Μια μαρ­ξι­στι­κή ανά­λυ­ση για τη δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα

Αναδημοσίευση από rproject.gr

Το άρθρο της Σάρον Σμιθ δημοσιεύτηκε την 1η Αυγούστου του 2017 στην εφημερίδα «Socialist Worker» https://socialistworker.org/2017/08/01/a-marxist-case-for-intersectionality και αναδημοσιεύτηκε στο τεύχος Νο 11 του περιοδικού “Κόκκινο”. Τη μετάφραση έκανε η Κατερίνα Καλλέργη και την επιμέλεια η Έλενα Λεχρή-Κοτρώνη.

Εισαγωγικό σημείωμα της Σύνταξης (Κόκκινο)

Τα τελευταία χρόνια έχει δημοσιευτεί πληθώρα άρθρων και βιβλίων για τη διαθεματικότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Η χρήση της έννοιας στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις  προσεγγίσεις των Σπουδών Φύλου, καθώς και σε ένα πιο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Είναι τόσο διαφορετικές και αντιφατικές όμως οι διάφορες χρήσεις της, που θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για διαθεματικότητες. To σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι διαφορετικές αναγνώσεις της έννοιας είναι στην παραδοχή ότι οι καταπιέσεις που προκύπτουν από το φύλο, την καταγωγή, την τάξη κ.ο.κ αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και βιώνονται με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετική ένταση από τις/τους καταπιεσμένες/ους. 

Η συζήτηση αυτή διεξάγεται με μεγαλύτερη και αυξανόμενη ένταση στους κόλπους των κινημάτων από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ισπανία, που συγκεντρώνουν μεταναστευτικούς πληθυσμούς οι οποίοι καλούνται να «ενσωματωθούν» στις νέες χώρες διαμονής τους. Δεν είναι όμως καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η καρδιά αυτής της συζήτησης βρίσκεται στην Αμερική. Η πρώτη γυναίκα που έκανε χρήση του όρου είναι η μαύρη νομικός ακαδημαϊκός και φεμινίστρια Κίμπερλι μόλις το 1989, με αφορμή μια δικαστική συζήτηση που ανέδειξε το κενό στο νόμο για τις περιπτώσεις απολύσεων ή βιασμών μαύρων γυναικών. Την ίδια εποχή ανθίζουν οι μεταδομιστικές και μεταμοντέρνες θεωρίες που κάνουν κριτική στο μαρξισμό για ουσιοκρατία και αναπτύσσουν μια πολιτική των ταυτοτήτων, που είναι βασισμένη στη διαφορά και όχι στα σημεία όπου οι καταπιεσμένοι συναντώνται. 

Η Σάρον Σμιθ, φεμινίστρια συγγραφέας και ηγετικό στέλεχος της αμερικάνικης οργάνωσης ISO, εν μέσω ισχυρών κινημάτων όπως είναι το Black Lives Matter και το φεμινιστικό κίνημα που εξεγείρεται ενάντια στον Τραμπ, γράφει το άρθρο που ακολουθεί στις επόμενες σελίδες, ενώ έχει ήδη από το 2014 προχωρήσει σε αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου της «Γυναίκες και Σοσιαλισμός: Τάξη, Φυλή, Κεφάλαιο», στο οποίο επανατοποθετεί τη σχέση μαρξισμού και φεμινισμού, καταγράφοντας συγκλίσεις και όχι αποκλίσεις. «Ανακαλύπτοντας» την εμπειρία μιας γυναικείας μαύρης συλλογικότητας, της Κόμπαχι Ρίβερ, επιχειρεί μια επανα-οικειοποίηση της έννοιας της διαθεματικότητας, μιλώντας για τις διαφορετικές προσεγγίσεις του όρου. Αυτή του μαρξισμού και αυτή του μεταδομισμού. Το παρόν κείμενο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί τοποθετεί τη συζήτηση σε ένα ιστορικό πλαίσιο, γεωγραφικά προσδιορισμένο. Την ιστορία του μαύρου κινήματος στην Αμερική. Χωρίς τη γνώση αυτού του πλαισίου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η χειραφετητική προοπτική της έννοιας, με κίνδυνο να παραμείνει κενή. 

Η Σάρον Σμιθ προχωρά σε μια θαρραλέα τοποθέτηση, χωρίς να διστάζει να επισημάνει την υποτίμηση της εμπειρίας των μαύρων γυναικών και των φεμινιστριών από τον αμερικάνικο μαρξισμό, τμήμα του οποίου είναι και η οργάνωσή της, η ISO. Η Σάρον Σμιθ, υιοθετώντας αυτή τη στάση, επισημαίνει ότι ο μαρξισμός αποτελεί μια ζωντανή θεωρία, η οποία εξελίσσεται συνεχώς και επανα-νοηματοδείται μέσα από την εμπειρία των καταπιεσμένων. Η συλλογικότητα Κόμπαχι Ρίβερ ήταν μια συλλογικότητα μαύρων σοσιαλιστριών, λεσβιών γυναικών και η Σάρον Σμιθ επιμένει πως οι μαρξιστές έχουν να μάθουν από την εμπειρία, αποδεχόμενοι νέους τρόπους να μιλούν, να αντιλαμβάνονται και να παλεύουν τις καταπιέσεις που δημιουργεί ο καπιταλισμός και οι ταξικοί αγώνες. Την ίδια συζήτηση προσεγγίζουν πιο δισταχτικά άλλες οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς διεθνώς, υποστηρίζοντας ότι η μαρξιστική παράδοση έχει ήδη εξηγήσει τις διαφορετικές καταπιέσεις και πως ό,τι ήταν να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί, μη αποδεχόμενες τον όρο διαθεματικότητα, τον οποίο αντιμετωπίζουν ως αποκλειστικά μεταμοντέρνα κατασκευή. 

Δεν υπάρχει λόγος σε αυτό το μικρό προλογικό σημείωμα να επεκταθούμε σε αυτή τη συζήτηση. Θα επανέλθουμε άλλωστε και σε επόμενα τεύχη. Μπορούμε ωστόσο να υπογραμμίσουμε τo ανοιχτό πνεύμα με το οποίο προσεγγίζει η Σάρον Σμιθ την έννοια της διαθεματικότητας, τη διάθεσή της να υποδεχτεί τις μαύρες θεωρητικούς, εντάσσοντας τη σκέψη και τις επεξεργασίες τους στη μαρξιστική παράδοση και την πεποίθησή της ότι οι μαρξιστές δεν μαθαίνουν στα, αλλά κυρίως από τα κινήματα και τις εμπειρίες των κολασμένων της γης. 

Της Σάρον Σμιθ* https://socialistworker.org/2017/08/01/a-marxist-case-for-intersectionality

Πολ­λοί/ές ακτι­βι­στές/στριες, ακού­γο­ντας να γί­νε­ται λόγος στους κόλ­πους της Αρι­στε­ράς για τη λέξη «δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα», συ­να­ντά­νε δυ­σκο­λί­ες στο να την ορί­σουν –και η αιτία είναι απο­λύ­τως κα­τα­νοη­τή: όταν δια­φο­ρε­τι­κοί άν­θρω­ποι με δια­φο­ρε­τι­κό ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό υπό­βα­θρο προ­σεγ­γί­ζουν τη δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα, την ερ­μη­νεύ­ουν ο κα­θέ­νας με ξε­χω­ρι­στό τρόπο, επο­μέ­νως είναι ανα­με­νό­με­νο να δη­μιουρ­γεί­ται έντο­νη αντι­πα­ρά­θε­ση ήδη από τον ορι­σμό της έν­νοιας. Γι’ αυτό το λόγο –και επει­δή πρό­κει­ται για μία επτα­σύλ­λα­βη λέξη [ΣτΜ: Στην αγ­γλι­κή γλώσ­σα οι λέ­ξεις με πάνω από 4 συλ­λα­βές χρη­σι­μο­ποιού­νται συχνά για να πε­ρι­γρά­ψουν αφη­ρη­μέ­νες έν­νοιες]– η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα αρ­χι­κά φα­ντά­ζει ως μια αφη­ρη­μέ­νη έν­νοια με ασαφή σύν­δε­ση με την υλική πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Θα ήταν λάθος όμως να απορ­ρί­ψου­με τον όρο εξαρ­χής.

Υπάρ­χουν δύο δια­κρι­τές ερ­μη­νεί­ες για τη δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα: αυτή που ανα­πτύ­χθη­κε από τις μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες και αυτή που ανα­πτύ­χθη­κε από τη «με­τα­δο­μι­στι­κή» πτέ­ρυ­γα του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού. Σ’ αυτό το άρθρο θα απο­πει­ρα­θώ να απο­σα­φη­νί­σω τις δια­φο­ρές τους και να εξη­γή­σω γιατί η μαύρη φε­μι­νι­στι­κή πα­ρά­δο­ση ενι­σχύ­ει την προ­σπά­θεια οι­κο­δό­μη­σης ενός ενω­τι­κού κι­νή­μα­τος που θα ενα­ντιώ­νε­ται σε όλες τις μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης, προ­σπά­θεια η οποία βρί­σκε­ται στο κέ­ντρο της πρα­κτι­κής και της θε­ω­ρί­ας των σο­σια­λι­στών, αλλά όχι των με­τα­δο­μι­στών.

Μία έν­νοια, όχι μία θε­ω­ρία

Θα ήθελα να ξε­κι­νή­σω δια­σα­φη­νί­ζο­ντας κά­ποια πράγ­μα­τα. 

Πρώ­τον, η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα είναι μία έν­νοια, όχι μία θε­ω­ρία. Είναι μια πε­ρι­γρα­φή του πώς οι δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης –ο ρα­τσι­σμός, ο σε­ξι­σμός, η κα­τα­πί­ε­ση των ΛΟ­ΑΤ­ΚΙ και όλες οι άλλες μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης– αλ­λη­λε­πι­δρούν με­τα­ξύ τους και συ­ντί­θε­νται σε μια μο­να­δι­κή εμπει­ρία. Ως εκ τού­του, οι μαύ­ρες γυ­ναί­κες δεν είναι απλώς «διπλά κα­τα­πιε­σμέ­νες» –δη­λα­δή η κα­τα­πί­ε­ση που βιώ­νουν, δεν αφορά δύο ξε­χω­ρι­στές εμπει­ρί­ες που απλά προ­στί­θε­νται η μία στην άλλη. Δεν βιώ­νουν το ρα­τσι­σμό με τον ίδιο τρόπο που τον βιώ­νουν οι μαύ­ροι άντρες και πα­ράλ­λη­λα το σε­ξι­σμό με τον ίδιο τρόπο που τον βιώ­νουν οι λευ­κές γυ­ναί­κες. Αντί­θε­τα, ο ρα­τσι­σμός επη­ρε­ά­ζει τον τρόπο με τον οποίο οι μαύ­ρες γυ­ναί­κες κα­τα­πιέ­ζο­νται τόσο ως γυ­ναί­κες, όσο και ως μαύ­ροι άν­θρω­ποι. 

Η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα είναι ένας άλλος τρό­πος για να πε­ρι­γρα­φεί η δια­σταύ­ρω­ση των κα­τα­πιέ­σε­ων της φυλής, του φύλου και της τάξης και ακο­λου­θεί τους όρους που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν οι μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες. Έτσι λοι­πόν, δίπλα στους όρους «ταυ­τό­χρο­νες κα­τα­πιέ­σεις»,  «επι­κα­λυ­πτό­με­νες κα­τα­πιέ­σεις», «συν­δε­ό­με­νες κα­τα­πιέ­σεις», βρί­σκε­ται και ο όρος της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας. Όπως υπο­στή­ρι­ξε η μαύρη φε­μι­νί­στρια και ακα­δη­μαϊ­κός Μπάρ­μπα­ρα Σμιθ το 1983 στο «Home Girls: A Black Feminist Anthology»: 

«Η αντί­λη­ψη της ταυ­τό­χρο­νης-πολ­λα­πλής κα­τα­πί­ε­σης εξα­κο­λου­θεί μέχρι και σή­με­ρα να απο­τε­λεί την πεμ­πτου­σία της μαύ­ρης φε­μι­νι­στι­κής κα­τα­νό­η­σης της πο­λι­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και, όπως πι­στεύω, η προ­α­να­φερ­θεί­σα αντί­λη­ψη συ­νι­στά μία από τις πιο ση­μα­ντι­κές συ­νει­σφο­ρές της μαύ­ρης φε­μι­νι­στι­κής σκέ­ψης γε­νι­κό­τε­ρα». 

Εφό­σον η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα είναι μία έν­νοια (απο­τε­λεί δη­λα­δή μία πε­ρι­γρα­φή της εμπει­ρί­ας των πολ­λα­πλών κα­τα­πιέ­σε­ων χωρίς να εξη­γεί τις αι­τί­ες τους) και όχι μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη θε­ω­ρία (η οποία απο­πει­ρά­ται να εξη­γή­σει τις ρίζες των κα­τα­πιέ­σε­ων), μπο­ρεί να εντα­χθεί σε διά­φο­ρες θε­ω­ρί­ες για την προ­έ­λευ­ση της κα­τα­πί­ε­σης –τη μαρ­ξι­στι­κή, τη με­τα­μο­ντέρ­να, αλλά και τη σε­πα­ρα­τι­στι­κή [ΣτΜ: που επι­διώ­κει το «δια­χω­ρι­σμό»] κλπ. 

Καθώς λοι­πόν ο μαρ­ξι­σμός και ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός βρί­σκο­νται συχνά σε σύ­γκρου­ση, η χρήση της έν­νοιας της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας στα δύο αυτά θε­ω­ρη­τι­κά πλαί­σια γί­νε­ται με πολύ δια­φο­ρε­τι­κούς και αντι­κρουό­με­νους τρό­πους. 

Ο μαρ­ξι­σμός εντο­πί­ζει την αιτία όλων των μορ­φών κα­τα­πί­ε­σης στην ύπαρ­ξη τα­ξι­κών κοι­νω­νιών, ενώ άλλες θε­ω­ρί­ες, που προ­έρ­χο­νται από το ρεύμα του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, απορ­ρί­πτουν αυτή τη θε­ώ­ρη­ση ως «ου­σιο­κρα­τι­κή» και «απλου­στευ­τι­κή». Αυτός είναι ο λόγος που αρ­κε­τοί μαρ­ξι­στές έχουν υπάρ­ξει επι­φυ­λα­κτι­κοί έως και εχθρι­κοί απέ­να­ντι στον όρο «δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα», χωρίς όμως να κά­νουν τον απα­ραί­τη­το δια­χω­ρι­σμό με­τα­ξύ των δύο αντα­γω­νι­στι­κών θε­ω­ρη­τι­κών θε­με­λί­ων του όρου: με­τα­ξύ δη­λα­δή του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού και του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού/με­τα­δο­μι­σμού.

Η πα­ρά­δο­ση του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού

Είναι ση­μα­ντι­κό να κα­τα­νο­ή­σου­με ότι η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας ανα­πτύ­χθη­κε σε πρώτο στά­διο από τις μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες και όχι από το ρεύμα του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού. 

Το ρεύμα του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού έχει μακρά και πο­λυ­σύν­θε­τη ιστο­ρία, που βα­σί­ζε­ται στην ανα­γνώ­ρι­ση ότι το σύ­στη­μα της δου­λο­κτη­σί­ας και έκτο­τε ο σύγ­χρο­νος ρα­τσι­σμός και ο φυ­λε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός έχουν κάνει τις μαύ­ρες γυ­ναί­κες να υπο­φέ­ρουν με τρό­πους που οι λευ­κές γυ­ναί­κες δεν βί­ω­σαν ποτέ.

Το 1851, η Σο­τζέρ­νερ Τρουθ έκανε τη διά­ση­μη πλέον ομι­λία της με τίτλο «Δεν είμαι εγώ γυ­ναί­κα;» («Ain’t I a woman?») στο Συ­νέ­δριο των Γυ­ναι­κών στο Άκρον του Οχάιο. Η ομι­λία αυτή στό­χευε στο να το­νί­σει στις λευ­κές με­σο­α­στές σου­φρα­ζέ­τες ότι η κα­τα­πί­ε­σή της ως μαύρη πρώην σκλά­βα δεν είχε καμία σχέση με τις δικές τους εμπει­ρί­ες. 

Σε αυτές, η Τρουθ αντι­πα­ρέ­βα­λε την προ­σω­πι­κή της κα­τα­πί­ε­ση. Ως μαύρη γυ­ναί­κα υπέ­φε­ρε από σω­μα­τι­κή κα­κο­ποί­η­ση και μειω­τι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές, υπο­χρε­ω­νό­ταν σε ατε­λεί­ω­τες ώρες κα­τα­να­γκα­στι­κής και απλή­ρω­της ερ­γα­σί­ας και γεν­νού­σε παι­διά μόνο για να τα δει να εξα­να­γκά­ζο­νται σε δου­λεία.

Για πάνω από έναν αιώνα, προ­τού η μαύρη νο­μι­κή ακα­δη­μαϊ­κός και φε­μι­νί­στρια Κί­μπερ­λι Γουί­λιαμς Κρίσ­νο­ου επι­νο­ή­σει τον όρο δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα το 1989, η ίδια έν­νοια πε­ρι­γρα­φό­ταν με τους όρους «συν­δε­ό­με­νες κα­τα­πιέ­σεις», «ταυ­τό­χρο­νες κα­τα­πιέ­σεις» και με άλ­λους πα­ρό­μοιους όρους. Ο μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός όμως έδωσε με­γά­λη έμ­φα­ση στις τα­ξι­κές δια­φο­ρές που ενυ­πήρ­χαν ανά­με­σα στις γυ­ναί­κες, καθώς η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία του μαύ­ρου πλη­θυ­σμού των ΗΠΑ ήταν πά­ντο­τε τμήμα της ερ­γα­τι­κής τάξης και βίωνε δυ­σα­νά­λο­γη με τους λευ­κούς φτώ­χεια, ως οι­κο­νο­μι­κή συ­νέ­πεια του ρα­τσι­σμού. 

Η Κρίσ­νο­ου το 1989, στο δο­κί­μιό της με τίτλο «Demarginalizing the Intersection of Race and Sex: A Black Feminist Critique of Antidiscrimination Doctrine, Feminist Theory and Antiracist Politics», στο οποίο ει­σή­γα­γε τον όρο «δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα», απο­τί­νει φόρο τιμής στον λόγο της Σ. Τρουθ: 

«Όταν η Τρουθ ξε­κί­νη­σε να μι­λά­ει», γρά­φει η Κρισ­νό­ου, «πολ­λές λευ­κές γυ­ναί­κες την πα­ρό­τρυ­ναν να σιω­πή­σει, φο­βού­με­νες ότι θα εκτρέ­ψει την προ­σο­χή από την πάλη των γυ­ναι­κών για το δι­καί­ω­μα ψήφου [προς την κα­τεύ­θυν­ση της πάλης για την κα­τάρ­γη­ση της δου­λεί­ας]». Η Κρίσ­νο­ου συ­νε­χί­ζει με­τα­φέ­ρο­ντας τον ίδιο προ­βλη­μα­τι­σμό στο δικό της ιστο­ρι­κο-πο­λι­τι­κό παρόν λέ­γο­ντας: 

«Όταν η φε­μι­νι­στι­κή θε­ω­ρία και οι φε­μι­νι­στι­κές πο­λι­τι­κές ισχυ­ρί­ζο­νται ότι αντα­να­κλούν τους προ­βλη­μα­τι­σμούς και τους στό­χους των γυ­ναι­κών, χωρίς να πε­ρι­λαμ­βά­νουν ή να απευ­θύ­νο­νται στις μαύ­ρες γυ­ναί­κες, οι μαύ­ρες γυ­ναί­κες πρέ­πει να ρω­τή­σουν: “Δεν εί­μα­στε κι εμείς γυ­ναί­κες;”».

Αρι­στε­ρός μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός

Είναι επί­σης ση­μα­ντι­κό να ανα­γνω­ρί­σου­με ότι ο μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός εμπε­ριεί­χε πά­ντο­τε μια αρι­στε­ρή ανά­λυ­ση, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης μιας συ­μπό­ρευ­σης με­τα­ξύ κά­ποιον μαύ­ρων φε­μι­νι­στριών και του Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος στα μέσα με τέλη του 20ού αιώνα. Για πα­ρά­δειγ­μα, τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, Κλα­ού­ντια Τζό­ουνς και Άν­τζε­λα Ντέι­βις, ανέ­πτυ­ξαν και οι δύο την ιδέα της μαύ­ρης κα­τα­πί­ε­σης ως μια συν­δε­ό­με­νη εμπει­ρία της φυλής, του φύλου και της τάξης. Το 1949, η Κλα­ού­ντια Τζό­ουνς έγρα­ψε ένα πρω­το­πο­ρια­κό κεί­με­νο με τίτλο «An End to the Neglet of the Problems of the Negro Woman!», στο οποίο υπο­στη­ρί­ζει ότι «Οι νέ­γρες γυ­ναί­κες –ως ερ­γά­τριες, ως νέ­γρες και ως γυ­ναί­κες– είναι το πιο κα­τα­πιε­σμέ­νο στρώ­μα  όλου του πλη­θυ­σμού». Σε αυτό το κεί­με­νο, η Τζό­ουνς το­νί­ζει ότι η σε­ξουα­λι­κή κα­τα­πί­ε­ση είναι ένα φυ­λε­τι­κό ζή­τη­μα για τις μαύ­ρες γυ­ναί­κες:

«Τί­πο­τα δεν πε­ρι­γρά­φει τόσο έντο­να την κα­τα­πιε­στι­κή κα­τά­στα­ση της Νέ­γρι­κης θη­λυ­κό­τη­τας όσο η υπό­θε­ση της Ρόζα Λι Ιν­γκραμ, χήρα μη­τέ­ρα 14 παι­διών –με τα 2 από αυτά να έχουν πε­θά­νει– η οποία αντι­με­τώ­πι­ζε ισό­βια κά­θειρ­ξη στη φυ­λα­κή της Τζόρ­τζια για το “έγκλη­μα” της αυ­το­ά­μυ­νας ενά­ντια στις ανή­θι­κες βλέ­ψεις ενός υπο­στη­ρι­κτή της λευ­κής ανω­τε­ρό­τη­τας… Εκ­θέ­τει το υπο­κρι­τι­κό άλ­λο­θι αυτών που λίν­τσα­ραν τον Νέ­γρι­κο αντρι­κό πλη­θυ­σμό, οι οποί­οι ιστο­ρι­κά πάντα κρύ­βο­νταν κάτω από τις φού­στες των λευ­κών γυ­ναι­κών, όταν προ­σπα­θούν να κα­λύ­ψουν τα βρο­με­ρά εγκλή­μα­τά τους επι­κα­λού­με­νοι τον “ιπ­πο­τι­σμό” της “προ­στα­σί­ας των λευ­κών γυ­ναι­κών”». 

Αυτή η προ­σέγ­γι­ση –ότι η σε­ξουα­λι­κή κα­κο­ποί­η­ση δεν είναι απλά ένα γυ­ναι­κείο ζή­τη­μα, αλλά και ένα φυ­λε­τι­κό ζή­τη­μα στην κοι­νω­νία των ΗΠΑ– συ­νε­χί­στη­κε και επε­κτά­θη­κε αρ­γό­τε­ρα και από την Άν­τζε­λα Ντέι­βις, της οποί­ας η μα­κρο­χρό­νια αφο­σί­ω­ση στην πάλη ενά­ντια σε όλες της μορ­φές εκ­με­τάλ­λευ­σης και κα­τα­πί­ε­σης, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του ρα­τσι­στι­κού συ­στή­μα­τος μη-δι­καιο­σύ­νης [ΣτΜ: Injustice system,  λο­γο­παί­γνιο με τον όρο «Σύ­στη­μα Δι­καιο­σύ­νης» και τη λέξη «Αδι­κία»] είναι ευ­ρέ­ως γνω­στή. 

Το 1981, η Άν­τζε­λα Ντέι­βις στο βι­βλίο της «Γυ­ναί­κες: Φυλή και Τάξη» έγρα­ψε ότι ο βια­σμός «στις ΗΠΑ έχει κι ένα τα­ξι­κό ρα­τσι­στι­κό συ­στα­τι­κό, που υπάρ­χει από την πε­ρί­ο­δο της δου­λεί­ας σαν βα­σι­κό όπλο στη δια­τή­ρη­ση του συ­στή­μα­τος της λευ­κής υπε­ρο­χής». Πε­ρι­γρά­φει τον βια­σμό ως «ένα όπλο κυ­ριαρ­χί­ας, ένα όπλο κα­τα­στο­λής του οποί­ου απώ­τε­ρος στό­χος ήταν να εξα­φα­νί­σει τη θέ­λη­ση των σκλά­βων γυ­ναι­κών να αντι­στα­θούν και πα­ράλ­λη­λα να κλο­νί­σει το ηθικό των αντρών τους». Οι συ­στη­μα­το­ποι­η­μέ­νοι βια­σμοί μαύ­ρων γυ­ναι­κών συ­νε­χί­στη­καν και μετά από την κα­τάρ­γη­ση της δου­λεί­ας.

Σύμ­φω­να με την Ντέι­βις: 

«Οι ομα­δι­κοί βια­σμοί που δια­πράτ­το­νταν από την Κου Κλουξ Κλαν και άλλες τρο­μο­κρα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις στη με­τα-εμ­φυ­λια­κή πε­ρί­ο­δο έγι­ναν ένα πρό­δη­λο πο­λι­τι­κό όπλο για να οδη­γη­θεί σε μα­ταί­ω­ση το κί­νη­μα των Μαύ­ρων για την ισό­τη­τα».

Η κα­ρι­κα­τού­ρα του μαύ­ρου άντρα ως σε­ξουα­λι­κού θη­ρευ­τή με ατε­λεί­ω­τη επι­θυ­μία να βιά­σει τις ενά­ρε­τες, λευ­κές, Νό­τιες «πε­ντά­μορ­φες» [ΣτΜ: Belle, η όμορ­φη στη γαλ­λι­κά και το όνομα της Πε­ντά­μορ­φης στο γνω­στό πα­ρα­μύ­θι με το τέρας. Την εποχή μετά τον Εμ­φύ­λιο, στον αμε­ρι­κά­νι­κο Νότο πε­ριέ­γρα­φε τις νε­α­ρές, ανύ­πα­ντρες λευ­κές γυ­ναί­κες της ανώ­τε­ρης τάξης, σε μια εποχή που οι μαύ­ροι άντρες θε­ω­ρού­νταν τα «τέ­ρα­τα»] είχε ως «αχώ­ρι­στη συ­νο­δεία», όπως γρά­φει η Ντέι­βις: «την ει­κό­να των μαύ­ρων γυ­ναι­κών ως μό­νι­μα πρό­θυ­μων σε­ξουα­λι­κά… καθώς αντι­με­τω­πί­ζο­νταν ως “χα­λα­ρών ηθών” και που­τά­νες, οι κραυ­γές τους ότι βιά­στη­καν αντι­με­τω­πί­ζο­νταν ως ανα­ξιό­πι­στες».

Ακόμα και στη δε­κα­ε­τία του ’70, πολ­λές λευ­κές φε­μι­νί­στριες –με πιο γνω­στή τη Σού­ζαν Μπρα­ουν­μί­λερ και το βι­βλίο της «Against our Will: Men, Women and Rape»– πε­ριέ­γρα­φαν τον βια­σμό ως μια πάλη απο­κλει­στι­κά ανά­με­σα σε άν­δρες και γυ­ναί­κες. Αυτό το πο­λι­τι­κό πλαί­σιο οδή­γη­σε την Μπρα­ουν­μί­λερ να κα­τα­λή­ξει ανοι­χτά σε ρα­τσι­στι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα, σχε­τι­κά με το λιν­τσά­ρι­σμα το 1955 του Έμι­λετ Τιλ –ενός 14χρο­νου που κατά την επί­σκε­ψή του στην οι­κο­γέ­νειά του στον Μι­σι­σί­πι, όπου ίσχυαν οι νόμοι Τζιμ Κρόου [ΣτΜ: η ρα­τσι­στι­κή νο­μο­θε­σία του αμε­ρι­κα­νι­κού Νότου], απή­χθη­κε, βα­σα­νί­στη­κε και εκτε­λέ­στη­κε για το «έγκλη­μα» ενός φη­μο­λο­γού­με­νου σφυ­ρίγ­μα­τος σε μια λευκή πα­ντρε­μέ­νη γυ­ναί­κα. Παρά το λιν­τσά­ρι­σμα και τη δο­λο­φο­νία του Τιλ, η Μπρα­ουν­μί­λερ εντό­πι­σε τόσο στον Τιλ, όσο και στους φο­νιά­δες του, μια κοινή πρό­θε­ση εξου­σί­ας και κυ­ριαρ­χί­ας απέ­να­ντι σε μία «λευκή γυ­ναί­κα» –χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα στε­ρε­ό­τυ­πα που η Ντέι­βις πε­ρι­γρά­φει ως «ανα­βί­ω­ση του πα­λιού ρα­τσι­στι­κού μύθου του μαύ­ρου βια­στή».

Υπάρ­χουν πολ­λοί άλλοι τρό­ποι με τους οποί­ους η εμπει­ρία της γυ­ναι­κεί­ας κα­τα­πί­ε­σης δια­φέ­ρει ανά­λο­γα με τη φυλή και την τάξη των γυ­ναι­κών. Το κυ­ρί­αρ­χο (mainstream) φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα του ’60 και του ’70 διεκ­δι­κού­σε την κα­το­χύ­ρω­ση των εκτρώ­σε­ων στη βάση του δι­καιώ­μα­τος των γυ­ναι­κών να τερ­μα­τί­ζουν μια ανε­πι­θύ­μη­τη εγκυ­μο­σύ­νη. Αυτό, φυ­σι­κά, είναι ένα ζω­τι­κό δι­καί­ω­μα για όλες τις γυ­ναί­κες –χωρίς το οποίο δεν μπο­ρούν να ελ­πί­ζουν στην πραγ­μα­τι­κή και ου­σια­στι­κή θε­με­λί­ω­ση της ισό­τη­τας ανά­με­σα σε άν­δρες και γυ­ναί­κες. Την ίδια στιγ­μή όμως, το κυ­ρί­αρ­χο κί­νη­μα επι­κε­ντρω­νό­ταν απο­κλει­στι­κά στο ζή­τη­μα των εκτρώ­σε­ων, όταν η ιστο­ρία των ανα­πα­ρα­γω­γι­κών δι­καιω­μά­των κα­θι­στού­σε το ζή­τη­μα πολύ πιο πε­ρί­πλο­κο για τις μαύ­ρες γυ­ναί­κες και για άλλες έγ­χρω­μες γυ­ναί­κες [ΣτΜ: «Women of colour», όρος που πε­ρι­γρά­φει της «μη-λευ­κές», δηλ. μι­γά­δες, λα­τί­νες και ιθα­γε­νείς], οι οποί­ες ιστο­ρι­κά έχουν υπάρ­ξει στό­χος ρα­τσι­στι­κών στει­ρω­τι­κών κα­κο­ποι­ή­σε­ων.

Η συλ­λο­γι­κό­τη­τα Κό­μπα­χι Ρίβερ  

Το βα­σι­κό συ­μπέ­ρα­σμα που προ­κύ­πτει από αυτά τα πα­ρα­δείγ­μα­τα είναι ότι δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει απο­κλει­στι­κά «γυ­ναι­κείο ζή­τη­μα» με απλές απα­ντή­σεις, όταν προ­κύ­πτει σε ένα κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα το οποίο ιδρύ­θη­κε πάνω στη δου­λεία των Αφρι­κα­νών και στο οποίο ο ρα­τσι­σμός πα­ρα­μέ­νει εν­σω­μα­τω­μέ­νος στα θε­μέ­λιά του και σε όλους τους θε­σμούς του. Επο­μέ­νως σχε­δόν σε κάθε «γυ­ναι­κείο ζή­τη­μα» εμπε­ριέ­χο­νται και φυ­λε­τι­κά ζη­τή­μα­τα.

Τις δε­κα­ε­τί­ες του ’60 και του ’70 ανα­δύ­θη­κε ένα ισχυ­ρό κί­νη­μα ανά­με­σα στις αρι­στε­ρές μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες, το οποίο απει­κο­νί­ζε­ται κα­λύ­τε­ρα από τη συλ­λο­γι­κό­τη­τα Κό­μπα­χι Ρίβερ, μια ομάδα μαύ­ρων λε­σβιών φε­μι­νι­στριών στη Βο­στό­νη. Οι γυ­ναί­κες αυτές συ­στή­νο­νταν ως «μαρ­ξί­στριες», όπως προ­κύ­πτει και από το βα­σι­κό κεί­με­νό τους το 1977:

«Εί­μα­στε σο­σια­λί­στριες επει­δή πι­στεύ­ου­με ότι η ερ­γα­σία πρέ­πει να ορ­γα­νώ­νε­ται για το συλ­λο­γι­κό συμ­φέ­ρον αυτών που ερ­γά­ζο­νται και πα­ρά­γουν τα προ­ϊ­ό­ντα και όχι για τα κέρδη των αφε­ντι­κών. Οι υλι­κοί πόροι πρέ­πει να μοι­ρά­ζο­νται ανά­με­σα σε αυτές/ούς που τους δη­μιουρ­γού­νε. Δεν έχου­με πει­στεί, παρ’ όλα αυτά, ότι μια σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση που δεν θα είναι επί­σης αντι­ρα­τσι­στι­κή και φε­μι­νι­στι­κή θα εγ­γυ­η­θεί την απε­λευ­θέ­ρω­σή μας. Πα­ρό­τι βρι­σκό­μα­στε σε ου­σια­στι­κή  συμ­φω­νία με τη μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρία, όπως εφαρ­μό­ζε­ται στις συ­γκε­κρι­μέ­νες οι­κο­νο­μι­κές σχέ­σεις που ανα­λύ­ο­νται μέσω αυτής, θε­ω­ρού­με πα­ράλ­λη­λα ότι αυτή η ανά­λυ­ση πρέ­πει να επε­κτα­θεί πε­ραι­τέ­ρω, ώστε να κα­τα­νο­ή­σου­με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση των μαύ­ρων γυ­ναι­κών».

Αυτός είναι ένας πολύ λο­γι­κός τρό­πος σκέ­ψης, που φαί­νε­ται σαν κοινή λο­γι­κή στους πε­ρισ­σό­τε­ρους αν­θρώ­πους της Αρι­στε­ράς του σή­με­ρα. Η συλ­λο­γι­κό­τη­τα Κό­μπα­χι Ρίβερ δεν υπο­στή­ρι­ζε τον σε­πα­ρα­τι­σμό, όπως έχουν λαν­θα­σμέ­να συ­μπε­ρά­νει με­ρι­κοί μαρ­ξι­στές/στριες. Η Μπάρ­μπα­ρα Σμιθ, ένα από τα ιδρυ­τι­κά μέλη της συλ­λο­γι­κό­τη­τας, σε μια συ­νέ­ντευ­ξή της το 1984 στο βι­βλίο «This Bridge Called my Back», υπο­στή­ρι­ξε μια στρα­τη­γι­κή «οι­κο­δό­μη­σης συμ­μα­χιών», απο­δο­μώ­ντας το «φυ­λε­τι­κό σε­πα­ρα­τι­σμό». Υπο­στή­ρι­ξε ότι «κάθε είδος σε­πα­ρα­τι­σμού οδη­γεί σε αδιέ­ξο­δο… Δεν υπάρ­χει κα­νέ­νας τρό­πος μια κα­τα­πιε­σμέ­νη ομάδα να ρίξει το σύ­στη­μα από μόνη της. Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο είναι να δη­μιουρ­γού­με συμ­μα­χί­ες αρχών γύρω από συ­γκε­κρι­μέ­να ζη­τή­μα­τα». 

Η πα­ρά­δο­ση του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού υπήρ­ξε πάντα συν­δε­μέ­νη με τη συλ­λο­γι­κή πάλη ενά­ντια στην κα­τα­πί­ε­ση –ενά­ντια στη δου­λεία, ενά­ντια στον φυ­λε­τι­κό δια­χω­ρι­σμό, ενά­ντια στον ρα­τσι­σμό, την αστυ­νο­μι­κή βαρ­βα­ρό­τη­τα, τη φτώ­χια, τις βί­αιες στει­ρώ­σεις, τους συ­στη­μα­τι­κούς βια­σμούς μαύ­ρων γυ­ναι­κών και το συ­στη­μα­τι­κό λιν­τσά­ρι­σμα των μαύ­ρων αντρών. Πι­θα­νώς, το πιο ση­μα­ντι­κό μά­θη­μα που μπο­ρού­με να πά­ρου­με από τη Συλ­λο­γι­κό­τη­τα Κό­μπα­χι Ρίβερ είναι πως, όταν θα χτί­ζου­με το επό­με­νο μα­ζι­κό κί­νη­μα για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των γυ­ναι­κών –ευ­ελ­πι­στώ πως κάτι τέ­τοιο θα έρθει σύ­ντο­μα– οφεί­λου­με να στη­ρι­χθού­με στις ανά­γκες αυτών που κα­τα­πιέ­ζο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο, απο­φεύ­γο­ντας να μι­λή­σου­με για πολ­λο­στή φορά μο­νά­χα για τις ανά­γκες των λι­γό­τε­ρο κα­τα­πιε­σμέ­νων –μία τέ­τοια ιδέα είναι που απο­τε­λεί και την «καρ­διά» της ου­σί­ας της αλ­λη­λεγ­γύ­ης.

Όμως, η δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα είναι μια έν­νοια για την κα­τα­νό­η­ση της κα­τα­πί­ε­σης και όχι της εκ­με­τάλ­λευ­σης. Πολ­λές μαύ­ρες φε­μι­νί­στριες ανα­γνω­ρί­ζουν τις συ­στη­μι­κές ρίζες του ρα­τσι­σμού και του σε­ξι­σμού, αλλά εστιά­ζουν πολύ λι­γό­τε­ρο από τις/τους Μαρ­ξι­στές/στριες στη σύν­δε­ση με­τα­ξύ του συ­στή­μα­τος εκ­με­τάλ­λευ­σης και της κα­τα­πί­ε­σης. Ο μαρ­ξι­σμός είναι απα­ραί­τη­τος. Αρ­χι­κά γιατί πα­ρέ­χει διά­φο­ρα ερ­γα­λεία για την κα­τα­νό­η­ση της σχέ­σης με­τα­ξύ κα­τα­πί­ε­σης και εκ­με­τάλ­λευ­σης και επι­πλέ­ον γιατί εντο­πί­ζει το υπο­κεί­με­νο που μπο­ρεί να δη­μιουρ­γή­σει τις υλι­κές και κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες που θα κά­νουν εφι­κτό το τέλος τόσο της κα­τα­πί­ε­σης όσο και της εκ­με­τάλ­λευ­σης: την ερ­γα­τι­κή τάξη. Οι εργάτ(ρι)ες έχουν τη δύ­να­μη όχι μόνο να πα­ρα­λύ­σουν το σύ­στη­μα, αλλά και να το αντι­κα­τα­στή­σουν με μία σο­σια­λι­στι­κή κοι­νω­νία, βα­σι­σμέ­νη στη συλ­λο­γι­κή κτήση των μέσων πα­ρα­γω­γής. Αν και πολ­λές άλλες κοι­νω­νι­κές ομά­δες βιώ­νουν επί­σης κα­τα­πί­ε­ση, η ερ­γα­τι­κή τάξη είναι η μόνη που κα­τέ­χει αυτή τη συλ­λο­γι­κή δύ­να­μη. Οπότε, η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας χρειά­ζε­ται τη μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρία για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει αυτό το ενω­τι­κό κί­νη­μα που θα έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να βάλει τέλος σε όλες τις μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης. Πα­ράλ­λη­λα, ο μαρ­ξι­σμός μόνο όφε­λος θα έχει από την προ­σπά­θεια να εντά­ξει τον αρι­στε­ρό μαύρο φε­μι­νι­σμό στην πο­λι­τι­κή θε­ω­ρία και πράξη του.

Η με­τα­μο­ντέρ­να απόρ­ρι­ψη της «ολό­τη­τας»

Αυτό που προ­σπά­θη­σα να ανα­δεί­ξω μέχρι τώρα είναι το πώς η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας ή των αλ­λη­λο­συν­δε­ό­με­νων κα­τα­πιέ­σε­ων είχε τις ρίζες της στις ανα­λύ­σεις του μαύ­ρου φε­μι­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος για μια με­γά­λη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο και επί­σης το κατά πόσο η έν­νοια αυτή είναι συμ­βα­τή με τον μαρ­ξι­σμό. Στο ση­μείο αυτό θα ήθελα να στρέ­ψω την προ­σο­χή μου  στον με­τα­μο­ντερ­νι­σμό και στην αντί­θε­ση ανά­με­σα στη με­τα­μο­ντέρ­να αντί­λη­ψη της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας και την πα­λαιό­τε­ρη μαύρη φε­μι­νι­στι­κή έν­νοια του όρου.

Για να είμαι ξε­κά­θα­ρη: δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία ότι ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός έχει ενι­σχύ­σει τον αγώνα ενά­ντια σε όλες τις μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων της κα­τα­πί­ε­σης που βιώ­νουν τα τρανς άτομα, τα άτομα με ανα­πη­ρία, τα άτομα που έρ­χο­νται αντι­μέ­τω­πα με ηλι­κια­κές δια­κρί­σεις και πολ­λών άλλων μορ­φών κα­τα­πί­ε­σης που απορ­ρί­πτο­νταν άκρι­τα πριν αρ­χί­σουν να αν­θί­ζουν οι με­τα­μο­ντέρ­νες θε­ω­ρί­ες του ’80 και ’90.

Ο βρε­τα­νός θε­ω­ρη­τι­κός της λο­γο­τε­χνί­ας Τέρι Ίγκλε­τον υπο­στή­ρι­ξε πως το «μο­να­δι­κό, αλλά διαρ­κές κα­τόρ­θω­μα» του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού είναι «το γε­γο­νός ότι βο­ή­θη­σε να τε­θούν ερω­τή­μα­τα για τη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα, το φύλο και την εθνό­τη­τα τόσο ξε­κά­θα­ρα στην πο­λι­τι­κή ατζέ­ντα, ώστε είναι αδύ­να­τον πλέον να φα­ντα­στού­με τον πα­ρα­γκω­νι­σμό των πα­ρα­πά­νω χωρίς σκλη­ρή μάχη».

Την ίδια στιγ­μή βέ­βαια, ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός υψώ­νει ένα τεί­χος απόρ­ρι­ψης της πο­λι­τι­κής γε­νί­κευ­σης και των κα­τη­γο­ριών κοι­νω­νι­κών δομών και υλι­κών πραγ­μα­τι­κο­τή­των, οι οποί­ες ανα­φέ­ρο­νται ως «αλή­θειες», «ολό­τη­τες», «κα­θο­λι­κό­τη­τες» –και αυτό στο όνομα της εφαρ­μο­γής της «αντι-ου­σιο­κρα­τί­ας». (Φυ­σι­κά μια τέ­τοια πλή­ρης άρ­νη­ση  της πο­λι­τι­κής γε­νί­κευ­σης είναι από μόνη της μια πο­λι­τι­κή γε­νί­κευ­ση –κάτι το οποίο απο­τε­λεί εγ­γε­νή αντί­θε­ση της με­τα­μο­ντέρ­νας σκέ­ψης!). Οι με­τα­μο­ντερ­νιστ(ρι)ες εστιά­ζουν υπερ­βο­λι­κά στον πε­ριο­ρι­σμέ­νο, με­ρι­κό και υπο­κει­με­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα της ατο­μι­κής εμπει­ρί­ας των αν­θρώ­πων, απορ­ρί­πτο­ντας τη στρα­τη­γι­κή ενός συλ­λο­γι­κού αγώνα ενά­ντια στους θε­σμούς της κα­τα­πί­ε­σης και της εκ­με­τάλ­λευ­σης, προ­κει­μέ­νου να εστιά­σουν στις ατο­μι­κές και πο­λι­τι­σμι­κές σχέ­σεις ως τα επί­κε­ντρα του  αγώνα.

Δεν είναι σύμ­πτω­ση ότι ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός άν­θι­σε και ρι­ζώ­θη­κε στις συ­νει­δή­σεις των μελών της ακα­δη­μαϊ­κής κοι­νό­τη­τας την πε­ρί­ο­δο μετά την υπο­χώ­ρη­ση των τα­ξι­κών και κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των των δε­κα­ε­τιών του ’60 και του ’70 –την πε­ρί­ο­δο ανό­δου της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρής επί­θε­σης από την άρ­χου­σα τάξη. Κά­ποιοι/ες από τους ακα­δη­μαϊ­κούς που συμ­με­τεί­χαν στην ανά­πτυ­ξη του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, ήταν βε­τε­ρά­νοι ρι­ζο­σπάστ(ρι)ες του ’60, που έχα­σαν την πίστη τους στην πι­θα­νό­τη­τα της επα­νά­στα­σης. Τους ακο­λού­θη­σε μια γενιά από νέους/ες ρι­ζο­σπάστ(ρι)ες που ήταν πολύ νε­α­ροί/ες σε ηλι­κία για να έχουν ζήσει τη με­γά­λη ανα­τα­ρα­χή της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 και ήταν επη­ρε­α­σμέ­νοι από τον πε­σι­μι­σμό της πε­ριό­δου. Σε αυτό το πλαί­σιο, ο μαρ­ξι­σμός δυ­σφη­μού­νταν ευ­ρέ­ως ως «απλου­στευ­τι­κός» και «ου­σιο­κρα­τι­κός» από ακα­δη­μαϊ­κούς που απο­κα­λού­σαν τους εαυ­τούς τους με­τα­μο­ντερ­νι­στές, με­τα­δο­μι­στές και με­τά-μαρ­ξι­στές.

Μέσα στα θε­ω­ρη­τι­κά όρια του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού, ο με­τά-μαρ­ξι­σμός πα­ρεί­χε ένα νέο θε­ω­ρη­τι­κό πλαί­σιο, το οποίο άρ­χι­σε να ανα­τέλ­λει τη δε­κα­ε­τία του 1980. Δύο με­τά-μαρ­ξι­στές θε­ω­ρη­τι­κοί, ο Ερ­νέ­στο Λα­κλά­ου και η Σα­ντάλ Μουφ, δη­μο­σί­ευ­σαν το βι­βλίο «Ηγε­μο­νία και Σο­σια­λι­στι­κή Στρα­τη­γι­κή: Προς Ρι­ζο­σπα­στι­κές Δη­μο­κρα­τι­κές Πο­λι­τι­κές» το 1985. Ο Λα­κλά­ου και η Μουφ εξή­γη­σαν τις θε­ω­ρί­ες τους ως την άρ­νη­ση της σο­σια­λι­στι­κής «ολό­τη­τας»: 

«Δεν υπάρ­χει, για πα­ρά­δειγ­μα, υπο­χρε­ω­τι­κή  σύν­δε­ση με­τα­ξύ του αντι­σε­ξι­σμού και του αντι­κα­πι­τα­λι­σμού και η ενό­τη­τα αυτών των δύο μπο­ρεί να είναι μο­νά­χα απο­τέ­λε­σμα της άρ­θρω­σης ενός ηγε­μο­νι­κού λόγου. Επα­κό­λου­θα, η μόνη δυ­να­τό­τη­τα να αρ­θρω­θεί ένας τέ­τοιος λόγος βρί­σκε­ται στη βάση ξε­χω­ρι­στών αγώ­νων… Αυτό απαι­τεί την αυ­το­νό­μη­ση των σφαι­ρών του αγώνα». 

Η ανω­τέ­ρω το­πο­θέ­τη­ση επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί υπέρ του δια­χω­ρι­σμού των αγώ­νων. Αυτοί οι «διά­χυ­τοι» αγώ­νες όπως πε­ρι­γρά­φο­νται, θα πρέ­πει λοι­πόν να διε­ξα­χθούν απο­κλει­στι­κά στο πεδίο που ο Μαρξ πε­ρι­γρά­φει ως εποι­κο­δό­μη­μα, χωρίς να συν­δέ­ο­νται κα­θό­λου με την οι­κο­νο­μι­κή βάση της κοι­νω­νί­ας.

Επι­πλέ­ον, η αντί­λη­ψη του Λα­κλά­ου και της Μουφ για την «αυ­το­νό­μη­ση των σφαι­ρών του αγώνα» δεν επι­κε­ντρώ­νε­ται μο­νά­χα στο γε­γο­νός ότι ο κάθε αγώ­νας δύ­να­ται να αντι­στα­θεί μόνο σε μία συ­γκε­κρι­μέ­νη μορφή υπο­τα­γής μέσα σε έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο κοι­νω­νι­κό τομέα, αλλά και στο ότι ο εκά­στο­τε αγώ­νας δεν χρειά­ζε­ται καν την εμπλο­κή πάνω από ενός ατό­μου πέραν του εαυ­τού σου. Αυτό το έθε­σαν με ακρί­βεια οι Λα­κλά­ου και Μουφ υπο­στη­ρί­ζο­ντας: 

«Πολ­λές από αυτές τις μορ­φές αντί­στα­σης εκ­δη­λώ­νο­νται όχι με τη μορφή συλ­λο­γι­κών αγώ­νων, αλλά μέσα από έναν όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο εξο­πλι­σμέ­νο ατο­μι­σμό». 

Αυτό το από­σπα­σμα δεί­χνει ξε­κά­θα­ρα τη με­τα­τό­πι­ση του βά­ρους από την αλ­λη­λεγ­γύη με­τα­ξύ των κι­νη­μά­των στον ατο­μι­κό δια­προ­σω­πι­κό αγώνα. Με αυτόν τον τρόπο οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις γί­νο­νται τα κε­ντρι­κά πεδία πάλης, με βάση τις  υπο­κει­με­νι­κές αντι­λή­ψεις του κα­θε­νός για το ποιο άτομο βρί­σκε­ται σε θέση «εξου­σί­ας» και ποιο σε θέση «υπο­τα­γής» σε κάθε ξε­χω­ρι­στή κα­τά­στα­ση.

Το 1985 ο θε­ω­ρη­τι­κός του κουήρ [ΣτΜ: Queer, η με­τα­μο­ντέρ­να θε­ω­ρεία κα­τα­στρα­τή­γη­σης των ταυ­το­τή­των –γυ­ναί­κα, γκέι κλπ] Τζέ­φρι Εσκο­φιέ συ­νό­ψι­σε λέ­γο­ντας: «Οι πο­λι­τι­κές ταυ­το­τή­των πρέ­πει να είναι επί­σης και πο­λι­τι­κές δια­φο­ρών… Οι πο­λι­τι­κές δια­φο­ρών επι­βε­βαιώ­νουν τον πε­ριο­ρι­σμό και τη με­ρι­κό­τη­τα της κάθε ύπαρ­ξης». Οι με­τα­δο­μι­στές οι­κειο­ποι­ή­θη­καν όρους όπως «πο­λι­τι­κές ταυ­το­τή­των» και «δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα», που προ­έρ­χο­νται από το μαύρο φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα της επο­χής του ’70. Όταν η συλ­λο­γι­κό­τη­τα του Κό­μπα­χι Ρίβερ ανα­φε­ρό­ταν στην ανά­γκη θε­με­λί­ω­σης της πο­λι­τι­κής των ταυ­το­τή­των, ου­σια­στι­κά πε­ριέ­γρα­φε τη συλ­λο­γι­κή ταυ­τό­τη­τα των μαύ­ρων γυ­ναι­κών. Όταν επί­σης εστί­α­ζε στη ση­μα­σία της ανα­γνώ­ρι­σης των «δια­φο­ρών» με­τα­ξύ των γυ­ναι­κών, ανα­φε­ρό­ταν στην ανά­γκη να πά­ψουν οι μαύ­ρες γυ­ναί­κες να είναι συλ­λο­γι­κά αό­ρα­τες μέσα στον κα­τε­ξο­χήν λευκό, με­σο­α­στι­κό φε­μι­νι­σμό της επο­χής. 

Υπάρ­χει όμως τε­ρά­στια δια­φο­ρά ανά­με­σα στη συλ­λο­γι­κή ταυ­τό­τη­τα –το να προσ­διο­ρί­ζε­σαι δη­λα­δή ως μέρος μια κοι­νω­νι­κής ομά­δας– και στην ατο­μι­κή ταυ­τό­τη­τα. Η με­τα­δο­μι­στι­κή αντί­λη­ψη της «ταυ­τό­τη­τας» είναι βα­σι­σμέ­νη στα άτομα, ενώ «δια­φο­ρές» μπο­ρεί να επι­ση­μαί­νο­νται σε κάθε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που ξε­χω­ρί­ζει ένα άτομο από τα άλλα, είτε είναι σχε­τι­κό με την κα­τα­πί­ε­ση, είτε βρί­σκε­ται απλώς εκτός της κυ­ρί­αρ­χης «κα­νο­νι­κό­τη­τας».

Αξί­ζει να ανα­φέ­ρου­με ότι η μαύρη φε­μι­νί­στρια Κί­μπερ­λι Γουί­λιαμς Κρίσ­νο­ου, τη δε­κα­ε­τία του ’90, έθεσε υπό αμ­φι­σβή­τη­ση «μια εκ­δο­χή της αντι-ου­σιο­κρα­τί­ας που εν­σαρ­κώ­νει αυτό που μπο­ρεί κα­νείς να ονο­μά­σει ως θε­ω­ρία των εκ­χυ­δαϊ­σμέ­νων κοι­νω­νι­κών κα­τα­σκευών, το νόημα της οποί­ας είναι ότι, αφού όλες οι κα­τη­γο­ρί­ες είναι κοι­νω­νι­κά κα­τα­σκευα­σμέ­νες, δεν υπάρ­χει αυτό που λέμε “μαύ­ρες” ή “γυ­ναί­κες” και ως εκ τού­του δεν βγά­ζει κα­νέ­να νόημα να συ­νε­χί­σου­με να ορ­γα­νω­νό­μα­στε με βάση αυτές τις κα­τη­γο­ρί­ες». Αντι­θέ­τως, υπο­στή­ρι­ξε: 

«Μια πρώτη απά­ντη­ση σε αυτά τα ερω­τή­μα­τα απαι­τεί αρ­χι­κά να ανα­γνω­ρί­σου­με ότι οι ορ­γα­νω­μέ­νες ομά­δες ταυ­το­τή­των, στις οποί­ες βρί­σκου­με τους εαυ­τούς μας, είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα συμ­μα­χί­ες, ή του­λά­χι­στον δυ­νη­τι­κές συμ­μα­χί­ες που πρό­κει­ται να σχη­μα­τι­στούν». Και κα­τέ­λη­ξε επι­ση­μαί­νο­ντας: «σε αυτό το ση­μείο της ιστο­ρί­ας μπο­ρού­με να υπο­στη­ρί­ξου­με βά­σι­μα ότι η πιο ζω­τι­κή στρα­τη­γι­κή αντί­στα­σης για τις αδύ­να­μες ομά­δες είναι να κα­τα­λά­βου­με και να υπε­ρα­σπι­στού­με μια πο­λι­τι­κή κοι­νω­νι­κών θέ­σε­ων, αντί να την εγκα­τα­λεί­ψου­με και να την κα­τα­στρέ­ψου­με». 

«Ατο­μι­κή» ενα­ντί­ον «Συλ­λο­γι­κής» Ταυ­τό­τη­τας

Αυτός είναι ο λόγος που η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας, η οποία ανα­πτύ­χθη­κε πρώτα μέσα στη μαύρη φε­μι­νι­στι­κή αντί­λη­ψη, απο­τέ­λε­σε πολύ αρ­γό­τε­ρα ση­μείο ανα­φο­ράς του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού. Παρ’ ότι ο μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός και κά­ποια ρεύ­μα­τα της με­τα­μο­ντέρ­νας θε­ω­ρί­ας μοι­ρά­ζο­νται κά­ποιες κοι­νές υπο­θέ­σεις και κοινή γλώσ­σα, αυτά υπερ­κα­λύ­πτο­νται από θε­με­λιώ­δεις δια­φο­ρές που τις κα­θι­στούν δύο τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις για την αντι­με­τώ­πι­ση της κα­τα­πί­ε­σης. Ως εκ τού­του η έν­νοια της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας έχει δύο δια­φο­ρε­τι­κές πο­λι­τι­κές βά­σεις: εκεί­νη που δη­μιουρ­γή­θη­κε κυ­ρί­ως από τον μαύρο φε­μι­νι­σμό και εκεί­νη που υιο­θε­τή­θη­κε από τον με­τα­μο­ντερ­νι­σμό.

Η πιο πρό­σφα­τη εξέ­λι­ξη της με­τα­δο­μι­στι­κής προ­σέγ­γι­σης στις πο­λι­τι­κές ταυ­το­τή­των και στη δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα, η οποία έχει επη­ρε­ά­σει έντο­να τη ση­με­ρι­νή γενιά ακτι­βι­στών, δίνει τε­ρά­στια έμ­φα­ση στην αλ­λα­γή της ατο­μι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς ως τον πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κό τρόπο να αντι­με­τω­πί­σου­με την κα­τα­πί­ε­ση. Κάτι τέ­τοιο οδή­γη­σε στην εμ­φά­νι­ση μιας αντί­λη­ψης, που καλεί το κάθε άτομο να «κα­ταγ­γέλ­λει» τις δια­προ­σω­πι­κές πρά­ξεις τις οποί­ες αντι­λαμ­βά­νε­ται ως κα­τα­πιε­στι­κές και αντι­με­τω­πί­ζει αυτή την πρα­κτι­κή ως μια κρί­σι­μη πο­λι­τι­κή πράξη. Με άλλα λόγια, μια δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα με με­τα­μο­ντέρ­νους όρους, ακόμα και ανά­με­σα σε όσους δεν έχουν ιδέα τι είναι ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός. 

 Όπως υπο­στή­ρι­ξε και ο μαρ­ξι­στής ακα­δη­μαϊ­κός Κέβιν Άντερ­σον:

«Στο τέλος του 20ού αιώνα η θε­ω­ρη­τι­κή ρη­το­ρι­κή της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας  έγινε σχε­δόν ηγε­μο­νι­κή σε πολ­λούς το­μείς της ρι­ζο­σπα­στι­κής δια­νοη­τι­κής ζωής. Σε αυτή τη συ­ζή­τη­ση, η οποία αφορά κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα και κι­νή­μα­τα σχε­τι­κά με τη φυλή, το φύλο, την τάξη, τη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα και άλλες μορ­φές κα­τα­πί­ε­σης, υπο­στη­ρι­ζό­ταν συχνά ότι πρέ­πει να απο­φύ­γου­με κάθε εί­δους τα­ξι­κή απλού­στευ­ση ή ου­σιο­κρα­τία, στις οποί­ες το φύλο και η φυλή υπά­γο­νται στην κα­τη­γο­ρία της τάξης. Αυτό που υπο­στη­ρι­ζό­ταν κυ­ρί­ως ήταν ότι τα κι­νή­μα­τα σχε­τι­κά με τη φυλή, το φύλο, τη σε­ξουα­λι­κό­τη­τα ή την τάξη μπο­ρούν το πολύ να δια­σταυ­ρώ­νο­νται με­τα­ξύ τους, αλλά δεν μπο­ρούν εύ­κο­λα να συ­νε­νω­θούν σε ένα ενιαίο κί­νη­μα ενά­ντια στη δομή της εξου­σί­ας και το κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα, το οποίο σύμ­φω­να με τους μαρ­ξι­στές βρί­σκε­ται από πίσω της. Ως εκ τού­του, η πραγ­μα­τι­κή δια­θε­μα­τι­κό­τη­τα των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των –ως αντί­θε­ση στο σε­πα­ρα­τι­σμό τους– γι­νό­ταν συ­νή­θως αντι­λη­πτή ως κάτι πε­ριο­ρι­σμέ­νο, τόσο ως πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όσο και ως δυ­να­τό­τη­τα. Σε πε­ρί­πτω­ση που ισχυ­ρι­ζό­ταν κα­νείς το αντί­θε­το, διέ­τρε­χε τον κίν­δυ­νο να πέσει στην άβυσ­σο της απλού­στευ­σης και της ου­σιο­κρα­τί­ας».

Αν και συμ­φω­νώ με τον Άντερ­σον σε αυτό το ση­μείο του, θεωρώ ότι  είναι ξε­κά­θα­ρο ότι κάνει κρι­τι­κή στη με­τα­μο­ντέρ­να προ­σέγ­γι­ση της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας και όχι σε αυτήν του μαύ­ρου φε­μι­νι­σμού. Θεωρώ ότι  είναι λάθος για τους μαρ­ξι­στές να αγνο­ή­σουν την αξία της μαύ­ρης φε­μι­νι­στι­κής πα­ρά­δο­σης, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της έν­νοιας της δια­θε­μα­τι­κό­τη­τας, τόσο για τη συμ­βο­λή της στην αντι­με­τώ­πι­ση της κα­τα­πί­ε­σης των έγ­χρω­μων [ΣτΜ: women of color, όπως πα­ρα­πά­νω] γυ­ναι­κών και των γυ­ναι­κών της ερ­γα­τι­κής τάξης, όσο και για τους τρό­πους με τους οποί­ους μπο­ρεί να συμ­βά­λει στην ανά­πτυ­ξη της μαρ­ξι­στι­κής θε­ω­ρί­ας και πρά­ξης. 

Οι μαρ­ξι­στές εκτι­μούν τη συ­νει­σφο­ρά της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας του μαύ­ρου εθνι­κι­σμού, όπως ο Μάλ­κομ Χ και ο Φραντς Φανόν, μαζί με τον σο­σια­λι­σμό του Κόμ­μα­τος των Μαύ­ρων Παν­θή­ρων και έχουν προ­σπα­θή­σει να εντά­ξουν πλευ­ρές της θε­ω­ρη­τι­κής και πρα­κτι­κής συμ­βο­λής τους στη δικιά μας πο­λι­τι­κή πα­ρά­δο­ση. Τα πα­ρα­πά­νω πα­ρα­δείγ­μα­τα πα­ρέ­χουν απτές απο­δεί­ξεις για τον λόγο που πρέ­πει, ομοί­ως, να εν­σω­μα­τώ­σου­με τα μα­θή­μα­τα που έχει να δι­δά­ξει ο μαύ­ρος φε­μι­νι­σμός στο μαρ­ξι­σμό.

Ο φυ­λε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός στις ΗΠΑ δια­δρα­μά­τι­σε πολύ ση­μα­ντι­κό ρόλο στο να εμπο­δί­σει την ανά­πτυ­ξη ενός ενο­ποι­η­μέ­νου γυ­ναι­κεί­ου κι­νή­μα­τος, καθώς αυτό απέ­τυ­χε να ανα­γνω­ρί­σει τις άπει­ρες επι­πτώ­σεις και εκ­φάν­σεις που έχει ο ιστο­ρι­κός φυ­λε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός. Κα­νέ­να κί­νη­μα δεν μπο­ρεί να ισχυ­ρί­ζε­ται ότι μι­λά­ει εξ ονό­μα­τος όλων των γυ­ναι­κών, αν δεν εκ­φρά­ζει και τις γυ­ναί­κες που αντι­με­τω­πί­ζουν επί­σης τις συ­νέ­πειες του ρα­τσι­σμού. Του ρα­τσι­σμού που το­πο­θε­τεί τη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των έγ­χρω­μων γυ­ναι­κών στις γραμ­μές της ερ­γα­τι­κής τάξης και των φτω­χών. Η φυλή και η τάξη πρέ­πει να βρί­σκο­νται στο επί­κε­ντρο της πάλης για τη γυ­ναι­κεία απε­λευ­θέ­ρω­ση –όχι μόνο στη θε­ω­ρία, αλλά και στην πράξη– ώστε να έχει ση­μα­σία και νόημα για εκεί­νες, για γυ­ναί­κες που είναι οι πλέον κα­τα­πιε­σμέ­νες από το σύ­στη­μα.

*Η Σάρον Σμιθ είναι φε­μι­νί­στρια συγ­γρα­φέ­ας και ηγε­τι­κό στέ­λε­χος της ορ­γά­νω­σης ISΟ στις ΗΠΑ.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο