καθένα στη θέση του. Το ιδιαίτερο της τρομοκρατίας είναι ότι τελικά καταστρέφει την οργάνωση που επιχειρεί να αναπληρώσει με τη βοήθεια των εργαστηρίων την ανεπάρκεια της ίδιας της πολιτικής δύναμης… Οι ατομικές τρομοκρατικές επιθέσεις μαρτυρούν αλάθευτα την καθυστερημένη πολιτική κατάσταση της χώρας και την αδυναμία των προοδευτικών δυνάμεων».

Ο Τρότσκι δεν κουράζεται να αντιπαραθέτει τον οργανωμένο αγώνα της εργατικής τάξης στις μεθόδους των τρομοκρατών από την άποψη τόσο των μέσων όσο και των αποτελεσμάτων τους. Δείχνει ότι μόνο η συνειδητή εργατική και λαϊκή πάλη ανοίγει προοπτικές για τη βελτίωση της θέσης των μαζών και τελικά την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ οι τρομοκρατικές πράξεις οδηγούνται αναπόφευκτα σε αδιέξοδο:

«Μόνο οι εργάτες μπορούν να κάνουν μια απεργία. Βιοτέχνες που τους κατέστρεψε το εργοστάσιο, αγρότες που το νερό τους το δηλητηριάζει το εργοστάσιο, ή λούμπεν-προλετάριοι πλιατσικολόγοι, μπορούν να σπάσουν τις μηχανές, να βάλουν φωτιά σ’ ένα εργοστάσιο, ή να σκοτώσουν τον ιδιοκτήτη του.

Μονάχα η συνειδητή και οργανωμένη τάξη μπορεί να στείλει μια ισχυρή αντιπροσώπευση στο κοινοβούλιο για να υπερασπίσει τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Ωστόσο, για να σκοτώσετε έναν ανώτερο αξιωματούχο, δεν χρειάζεται να ’χετε μαζί σας τις οργανωμένες μάζες. Η συνταγή για τις εκρηκτικές ύλες είναι σε όλους προσιτή και ένα πιστόλι μπορεί να το προμηθευτεί κανείς από παντού.

Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει η κοινωνική πάλη, που οι μέθοδοι και τα μέσα της απορρέουν αναγκαία από τη φύση του επικρατούντος κοινωνικού καθεστώτος· στη δεύτερη παρουσιάζεται μια καθαρά μηχανική αντίδραση ίδια παντού –τόσο στην Κίνα όσο και στη Γαλλία– πολύ χτυπητή στην εξωτερική της μορφή (δολοφονία, εκρήξεις και τα λοιπά), αλλά απόλυτα ανώδυνη αφού το κοινωνικό σύστημα συνεχίζει την ύπαρξή του.

Μια απεργία, ακόμα και η πιο μέτρια, έχει κοινωνικές συνέπειες: ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των εργατών, ανάπτυξη του συνδικαλισμού, και όχι σπάνια βελτίωση της τεχνολογίας στην παραγωγή. Η δολοφονία ενός ιδιοκτήτη εργοστασίου έχει συνέπειες μόνο αστυνομικής φύσης, ή μια αλλαγή ιδιοκτητών που στερείται από κάθε κοινωνική σημασία».

Αλλά αυτό δεν είναι όλο. Η ατομική τρομοκρατία, επέμενε ο Τρότσκι, δεν είναι απλά αναποτελεσματική αλλά και επιζήμια. Από τη μια μεριά όχι μόνο αποτυχαίνει να κλονίσει το σύστημα αλλά στην πράξη το ενισχύει, βοηθώντας τις κυρίαρχες τάξεις να εντείνουν τον αυταρχισμό και την αστυνομική καταπίεση· από την άλλη, ταυτόχρονα, αποδιοργανώνει το ίδιο το κίνημα των μαζών, σπέρνοντας τη σύγχυση και την αποθάρρυνση στις γραμμές του:

«Αν μια τρομοκρατική απόπειρα, ακόμα και “πετυχημένη”, θα δημιουργήσει σύγχυση στην άρχουσα τάξη, αυτό εξαρτάται από τις συγκεκριμένες πολιτικές περιστάσεις. Η σύγχυση πάντως δεν μπορεί παρά να είναι λιγόχρονη· το καπιταλιστικό κράτος δεν στηρίζεται στους υπουργούς και δεν μπορεί να πέσει μαζί μ’ αυτούς. Οι τάξεις που υπηρετεί βρίσκουν πάντα αντικαταστάτες· ο μηχανισμός παραμένει άθικτος και συνεχίζει τη λειτουργία του.

Όμως είναι πολύ μεγαλύτερη η σύγχυση που δημιουργείται μέσα στις γραμμές των ίδιων των εργατικών μαζών από μια τρομοκρατική απόπειρα. Αν είναι αρκετό να εξοπλιστεί κανείς με ένα πιστόλι για να πετύχει το σκοπό του, τότε τι χρειάζεται όλη αυτή η προσπάθεια για τον ταξικό αγώνα; Αν μια κουταλιά μολύβι και λίγο μπαρούτι φτάνει για να σκοτωθεί ο εχθρός, τότε τι χρειάζεται η ταξική οργάνωση; Αν μπορούμε να τρομοκρατήσουμε πρόσωπα που κατέχουν ανώτατες θέσεις με τον κρότο των εκρήξεων, τότε τι χρειάζεται το κόμμα;…

Οι αναρχικοί προφήτες της “προπαγάνδας της πράξης” μπορεί να λένε ό,τι θέλουν για την εξυψωτική και προωθητική επίδραση των τρομοκρατικών πράξεων πάνω στις μάζες. Θεωρητικές σκέψεις και πολιτική πείρα δείχνουν κάτι διαφορετικό. Όσο αποτελεσματικότερες είναι οι πράξεις των τρομοκρατών, όσο η προσοχή των μαζών στρέφεται πάνω σ’ αυτές – τόσο περιορίζεται το ενδιαφέρον των μαζών στην αυτοοργάνωση και στην αυτοδιαπαιδαγώγηση. Ο καπνός όμως από την έκρηξη διαλύεται, ο πανικός σταματά, ο διάδοχος του δολοφονημένου υπουργού εμφανίζεται, η ζωή μπαίνει στο συνηθισμένο αυλάκι, ο τροχός της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης γυρίζει όπως και πρώτα· μονάχα η αστυνομική δίωξη γίνεται πιο άγρια και πιο ξετσίπωτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι τη θέση των ελπίδων που δημιουργήθηκαν και της τεχνητά υποκινημένης διέγερσης, παίρνουν τώρα η απογοήτευση και η απάθεια».

