Αναδημοσίευση από rproject.gr
Το άρθρο της Σάρον Σμιθ δημοσιεύτηκε την 1η Αυγούστου του 2017 στην εφημερίδα «Socialist Worker» https://socialistworker.org/2017/08/01/a-marxist-case-for-intersectionality και αναδημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 11 του περιοδικού “Κόκκινο”. Τη μετάφραση έκανε η Κατερίνα Καλλέργη και την επιμέλεια η Έλενα Λεχρή-Κοτρώνη.
Εισαγωγικό σημείωμα της Σύνταξης (Κόκκινο)
Τα τελευταία χρόνια έχει δημοσιευτεί πληθώρα άρθρων και βιβλίων για τη διαθεματικότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Η χρήση της έννοιας στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις προσεγγίσεις των Σπουδών Φύλου, καθώς και σε ένα πιο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Είναι τόσο διαφορετικές και αντιφατικές όμως οι διάφορες χρήσεις της, που θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για διαθεματικότητες. To σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι διαφορετικές αναγνώσεις της έννοιας είναι στην παραδοχή ότι οι καταπιέσεις που προκύπτουν από το φύλο, την καταγωγή, την τάξη κ.ο.κ αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και βιώνονται με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετική ένταση από τις/τους καταπιεσμένες/ους.
Η συζήτηση αυτή διεξάγεται με μεγαλύτερη και αυξανόμενη ένταση στους κόλπους των κινημάτων από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ισπανία, που συγκεντρώνουν μεταναστευτικούς πληθυσμούς οι οποίοι καλούνται να «ενσωματωθούν» στις νέες χώρες διαμονής τους. Δεν είναι όμως καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η καρδιά αυτής της συζήτησης βρίσκεται στην Αμερική. Η πρώτη γυναίκα που έκανε χρήση του όρου είναι η μαύρη νομικός ακαδημαϊκός και φεμινίστρια Κίμπερλι μόλις το 1989, με αφορμή μια δικαστική συζήτηση που ανέδειξε το κενό στο νόμο για τις περιπτώσεις απολύσεων ή βιασμών μαύρων γυναικών. Την ίδια εποχή ανθίζουν οι μεταδομιστικές και μεταμοντέρνες θεωρίες που κάνουν κριτική στο μαρξισμό για ουσιοκρατία και αναπτύσσουν μια πολιτική των ταυτοτήτων, που είναι βασισμένη στη διαφορά και όχι στα σημεία όπου οι καταπιεσμένοι συναντώνται.
Η Σάρον Σμιθ, φεμινίστρια συγγραφέας και ηγετικό στέλεχος της αμερικάνικης οργάνωσης ISO, εν μέσω ισχυρών κινημάτων όπως είναι το Black Lives Matter και το φεμινιστικό κίνημα που εξεγείρεται ενάντια στον Τραμπ, γράφει το άρθρο που ακολουθεί στις επόμενες σελίδες, ενώ έχει ήδη από το 2014 προχωρήσει σε αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου της «Γυναίκες και Σοσιαλισμός: Τάξη, Φυλή, Κεφάλαιο», στο οποίο επανατοποθετεί τη σχέση μαρξισμού και φεμινισμού, καταγράφοντας συγκλίσεις και όχι αποκλίσεις. «Ανακαλύπτοντας» την εμπειρία μιας γυναικείας μαύρης συλλογικότητας, της Κόμπαχι Ρίβερ, επιχειρεί μια επανα-οικειοποίηση της έννοιας της διαθεματικότητας, μιλώντας για τις διαφορετικές προσεγγίσεις του όρου. Αυτή του μαρξισμού και αυτή του μεταδομισμού. Το παρόν κείμενο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί τοποθετεί τη συζήτηση σε ένα ιστορικό πλαίσιο, γεωγραφικά προσδιορισμένο. Την ιστορία του μαύρου κινήματος στην Αμερική. Χωρίς τη γνώση αυτού του πλαισίου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η χειραφετητική προοπτική της έννοιας, με κίνδυνο να παραμείνει κενή.
Η Σάρον Σμιθ προχωρά σε μια θαρραλέα τοποθέτηση, χωρίς να διστάζει να επισημάνει την υποτίμηση της εμπειρίας των μαύρων γυναικών και των φεμινιστριών από τον αμερικάνικο μαρξισμό, τμήμα του οποίου είναι και η οργάνωσή της, η ISO. Η Σάρον Σμιθ, υιοθετώντας αυτή τη στάση, επισημαίνει ότι ο μαρξισμός αποτελεί μια ζωντανή θεωρία, η οποία εξελίσσεται συνεχώς και επανα-νοηματοδείται μέσα από την εμπειρία των καταπιεσμένων. Η συλλογικότητα Κόμπαχι Ρίβερ ήταν μια συλλογικότητα μαύρων σοσιαλιστριών, λεσβιών γυναικών και η Σάρον Σμιθ επιμένει πως οι μαρξιστές έχουν να μάθουν από την εμπειρία, αποδεχόμενοι νέους τρόπους να μιλούν, να αντιλαμβάνονται και να παλεύουν τις καταπιέσεις που δημιουργεί ο καπιταλισμός και οι ταξικοί αγώνες. Την ίδια συζήτηση προσεγγίζουν πιο δισταχτικά άλλες οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς διεθνώς, υποστηρίζοντας ότι η μαρξιστική παράδοση έχει ήδη εξηγήσει τις διαφορετικές καταπιέσεις και πως ό,τι ήταν να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί, μη αποδεχόμενες τον όρο διαθεματικότητα, τον οποίο αντιμετωπίζουν ως αποκλειστικά μεταμοντέρνα κατασκευή.
Δεν υπάρχει λόγος σε αυτό το μικρό προλογικό σημείωμα να επεκταθούμε σε αυτή τη συζήτηση. Θα επανέλθουμε άλλωστε και σε επόμενα τεύχη. Μπορούμε ωστόσο να υπογραμμίσουμε τo ανοιχτό πνεύμα με το οποίο προσεγγίζει η Σάρον Σμιθ την έννοια της διαθεματικότητας, τη διάθεσή της να υποδεχτεί τις μαύρες θεωρητικούς, εντάσσοντας τη σκέψη και τις επεξεργασίες τους στη μαρξιστική παράδοση και την πεποίθησή της ότι οι μαρξιστές δεν μαθαίνουν στα, αλλά κυρίως από τα κινήματα και τις εμπειρίες των κολασμένων της γης.
Της Σάρον Σμιθ* https://socialistworker.org/2017/08/01/a-marxist-case-for-intersectionality
Πολλοί/ές ακτιβιστές/στριες, ακούγοντας να γίνεται λόγος στους κόλπους της Αριστεράς για τη λέξη «διαθεματικότητα», συναντάνε δυσκολίες στο να την ορίσουν –και η αιτία είναι απολύτως κατανοητή: όταν διαφορετικοί άνθρωποι με διαφορετικό ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο προσεγγίζουν τη διαθεματικότητα, την ερμηνεύουν ο καθένας με ξεχωριστό τρόπο, επομένως είναι αναμενόμενο να δημιουργείται έντονη αντιπαράθεση ήδη από τον ορισμό της έννοιας. Γι’ αυτό το λόγο –και επειδή πρόκειται για μία επτασύλλαβη λέξη [ΣτΜ: Στην αγγλική γλώσσα οι λέξεις με πάνω από 4 συλλαβές χρησιμοποιούνται συχνά για να περιγράψουν αφηρημένες έννοιες]– η διαθεματικότητα αρχικά φαντάζει ως μια αφηρημένη έννοια με ασαφή σύνδεση με την υλική πραγματικότητα. Θα ήταν λάθος όμως να απορρίψουμε τον όρο εξαρχής.
Υπάρχουν δύο διακριτές ερμηνείες για τη διαθεματικότητα: αυτή που αναπτύχθηκε από τις μαύρες φεμινίστριες και αυτή που αναπτύχθηκε από τη «μεταδομιστική» πτέρυγα του μεταμοντερνισμού. Σ’ αυτό το άρθρο θα αποπειραθώ να αποσαφηνίσω τις διαφορές τους και να εξηγήσω γιατί η μαύρη φεμινιστική παράδοση ενισχύει την προσπάθεια οικοδόμησης ενός ενωτικού κινήματος που θα εναντιώνεται σε όλες τις μορφές καταπίεσης, προσπάθεια η οποία βρίσκεται στο κέντρο της πρακτικής και της θεωρίας των σοσιαλιστών, αλλά όχι των μεταδομιστών.
Μία έννοια, όχι μία θεωρία
Θα ήθελα να ξεκινήσω διασαφηνίζοντας κάποια πράγματα.
Πρώτον, η διαθεματικότητα είναι μία έννοια, όχι μία θεωρία. Είναι μια περιγραφή του πώς οι διαφορετικές μορφές καταπίεσης –ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η καταπίεση των ΛΟΑΤΚΙ και όλες οι άλλες μορφές καταπίεσης– αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και συντίθενται σε μια μοναδική εμπειρία. Ως εκ τούτου, οι μαύρες γυναίκες δεν είναι απλώς «διπλά καταπιεσμένες» –δηλαδή η καταπίεση που βιώνουν, δεν αφορά δύο ξεχωριστές εμπειρίες που απλά προστίθενται η μία στην άλλη. Δεν βιώνουν το ρατσισμό με τον ίδιο τρόπο που τον βιώνουν οι μαύροι άντρες και παράλληλα το σεξισμό με τον ίδιο τρόπο που τον βιώνουν οι λευκές γυναίκες. Αντίθετα, ο ρατσισμός επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι μαύρες γυναίκες καταπιέζονται τόσο ως γυναίκες, όσο και ως μαύροι άνθρωποι.
Η διαθεματικότητα είναι ένας άλλος τρόπος για να περιγραφεί η διασταύρωση των καταπιέσεων της φυλής, του φύλου και της τάξης και ακολουθεί τους όρους που χρησιμοποίησαν οι μαύρες φεμινίστριες. Έτσι λοιπόν, δίπλα στους όρους «ταυτόχρονες καταπιέσεις», «επικαλυπτόμενες καταπιέσεις», «συνδεόμενες καταπιέσεις», βρίσκεται και ο όρος της διαθεματικότητας. Όπως υποστήριξε η μαύρη φεμινίστρια και ακαδημαϊκός Μπάρμπαρα Σμιθ το 1983 στο «Home Girls: A Black Feminist Anthology»:
«Η αντίληψη της ταυτόχρονης-πολλαπλής καταπίεσης εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να αποτελεί την πεμπτουσία της μαύρης φεμινιστικής κατανόησης της πολιτικής πραγματικότητας και, όπως πιστεύω, η προαναφερθείσα αντίληψη συνιστά μία από τις πιο σημαντικές συνεισφορές της μαύρης φεμινιστικής σκέψης γενικότερα».
Εφόσον η διαθεματικότητα είναι μία έννοια (αποτελεί δηλαδή μία περιγραφή της εμπειρίας των πολλαπλών καταπιέσεων χωρίς να εξηγεί τις αιτίες τους) και όχι μια ολοκληρωμένη θεωρία (η οποία αποπειράται να εξηγήσει τις ρίζες των καταπιέσεων), μπορεί να ενταχθεί σε διάφορες θεωρίες για την προέλευση της καταπίεσης –τη μαρξιστική, τη μεταμοντέρνα, αλλά και τη σεπαρατιστική [ΣτΜ: που επιδιώκει το «διαχωρισμό»] κλπ.
Καθώς λοιπόν ο μαρξισμός και ο μεταμοντερνισμός βρίσκονται συχνά σε σύγκρουση, η χρήση της έννοιας της διαθεματικότητας στα δύο αυτά θεωρητικά πλαίσια γίνεται με πολύ διαφορετικούς και αντικρουόμενους τρόπους.
Ο μαρξισμός εντοπίζει την αιτία όλων των μορφών καταπίεσης στην ύπαρξη ταξικών κοινωνιών, ενώ άλλες θεωρίες, που προέρχονται από το ρεύμα του μεταμοντερνισμού, απορρίπτουν αυτή τη θεώρηση ως «ουσιοκρατική» και «απλουστευτική». Αυτός είναι ο λόγος που αρκετοί μαρξιστές έχουν υπάρξει επιφυλακτικοί έως και εχθρικοί απέναντι στον όρο «διαθεματικότητα», χωρίς όμως να κάνουν τον απαραίτητο διαχωρισμό μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών θεωρητικών θεμελίων του όρου: μεταξύ δηλαδή του μαύρου φεμινισμού και του μεταμοντερνισμού/μεταδομισμού.
Η παράδοση του μαύρου φεμινισμού
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η έννοια της διαθεματικότητας αναπτύχθηκε σε πρώτο στάδιο από τις μαύρες φεμινίστριες και όχι από το ρεύμα του μεταμοντερνισμού.
Το ρεύμα του μαύρου φεμινισμού έχει μακρά και πολυσύνθετη ιστορία, που βασίζεται στην αναγνώριση ότι το σύστημα της δουλοκτησίας και έκτοτε ο σύγχρονος ρατσισμός και ο φυλετικός διαχωρισμός έχουν κάνει τις μαύρες γυναίκες να υποφέρουν με τρόπους που οι λευκές γυναίκες δεν βίωσαν ποτέ.
Το 1851, η Σοτζέρνερ Τρουθ έκανε τη διάσημη πλέον ομιλία της με τίτλο «Δεν είμαι εγώ γυναίκα;» («Ain’t I a woman?») στο Συνέδριο των Γυναικών στο Άκρον του Οχάιο. Η ομιλία αυτή στόχευε στο να τονίσει στις λευκές μεσοαστές σουφραζέτες ότι η καταπίεσή της ως μαύρη πρώην σκλάβα δεν είχε καμία σχέση με τις δικές τους εμπειρίες.
Σε αυτές, η Τρουθ αντιπαρέβαλε την προσωπική της καταπίεση. Ως μαύρη γυναίκα υπέφερε από σωματική κακοποίηση και μειωτικές συμπεριφορές, υποχρεωνόταν σε ατελείωτες ώρες καταναγκαστικής και απλήρωτης εργασίας και γεννούσε παιδιά μόνο για να τα δει να εξαναγκάζονται σε δουλεία.
Για πάνω από έναν αιώνα, προτού η μαύρη νομική ακαδημαϊκός και φεμινίστρια Κίμπερλι Γουίλιαμς Κρίσνοου επινοήσει τον όρο διαθεματικότητα το 1989, η ίδια έννοια περιγραφόταν με τους όρους «συνδεόμενες καταπιέσεις», «ταυτόχρονες καταπιέσεις» και με άλλους παρόμοιους όρους. Ο μαύρος φεμινισμός όμως έδωσε μεγάλη έμφαση στις ταξικές διαφορές που ενυπήρχαν ανάμεσα στις γυναίκες, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία του μαύρου πληθυσμού των ΗΠΑ ήταν πάντοτε τμήμα της εργατικής τάξης και βίωνε δυσανάλογη με τους λευκούς φτώχεια, ως οικονομική συνέπεια του ρατσισμού.
Η Κρίσνοου το 1989, στο δοκίμιό της με τίτλο «Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of Antidiscrimination Doctrine, Feminist Theory and Antiracist Politics», στο οποίο εισήγαγε τον όρο «διαθεματικότητα», αποτίνει φόρο τιμής στον λόγο της Σ. Τρουθ:
«Όταν η Τρουθ ξεκίνησε να μιλάει», γράφει η Κρισνόου, «πολλές λευκές γυναίκες την παρότρυναν να σιωπήσει, φοβούμενες ότι θα εκτρέψει την προσοχή από την πάλη των γυναικών για το δικαίωμα ψήφου [προς την κατεύθυνση της πάλης για την κατάργηση της δουλείας]». Η Κρίσνοου συνεχίζει μεταφέροντας τον ίδιο προβληματισμό στο δικό της ιστορικο-πολιτικό παρόν λέγοντας:
«Όταν η φεμινιστική θεωρία και οι φεμινιστικές πολιτικές ισχυρίζονται ότι αντανακλούν τους προβληματισμούς και τους στόχους των γυναικών, χωρίς να περιλαμβάνουν ή να απευθύνονται στις μαύρες γυναίκες, οι μαύρες γυναίκες πρέπει να ρωτήσουν: “Δεν είμαστε κι εμείς γυναίκες;”».
Αριστερός μαύρος φεμινισμός
Είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι ο μαύρος φεμινισμός εμπεριείχε πάντοτε μια αριστερή ανάλυση, συμπεριλαμβανομένης μιας συμπόρευσης μεταξύ κάποιον μαύρων φεμινιστριών και του Κομουνιστικού Κόμματος στα μέσα με τέλη του 20ού αιώνα. Για παράδειγμα, τα ηγετικά στελέχη του Κομουνιστικού Κόμματος, Κλαούντια Τζόουνς και Άντζελα Ντέιβις, ανέπτυξαν και οι δύο την ιδέα της μαύρης καταπίεσης ως μια συνδεόμενη εμπειρία της φυλής, του φύλου και της τάξης. Το 1949, η Κλαούντια Τζόουνς έγραψε ένα πρωτοποριακό κείμενο με τίτλο «An End to the Neglet of the Problems of the Negro Woman!», στο οποίο υποστηρίζει ότι «Οι νέγρες γυναίκες –ως εργάτριες, ως νέγρες και ως γυναίκες– είναι το πιο καταπιεσμένο στρώμα όλου του πληθυσμού». Σε αυτό το κείμενο, η Τζόουνς τονίζει ότι η σεξουαλική καταπίεση είναι ένα φυλετικό ζήτημα για τις μαύρες γυναίκες:
«Τίποτα δεν περιγράφει τόσο έντονα την καταπιεστική κατάσταση της Νέγρικης θηλυκότητας όσο η υπόθεση της Ρόζα Λι Ινγκραμ, χήρα μητέρα 14 παιδιών –με τα 2 από αυτά να έχουν πεθάνει– η οποία αντιμετώπιζε ισόβια κάθειρξη στη φυλακή της Τζόρτζια για το “έγκλημα” της αυτοάμυνας ενάντια στις ανήθικες βλέψεις ενός υποστηρικτή της λευκής ανωτερότητας… Εκθέτει το υποκριτικό άλλοθι αυτών που λίντσαραν τον Νέγρικο αντρικό πληθυσμό, οι οποίοι ιστορικά πάντα κρύβονταν κάτω από τις φούστες των λευκών γυναικών, όταν προσπαθούν να καλύψουν τα βρομερά εγκλήματά τους επικαλούμενοι τον “ιπποτισμό” της “προστασίας των λευκών γυναικών”».
Αυτή η προσέγγιση –ότι η σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι απλά ένα γυναικείο ζήτημα, αλλά και ένα φυλετικό ζήτημα στην κοινωνία των ΗΠΑ– συνεχίστηκε και επεκτάθηκε αργότερα και από την Άντζελα Ντέιβις, της οποίας η μακροχρόνια αφοσίωση στην πάλη ενάντια σε όλες της μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης, συμπεριλαμβανομένου και του ρατσιστικού συστήματος μη-δικαιοσύνης [ΣτΜ: Injustice system, λογοπαίγνιο με τον όρο «Σύστημα Δικαιοσύνης» και τη λέξη «Αδικία»] είναι ευρέως γνωστή.
Το 1981, η Άντζελα Ντέιβις στο βιβλίο της «Γυναίκες: Φυλή και Τάξη» έγραψε ότι ο βιασμός «στις ΗΠΑ έχει κι ένα ταξικό ρατσιστικό συστατικό, που υπάρχει από την περίοδο της δουλείας σαν βασικό όπλο στη διατήρηση του συστήματος της λευκής υπεροχής». Περιγράφει τον βιασμό ως «ένα όπλο κυριαρχίας, ένα όπλο καταστολής του οποίου απώτερος στόχος ήταν να εξαφανίσει τη θέληση των σκλάβων γυναικών να αντισταθούν και παράλληλα να κλονίσει το ηθικό των αντρών τους». Οι συστηματοποιημένοι βιασμοί μαύρων γυναικών συνεχίστηκαν και μετά από την κατάργηση της δουλείας.
Σύμφωνα με την Ντέιβις:
«Οι ομαδικοί βιασμοί που διαπράττονταν από την Κου Κλουξ Κλαν και άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις στη μετα-εμφυλιακή περίοδο έγιναν ένα πρόδηλο πολιτικό όπλο για να οδηγηθεί σε ματαίωση το κίνημα των Μαύρων για την ισότητα».
Η καρικατούρα του μαύρου άντρα ως σεξουαλικού θηρευτή με ατελείωτη επιθυμία να βιάσει τις ενάρετες, λευκές, Νότιες «πεντάμορφες» [ΣτΜ: Belle, η όμορφη στη γαλλικά και το όνομα της Πεντάμορφης στο γνωστό παραμύθι με το τέρας. Την εποχή μετά τον Εμφύλιο, στον αμερικάνικο Νότο περιέγραφε τις νεαρές, ανύπαντρες λευκές γυναίκες της ανώτερης τάξης, σε μια εποχή που οι μαύροι άντρες θεωρούνταν τα «τέρατα»] είχε ως «αχώριστη συνοδεία», όπως γράφει η Ντέιβις: «την εικόνα των μαύρων γυναικών ως μόνιμα πρόθυμων σεξουαλικά… καθώς αντιμετωπίζονταν ως “χαλαρών ηθών” και πουτάνες, οι κραυγές τους ότι βιάστηκαν αντιμετωπίζονταν ως αναξιόπιστες».
Ακόμα και στη δεκαετία του ’70, πολλές λευκές φεμινίστριες –με πιο γνωστή τη Σούζαν Μπραουνμίλερ και το βιβλίο της «Against our Will: Men, Women and Rape»– περιέγραφαν τον βιασμό ως μια πάλη αποκλειστικά ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Αυτό το πολιτικό πλαίσιο οδήγησε την Μπραουνμίλερ να καταλήξει ανοιχτά σε ρατσιστικά συμπεράσματα, σχετικά με το λιντσάρισμα το 1955 του Έμιλετ Τιλ –ενός 14χρονου που κατά την επίσκεψή του στην οικογένειά του στον Μισισίπι, όπου ίσχυαν οι νόμοι Τζιμ Κρόου [ΣτΜ: η ρατσιστική νομοθεσία του αμερικανικού Νότου], απήχθηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε για το «έγκλημα» ενός φημολογούμενου σφυρίγματος σε μια λευκή παντρεμένη γυναίκα. Παρά το λιντσάρισμα και τη δολοφονία του Τιλ, η Μπραουνμίλερ εντόπισε τόσο στον Τιλ, όσο και στους φονιάδες του, μια κοινή πρόθεση εξουσίας και κυριαρχίας απέναντι σε μία «λευκή γυναίκα» –χρησιμοποιώντας τα στερεότυπα που η Ντέιβις περιγράφει ως «αναβίωση του παλιού ρατσιστικού μύθου του μαύρου βιαστή».
Υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι με τους οποίους η εμπειρία της γυναικείας καταπίεσης διαφέρει ανάλογα με τη φυλή και την τάξη των γυναικών. Το κυρίαρχο (mainstream) φεμινιστικό κίνημα του ’60 και του ’70 διεκδικούσε την κατοχύρωση των εκτρώσεων στη βάση του δικαιώματος των γυναικών να τερματίζουν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Αυτό, φυσικά, είναι ένα ζωτικό δικαίωμα για όλες τις γυναίκες –χωρίς το οποίο δεν μπορούν να ελπίζουν στην πραγματική και ουσιαστική θεμελίωση της ισότητας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Την ίδια στιγμή όμως, το κυρίαρχο κίνημα επικεντρωνόταν αποκλειστικά στο ζήτημα των εκτρώσεων, όταν η ιστορία των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων καθιστούσε το ζήτημα πολύ πιο περίπλοκο για τις μαύρες γυναίκες και για άλλες έγχρωμες γυναίκες [ΣτΜ: «Women of colour», όρος που περιγράφει της «μη-λευκές», δηλ. μιγάδες, λατίνες και ιθαγενείς], οι οποίες ιστορικά έχουν υπάρξει στόχος ρατσιστικών στειρωτικών κακοποιήσεων.
Η συλλογικότητα Κόμπαχι Ρίβερ
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από αυτά τα παραδείγματα είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποκλειστικά «γυναικείο ζήτημα» με απλές απαντήσεις, όταν προκύπτει σε ένα καπιταλιστικό σύστημα το οποίο ιδρύθηκε πάνω στη δουλεία των Αφρικανών και στο οποίο ο ρατσισμός παραμένει ενσωματωμένος στα θεμέλιά του και σε όλους τους θεσμούς του. Επομένως σχεδόν σε κάθε «γυναικείο ζήτημα» εμπεριέχονται και φυλετικά ζητήματα.
Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 αναδύθηκε ένα ισχυρό κίνημα ανάμεσα στις αριστερές μαύρες φεμινίστριες, το οποίο απεικονίζεται καλύτερα από τη συλλογικότητα Κόμπαχι Ρίβερ, μια ομάδα μαύρων λεσβιών φεμινιστριών στη Βοστόνη. Οι γυναίκες αυτές συστήνονταν ως «μαρξίστριες», όπως προκύπτει και από το βασικό κείμενό τους το 1977:
«Είμαστε σοσιαλίστριες επειδή πιστεύουμε ότι η εργασία πρέπει να οργανώνεται για το συλλογικό συμφέρον αυτών που εργάζονται και παράγουν τα προϊόντα και όχι για τα κέρδη των αφεντικών. Οι υλικοί πόροι πρέπει να μοιράζονται ανάμεσα σε αυτές/ούς που τους δημιουργούνε. Δεν έχουμε πειστεί, παρ’ όλα αυτά, ότι μια σοσιαλιστική επανάσταση που δεν θα είναι επίσης αντιρατσιστική και φεμινιστική θα εγγυηθεί την απελευθέρωσή μας. Παρότι βρισκόμαστε σε ουσιαστική συμφωνία με τη μαρξιστική θεωρία, όπως εφαρμόζεται στις συγκεκριμένες οικονομικές σχέσεις που αναλύονται μέσω αυτής, θεωρούμε παράλληλα ότι αυτή η ανάλυση πρέπει να επεκταθεί περαιτέρω, ώστε να κατανοήσουμε τη συγκεκριμένη οικονομική κατάσταση των μαύρων γυναικών».
Αυτός είναι ένας πολύ λογικός τρόπος σκέψης, που φαίνεται σαν κοινή λογική στους περισσότερους ανθρώπους της Αριστεράς του σήμερα. Η συλλογικότητα Κόμπαχι Ρίβερ δεν υποστήριζε τον σεπαρατισμό, όπως έχουν λανθασμένα συμπεράνει μερικοί μαρξιστές/στριες. Η Μπάρμπαρα Σμιθ, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της συλλογικότητας, σε μια συνέντευξή της το 1984 στο βιβλίο «This Bridge Called my Back», υποστήριξε μια στρατηγική «οικοδόμησης συμμαχιών», αποδομώντας το «φυλετικό σεπαρατισμό». Υποστήριξε ότι «κάθε είδος σεπαρατισμού οδηγεί σε αδιέξοδο… Δεν υπάρχει κανένας τρόπος μια καταπιεσμένη ομάδα να ρίξει το σύστημα από μόνη της. Το σημαντικότερο είναι να δημιουργούμε συμμαχίες αρχών γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα».
Η παράδοση του μαύρου φεμινισμού υπήρξε πάντα συνδεμένη με τη συλλογική πάλη ενάντια στην καταπίεση –ενάντια στη δουλεία, ενάντια στον φυλετικό διαχωρισμό, ενάντια στον ρατσισμό, την αστυνομική βαρβαρότητα, τη φτώχια, τις βίαιες στειρώσεις, τους συστηματικούς βιασμούς μαύρων γυναικών και το συστηματικό λιντσάρισμα των μαύρων αντρών. Πιθανώς, το πιο σημαντικό μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από τη Συλλογικότητα Κόμπαχι Ρίβερ είναι πως, όταν θα χτίζουμε το επόμενο μαζικό κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών –ευελπιστώ πως κάτι τέτοιο θα έρθει σύντομα– οφείλουμε να στηριχθούμε στις ανάγκες αυτών που καταπιέζονται περισσότερο, αποφεύγοντας να μιλήσουμε για πολλοστή φορά μονάχα για τις ανάγκες των λιγότερο καταπιεσμένων –μία τέτοια ιδέα είναι που αποτελεί και την «καρδιά» της ουσίας της αλληλεγγύης.
Όμως, η διαθεματικότητα είναι μια έννοια για την κατανόηση της καταπίεσης και όχι της εκμετάλλευσης. Πολλές μαύρες φεμινίστριες αναγνωρίζουν τις συστημικές ρίζες του ρατσισμού και του σεξισμού, αλλά εστιάζουν πολύ λιγότερο από τις/τους Μαρξιστές/στριες στη σύνδεση μεταξύ του συστήματος εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Ο μαρξισμός είναι απαραίτητος. Αρχικά γιατί παρέχει διάφορα εργαλεία για την κατανόηση της σχέσης μεταξύ καταπίεσης και εκμετάλλευσης και επιπλέον γιατί εντοπίζει το υποκείμενο που μπορεί να δημιουργήσει τις υλικές και κοινωνικές συνθήκες που θα κάνουν εφικτό το τέλος τόσο της καταπίεσης όσο και της εκμετάλλευσης: την εργατική τάξη. Οι εργάτ(ρι)ες έχουν τη δύναμη όχι μόνο να παραλύσουν το σύστημα, αλλά και να το αντικαταστήσουν με μία σοσιαλιστική κοινωνία, βασισμένη στη συλλογική κτήση των μέσων παραγωγής. Αν και πολλές άλλες κοινωνικές ομάδες βιώνουν επίσης καταπίεση, η εργατική τάξη είναι η μόνη που κατέχει αυτή τη συλλογική δύναμη. Οπότε, η έννοια της διαθεματικότητας χρειάζεται τη μαρξιστική θεωρία για να πραγματοποιήσει αυτό το ενωτικό κίνημα που θα έχει τη δυνατότητα να βάλει τέλος σε όλες τις μορφές καταπίεσης. Παράλληλα, ο μαρξισμός μόνο όφελος θα έχει από την προσπάθεια να εντάξει τον αριστερό μαύρο φεμινισμό στην πολιτική θεωρία και πράξη του.
Η μεταμοντέρνα απόρριψη της «ολότητας»
Αυτό που προσπάθησα να αναδείξω μέχρι τώρα είναι το πώς η έννοια της διαθεματικότητας ή των αλληλοσυνδεόμενων καταπιέσεων είχε τις ρίζες της στις αναλύσεις του μαύρου φεμινιστικού κινήματος για μια μεγάλη χρονική περίοδο και επίσης το κατά πόσο η έννοια αυτή είναι συμβατή με τον μαρξισμό. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να στρέψω την προσοχή μου στον μεταμοντερνισμό και στην αντίθεση ανάμεσα στη μεταμοντέρνα αντίληψη της διαθεματικότητας και την παλαιότερη μαύρη φεμινιστική έννοια του όρου.
Για να είμαι ξεκάθαρη: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μεταμοντερνισμός έχει ενισχύσει τον αγώνα ενάντια σε όλες τις μορφές καταπίεσης, συμπεριλαμβανομένων της καταπίεσης που βιώνουν τα τρανς άτομα, τα άτομα με αναπηρία, τα άτομα που έρχονται αντιμέτωπα με ηλικιακές διακρίσεις και πολλών άλλων μορφών καταπίεσης που απορρίπτονταν άκριτα πριν αρχίσουν να ανθίζουν οι μεταμοντέρνες θεωρίες του ’80 και ’90.
Ο βρετανός θεωρητικός της λογοτεχνίας Τέρι Ίγκλετον υποστήριξε πως το «μοναδικό, αλλά διαρκές κατόρθωμα» του μεταμοντερνισμού είναι «το γεγονός ότι βοήθησε να τεθούν ερωτήματα για τη σεξουαλικότητα, το φύλο και την εθνότητα τόσο ξεκάθαρα στην πολιτική ατζέντα, ώστε είναι αδύνατον πλέον να φανταστούμε τον παραγκωνισμό των παραπάνω χωρίς σκληρή μάχη».
Την ίδια στιγμή βέβαια, ο μεταμοντερνισμός υψώνει ένα τείχος απόρριψης της πολιτικής γενίκευσης και των κατηγοριών κοινωνικών δομών και υλικών πραγματικοτήτων, οι οποίες αναφέρονται ως «αλήθειες», «ολότητες», «καθολικότητες» –και αυτό στο όνομα της εφαρμογής της «αντι-ουσιοκρατίας». (Φυσικά μια τέτοια πλήρης άρνηση της πολιτικής γενίκευσης είναι από μόνη της μια πολιτική γενίκευση –κάτι το οποίο αποτελεί εγγενή αντίθεση της μεταμοντέρνας σκέψης!). Οι μεταμοντερνιστ(ρι)ες εστιάζουν υπερβολικά στον περιορισμένο, μερικό και υποκειμενικό χαρακτήρα της ατομικής εμπειρίας των ανθρώπων, απορρίπτοντας τη στρατηγική ενός συλλογικού αγώνα ενάντια στους θεσμούς της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, προκειμένου να εστιάσουν στις ατομικές και πολιτισμικές σχέσεις ως τα επίκεντρα του αγώνα.
Δεν είναι σύμπτωση ότι ο μεταμοντερνισμός άνθισε και ριζώθηκε στις συνειδήσεις των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας την περίοδο μετά την υποχώρηση των ταξικών και κοινωνικών κινημάτων των δεκαετιών του ’60 και του ’70 –την περίοδο ανόδου της νεοφιλελεύθερής επίθεσης από την άρχουσα τάξη. Κάποιοι/ες από τους ακαδημαϊκούς που συμμετείχαν στην ανάπτυξη του μεταμοντερνισμού, ήταν βετεράνοι ριζοσπάστ(ρι)ες του ’60, που έχασαν την πίστη τους στην πιθανότητα της επανάστασης. Τους ακολούθησε μια γενιά από νέους/ες ριζοσπάστ(ρι)ες που ήταν πολύ νεαροί/ες σε ηλικία για να έχουν ζήσει τη μεγάλη αναταραχή της δεκαετίας του ’60 και ήταν επηρεασμένοι από τον πεσιμισμό της περιόδου. Σε αυτό το πλαίσιο, ο μαρξισμός δυσφημούνταν ευρέως ως «απλουστευτικός» και «ουσιοκρατικός» από ακαδημαϊκούς που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους μεταμοντερνιστές, μεταδομιστές και μετά-μαρξιστές.
Μέσα στα θεωρητικά όρια του μεταμοντερνισμού, ο μετά-μαρξισμός παρείχε ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο άρχισε να ανατέλλει τη δεκαετία του 1980. Δύο μετά-μαρξιστές θεωρητικοί, ο Ερνέστο Λακλάου και η Σαντάλ Μουφ, δημοσίευσαν το βιβλίο «Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική: Προς Ριζοσπαστικές Δημοκρατικές Πολιτικές» το 1985. Ο Λακλάου και η Μουφ εξήγησαν τις θεωρίες τους ως την άρνηση της σοσιαλιστικής «ολότητας»:
«Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, υποχρεωτική σύνδεση μεταξύ του αντισεξισμού και του αντικαπιταλισμού και η ενότητα αυτών των δύο μπορεί να είναι μονάχα αποτέλεσμα της άρθρωσης ενός ηγεμονικού λόγου. Επακόλουθα, η μόνη δυνατότητα να αρθρωθεί ένας τέτοιος λόγος βρίσκεται στη βάση ξεχωριστών αγώνων… Αυτό απαιτεί την αυτονόμηση των σφαιρών του αγώνα».
Η ανωτέρω τοποθέτηση επιχειρηματολογεί υπέρ του διαχωρισμού των αγώνων. Αυτοί οι «διάχυτοι» αγώνες όπως περιγράφονται, θα πρέπει λοιπόν να διεξαχθούν αποκλειστικά στο πεδίο που ο Μαρξ περιγράφει ως εποικοδόμημα, χωρίς να συνδέονται καθόλου με την οικονομική βάση της κοινωνίας.
Επιπλέον, η αντίληψη του Λακλάου και της Μουφ για την «αυτονόμηση των σφαιρών του αγώνα» δεν επικεντρώνεται μονάχα στο γεγονός ότι ο κάθε αγώνας δύναται να αντισταθεί μόνο σε μία συγκεκριμένη μορφή υποταγής μέσα σε έναν συγκεκριμένο κοινωνικό τομέα, αλλά και στο ότι ο εκάστοτε αγώνας δεν χρειάζεται καν την εμπλοκή πάνω από ενός ατόμου πέραν του εαυτού σου. Αυτό το έθεσαν με ακρίβεια οι Λακλάου και Μουφ υποστηρίζοντας:
«Πολλές από αυτές τις μορφές αντίστασης εκδηλώνονται όχι με τη μορφή συλλογικών αγώνων, αλλά μέσα από έναν όλο και περισσότερο εξοπλισμένο ατομισμό».
Αυτό το απόσπασμα δείχνει ξεκάθαρα τη μετατόπιση του βάρους από την αλληλεγγύη μεταξύ των κινημάτων στον ατομικό διαπροσωπικό αγώνα. Με αυτόν τον τρόπο οι διαπροσωπικές σχέσεις γίνονται τα κεντρικά πεδία πάλης, με βάση τις υποκειμενικές αντιλήψεις του καθενός για το ποιο άτομο βρίσκεται σε θέση «εξουσίας» και ποιο σε θέση «υποταγής» σε κάθε ξεχωριστή κατάσταση.
Το 1985 ο θεωρητικός του κουήρ [ΣτΜ: Queer, η μεταμοντέρνα θεωρεία καταστρατήγησης των ταυτοτήτων –γυναίκα, γκέι κλπ] Τζέφρι Εσκοφιέ συνόψισε λέγοντας: «Οι πολιτικές ταυτοτήτων πρέπει να είναι επίσης και πολιτικές διαφορών… Οι πολιτικές διαφορών επιβεβαιώνουν τον περιορισμό και τη μερικότητα της κάθε ύπαρξης». Οι μεταδομιστές οικειοποιήθηκαν όρους όπως «πολιτικές ταυτοτήτων» και «διαφορετικότητα», που προέρχονται από το μαύρο φεμινιστικό κίνημα της εποχής του ’70. Όταν η συλλογικότητα του Κόμπαχι Ρίβερ αναφερόταν στην ανάγκη θεμελίωσης της πολιτικής των ταυτοτήτων, ουσιαστικά περιέγραφε τη συλλογική ταυτότητα των μαύρων γυναικών. Όταν επίσης εστίαζε στη σημασία της αναγνώρισης των «διαφορών» μεταξύ των γυναικών, αναφερόταν στην ανάγκη να πάψουν οι μαύρες γυναίκες να είναι συλλογικά αόρατες μέσα στον κατεξοχήν λευκό, μεσοαστικό φεμινισμό της εποχής.
Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά ανάμεσα στη συλλογική ταυτότητα –το να προσδιορίζεσαι δηλαδή ως μέρος μια κοινωνικής ομάδας– και στην ατομική ταυτότητα. Η μεταδομιστική αντίληψη της «ταυτότητας» είναι βασισμένη στα άτομα, ενώ «διαφορές» μπορεί να επισημαίνονται σε κάθε χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει ένα άτομο από τα άλλα, είτε είναι σχετικό με την καταπίεση, είτε βρίσκεται απλώς εκτός της κυρίαρχης «κανονικότητας».
Αξίζει να αναφέρουμε ότι η μαύρη φεμινίστρια Κίμπερλι Γουίλιαμς Κρίσνοου, τη δεκαετία του ’90, έθεσε υπό αμφισβήτηση «μια εκδοχή της αντι-ουσιοκρατίας που ενσαρκώνει αυτό που μπορεί κανείς να ονομάσει ως θεωρία των εκχυδαϊσμένων κοινωνικών κατασκευών, το νόημα της οποίας είναι ότι, αφού όλες οι κατηγορίες είναι κοινωνικά κατασκευασμένες, δεν υπάρχει αυτό που λέμε “μαύρες” ή “γυναίκες” και ως εκ τούτου δεν βγάζει κανένα νόημα να συνεχίσουμε να οργανωνόμαστε με βάση αυτές τις κατηγορίες». Αντιθέτως, υποστήριξε:
«Μια πρώτη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα απαιτεί αρχικά να αναγνωρίσουμε ότι οι οργανωμένες ομάδες ταυτοτήτων, στις οποίες βρίσκουμε τους εαυτούς μας, είναι στην πραγματικότητα συμμαχίες, ή τουλάχιστον δυνητικές συμμαχίες που πρόκειται να σχηματιστούν». Και κατέληξε επισημαίνοντας: «σε αυτό το σημείο της ιστορίας μπορούμε να υποστηρίξουμε βάσιμα ότι η πιο ζωτική στρατηγική αντίστασης για τις αδύναμες ομάδες είναι να καταλάβουμε και να υπερασπιστούμε μια πολιτική κοινωνικών θέσεων, αντί να την εγκαταλείψουμε και να την καταστρέψουμε».
«Ατομική» εναντίον «Συλλογικής» Ταυτότητας
Αυτός είναι ο λόγος που η έννοια της διαθεματικότητας, η οποία αναπτύχθηκε πρώτα μέσα στη μαύρη φεμινιστική αντίληψη, αποτέλεσε πολύ αργότερα σημείο αναφοράς του μεταμοντερνισμού. Παρ’ ότι ο μαύρος φεμινισμός και κάποια ρεύματα της μεταμοντέρνας θεωρίας μοιράζονται κάποιες κοινές υποθέσεις και κοινή γλώσσα, αυτά υπερκαλύπτονται από θεμελιώδεις διαφορές που τις καθιστούν δύο τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της καταπίεσης. Ως εκ τούτου η έννοια της διαθεματικότητας έχει δύο διαφορετικές πολιτικές βάσεις: εκείνη που δημιουργήθηκε κυρίως από τον μαύρο φεμινισμό και εκείνη που υιοθετήθηκε από τον μεταμοντερνισμό.
Η πιο πρόσφατη εξέλιξη της μεταδομιστικής προσέγγισης στις πολιτικές ταυτοτήτων και στη διαθεματικότητα, η οποία έχει επηρεάσει έντονα τη σημερινή γενιά ακτιβιστών, δίνει τεράστια έμφαση στην αλλαγή της ατομικής συμπεριφοράς ως τον πιο αποτελεσματικό τρόπο να αντιμετωπίσουμε την καταπίεση. Κάτι τέτοιο οδήγησε στην εμφάνιση μιας αντίληψης, που καλεί το κάθε άτομο να «καταγγέλλει» τις διαπροσωπικές πράξεις τις οποίες αντιλαμβάνεται ως καταπιεστικές και αντιμετωπίζει αυτή την πρακτική ως μια κρίσιμη πολιτική πράξη. Με άλλα λόγια, μια διαθεματικότητα με μεταμοντέρνους όρους, ακόμα και ανάμεσα σε όσους δεν έχουν ιδέα τι είναι ο μεταμοντερνισμός.
Όπως υποστήριξε και ο μαρξιστής ακαδημαϊκός Κέβιν Άντερσον:
«Στο τέλος του 20ού αιώνα η θεωρητική ρητορική της διαθεματικότητας έγινε σχεδόν ηγεμονική σε πολλούς τομείς της ριζοσπαστικής διανοητικής ζωής. Σε αυτή τη συζήτηση, η οποία αφορά κοινωνικά ζητήματα και κινήματα σχετικά με τη φυλή, το φύλο, την τάξη, τη σεξουαλικότητα και άλλες μορφές καταπίεσης, υποστηριζόταν συχνά ότι πρέπει να αποφύγουμε κάθε είδους ταξική απλούστευση ή ουσιοκρατία, στις οποίες το φύλο και η φυλή υπάγονται στην κατηγορία της τάξης. Αυτό που υποστηριζόταν κυρίως ήταν ότι τα κινήματα σχετικά με τη φυλή, το φύλο, τη σεξουαλικότητα ή την τάξη μπορούν το πολύ να διασταυρώνονται μεταξύ τους, αλλά δεν μπορούν εύκολα να συνενωθούν σε ένα ενιαίο κίνημα ενάντια στη δομή της εξουσίας και το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο σύμφωνα με τους μαρξιστές βρίσκεται από πίσω της. Ως εκ τούτου, η πραγματική διαθεματικότητα των κοινωνικών κινημάτων –ως αντίθεση στο σεπαρατισμό τους– γινόταν συνήθως αντιληπτή ως κάτι περιορισμένο, τόσο ως πραγματικότητα, όσο και ως δυνατότητα. Σε περίπτωση που ισχυριζόταν κανείς το αντίθετο, διέτρεχε τον κίνδυνο να πέσει στην άβυσσο της απλούστευσης και της ουσιοκρατίας».
Αν και συμφωνώ με τον Άντερσον σε αυτό το σημείο του, θεωρώ ότι είναι ξεκάθαρο ότι κάνει κριτική στη μεταμοντέρνα προσέγγιση της διαθεματικότητας και όχι σε αυτήν του μαύρου φεμινισμού. Θεωρώ ότι είναι λάθος για τους μαρξιστές να αγνοήσουν την αξία της μαύρης φεμινιστικής παράδοσης, συμπεριλαμβανομένης της έννοιας της διαθεματικότητας, τόσο για τη συμβολή της στην αντιμετώπιση της καταπίεσης των έγχρωμων [ΣτΜ: women of color, όπως παραπάνω] γυναικών και των γυναικών της εργατικής τάξης, όσο και για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας και πράξης.
Οι μαρξιστές εκτιμούν τη συνεισφορά της αριστερής πτέρυγας του μαύρου εθνικισμού, όπως ο Μάλκομ Χ και ο Φραντς Φανόν, μαζί με τον σοσιαλισμό του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων και έχουν προσπαθήσει να εντάξουν πλευρές της θεωρητικής και πρακτικής συμβολής τους στη δικιά μας πολιτική παράδοση. Τα παραπάνω παραδείγματα παρέχουν απτές αποδείξεις για τον λόγο που πρέπει, ομοίως, να ενσωματώσουμε τα μαθήματα που έχει να διδάξει ο μαύρος φεμινισμός στο μαρξισμό.
Ο φυλετικός διαχωρισμός στις ΗΠΑ διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στο να εμποδίσει την ανάπτυξη ενός ενοποιημένου γυναικείου κινήματος, καθώς αυτό απέτυχε να αναγνωρίσει τις άπειρες επιπτώσεις και εκφάνσεις που έχει ο ιστορικός φυλετικός διαχωρισμός. Κανένα κίνημα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι μιλάει εξ ονόματος όλων των γυναικών, αν δεν εκφράζει και τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν επίσης τις συνέπειες του ρατσισμού. Του ρατσισμού που τοποθετεί τη συντριπτική πλειοψηφία των έγχρωμων γυναικών στις γραμμές της εργατικής τάξης και των φτωχών. Η φυλή και η τάξη πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της πάλης για τη γυναικεία απελευθέρωση –όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στην πράξη– ώστε να έχει σημασία και νόημα για εκείνες, για γυναίκες που είναι οι πλέον καταπιεσμένες από το σύστημα.
*Η Σάρον Σμιθ είναι φεμινίστρια συγγραφέας και ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης ISΟ στις ΗΠΑ.