Από την Κατέ Καζάντη
Αυτό το αδηφάγο καπιταλιστικό σύστημα, αυτό που καθιστά τη δίψα για κέρδη, με την ιδιοποίηση της υπεραξίας του εργάτη, σε ύψιστη ηθική αρχή, αυτό που, όσο κινείται και μεταλλάσσεται, συμπαρασύρει και πετά, ως απορρίμματα, ανθρώπινες ζωές, αυτό, το μόνο υπάρχον σύστημα, εθίζει, σήμερα, τους/ις πολίτες/ισσσες σε μια πρωτόγνωρη ταχύτητα. Σαρώνοντας τις συνειδήσεις.
Ο καπιταλισμός λατρεύει να σκοτώνει: καταστρέφει και καταστρέφεται. Αλλά, για τον εαυτό του, αυτάρεσκα και δημιουργικά. Και ξαναγεννιέται με τους ίδιους, τους δικούς του δηλαδή, όρους.
Για την καπιταλιστική αισθητική, ο χρόνος είναι μια διάσταση με πολλές αναγνώσεις, Να δουλεύει ας πούμε ένας άνθρωπος έως τα 67 είναι μια αδιαμφισβήτητη κανονικότητα. Όχι όμως και το ανάποδο, να δίνει δηλαδή εργοδότης/τρια δουλειά σε άνεργους/ες 60χρονες/νους. Αυτό φαντάζει περίπου παραλογισμός.
Οι καπιταλιστές ποντάρουν στη νιότη. Και στην υπεραξία της. Όπως και στην εναλλαγή. Των από κάτω φυσικά, όχι των εαυτών τους, των οποίων ο πλούτος κληροδοτείται αδιάλειπτα στους απόγονους – όμοιούς τους. Αντιλαμβάνονται την κοινωνία ως ένα «συνεταιρισμό καταναλωτών» όπου διακύβευμα είναι η διαρκής πώληση εμπορευμάτων και, άρα συνακόλουθα, η μετατροπή των οντοτήτων σε εμπορεύματα. Εφευρίσκονται έτσι διαρκώς και πωλούνται φρέσκα ανθρωπολογικά προϊόντα, αναλόγως, εννοείται, των συμφερόντων των ολίγων.
‘Εχει γούστο ο καπιταλισμός της μεταδημοκρατίας. Αποδομώντας ό,τι του πάει κόντρα, ξεφτιλίζει ταυτόχρονα την ίδια την πολιτική. Και, προπαντός, τις ιδέες. Που δεν τις χρειάζεται. Που τις κρίνει επικίνδυνες κι ασύμφορες. Όπως, ομοίως, και τις λέξεις κλειδιά, εκείνες που ξεχωρίζουν την ήρα από τα στάρια. Εκμετάλλευση, εργατική τάξη, εργοδοσία, αναδιανομή και άλλες παρόμοιες έχουν ήδη κοπεί από το δημόσιο διάλογο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ένας νέου τύπου μεσσιανισμός κάνει την εμφάνισή του: οι πολιτικές συλλογικότητες καταργούνται, ως πεπαλαιωμένες. Οι ευπώλητες ατομικότητες είναι εδώ, καινούργιες και απαστράπτουσες. Νέοι/ες, ωραίοι/ες, φωτογενείς, κοσμικοί/ες και σαλονάτοι, που μιλούν «απλά και κατανοητά», πλασάρονται ως νέο προϊόν. Μια τυχαία ανθρώπινη διάσταση, η νιότη, από την οποία όλ@ περνούν αλλά κανείς/μια δεν μένει δια παντός, ανάγεται σε προσόν. Συσκοτίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και εγείροντας μιαν, ανεκδιήγητη, ενίοτε, έπαρση.
Μαζί με τα επιβαλλόμενα πρότυπα –νέοι και ωραίοι- καλλιεργείται τεχνηέντως ο ηλικιακός ρατσισμός. Οι «παλιοί/ες», ιδίως εκείνοι/ες που κρατούν ακόμα τις «επικίνδυνες» αναφορές, στέλνονται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Έτσι οι από πάνω ξεφορτώνονται τους/ις όντως επικίνδυνους/ες: αποκενωμένα των ιδεών, τα γκλάμουρ πρόσωπα είναι ο ορισμός της κοινωνικής σύμβασης, ο ορισμός, δηλαδή, του ακίνδυνου. Το καινόν μοιάζει πια να μη διαφέρει σε τίποτα από το κενό. Η σώνει και ντε ηλικιακή εναλλαγή, η νεολαγνεία, δεν είναι παρά ένας αποπροσανατολιστικός ιός, απειλητικός για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Αλήθεια, τι δουλειά, άραγε, μπορεί να έχουν όλα τα παραπάνω με την αριστερά;