Ο αποπροσανατολιστικός ρόλος και οι συνέπειες της ατομικής τρομοκρατίας ήταν ήδη αισθητές ακόμη και στην τσαρική Ρωσία και είχαν εκτεθεί από τους μαρξιστές σε εκτενείς πολεμικές. Αυτό ανάγκαζε τους τρομοκράτες, ή τουλάχιστον ορισμένους από αυτούς, να επιχειρούν να κρύψουν την κενότητα του ακτιβισμού τους, εμφανίζοντας ότι δεν ενεργούσαν για λογαριασμό των μαζών, σαν αυτόκλητοι σωτήρες τους και σε απομόνωση από αυτές, αλλά πλάι στις μάζες και συμβαδίζοντας με το κίνημά τους. Αλλά αυτές οι αξιώσεις, όπως το έδειχνε ο Τρότσκι, δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο από μια μεταμφίεση:

«Φυσικά μπορεί εύκολα να συγκεντρώσει κανείς μια ντουζίνα ξεχωριστές περικοπές από τη φιλολογία των σοσιαλεπαναστατών που ανέφεραν ότι χρησιμοποιούν την τρομοκρατία όχι αντί για το μαζικό αγώνα, αλλά ταυτόχρονα μ’ αυτό. Όμως οι περικοπές αυτές αποδείχνουν μόνο την ύπαρξη της πάλης που οι ιδεολόγοι της τρομοκρατίας έπρεπε να διεξάγουν εναντίον των μαρξιστών που ήταν οι θεωρητικοί του μαζικού αγώνα… “Όχι αντί των μαζών αλλά μαζί με αυτές”. Ωστόσο, η τρομοκρατία είναι πάρα πολύ “απόλυτη” μορφή αγώνα ώστε να μην αρκείται σε ένα περιορισμένο και δεύτερο ρόλο στο κόμμα. Δημιουργημένη από την έλλειψη επαναστατικής τάξης, αναγεννημένη υστερότερα από την απουσία εμπιστοσύνης στις επαναστατικές μάζες, η τρομοκρατία μπορεί να διατηρηθεί μόνο με την εκμετάλλευση των αδυναμιών και την αποδιοργάνωση των μαζών, μειώνοντας τις κατακτήσεις τους και υπερτονίζοντας τη σημασία των αποτυχιών τους».

Αυτοί ήταν οι λόγοι που οι τρομοκρατικές οργανώσεις έπεφταν συχνά στον έλεγχο των κυρίαρχων τάξεων, οι οποίες από ένα σημείο και μετά αντιλαμβάνονταν, από την ίδια την εμπειρία τους, ότι η ατομική τρομοκρατία λειτουργεί σταθεροποιητικά για το σύστημά τους και φρόντιζαν να διεισδύουν με πράκτορές τους στις τρομοκρατικές οργανώσεις. Ο Τρότσκι σημειώνει σε αυτή τη σύνδεση ότι η αυτονόμηση της τρομοκρατίας από το μαζικό αγώνα την καθιστά ακριβώς ευάλωτη στην αντίδραση, «ως τη στιγμή που η σκληρή μοίρα τη βάζει κάτω από τον έλεγχο της πολιτικής αστυνομίας».

Όπως και οι άλλοι μαρξιστές, τέλος, ο Τρότσκι αναγνώριζε ότι υπήρχαν εξαιρέσεις όπου η ατομική τρομοκρατία, αν και παραμένοντας αναποτελεσματική, προέκυπτε αναπόφευκτα ως μια υποκειμενικά γνήσια αντίδραση απέναντι στην αντιδραστική βαρβαρότητα και τα εγκλήματα, όπως στην περίπτωση του φασισμού. Όταν ο Χέρσελ Γκρίνσπαν, ένας 17χρονος Πολωνοεβραίος, δολοφόνησε, στις 7 Νοέμβρη 1938, έναν ναζί αξιωματούχο στο Παρίσι, ο Τρότσκι δεν δίστασε να εκφράσει την ηθική αλληλεγγύη του ίδιου και των συντρόφων του στον νεαρό. Αλλά και τότε δεν παρέλειψε να τονίσει το αδιέξοδο του δρόμου που είχε επιλέξει:

«Η ανοιχτή ηθική αλληλεγγύη μας με τον Γκρίνσπαν μάς δίνει ένα παραπάνω δικαίωμα για να πούμε σε όλους τους άλλους υποψήφιους Γκρίνσπαν, σε όλους εκείνους που είναι ικανοί θυσιάσουν τη ζωή τους στην πάλη ενάντια στο δεσποτισμό και την κτηνωδία: Αναζητήστε έναν άλλο δρόμο! Ο καταπιεζόμενος δεν μπορεί να ελευθερωθεί από το μοναχικό εκδικητή, αλλά μόνο από ένα μεγάλο επαναστατικό μαζικό κίνημα που δεν θα αφήσει ούτε δείγμα από ολάκερη τη δομή της ταξικής εκμετάλλευσης, της εθνικής καταπίεσης και των φυλετικών διώξεων».

Πραγματικά, η ασυλλόγιστη ενέργεια του Γκρίνσπαν έγινε η αφορμή για να εξαπολυθεί στις 9-10 Νοέμβρη 1938 το πρώτο μεγάλο πογκρόμ των ναζί ενάντια στους Εβραίους στη ναζιστική Γερμανία, που έμεινε γνωστό ως η «Νύχτα των Κρυστάλλων». Περί τις 1.500 εβραϊκές συναγωγές καταστράφηκαν από εμπρησμό, όπως και πολλά εβραϊκά κοιμητήρια, πάνω από 7.000 καταστήματα και 29 πολυκαταστήματα που ανήκαν σε Εβραίους. Γύρω στα 100 ήταν τα θύματα του πογκρόμ, με κάποια από αυτά να ξυλοκοπούνται μέχρι θανάτου, ενώ άλλοι ομοεθνείς τους εξαναγκάζονταν να παρακολουθούν. Τέλος, περισσότεροι από 30.000 άνδρες Εβραίοι συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης· κατά κύριο λόγο στο Νταχάου, το Μπούχενβαλντ και το Ζάξενχαουζεν.

Αν και η υπόθεση του Γκρίνσπαν ξεσήκωσε ένα κύμα αλληλεγγύης στην προοδευτική κοινή γνώμη, για την αθώωσή του και τη μη παράδοσή του στους ναζί (ο Γκρίνσπαν παραδόθηκε στα 1940 στους ναζί από το καθεστώς του Βισύ, με τις μαρτυρίες για τη μετέπειτα τύχη του να είναι αντικρουόμενες), αυτό δεν άλλαξε σε τίποτα τις οδυνηρές συνέπειές της για τους Εβραίους. Η πράξη του στη συγκεκριμένη στιγμή και υπό τους συγκεκριμένους όρους δεν μπορούσε να έχει κανένα άλλο αποτέλεσμα και, ως τέτοια, δεν έχει πολλά κοινά με την ένοπλη, μαζική βία που άσκησαν αργότερα τα κινήματα της αντιφασιστικής αντίστασης. Την ίδια καταστροφική επίδραση για την υπόθεση των Παλαιστινίων θα έχει και η πολύ καλά συλλογισμένη επίθεση της Χαμάς, οι μαχητές της οποίας ελάχιστα μπορεί να συγκριθούν με τον Γκρίνσπαν.

Για το ρόλο της Χαμάς και των τζιχαντιστών

Οι θέσεις αυτές του Τρότσκι είναι, βέβαια, γνωστές και θα μπορούσε να παρατεθούν πολλές ακόμη παρόμοιες διακηρύξεις, όχι μόνο δικές του αλλά και των Μαρξ και Λένιν, για το ζήτημα της ατομικής τρομοκρατίας. Είναι όμως αναφορικές για την εκτίμηση του χαρακτήρα της Χαμάς και του πολέμου που πυροδότησε στη Μέση Ανατολή; Ή μήπως πρόκειται για μια διαφορετική περίπτωση, οπότε θα πρέπει να τις προσπεράσουμε;

Ένα επιχείρημα υπέρ της δεύτερης άποψης θα μπορούσε να πηγαίνει περίπου ως εξής:

«Η ατομική τρομοκρατία στον καιρό του Λένιν και του Τρότσκι έπαιζε πράγματι το ρόλο που εκτιμούσαν οι κλασικοί. Η τρομοκρατία αυτή όμως στρεφόταν ενάντια σε αξιωματούχους δεσποτικών καθεστώτων, μονάρχες και υπουργούς, όντας το προϊόν ατομικών ενεργειών. Με τη Χαμάς δεν πρόκειται καθόλου γι’ αυτό. Εδώ έχουμε μια μαζική καταπίεση, εκτοπισμό και ουσιαστικά κατοχή μιας χώρας και ενός λαού, των Παλαιστίνιων, από το Ισραήλ και μια μαζική αντίσταση και εθνικό κίνημα αυτού του λαού. Η Χαμάς έχει μια μαζική βάση και, άσχετα από ενστάσεις για τις μεθόδους της, πρέπει να αναγνωριστεί και να υπερασπιστεί ως μέρος της παλαιστινιακής αντίστασης».

Ένα τέτοιο επιχείρημα θα έχανε πολλαπλά το στόχο.

Όταν οι μαρξιστές καταλόγιζαν ατομική τρομοκρατία στους αναρχικούς και λαϊκιστές (ναρόντνικους) τρομοκράτες του καιρού τους, αυτό δεν είχε καθόλου την κυριολεκτική έννοια ότι ενεργούσαν στενά ως άτομα. Κάτι τέτοιο μπορεί να ίσχυε για τη Ναρόντναγια Βόλια, μια οργάνωση με μερικές ντουζίνες μέλη, σίγουρα όμως δεν ίσχυε για την τρομοκρατική πτέρυγα των Εσέρων, οι οποίοι ήταν ένα μαζικό κόμμα, με δεσμούς με την αγροτιά και ενεργό συμμετοχή στη ρωσική επανάσταση του 1905. Η κριτική των μαρξιστών είχε να κάνει με το γεγονός ότι αυτοί οι τρομοκράτες, από την ίδια τη μικροαστική, ατομικιστική ιδεολογία τους, θεωρούσαν την τρομοκρατία όχι σαν μια στιγμή της ταξικής πάλης, που μπορούσε να καταστεί αναγκαία στο πλαίσιό της (π.χ., η Κόκκινη Τρομοκρατία στο ρωσικό εμφύλιο), αλλά σαν μια πανάκεια, μια έτοιμη συνταγή που μπορούσε να ασκείται σε όλες τις περιστάσεις ανεξαρτήτως συνθηκών και να ανοίγει σαν πασπαρτού όλες τις πόρτες. Ως αποτέλεσμα, η τρομοκρατία τους δεν συνδεόταν με τις ανάγκες του κινήματος, με τις ανάγκες των προοδευτικών τάξεων, αλλά ήταν μόνο έκφραση των πιο αδύνατων στοιχείων τους και της αδυναμίας των αναρχικών διανοούμενων να αποκτήσουν πραγματικούς δεσμούς με τις μάζες.

Ούτε είναι αλήθεια ότι οι τρομοκράτες εκείνης της περιόδου δεν αναφέρονταν σε εθνικά κινήματα και στόχους. Στην Πολωνία, οι μικροαστοί, εθνικιστές σοσιαλιστές του PPS κατέφευγαν συχνά στην ατομική τρομοκρατία ως μέρος του αγώνα τους ενάντια στην υποδούλωση της Πολωνίας στην Τσαρική Αυτοκρατορία. Και στην Ισπανία επίσης (την οποία δεν συζητά ο Τρότσκι) οι αναρχικοί, που δεν περιορίζονταν σε επιθέσεις σε υπουργούς αλλά συχνά ανατίναζαν εκκλησίες και μέγαρα στη διάρκεια κυβερνητικών τελετών, στρέφονταν ενάντια σε αξιωματούχους της κεντρικής εξουσίας, διεκδικώντας της ανεξαρτησία της Καταλονίας και άλλων περιοχών (μια παράδοση που συνεχίστηκε στη χώρα των Βάσκων ως και πολύ αργότερα).

Από αυτή την άποψη δεν υπάρχει καμιά θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην παλιά τρομοκρατία και τις τρομοκρατικές ομάδες και οργανώσεις των ημερών μας, ειδικά εκείνες που εντάσσονται στο ευρύ ρεύμα του τζιχαντισμού. Οι διαφορές είναι διαφορές μορφής, που συνδέονται με τις εξελίξεις που μεσολάβησαν στον 20ό αιώνα ως την άνοδο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.

Ο Τρότσκι είχε προβλέψει διεισδυτικά τη γενική κατεύθυνση αυτών των μεταβολών στη φυσιογνωμία της τρομοκρατίας, όταν σημείωνε ότι η εποχή της στη Ρωσία είχε λήξει και ότι μελλοντικά θα μετατοπιζόταν προς τις χώρες της Ανατολής. «Αποκαλύπτοντας τη δύναμη του προλεταριάτου», έγραφε, «η επανάσταση του 1905 έθεσε τέρμα στο ρομαντισμό της μονομαχίας των μικρών ομάδων των διανοούμενων εναντίον της αυταρχίας. Η τρομοκρατία πέθανε στη Ρωσία… μετατοπίστηκε μακριά προς την Ανατολή, προς το Πεντζάμπ και τη Βεγγάλη. Ίσως γνωρίσει ακόμα καλές μέρες στις χώρες της Ανατολής. Στη Ρωσία ανήκει πια στην ιστορία».

Δυο πράγματα πρέπει να προστεθούν, για να κάνουμε την παραπάνω πρόβλεψη εντελώς συγκεκριμένη, ντύνοντάς τη με το περιεχόμενο που της έδωσε η ζωή.

Από τη μια μεριά ο τζιχαντισμός, αυτή η πιο κεντρική και ισχυρή έκφραση της σύγχρονης τρομοκρατίας, υπήρξε το δημιούργημα του ίδιου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που εξέθρεψε τις πρώτες εκδοχές του (Μουτζαχεντίν, αλ Κάιντα) στο πλαίσιο του αγώνα του για την υπονόμευση και διάλυση της ΕΣΣΔ. Στη συνέχεια αυτές οι ομάδες ξέφυγαν από τον έλεγχό του, αποτελώντας πρόσφορο μοχλό για την εκτροπή επαναστατικών διαδικασιών από τοπικά αντιδραστικά καθεστώτα (π.χ. Συρία, Ιράν) αλλά και για την αιτιολόγηση των αμερικάνικων επεμβάσεων σε διάφορες χώρες (Ιράκ, Αφγανιστάν), διευκολύνοντας και την είσοδο στη σκηνή άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία. Από την άλλη μεριά, η ακραία όξυνση των ανισοτήτων από την παγκοσμιοποίηση και οι καταστροφές μεγάλων ομάδων του πληθυσμού στη Μέση Ανατολή από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, μετατόπισαν εκεί το κέντρο του τζιχαντισμού, καθορίζοντας την ιδιαίτερα αντιδραστική και αποκρουστική μορφή του «δεύτερου κύματός» του (ISIS, Αλ Νούσρα, κ.ά.). Στη θέση των παλιών τρομοκρατών των αρχών του 20ού αιώνα, που στρέφονταν ενάντια στον «υπουργό», τον παπά και τον κρατικό αξιωματούχο ως ενσαρκώσεις των δεινών των μαζών, οι σύγχρονοι τρομοκράτες στρέφονται ενάντια στον γενικό πληθυσμό, τον απλό κόσμο, με εμβληματικά παραδείγματα τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη στους Δίδυμους Πύργους και του Νοέμβρη του 2015 στο Παρίσι. Μέρος αυτής της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, που διακρίνεται για τη μισαλλόδοξη και σκοταδιστική θρησκευτική της ιδεολογία, τη στήριξη στη μεσαιωνική καταπίεση των γυναικών και των μειονοτήτων, κοκ, αποτελούν οργανώσεις όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, ακόμη και αν δεν είναι οι πλέον ακραίες και φανατικές. Ο φανατισμός των τζιχαντιστών εξηγείται από το γεγονός ότι, όπως είχε σωστά πει ο Χομπσμπάουμ, ζούμε σε μια «εποχή των άκρων» –της ακραίας όξυνσης των ταξικών και εθνικών αντιθέσεων που παράγει η παγκοσμιοποίηση– και το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχουν διαβαθμίσεις σε ένα φαινόμενο δεν αλλάζει την ουσία του.

Είναι έτσι σαφές ότι οι παλιές κριτικές των μαρξιστών στην ατομική τρομοκρατία ισχύουν δέκα και εκατό φορές ενάντια στους σύγχρονους τζιχαντιστές και ότι όσοι αναφέρονται στο μαρξισμό και τις παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος πρέπει να καταδικάζουν αυτά τα ρεύματα και να διεξάγουν ένα αποφασιστικό αγώνα εναντίον τους. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου σαφές σήμερα σε πολλές οργανώσεις του κομμουνιστικού χώρου, που είτε σιωπούν, είτε φτάνουν να αναγνωρίζουν στη Χαμάς μια συνιστώσα της παλαιστινιακής αντίστασης. Πώς μπορεί να δικαιολογηθούν αυτές οι στάσεις και πώς τις δικαιολογούν οι φορείς τους; Ας δούμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Σε μια ανάλυση του Ριζοσπάστη βρίσκουμε την εξής διακήρυξη, που εκφράζει τη γραμμή του ΚΚΕ για τις εξελίξεις μετά την επίθεση της Χαμάς:

«Κόντρα σε όσους καλούν σε “αλληλεγγύη” με το ισραηλινό κράτος – δολοφόνο, απέναντι στους διάφορους θιασώτες των “ίσων αποστάσεων” ανάμεσα στον θύτη και το θύμα, ο ελληνικός λαός, αλλά και κάθε λαός της Γης, έχει κάθε λόγο να σταθεί ακόμα πιο αποφασιστικά στο πλευρό του Παλαιστινιακού λαού και στον αγώνα του για ελεύθερη πατρίδα».

Ότι οι κομμουνιστές υποστηρίζουν τον δίκαιο αγώνα των Παλαιστινίων για να αποκτήσουν δική τους πατρίδα, ότι καταδικάζουν το κράτος του Ισραήλ για την ωμή καταπίεση, τα εγκλήματα και τη δολοφονική βία που άσκησε και ασκεί εναντίον τους επί δεκαετίες – όλα αυτά είναι αυτονόητα. Το νέο ερώτημα, που έχει τεθεί από τις τελευταίες εξελίξεις, είναι το εξής: Η επίθεση της Χαμάς, με τις δολοφονίες αμάχων, κοκ, βοηθά τον «αγώνα του παλαιστινιακού λαού για ελεύθερη πατρίδα»; Είναι μια πράξη αντίστασης ή μια τρομοκρατική ενέργεια;

Στις ανακοινώσεις του ΚΚΕ και σε όλη την αρθρογραφία του Ριζοσπάστη αυτά τα ερωτήματα παρακάμπτονται πλήρως. Ακόμη χειρότερα, με το να επαναλαμβάνουν σε μια τέτοια στιγμή τη γενική θέση ότι οι κομμουνιστές στηρίζουν το εθνικό κίνημα των Παλαιστίνιων, παραδέχονται ουσιαστικά, ως κάτι το αυτονόητο, ότι η επίθεση της Χαμάς είναι μέρος αυτού του αγώνα, ότι βοηθά την υπόθεση των Παλαιστίνιων. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητο· απεναντίας κάθε σοβαρή ανάλυση θα δείξει ότι από τον ίδιο το χαρακτήρα της, και μέσα στη δοσμένη τοπική και διεθνή κατάσταση, η επίθεση της Χαμάς επιδρά καταστροφικά σε αυτό τον αγώνα, και ότι η ίδια η Χαμάς είναι μια τζιχαντιστική οργάνωση της οποίας οι μέθοδοι δεν μπορεί να γίνονται δεκτές από τους κομμουνιστές.

Το να πάρουμε μια τέτοια θέση σημαίνει άραγε να υιοθετούμε τη λογική των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στο θύτη και το θύμα; Για να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, ας πάρουμε την εξής ιστορία.

Σε μια γειτονιά έχει εισβάλει μια μεγάλη ομάδα από πάνοπλους ληστές (= το Ισραήλ), που κλέβει, σκοτώνει και βιάζει τους κατοίκους της. Στο μεταξύ, μερικοί σαλεμένοι «υπερασπιστές της γειτονιάς» (= η Χαμάς) παίρνουν δυο πιστόλια, κάνουν ένα γιουρούσι σε ένα διπλανό τετράγωνο και αρχίζουν να σκοτώνουν στην τύχη όποιον συναντούν μπροστά, επειδή είναι, ή νομίζουν ότι είναι, συγγενείς ή φίλοι των ληστών. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ληστές, όταν το μαθαίνουν, μπουκάρουν στα σπίτια και καθαρίζουν όλους όσους έμεναν ακόμη ζωντανοί στη γειτονιά. Αν πούμε ότι οι σαλεμένοι, με τον τρόπο που ενήργησαν, βοήθησαν αντικειμενικά τους ληστές, σημαίνει αυτό ότι παίρνουμε το μέρος των ληστών ή ότι κρατάμε ίσες αποστάσεις ανάμεσα στους ληστές και τα θύματα;

Κάθε λογικός άνθρωπος θα δει ότι δεν είναι έτσι. Απεναντίας, ακριβώς για να υπερασπίσουμε τα θύματα πρέπει να πολεμήσουμε όχι μόνο τους ληστές αλλά και τους σαλεμένους.

Αλλά και πέρα από αυτό, η ιστορία του κινήματος δίνει πολλά τέτοια παραδείγματα, όπου ο αγώνας των κομμουνιστών ενάντια στην αντίδραση συνδυαζόταν με τον αγώνα ενάντια στην ατομική τρομοκρατία. Στην τσαρική Ρωσία, οι τρομοκράτες διώκονταν και φυλακίζονταν από το τσαρικό καθεστώς, συχνά στα ίδια κελιά με τους επαναστάτες μαρξιστές. Οι τελευταίοι όμως ποτέ δεν είπαν γι’ αυτό το λόγο ότι δεν θα κριτικάρουν τους τρομοκράτες για να μη φανεί ότι ταυτίζονται με τον τσαρισμό. Απεναντίας, διεξήγαγαν έναν οξύ, επίπονο και διαρκή αγώνα ενάντια στους οπαδούς της τρομοκρατίας σε όλη την περίοδο που οι τελευταίοι ασκούσαν σημαντική επιρροή, δείχνοντας ότι οι θεωρίες και οι πρακτικές τους ήταν ακατάλληλες και θα οδηγούσαν σε ήττες το κίνημα. Ο Τρότσκι συνοψίζει έξοχα και αυτή την πλευρά του ζητήματος:

«Το πρόβλημα της τρομοκρατίας ήταν για μας τους Ρώσους επαναστάτες ζήτημα ζωής ή θανάτου με την πολιτική έννοια, όπως και με την κυριολεκτική και προσωπική έννοια. Ο τρομοκράτης δεν ήταν για μας ήρωας μυθιστορήματος, ήταν άνθρωπος ζωντανός και κοντινός. Στην εξορία περνούσαμε χρόνια μαζί με τους τρομοκράτες της προηγούμενης γενιάς. Στις φυλακές και στα τμήματα μεταγωγών συναντούσαμε τρομοκράτες της ηλικίας μας. Επικοινωνούσαμε στο φρούριο Πέτρου και Παύλου με χτυπήματα στον τοίχο με τους τρομοκράτες που περίμεναν το θάνατο. Πόσες ώρες, πόσες μέρες και φλογερές συζητήσεις, πόσες ρήξεις εξαιτίας αυτού του καυτερού ζητήματος… Από το 1880 δυο γενιές Ρώσων μαρξιστών αποκτούν την πείρα της τρομοκρατίας, βγάζουν τα τραγικά μαθήματά της, διαποτίζονται με οργανική αποστροφή απέναντι στον ηρωικό τυχοδιωκτισμό μερικών. Ο θεμελιωτής του ρωσικού μαρξισμού Πλεχάνοφ, ο ηγέτης του μπολσεβικισμού Λένιν, ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του μενσεβικισμού Μάρτοφ, αφιερώνουν στην πάλη εναντίον της τρομοκρατίας χιλιάδες σελίδες και εκατοντάδες λόγους».

Σε μια εποχή που η ατομική τρομοκρατία έχει χάσει κάθε τι το ηρωικό και έχει γίνει 100 φορές πιο τυχοδιωκτική, το ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης δεν αφιερώνουν εναντίον της όχι εκατοντάδες λόγους και χιλιάδες σελίδες, αλλά ούτε μια λέξη, τη στιγμή ακριβώς που έχει πάρει διαστάσεις, τη στιγμή που έχει μετατραπεί σε ιστορικό κίνδυνο και θα έπρεπε πιο πολύ να την καταδικάζουμε. Γι’ αυτό η πολιτική τους σε αυτό το ζήτημα (όπως και σε όλα τα άλλα) δεν είναι μαρξιστική, δεν είναι κομμουνιστική.

Μια άλλη πιθανή ένσταση θα ήταν ότι η τρομοκρατία είναι ένα φαινόμενο εγγενές στην κουλτούρα των μουσουλμάνων και πρέπει να θεωρηθεί μια λεπτομέρεια σε οργανώσεις όπως η Χαμάς ή η Χεζμπολάχ, που κατά τα άλλα παίζουν ρόλο αντιιμπεριαλιστικό.

Ένα τέτοιο επιχείρημα είναι εντελώς αντιδραστικό και μάλιστα ρατσιστικό. Η τρομοκρατία δεν είναι μια πηγαία κλίση γενικά των μουσουλμάνων, αλλά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων στον μουσουλμανικό κόσμο. Το 2011 στην Αίγυπτο κινητοποιήθηκαν πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι για να ανατρέψουν τον Μουμπάρακ, δεν υπήρξε όμως ούτε μια πράξη τζιχαντισμού. Στη Συρία το 2011 έγινε μια τεράστια λαϊκή εξέγερση και παρότι η δικτατορία του Άσαντ πυροβολούσε και βομβάρδιζε τους διαδηλωτές, δεν είχαμε για πάνω από ένα χρόνο φαινόμενα τζιχαντισμού. Ο τζιχαντισμός στη Μέση Ανατολή, ακόμη και αν παρασέρνει λόγω συνθηκών κάποια ευρύτερα στρώματα, δεν είναι ιδεολογία των μουσουλμάνων γενικά. Ο τζιχαντισμός είναι η ιδεολογία των λούμπεν στοιχείων του πληθυσμού της περιοχής και των οργανώσεων που ενεργούν σαν μακρύ χέρι των τοπικών αντιδυτικών δικτατοριών (Ιράν, Συρία) και του ιμπεριαλιστικού μπλοκ της Ρωσίας-Κίνας που τις στηρίζει – κάθε άλλη εκτίμηση συνιστά απάτη.

Από την άλλη μεριά, μια μαχητική, και πολύ αντιπροσωπευτική για τον ευρύ αριστερίστικο χώρο, θέση υπέρ της Χαμάς παίρνει ο Λ. Βατικιώτης, ο οποίος θεωρεί τη Χαμάς ούτε λίγο ούτε πολύ ως ενσάρκωση της παλαιστινιακής αντίστασης.

Σε ένα άρθρο με τον βαρύγδουπο τίτλο «Η παλαιστινιακή αντίσταση αλλάζει την ιστορία της Μέσης Ανατολής» ο Βατικιώτης μάς πληροφορεί ότι «Η 7η Οκτωβρίου 2023 θα μείνει χαραγμένη στην ιστορία του Ισραήλ και της Μέσης Ανατολής ως η ημέρα που κατέρρευσε το δόγμα επί του οποίου στηρίχθηκε η ύπαρξή του…  το Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023 ο ισραηλινός στρατός ξεφτιλίστηκε από ένα αντάρτικο πόλης, που ως βασικό του κορμό μπορεί να έχει την Χαμάς, το ενοποιητικό του στοιχείο όμως είναι το πάθος για την ελευθερία, για δική του πατρίδα». Τα περί αμάχων θυμάτων από την επίθεση της Χαμάς είναι, κατά τον Βατικιώτη, προπαγανδιστικά ψεύδη των Δυτικών. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβηκε ήταν ότι σκοτώθηκαν «τόσο στρατιώτες όσο και έποικοι που κατοικούν στις γύρω πόλεις (Σντερότ, κ.α.) κι ανήκουν στους υπερορθόδοξους Εβραίους σιωνιστές. Καταχρηστικά επομένως χαρακτηρίζονται αθώοι πολίτες… Η παλαιστινιακή αντίσταση ξαναμοίρασε την τράπουλα σε όλη τη Μέση Ανατολή».

Θα συζητήσουμε παρακάτω πώς ξαναμοίρασε την τράπουλα στη Μέση Ανατολή ο πόλεμος της Χαμάς. Για την ώρα, να επισημάνουμε ότι ο Βατικιώτης ψεύδεται όταν βεβαιώνει ότι δεν υπήρχαν αθώοι πολίτες ανάμεσα στα θύματα. Απεναντίας, από τις μέχρι τώρα πληροφορίες προκύπτει ότι πιθανά η πλειοψηφία των θυμάτων ήταν αθώοι πολίτες· μεταξύ αυτών οι 280 νέοι που διασκέδαζαν σε ένα φεστιβάλ μουσικής και εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τη Χαμάς. Ο Βατικιώτης φαίνεται να μην υποψιάζεται καν ότι ο πογκρομισμός, από όπου και αν προέρχεται, είναι μια ακραία αντιδραστική πρακτική και ότι εδώ μπαίνει ένα ζήτημα αρχών για τον καθένα που θέλει να λέγεται αριστερός, αντιιμπεριαλιστής και πολύ περισσότερο κομμουνιστής.

Ο Βατικιώτης θα μας παραχωρήσει ίσως ότι ενώ τις συνέπειες από τον πόλεμο της Χαμάς μένει να τις δούμε, υπήρξε στο παρελθόν μια μεγάλη επανάσταση, η Οκτωβριανή Επανάσταση, που προκάλεσε στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό ένα ασύγκριτα μεγαλύτερο και πιο βαθύ ρήγμα από αυτό που ο ίδιος προβλέπει ότι θα δημιουργήσει η Χαμάς. Αν όμως ανατρέξει σε αυτό το παράδειγμα δεν θα αποτύχει να δει ότι οι Μπολσεβίκοι αντιδρούσαν αμείλικτα απέναντι σε κάθε πογκρομισμό, που τότε –όπως και σε όλες γενικά τις επαναστάσεις– ήταν σήμα κατατεθέν της πρακτικής των αντεπαναστατών, όχι των Κόκκινων. Ένα μόνο παράδειγμα, επίκαιρο καθώς αφορά στη στάση των Μπολσεβίκων απέναντι στον αντισημιτισμό, θα μας το δείξει αυτό.

Στην τσαρική Ρωσία υπήρχαν ισχυρές αντισημιτικές παραδόσεις. Ο αντισημιτισμός είχε κάποιες ρίζες στην πραγματική ζωή, στο γεγονός ότι οι Εβραίοι έμπορες εκμεταλλεύονταν τον πληθυσμό, είχε καλλιεργηθεί όμως επιμελώς από το τσαρικό καθεστώς, που έβρισκε έτσι ένα τρόπο για να εκτρέπει τη λαϊκή οργή μετατρέποντας τους Εβραίους σε αποδιοπομπαίους τράγους. Μεγάλα αντιεβραϊκά πογκρόμ είχαν λάβει χώρα σε διάφορες περιοχές της τσαρικής Ρωσίας και εκατομμύρια Εβραίοι είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν δυτικά. Στη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου, οι Λευκοί αντεπαναστάτες κορύφωσαν αυτές τις παραδόσεις, δολοφονώντας από 100 ως 250 χιλιάδες Εβραίους στην Ουκρανία και πυρπολώντας τα χωριά τους, σε ένα πρόπλασμα του ναζιστικού Ολοκαυτώματος. Οι Μπολσεβίκοι, αντίθετα, προστάτεψαν τον εβραϊκό πληθυσμό και πήραν όλα τα δυνατά μέτρα για να αποτρέψουν κάθε εκδήλωση αντισημιτισμού στις γραμμές τους. Να τι έχει να μας πει για το θέμα η Έμα Γκόλντμαν, η πασίγνωστη (και ισχυρά αντιμπολσεβίκα) αναρχική, που περιόδευσε στη διάρκεια του εμφυλίου την Ουκρανία και είχε μια άμεση εμπειρία των γεγονότων:

«Το Φάστοφ ήταν επανειλημμένα το θέατρο πογκρόμ Εβραίων, που διέπρατταν οι ορδές κάθε Λευκού στρατηγού που είχε εισβάλλει στην περιοχή. Είχαν υποφέρει από τον Ντενίκιν, από τον Πετλιούρα και τις άλλες εχθρικές δυνάμεις. Αλλά το πογκρόμ που οργάνωσε το 1919 ο Ντενίκιν ήταν το πιο διαβολικό. Είχε κρατήσει μια ολόκληρη βδομάδα και είχε πάρει άμεσα τις ζωές 4.000 ανθρώπων και αρκετών χιλιάδων ακόμη που είχαν χαθεί προσπαθώντας να διαφύγουν στο Κίεβο. Αλλά ο θάνατος δεν ήταν το χειρότερο δεινό, είπε ο ραβί με σπασμένη φωνή. Πολύ πιο βασανιστικοί ήταν οι βιασμοί των γυναικών, ανεξάρτητα από ηλικία, των πιο νεαρών ανάμεσά τους επαναλαμβανόμενα και σε παρουσία των ανδρών συγγενών τους, που οι στρατιώτες κρατούσαν με δεμένα χέρια. Οι ηλικιωμένοι Εβραίοι είχαν παγιδευτεί στη συναγωγή, βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν, ενώ οι γιοι τους οδηγήθηκαν στην πλατεία για να έχουν την ίδια τύχη. Με το γέρο ραβί όντας τώρα πολύ κλονισμένο για να συνεχίσει, η αφήγηση αναλήφθηκε από ένα άλλο μέλος της επιτροπής. Το Φάστοφ ήταν, είπε, μια από τις πιο ευημερούσες πόλεις στο νότο. Όταν οι ορδές του Ντενίκιν κουράστηκαν από το αιματηρό όργιό τους, λεηλάτησαν το κάθε σπίτι, κατέστρεψαν όσα πράγματα δεν μπορούσαν να μεταφέρουν, και πυρπόλησαν τα σπίτια. Οι επιζώντες, μια χούφτα ανθρώπων, οι περισσότεροι γριές και μικρά παιδιά, ήταν τώρα καταδικασμένοι σε αργό θάνατο, εκτός και αν ερχόταν γρήγορα βοήθεια από κάπου… Κανένα πογκρόμ δεν είχε λάβει χώρα αφότου οι μπολσεβίκικες δυνάμεις είχαν μπει στην περιοχή. Οι πληροφοριοδότες μας παραδέχτηκαν ότι οι Κόκκινοι στρατιώτες δεν ήταν απαλλαγμένοι από τον αντισημιτισμό, αλλά η εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας στο Φάστοφ είχε απομακρύνει τον τρόμο νέων πογκρόμ και οι χωρικοί προσεύχονταν για τον Λένιν έκτοτε».

Ο καθένας θα δει ότι η δολοφονική πρακτική της Χαμάς, με τις εκτελέσεις και πυρπολήσεις αμάχων στα καταφύγια, κοκ, ανταποκρίνεται στην πρακτική των συμμοριών των Λευκών στην Οκτωβριανή Επανάσταση, όχι σε εκείνη των Μπολσεβίκων και του Λένιν.

Ο Βατικιώτης δεν αρκείται να εμφανίζει τη Χαμάς ως το γνήσιο εκφραστή των απελευθερωτικών βλέψεων του παλαιστινιακού λαού. Σε δεκάδες και δεκάδες άρθρα του υπερασπίζει την αιματοβαμμένη δικτατορία του Άσαντ και τη Ρωσία του Πούτιν ως αντιιμπεριαλιστικά καθεστώτα που αντιμάχονται τον αμερικανισμό, επιφυλάσσοντας τον τίτλο των τζιχαντιστών μόνο στους αντικαθεστωτικούς της Συρίας.

Στο ίδιο άρθρο του που αναφέραμε προβαίνει σε μερικές πολύτιμες ομολογίες σχετικά με τις συνδέσεις Χαμάς-Ιράν-Ρωσίας, που γενικά τις αρνούνται ή τις υποβαθμίζουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Αναφέρεται στη διαδικασία εξομάλυνσης ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Άραβες, την οποία φυσικά ήθελαν να διαταράξουν το Ιράν και στη Ρωσία. Και σε αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζει τις επαφές και την άμεση και έμμεση ενίσχυση της Χαμάς όχι μόνο από το Ιράν αλλά ακόμη και από τη Ρωσία:

«Επίσης, η επίσκεψη της ηγεσίας της Χαμάς στην Μόσχα δύο φορές τον τελευταίο χρόνο ξεπερνούσαν [sic!] κατά πολύ την εθιμοτυπία. Ενώ η κυβερνο-επίθεση που δέχτηκε η ισραηλινή κυβέρνηση το απόγευμα της Κυριακής από το ρωσική ομάδα χάκερς Killnet συνοδεύτηκε από μια αιτιολόγηση («προδώσατε την Ρωσία») που δεν άφηνε καμμιά αμφιβολία για τις πραγματικές της αιτίες. Η υποστήριξη που ενδέχεται να είχαν οι δυνάμεις της αντίστασης από το εξωτερικό δεν μειώνει σε τίποτε την επιτυχία τους, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε αντίσταση με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ελληνική την περίοδο 1940-194 [sic!] που εξοπλιζόταν από την Αγγλία, την Σοβιετική Ένωση, κ.λπ.».

Ας αφήσουμε κατά μέρος το γεγονός ότι το ΕΑΜ δεν έλαβε καθόλου όπλα από τη Σοβιετική Ένωση και πήρε μόνο μια ασήμαντη βοήθεια από την Αγγλία, συγκριτικά με την ογκώδη και πολύπλευρη στήριξη της Χαμάς από το Ιράν· οι ιστορικές συγκρίσεις δεν είναι το δυνατό σημείο του αναλυτή μας. Ας παραδεχτούμε ότι η Χαμάς είναι το παλαιστινιακό αντίστοιχο του ΕΑΜ. Αν ίσχυε αυτό, δεν θα φρόντιζε να είναι η επίθεσή της στο Ισραήλ τέτοια που να μην εκθέσει σε μεγάλους κινδύνους τον παλαιστινιακό λαό;

Η απάντηση είναι ότι θα φρόντιζε και υπήρχαν τρόποι να το κάνει. Για παράδειγμα, έχοντας πιάσει στον ύπνο τους Ισραηλινούς και εξουδετερώσει τις συνοριακές φρουρές, μπορούσαν να γκρεμίσουν σε μεγάλο μήκος τον μεθοριακό φράκτη, ξεφτιλίζοντας έτσι την κυβέρνηση και το κράτος του Ισραήλ. Σε μια τέτοια επιχείρηση θα σκοτώνονταν Ισραηλινοί στρατιώτες, οι απώλειες όμως δεν θα ήταν τέτοιες και τέτοιας φύσης που να δικαιολογούν μια εισβολή του Ισραήλ στη Γάζα. Ωστόσο, η Χαμάς δεν έκανε αυτό. Η επιχείρησή της ήταν συνειδητά υπολογισμένη και σχεδιασμένη έτσι ώστε να μεγιστοποιήσει τις απώλειες του Ισραήλ, και μάλιστα στον άμαχο πληθυσμό, κάνοντας αναπόφευκτη μια ισραηλινή επίθεση στη Γάζα και, πολύ πιθανά, μια γενίκευση του πολέμου. Αυτή η επιλογή ήταν εξαρχής βέβαιο ότι θα έχει μοιραίες συνέπειες στους Παλαιστίνιους, ήταν όμως η μόνη που καθιστά δυνατή την εμπλοκή της Χεζμπολάχ και του Ιράν, ανάλογα με τις παραπέρα εξελίξεις, στον πόλεμο. Αν τώρα ο ίδιος ο Βατικιώτης μάς λέει ότι η Χαμάς είχε στήριξη και βοήθεια όχι μόνο από το Ιράν αλλά και τη Ρωσία, αυτό δεν δημιουργεί την υποψία ότι έδρασε όχι ως φορέας της παλαιστινιακής αντίστασης, αλλά ως το μακρύ χέρι του Ιράν και της Ρωσίας στην περιοχή; Δεν δημιουργεί την υποψία ότι ο τζιχαντισμός της είναι μια μάσκα για τα ιρανικά και τα ρωσικά γεωπολιτικά συμφέροντα;

Πρέπει να είναι τελείως τυφλός κανείς για να μην μπορεί να δει ότι δημιουργεί αυτές τις υποψίες.

Ο Βατικιώτης μάς προσφέρει και μερικές θαυμαστές, και θαυμαστά αισιόδοξες, προοπτικές για τις παραπέρα εξελίξεις στην περιοχή:

«Άμεσα, ο δρόμος για την ειρήνη περνά μέσα από την εκδίωξη του Νετανιάχου από τα πολιτικά πράγματα του Ισραήλ καθώς εσκεμμένα συντηρεί κλίμα πολέμου στη χώρα ώστε τα συνταγματικά του πραξικοπήματα να φαίνονται επιβεβλημένα σε ένα διαρκές καθεστώς έκτακτης ανάγκης… Ο δισταγμός άλλωστε του Ισραήλ να προχωρήσεις [sic!] σε χερσαία επέμβαση φέρνει στην επιφάνεια τα διλλήματα [sic!] ασφαλείας που αντιμετωπίζει καθώς αν περάσει τα σύνορα της Γάζας, τότε οι ισραηλινοί όμηροι θα θανατωθούν και οι απώλειες του κατοχικού στρατού θα εκτοξευθούν. Πολύ περισσότερο αν εισέλθει στον πόλεμο και η λιβανέζικη Χεζμπολάχ, όπως έχουν διαμηνύσει στο Τελ Αβίβ οι αιγύπτιοι διαπραγματευτές. Τότε το κύμα φυγής πολιτών από το Ισραήλ θα λάβει διαστάσεις υστερίας».

Όλα θα πάνε κατ’ ευχή, λοιπόν. Ο Νετανιάχου θα εκδιωχθεί, ίσως και άμεσα, οι Ισραηλινοί θα το βάλουν στα πόδια σε κατάσταση υστερίας και η υπόθεση της ειρήνης θα θριαμβεύσει.

Αναρωτιέται μόνο κανείς σε ποιο κόσμο ζει ο αρθρογράφος. Στον πραγματικό κόσμο παρατηρούμε να συμβαίνουν εντελώς διαφορετικά πράγματα: Ο Νετανιάχου, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα για μια ολόκληρη χρονιά, έχει ξελασπώσει και όλη η αντιπολίτευση έχει στρατευτεί στην πολεμική προσπάθεια· οι Ισραηλινοί όχι μόνο δεν το σκάνε, αλλά έρχονται κατά χιλιάδες από το εξωτερικό να καταταγούν και να πολεμήσουν στον ισραηλινό στρατό· οι Παλαιστίνιοι εκδιώκονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες από τη Γάζα. Αυτά είναι όσα βλέπουμε για την ώρα· το τι θα γίνει στη συνέχεια μένει να φανεί.

Συμπερασματικά

Στο άρθρο του για τον Γκρίνσπαν, αναφερόμενος στην αγανάκτηση που προκαλούσαν τα εγκλήματα των ναζί, ο Τρότσκι υπέδειχνε τον πραγματικό ιστορικό δρόμο της τιμωρίας τους:

«Τα δίχως προηγούμενο εγκλήματα του φασισμού δημιουργούν μια απόλυτα δικαιολογημένη διάθεση για εκδίκηση. Όμως, όσο τερατώδες κι αν είναι το φάσμα των εγκλημάτων τους, αυτή η διάθεση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με τη δολοφονία απομονωμένων φασιστών γραφειοκρατών. Για να ικανοποιηθεί αποτελεσματικά πρέπει να μπουν σε κίνηση εκατομμύρια, δεκάδες κι εκατοντάδες εκατομμύρια καταπιεσμένων σε όλο τον κόσμο και να οδηγηθούν στην έφοδο ενάντια στα κάστρα της παλιάς κοινωνίας. Μόνο η ανατροπή όλων των μορφών σκλαβιάς, μόνο η πλήρης συντριβή του φασισμού, μόνο η δίχως οίκτο λαϊκή καταδίκη των σύγχρονων ληστών και γκάγκστερς θα δώσει πλήρη ικανοποίηση στην αγανάκτηση του λαού».

Υπάρχουν τέτοια κινήματα και ρεύματα στη Μέση Ανατολή που μπορεί να τιμωρήσουν τα εγκλήματα του κράτους του Ισραήλ; Υπάρχουν, μόνο που είναι ακόμη ανώριμα και όχι πλήρως ανεπτυγμένα. Ο αγώνας του λαού του Ισραήλ ενάντια στον αυταρχισμό του καθεστώτος Νετανιάχου· οι μαζικές διαδηλώσεις, που ξέσπασαν τους τελευταίους μήνες, ενάντια στην αιμοσταγή δικτατορία του Άσαντ· το ευρύ λαϊκό κίνημα και η εξέγερση στο Ιράν, μετά τη δολοφονία της Αμινί, ενάντια στο καθεστώς των μουλάδων – να ποια είναι τα ρεύματα και τα κινήματα από την ανάπτυξη και συνένωση των οποίων θα προκύψει η ανατροπή της αντίδρασης στο Ισραήλ και η προοδευτική ιστορική αλλαγή στην περιοχή.

Αυτές οι τάσεις θα προχωρήσουν έτσι κι αλλιώς. Ο πόλεμος της Χαμάς όμως τις εκτρέπει και τις ρίχνει πίσω, δημιουργώντας ένα χαοτικό περιβάλλον στο οποίο το προχώρημά τους θα είναι δέκα και είκοσι φορές πιο δύσκολο. Αυτός είναι ο κύριος λόγος – για να μη μιλήσουμε για τον τοπικό και διεθνή αντίκτυπο ενός γενικευμένου πολέμου στην περιοχή, με συμμετοχή της Χεζμπολάχ, του Ιράν κοκ– για τον οποίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς, παρά σαν ένας ιστορικός τυχοδιωκτισμός.

Αν κάποιες ηγεσίες στον κομμουνιστικό χώρο δεν το καταλαβαίνουν αυτό και είτε δεν καταδικάζουν τη Χαμάς, είτε ακόμη την υποστηρίζουν, αυτό συνδέεται με το γραφειοκρατισμό τους και την απόσπασή τους από τη ζωή, που αποτελεί την κληρονομιά του σταλινισμού. Ο Τρότσκι, στις αναλύσεις του, είχε επισημάνει αυτή την πλευρά, σε σύνδεση με τη μαζική τρομοκρατία που είχε εξαπολύσει η σταλινική ηγεσία στα 1936-38 στην ΕΣΣΔ:

«Η ατομική τρομοκρατία δεν είναι στο βάθος παρά η ανάποδη όψη του γραφειοκρατικού συστήματος. Αυτό το νόμο οι μαρξιστές δεν τον γνώρισαν χτες. Ο γραφειοκρατισμός δεν έχει εμπιστοσύνη στις μάζες, που προσπαθεί να υποκαταστήσει. Η τρομοκρατία φέρεται όμοια, αφού εννοεί να χαρίσει την ευτυχία στις μάζες χωρίς τη δική τους συνδρομή. Η σταλινική γραφειοκρατία δημιούργησε την αηδιαστική λατρεία των αρχηγών με τις θεϊκές ιδιότητες. Η λατρεία των “ηρώων” είναι και λατρεία του τρομοκράτη, μ’ όλο που τον σημαδεύει με ένα αρνητικό σημείο».

Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε στην τηλεόραση απελπισμένους Παλαιστίνιους που παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς να κραυγάζουν: «Καταστρεφόμαστε! Μας σκοτώνουν! Πού είναι οι Άραβες;»

Αυτή η έκκληση στους «Άραβες» είναι βέβαια το προϊόν μιας αυταπάτης. Δεν υπάρχουν Άραβες γενικά, υπάρχουν αραβικά καθεστώτα. Και τα καθεστώτα αυτά δεν είναι όπως ήταν στις δεκαετίες του 1960 ή του 1980, όταν οι αστικές τάξεις τους έπαιζαν ακόμη ένα προοδευτικό ρόλο, αντιστέκονταν στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και συμμαχούσαν με την ΕΣΣΔ. Από τότε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι και οι αστικές τάξεις της περιοχής σάπισαν. Σήμερα αρκετά από αυτά τα καθεστώτα, της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, κοκ, είναι πιόνια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και σχεδόν σίγουρα δεν θα κουνήσουν ούτε ένα δάκτυλο για την υπόθεση των Παλαιστίνιων. Άλλα καθεστώτα, όπως η συριακή δικτατορία και η θεοκρατία των μουλάδων στο Ιράν, είναι ακόμη χειρότερα. Τα καθεστώτα αυτά μπορεί να παρέμβουν, αλλά δεν θα το κάνουν για να υπερασπίσουν την υπόθεση των Παλαιστίνιων. Θα παρέμβουν για να εκτρέψουν κάθε ριζοσπαστική διαδικασία στην περιοχή, να καταπιέζουν και να δολοφονούν πιο εύκολα τους λαούς τους και να ανοίξουν παραπέρα το δρόμο στον εαυτό τους και στο ρωσικό ιμπεριαλισμό για να αρπάξουν ό,τι μπορούν. Οργανώσεις όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, από την ίδια τη φύση και τα στηρίγματά τους, δεν μπορεί παρά να ενεργούν ως υποχείρια σε αυτά τα σχέδια.

Για να απαλλάξουμε τις μάζες από τις ψευδαισθήσεις τους και να τις ανυψώσουμε σε μια επίγνωση της ανάγκης να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις πρέπει να τους ανοίξουμε τα μάτια και για το ρόλο οργανώσεων όπως η Χαμάς, για το ρόλο γενικότερα της ατομικής τρομοκρατίας. «Στο πλευρό του παλαιστινιακού λαού – Ενάντια στο κράτος του Ισραήλ και ενάντια στη Χαμάς» – να ποια είναι η κομμουνιστική γραμμή που μπορεί να συνεισφέρει σε αυτό το στόχο.

Στο ήδη συζητημένο άρθρο του του 1911 για την τρομοκρατία ο Τρότσκι καταλήγει:

«Ό,τι κι αν λένε οι ευνούχοι και οι φαρισαίοι της ηθικολογίας, το αίσθημα της εκδίκησης έχει τα δικαιώματά του. Αποτελεί τη μεγαλύτερη ηθική τιμή για την εργατική τάξη ότι δεν βλέπει με ψυχρή αδιαφορία αυτά που συμβαίνουν σε τούτο τον καλύτερο δυνατό κόσμο. Το έργο της Σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι να καταπνίξει το ανεκπλήρωτο αίσθημα εκδίκησης του προλεταριάτου, αλλά αντίθετα να το υποδαυλίζει συνεχώς, να το βαθαίνει και να το στρέφει ενάντια στις πραγματικές αιτίες κάθε αδικίας και κάθε ανθρώπινης χυδαιότητας και προστυχιάς.  Αν είμαστε αντίθετοι προς τις τρομοκρατικές πράξεις, αυτό γίνεται επειδή η ατομική εκδίκηση δεν μας ικανοποιεί. Ο λογαριασμός που έχουμε να εξοφλήσουμε με το καπιταλιστικό σύστημα είναι πολύ μεγάλος για να παρουσιαστεί σε κάποιο υπάλληλο που λέγεται υπουργός. Να μάθουμε να βλέπουμε όλα τα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα, όλες τις προσβολές και τις ταπεινώσεις στις οποίες υποβάλλεται το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα, σαν τις τερατώδεις εκφύσεις και εκφράσεις του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος για να μπορέσουμε να κατευθύνουμε όλες τις ενέργειές μας σ’ έναν ομαδικό αγώνα ενάντια σ’ αυτό το σύστημα – αυτή είναι η κατεύθυνση στην οποία η φλογερή επιθυμία για εκδίκηση μπορεί να βρει την ανώτατη ηθική της ικανοποίηση».  

Αν οι τρομοκράτες της εποχής του Τρότσκι έστρεφαν την επιθυμία τους για εκδίκηση ενάντια στον υπουργό, οι τζιχαντιστές των ημερών μας τη στρέφουν ενάντια στον πρώτο τυχόντα που θα βρεθεί μπροστά τους, ακόμη και ενάντια σε γιαγιάδες και βρέφη. Μόνο οι αδιόρθωτοι γραφειοκράτες και οι σεκταριστές, αυτοί που έχουν παραιτηθεί από το συλλογικό αγώνα για την αλλαγή του κόσμου και περιμένουν από τους άλλους όσα δεν θα σταθούν ποτέ άξιοι να κάνουν οι ίδιοι, μπορεί να μη διαχωρίζουν τη θέση τους από μια τέτοια «εκδίκηση», ή ακόμη να τη βλέπουν σαν έκφραση του απελευθερωτικού αγώνα ενός λαού.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κριτική του Νεοσταλινισμού του ΚΚΕ (εκδ. Εύμαρος).

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο