Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019: υπήρχε άλλος δρόμος;

Μια συμβολή στη συζήτηση για τους λόγους της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου

Η απόφαση την οποία υιοθέτησε το πρόσφατο συνέδριο της «Νέας Αριστεράς», αναφερόμενο στην πολιτικής της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019 και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, αναγνωρίζει ότι η «αναγκαστική προσγείωση στη μνημονιακή πραγματικότητα δικαιολογημένα προκαλεί συναισθήματα ματαίωσης, απογοήτευσης και αποστροφής στην πολιτική και την Αριστερά». Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η υπογραφή του μνημονίου αποτελούσε ουσιαστικά μονόδρομο. Σύμφωνα με την απόφαση «Στο όνομα του “καμιά θυσία για το ευρώ” δεν θα μπορούσε να θυσιαστεί ο ελληνικός λαός για λόγους ιδεολογικής καθαρότητας και αλαζονικού δογματισμού (…) Αυτοί που μέχρι σήμερα βλέπουν “προδοσία του λαού” και “ξεπούλημα της λαϊκής εντολής” το καλοκαίρι του 2015, δεν αντιλαμβάνονται ότι στην πολιτική υπάρχει και η ήττα και ο συμβιβασμός. Πόσο δε μάλλον σε συνθήκες τόσο άνισου συσχετισμού δύναμης σε διεθνές επίπεδο για την Αριστερά».

Ασφαλώς και ο συσχετισμός δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο δεν ήταν ευνοϊκός. Στο εθνικό πεδίο όμως οι εξελίξεις ήταν εντελώς διαφορετικές. Και τίθεται το ερώτημα. Επέτρεπαν οι συσχετισμοί στο εθνικό πεδίο το καλοκαίρι του 2015 μιαν άλλη πολιτική η οποία, χωρίς αμφιβολία, θα επηρέαζε άμεσα την ευρωπαϊκή αριστερά και το μαζικό κίνημα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες;

Στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί απάντηση. Όχι τόσο για το παρελθόν όσο για το μέλλον.

H πορεία ανόδου

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση και η πτώση του παραδοσιακού μεταπολιτευτικού δικομματισμού αποτέλεσε το αποκορύφωμα, στο πολιτικό πεδίο, μιας σειράς κοινωνικών και πολιτικών αγώνων –γενικές απεργίες, κινήματα πλατειών, αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα, εκλογικές διαδικασίες κ.λπ.– με στόχο την απεμπλοκή από τα μνημόνια και τις καταστροφικές συνέπειες της εσωτερικής υποτίμησης και των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών στις οποίες είχαν εμπλέξει τη χώρα τα κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού: το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στη σύντομη ιστορία του, και μέχρι το 2015, υπήρξε το κόμμα-υπόδειγμα για την ευρωπαϊκή Αριστερά, τόσο για τις πρωτότυπες διαδικασίες συγκρότησής του όσο και για τη ριζοσπαστική του πολιτική. Στόχος του, η συγκρότηση της Αριστεράς του 21ου αιώνα, μιας Αριστεράς ριζοσπαστικής, οριοθετημένης τόσο από τη σοσιαλδημοκρατία όσο και από τον σταλινισμό.

Στο οργανωτικό πεδίο, η πορεία ανασύνθεσης αντιμαχόμενων μέχρι τότε αριστερών κομμάτων, οργανώσεων, ομάδων και κινημάτων με προέλευση απ’ όλες τις παλιές και νέες τάσεις του κινήματος σε μια περίοδο άνθησης των αγώνων –από τη συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Forum και τον Χώρο Διαλόγου μέχρι το κίνημα για το άρθρο 16 και από τη νεανική εξέγερση του 2008 μέχρι το αντιρατσιστικό κίνημα και τις δράσεις κατά των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων– οδήγησε, μέσα από μια πρωτότυπη, δύσκολη και γι’ αυτό ενδιαφέρουσα διαδικασία, στην ενοποίηση του κόμματος.

Στο πολιτικό πεδίο, ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε μια πολιτική έντονα αντινεοφιλελεύθερη και αντιμνημονιακή, που αποκρυσταλλώθηκε σε όλες τις συνεδριακές του αποφάσεις, προτείνοντας μια σειρά μέτρα διεξόδου από το τέλμα της καταστροφικής πολιτικής των μνημονίων και της εσωτερικής υποτίμησης, όπως και για την απαλλαγή από την επιτροπεία.

Η νέου τύπου οργανωτική συγκρότηση και η ριζοσπαστική πολιτική είχαν ως αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να αναδειχθεί ως η εναλλακτική λύση στην κρίση πολιτικής εκπροσώπησης στην οποία είχε οδηγηθεί, λόγω των σκληρών νεοφιλελεύθερων και μνημονιακών πολιτικών, ο παραδοσιακός μεταπολιτευτικός δικομματισμός ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.

Η πορεία αυτή ενέπνευσε και την ευρωπαϊκή Αριστερά. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε σημείο αναφοράς για τα αριστερά κόμματα και τα κινήματα σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης, γεγονός που αποκορυφώθηκε με τον σχηματισμό του ψηφοδελτίου «H Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα» (L’Altra Europa – Con Tsipras)στην Ιταλία.

Δυστυχώς, η ψήφιση του 3ου Μνημονίου ανέκοψε, στην ουσία ακύρωσε, αυτή την πορεία. Η υπογραφή του 3ου Μνημονίου, παρά το γεγονός ότι ήταν αποτέλεσμα αφόρητων οικονομικών και πολιτικών εκβιασμών, ενός πραξικοπήματος του αστικού συστήματος τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσε μια στρατηγική ήττα όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και για την ελληνική Αριστερά, ενώ είχε αρνητικές συνέπειες και για την ευρωπαϊκή Αριστερά.

Η πολιτική των μνημονίων

Το «ελληνικό υπόδειγμα», η επιβολή των καταστροφικών πολιτικών από τους λεγόμενους «θεσμούς», αποτέλεσε μια αρνητική εξέλιξη καταργώντας ουσιαστικά τους ίδιους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Η καταστρατήγηση των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συνεχείς εκβιασμοί, τα τελεσίγραφα, η άρνηση επί της ουσίας κάθε είδους διαπραγμάτευσης, το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2015 και οι συνεχιζόμενες αφόρητες πιέσεις και εκβιασμοί, όπως απέδειξαν και οι αποκαλύψεις των συνομιλιών των στελεχών του ΔΝΤ, για την υιοθέτηση ακόμα πιο αντικοινωνικών μέτρων απέδειξαν ότι στον δρόμο της «διαπραγμάτευσης» με τις κυρίαρχες –οικονομικά και πολιτικά– νεοφιλελεύθερες δυνάμεις της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπήρχε διέξοδος για την παραπαίουσα ελληνική οικονομία και τη βαριά πληγωμένη, σε όλα τα επίπεδα, ελληνική κοινωνία.

 Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, τόσο η ευρωπαϊκή Δεξιά, σε όλες της τις εκφάνσεις, όσο και οι μεταλλαγμένες ηγεσίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα τα ισχυρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Γερμανίας και Γαλλίας, επιχείρησαν -επιχειρούν ακόμα και σήμερα- να δώσουν λύσεις στην κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου με ακόμα πιο ισχυρή δόση νεοφιλελευθερισμού ενώ αποβλέπουν, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, στην πολεμική οικονομία, την στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης και τους άκρατους εξοπλισμούς. Το φάρμακο είναι χειρότερο από την ασθένεια.

Τα σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα που συνεχώς απαιτούσαν οι «θεσμοί», δεν προσέφεραν καμία διέξοδο και επέτειναν την ήδη αφόρητη κατάσταση, εξέλιξη που σταδιακά αποδυνάμωσε και υπονόμευσε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική των «θεσμών» απέβλεπε στην ανατροπή της κυβέρνησης μέσω του εκφυλισμού της, την κατάρρευση του «αριστερού υποδείγματος», και κυρίως επιζητούσε την «τιμωρία» του απείθαρχου ελληνικού λαού, ο οποίος, παρά τις πρωτοφανείς τρομοκρατικές προτροπές τους, ψήφισε δύο φορές τον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως βροντοφώναξε «Όχι» σε εκείνο το ανεπανάληπτο δημοψήφισμα.

Οι «θεσμοί», στην ουσία οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές ελίτ, κυνικοί, ανηλεείς και δεσποτικοί, κήρυξαν έναν πόλεμο πρωτοφανών διαστάσεων στην ελληνική κοινωνία. Είναι δεδομένο ότι σε μια χώρα η οποία μετατρέπεται σε «αποικία χρέους» εκποιεί όλη τη δημόσια περιουσία της και δεν έχει κανένα εργαλείο για να ασκήσει δημόσια οικονομική πολιτική, η εργασία εξαθλιώνεται και το μέλλον της νεολαίας υποθηκεύεται.

Όπως ομολόγησε κυνικά και ο πιο σκληρός εκπρόσωπος του γερμανικού καπιταλισμού, ο Β. Σόιμπλε στο βιογραφικό του βιβλίο «Αναμνήσεις. Η ζωή μου στην πολιτική» αυτό που στο τέλος επιβλήθηκε – ασφαλώς με τα πιο αντιδημοκρατικά μέτρα και μεθόδους- ήταν «μόνον ο δύσκολος δρόμος των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των προγραμμάτων βοήθειας. Έτσι θα υποβάλλαμε τους Έλληνες σε πολλές δοκιμασίες και εκείνοι με τη σειρά τους θα έπρεπε να προβούν σε μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, που συνεπαγόταν κοινωνικές δυσκολίες για την επίτευξη της δημοσιονομικής εξυγίανσης, τη συρρίκνωση του δημοσίου τομέα και την ευελιξία της αγοράς, μια μακρά, επώδυνη διαδικασία».

Στον δρόμο των μνημονίων, της επιτροπείας και των «επώδυνων διαδικασιών» δεν υπήρχε αριστερή διέξοδος.

Δεν ήταν τυχαίο ότι η υπογραφή των μνημονίων ήταν μοιραίο να προκαλέσει μακροπρόθεσμα απογοήτευση, αποστράτευση και αποξένωση από την κοινωνική βάση η οποία έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας: τους εργάτες, το πρεκαριάτο, τους συνταξιούχους και κυρίως τη νεολαία.

Ο απολογισμός του ίδιου του κόμματος -«Απολογισμός ΣΥΡΙΖΑ 2012-0219»- αναγνώρισε αυτή την πραγματικότητα: «Η υπογραφή αυτή [του μνημονίου] σφράγισε εκ των πραγμάτων τη γενική εικόνα: η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ακόμα “μνημονιακή κυβέρνηση”. Και ως προς αυτόν τον βασικό πολιτικό χαρακτηρισμό, “όμοια με τις άλλες”. Η εικόνα αυτή –μαζί με τον οικονομικά και κοινωνικά αρνητικό χαρακτήρα των περισσότερων “μνημονιακών δεσμεύσεων”– δεν δημιούργησε μόνο βαθιά αίσθηση απογοήτευσης. Συγχρόνως αποξένωσε κοινωνικά στρώματα που υποστήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ και κλόνισε κοινωνικές συμμαχίες που είχαν σχηματιστεί, απονευρώνοντας έτσι το κίνημα που είχε ωθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Υπό αυτούς τους όρους, η στήριξη του κόσμου στη νέα κυβέρνηση μετατράπηκε, όπως είπαμε, σε παθητική στάση κριτικής αναμονής …».

Εκείνη την περίοδο υπήρχαν τρεις εναλλακτικές προοπτικές για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη ήταν η αποχώρηση από την κυβέρνηση. Στελέχη αλλά και ένα τμήμα της βάσης του κόμματος υποστήριζαν τη λύση αυτή ως μια «ηρωική έξοδο». Μια αποχώρηση από την κυβέρνηση μπορούσε να μην σήμαινε «δραπέτευση» –ατυχής χαρακτηρισμός, τον οποίο επικαλούνταν ηγετικά στελέχη κυρίως της κυβέρνησης αλλά και του κόμματος- αποτελούσε, ωστόσο, πλήρη ομολογία αδυναμίας υλοποίησης των προεκλογικών δεσμεύσεων του κόμματος – μια ομολογία ήττας. Μια αποχώρηση από την κυβέρνηση υπονόμευε και τον μελλοντικό ρόλο της Αριστεράς, της όποιας Αριστεράς, ως εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης.

Η δεύτερη ήταν η μονομερής αποχώρηση της χώρας από την ευρωζώνη και η επιστροφή στη δραχμή. Θέση την οποία υποστήριζαν οι δυνάμεις που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015 μετά την υπογραφή του μνημονίου και συγκρότησαν την ΛΑΕ και αργότερα το ΜΕΡΑ, παρότι ο ηγέτης του, ο Γ. Βαρουφάκης ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν διατεθειμένος να αποδεχτεί το 70% ενός μνημονίου!

Η αντίληψη ότι η έξοδος από το ευρώ και, πολύ περισσότερο, η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούσε να προσφέρει, στο πλαίσιο ενός εθνικού κεϋνσιανού μοντέλου, μακροπρόθεσμη διέξοδο για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία και κοινωνία σήμαινε εγκατάλειψη της πάλης για μια θεμελιακά νέα Ευρώπη, για μια νέα αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η έξοδος, στη βάση του εθνικού καπιταλισμού, δεν μπορούσε και δεν έπρεπε –όπως και δεν πρέπει- να αποτελεί στόχο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, από το γεγονός ότι μακροπρόθεσμα οι λύσεις στο εθνικό πεδίο δεν έχουν προοπτική. Η επιστροφή στα εθνικά αστικά καθεστώτα του παρελθόντος, στην ουσία στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, αποτελεί -όπως απέδειξε και η ιστορική εμπειρία από τα ολοκαυτώματα των δυο παγκοσμίων πολέμων και του φασισμού- μια εφιαλτική για τους ευρωπαϊκούς λαούς προοπτική. Το μέλλον δεν βρίσκεται στο ζοφερό παρελθόν αλλά στο κοινό μέλλον των ευρωπαϊκών λαών. Ο ίδιος ο βαθμός διεθνοποίησης του κεφαλαίου και, μέχρις ενός σημείου, και των πολιτικών θεσμών, επιβάλλει, σχεδόν με όρους επιβίωσης, την αντίστοιχη διεθνοποίησητης δράσης του εργατικού κινήματος

Μια αυτάρκης ή αυτοδύναμη καπιταλιστική Ελλάδα, όπως άλλωστε και μια αυτάρκης Γερμανία, είναι αδύνατον σε βάθος χρόνου να υπάρξουν. Οι δύο χώρες πρέπει να αποτελέσουν μέρος μιας ανώτερης ενότητας. Το ζήτημα είναι με ποιους όρους θα γίνει η ενότητα αυτή. Με τους όρους των δυνάμεων του κεφαλαίου –αν υποθέσουμε ότι αυτή η ενότητα τελικά ολοκληρωθεί, πράγμα εντελώς αμφίβολο– ή με τους όρους των δυνάμεων της εργασίας;

Η τρίτη –παρά τις τεράστιες δυσκολίες οι οποίες αναμφίβολα υπήρχαν– ήταν η προετοιμασία για τη μονομερή εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ.

Η εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού προγράμματος

Η ελληνική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη, αναγνωρίζοντας την αποτυχία των «διαπραγματεύσεων» και την έλλειψη αποφασιστικής υποστήριξης από τις κυρίαρχες ελίτ στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προχωρήσει, ενημερώνοντας αναλυτικά τον ελληνικό λαό, σε μονομερή εφαρμογή του προγράμματός της. Η κυβέρνηση όφειλε να είναι σαφής. Έπρεπε να δηλώσει ότι δεν επρόκειτο να υποκύψει σε τελεσίγραφα, απειλές και εκβιασμούς και ότι το πολιτικό της πρόγραμμα ήταν αδιαπραγμάτευτο. Ο οδικός χάρτης για την εφαρμογή του προγράμματος αποτελούσε στην ουσία τον οδικό χάρτη για την απεμπλοκή από τα μνημόνια και την επονείδιστη επιτροπεία.

Η κυβέρνηση, εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, τομών και ριζικών αλλαγών στη χώρα –το συνεδριακό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σε πρώτη φάση επαρκές- είχε τη δυνατότητα να εμπνεύσει τόσο τους εργαζόμενους και τα πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας όσο και τις δυνάμεις της Αριστεράς, της οικολογίας και των κινημάτων σε κάθε γωνιά της ηπείρου ώστε να βρει την αναγκαία υποστήριξη. Πρωταρχικός στόχος μιας κυβέρνησης της Αριστεράς σε μια χώρα της Ευρώπης είναι –πρέπει να είναι– η μάχη για την εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού οικονομικού προγράμματος. Δεν επρόκειτο για επανάσταση, όπως διατείνονταν οι θεωρητικοί των συνεχών υποχωρήσεων και της «αναμονής» αλλαγής των συσχετισμών, αλλά για στοιχειώδη μέτρα επιβίωσης της μεγάλης πλειονότητας τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής κοινωνίας.

Τι θα σήμαινε όμως η άμεση εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού προγράμματος στη χώρα;

Οι κυρίαρχες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις, και βασικά οι πολιτικοί εκπρόσωποι του γερμανικού και γαλλικού καπιταλισμού, σε συνεργασία με το αστικό σύστημα εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας, αποφάσισαν να κηρύξουν το πόλεμο στην αριστερή κυβέρνηση, πριν ακόμα αυτή επιχειρήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα της. Η αναγγελία του δημοψηφίσματος αποδείχθηκε casus belli για το ελληνικό και ευρωπαϊκό αστικό κατεστημένο.

Στις 26 Ιουνίου του 2015 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με διάγγελμα του Αλ. Τσίπρα ανήγγειλε το δημοψήφισμα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αντέδρασε άμεσα και αποφάσισε να μην αυξηθεί περαιτέρω το επίπεδο της δανειστικής έσχατης προσφυγής (ELA), για τις τράπεζες στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε, στις 28 Ιουνίου, να κλείσει τις τράπεζες για 3 εβδομάδες, μέχρι τις 20 Ιουλίου, εφαρμόζοντας έλεγχο στα τραπεζικά εμβάσματα από τις ελληνικές στις ξένες τράπεζες, ενώ, και το πιο επώδυνο, καθόρισε το όριο για αναλήψεις μετρητών τα 60€ την ημέρα. Ωστόσο, παρά τους εκβιασμούς, την τρομοκρατία και τα τεράστια προβλήματα από την εφαρμογή των κάπιταλ κοντρόλς (capital controls), το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου του 2015 ήταν εκείνο το φοβερό ΟΧΙ ενώ και η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου (2015) δεν αποτέλεσε μόνο μια μεγάλη διαστάσεων ήττα για τους εκβιαστές των Βρυξελλών και των υποστηρικτών τους στο εσωτερικό της χώρας -από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ μέχρι το ΣΕΒ και την ΓΣΕΕ (!)- αλλά και φανέρωσε την διάθεση των εργαζομένων και της μαχόμενης νεολαίας να δώσουν την μάχη μέχρι τέλους.

Παρότι στις ηγετικές σφαίρες τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της κυβέρνησης επικρατούσε η αντίληψη ότι καμιά κυβέρνηση –πολύ περισσότερο μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- δεν θα ήταν σε θέση να επιβιώσει μετά την εφαρμογή των «κάπιταλ κοντρόλς», εντούτοις η πραγματικότητα αποδείχθηκε, όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις, εντελώς διαφορετική. Διέψευσε τις Κασσάνδρες του «ρεαλισμού».

Στην ουσία, το δημοψήφισμα αποκάλυψε ότι η μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού, οι μισθωτοί, το πρεκαριάτο, οι άνεργοι, κυρίως οι νέοι, καθώς και οι συνταξιούχοι, ψήφισαν εντελώς συνειδητά, γνωρίζοντας τους κινδύνους από τη σύγκρουση με τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις. Γι’ αυτό και δεν πτοήθηκαν από τα περιβόητα «κάπιταλ κοντρόλς» και τις εξωφρενικές απειλές του ελληνικού και ευρωπαϊκού αστικού συστήματος εξουσίας. Η ελληνική κοινωνία βρίσκονταν, στην μεγάλη πλειοψηφία της, στο πλευρό της κυβέρνησης. 

Η κυβέρνηση είχε την δυνατότητα να ζητήσει, στο πλαίσιο του σύγχρονου διεθνισμού, από τα ευρωπαϊκά κινήματα τόσο των χωρών του Νότου όσο και αυτών του Βορρά -πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, μαζικά κινήματα, προσωπικότητες, εκπροσώπους του πνεύματος και της τέχνης- να υποστηρίξουν την απόφαση του ελληνικού λαού να δώσει στη χώρα του τον αγώνα για την απαλλαγή από την καταστροφική πολιτική των μνημονίων και της επιτροπείας.

Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, τα κόμματα και οι οργανώσεις του αντικαπιταλιστικού ρεύματος, κόμματα και δυνάμεις της ριζοσπαστικής οικολογίας, αριστερά τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, τα οποία δεν είχαν υποκύψει στα νεοφιλελεύθερα δόγματα, όπως επίσης και τα μαζικά κινήματα είχαν τη δυνατότητα να βοηθήσουν αποφασιστικά μια ελληνική κυβέρνηση της Αριστεράς και μαζί με αυτή και τον αγώνα των Ευρωπαίων εργαζομένων για ριζικούς μετασχηματισμούς σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού προγράμματος στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, αποτελούσε τότε –όπως αποτελεί και σήμερα- την πιο φιλοευρωπαϊκή πολιτική. Αυτό πρέπει να το έχει υπόψη της οποιαδήποτε μελλοντική αριστερή κυβέρνηση.

Η αριστερά σε κάθε χώρα οφείλει να επιχειρεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα των εργαζομένων στη χώρα της. Έτσι βοηθά και τους εργαζόμενους των άλλων χωρών και συμβάλει και με τη δική της δράση στην αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη. Η πολιτική της αναμονής, να αλλάξουν δηλαδή οι συσχετισμοί από άλλους -στην Γαλλία, την Ισπανία ή σε κάποια άλλη χώρα- είναι εντελώς ατελέσφορη και μακροπρόθεσμα προκαλεί τεράστια προβλήματα στην αριστερά κάθε χώρας.

O «Απολογισμός του 2012-2019» του ΣΥΡΙΖΑ, αναφερόμενος στην ευρωπαϊκή και διεθνή αριστερά, επιχείρησε να δικαιολογήσει τις επιπτώσεις που είχε σε αυτές η υπογραφή του τρίτου μνημονίου και η παρεπόμενη κυβερνητική πολιτική στη χώρα μας:

«Ο επώδυνος συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε ευλόγως μορφές σύγχυσης στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή Αριστερά. Οι περισσότερες οργανωμένες δυνάμεις της προσπάθησαν να κατανοήσουν τους όρους, τις ανάγκες και τους συσχετισμούς που είχαν οδηγήσει εκεί και συνέχισαν να στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ και τη νέα κυβέρνησή του. Αλλά μικρότερες δυνάμεις και ανέντακτοι αριστεροί δεν κατέβαλαν την αντίστοιχη προσπάθεια στο απαιτούμενο βάθος. Δεν διερεύνησαν επαρκώς τις συνθήκες που είχαν οδηγήσει στον επώδυνο συμβιβασμό ούτε το πώς θα μπορούσαν ενδεχομένως να ανιχνευθούν εναλλακτικοί δρόμοι –στηριγμένοι σε πραγματικά κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα και όχι σε βολονταριστικά εικαζόμενα– και τοποθετήθηκαν αρνητικά απέναντι στη νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Εκλαμβάνοντας την πολιτική της ως προσπάθεια μιας σχετικά “φιλάνθρωπης” διαχείρισης του νεοφιλελευθερισμού, αλλά κατ’ ουσίαν ως υποταγή σε εκείνον. Φαίνεται πως, ενόσω στήριζαν ενεργά τον ανένδοτο αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στα μνημόνια, είχαν ταυτόχρονα παρασυρθεί από τη σιγουριά που φαινόταν ο ίδιος να αποπνέει ότι τελικά θα επιτύγχανε την απαλλαγή της χώρας από αυτά. Οπότε ο συμβιβασμός στον οποίο υποχρεώθηκε αντιμετωπίστηκε ως κάτι σαν προδοσία και όχι ως κοινό πρόβλημα των δυνάμεων της εργασίας και της Αριστεράς, το οποίο όφειλαν όλοι να σκεφτούν και να αντιμετωπίσουν. Για μια ακόμα φορά, χρησιμοποιήθηκαν στερεότυπα και απλουστευτικά ερμηνευτικά υλικά, μολονότι οι συνθήκες ήταν εντελώς πρωτόγνωρες και τα διλήμματα εξαιρετικά σύνθετα».

Αν η εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού αριστερού προγράμματος προκαλούσε τη βίαιη αποπομπή της χώρας από την Ευρωζώνη –εξέλιξη που κανείς δεν μπορούσε να την προβλέψει με βεβαιότητα- το γεγονός αυτό θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα μιας πολιτικής ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ευρώπης και δεν θα ήταν η προϋπόθεση της. Μια τέτοια εξέλιξη –αν τελικά αυτή παράνομα και σε αντίθεση ακόμα και με τους υπάρχοντες ευρωπαϊκούς κανόνες είχε επιβληθεί από τους «εταίρους» σε μια προσπάθεια να τρομοκρατηθούν και οι υπόλοιπες «προβληματικές» χώρες- δεν θα αποτελούσε επιλογή, αλλά εξαναγκασμό, ένα ακόμα πραξικόπημα. Όπως αναφέρει και ο Γ. Κιμπουρόπουλος στο ενδιαφέρον κείμενο του «Πως η Ελλάδα ξανα-μεταρρύθμισε την Ευρωζώνη», το οποίο περιλαμβάνεται στην ανθολογία κειμένων Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Η Αριστερά;«Τόσο στη συνθήκη της ΕΕ όσο και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη για αποχώρηση η αποπομπή κράτους-μέλους από την Ευρωζώνη (…) τον Απρίλιο του 2015 ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι απαντούσε ορθά κοφτά (σε ερώτηση του τότε ευρωβουλευτή Κώστα Χρυσόγονου) ότι οι Συνθήκες δεν προβλέπουν αποχώρηση από την Ευρωζώνη, παραπέμποντας εμμέσως στη μόνη εναλλακτική της οικιοθελούς αποχώρησης από την ΕΕ».

Το αστικό σύστημα εξουσίας, τόσο το ελληνικό όσο και το ευρωπαϊκό, επιχείρησε να στραγγαλίσει την ελληνική οικονομία προκαλώντας ασφυξία ιδιαίτερα στον τραπεζικό τομέα. Η κυβέρνηση είχε την δυνατότητα -και θα ήταν εντελώς νομιμοποιημένη- να αντιμετωπίσει αυτούς τους κινδύνους με την κοινωνικοποίηση-εθνικοποίηση όλων των συστημικών τραπεζών οι οποίες είχαν διασωθεί από την χρεοκοπία με χρήματα του ελληνικού δημοσίου. Επίσης να επαναφέρει στο δημόσιο όλες τις δημόσιες εταιρείες οι οποίες είχαν ιδιωτικοποιηθεί με ευτελή ανταλλάγματα, να μην καθιερώσει, για παράδειγμα, το καταστροφικό όπως αποδείχθηκε «Χρηματιστήριο Ενέργειας», να αντιμετωπίσει τα καρτέλ που συνεχίζουν να λυμαίνονται τα λαϊκά εισοδήματα, να διασώσει το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού μετατρέποντας το σε Μητροπολιτικό Πάρκο, τόσο αναγκαίο για την διάσωση του λεκανοπεδίου της Αττικής που απειλείται πλέον ευθέως από την κλιματική κρίση, και να πάρει μια σειρά θεσμικά και άλλα, αμυντικά κατά βάση, μέτρα.

Κυρίως έπρεπε να τεθεί το πλέον κρίσιμο ζήτημα, αυτό της αναδιάρθρωσης του χρέους -ένα ζήτημα που απασχολεί τις ευρωπαϊκές κοινωνίες στο σύνολο τους- προωθώντας την συγκρότηση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (Audit Commission) τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο Γ. Σταθάκης σε μια ερώτηση τα Εφημερίδας των Συντακτών τον Σεπτέμβριο του 2013 για το ποια θα ήταν τα μέτρα που έπρεπε να λάβει μια κυβέρνηση της Αριστεράς ήταν ιδιαίτερα σαφής: «Κατ’ αρχάς πρέπει να βγούμε από το Μνημόνιο και να γίνει αναδιάρθρωση του χρέους, τέτοια ώστε η χώρα να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. Πιστεύω ότι πρέπει να είναι στα 100 με 130 δισ. ευρώ. Το ίδιο το ΔΝΤ μιλά για μείωση 40%. Για να βγει, βέβαια, η οικονομία από τη βαθιά ύφεση πρέπει να είναι καθοριστικός ο ρόλος του κράτους. Δεν είναι θέμα κρατισμού ή αντικρατισμού. Είναι μια απλή, ωμή πραγματικότητα και για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί στρατηγικό σημείο».

Μια τέτοια πολιτική θα εύρισκε ευρεία ανταπόκριση στους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, επειδή ακριβώς το ελληνικό «πειραματόζωο» έδειχνε από τότε στους ευρωπαίους εργαζόμενους το εφιαλτικό τους μέλλον το οποίο ήδη έρχεται. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα το φιλοκυβερνητικό «Βήμα» (8.12.24), αναφερόμενο στα γαλλικά προβλήματα, σημειώνει με κυνισμό ότι «Οι αγορές ανησυχούν ιδιαίτερα διότι η πολιτική τάξη δεν δείχνει διατεθειμένη τις δύο βασικές αιτίες των ελλειμμάτων του δημοσιονομικού προβλήματος της Γαλλίας, την υπερτροφία του δημόσιου τομέα και την υπερβολική γενναιοδωρία που διέπει το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα» !!!

Το ελληνικό «πείραμα» της κυβέρνησης της Αριστεράς είχε, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να εδραιωθεί και να αποκτήσει προοπτική αν είχε εμπνεύσει και συμβάλει στην πυροδότηση συνολικότερων αλλαγών σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Σε αυτή την περίπτωση η απαλλαγή από τα μνημόνια της καταστροφής –ακόμα και αν επιβαλλόταν βίαια στη χώρα η έξοδος από την Ευρωζώνη– θα αποτελούσε μια μεταβατική φάση, όχι προς τα πίσω, στην εθνική αναδίπλωση, αλλά προς τα εμπρός, στη μακριά και δύσκολη πορεία των κοινών αγώνων των ευρωπαϊκών λαών, από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια –είτε οι χώρες τους βρίσκονται στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε όχι– για την πλήρη και ολοκληρωτική αντίθεση στην ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική ολοκλήρωση, για μια νέα αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για τη δημιουργία μιας θεμελιακά νέας Ευρώπης σε προοδευτική και σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Αντίθετα, ο «Απολογισμός» του ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε στο συμπέρασμα –σε πλήρη αρμονία με την κυβερνητική πολιτική- ότι οι κυρίαρχες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις της Ευρώπης ήταν προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν με κάθε μέσο το «μαύρο πρόβατο» της Ευρωζώνης. Θα οδηγούσαν την χώρα εκτός ευρωζώνης. Η εκτίμηση αυτή καθόρισε και την κυβερνητική πολιτική. Σύμφωνα με τον Απολογισμό «δεν εκτιμήθηκε επακριβώς ότι, κυρίως μετά το 2012, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη είχαν προετοιμαστεί αποτελεσματικά για την περίπτωση “πιστωτικού επεισοδίου” σε βάρος της χώρας μας, δηλαδή και τυπικής χρεοκοπίας της. Κατά συνέπεια, ένας “εκβιασμός” που θα επικαλούνταν το κόστος της Ευρώπης από μια άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδας και τη συνακόλουθη έξοδό της από την ευρωζώνη δεν μπορούσε, πέρα από όλα τα άλλα, να αποβεί αποτελεσματικός. Μολονότι η πολιτική μας δεν καθορίστηκε από μια “λογική εκβιασμού”, οι συναφείς απόψεις κυκλοφόρησαν, κατά καιρούς έντονα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του».

Ως εκ τούτου, εγκαταλείποντας κάθε άλλη εναλλακτική προοπτική, ο «επώδυνος συμβιβασμός» κατέληξε να αποτελεί μονόδρομο.

Υποτιμήθηκαν ακόμα και οι εξελίξεις σε άλλες χώρες, εκτός Ευρώπης, όπως στην Αργεντινή η οποία αντέδρασε ενώ στέναζε κάτω από τη Δαμόκλεια σπάθη του ΔΝΤ. Ο «Απολογισμός» αναφέρει επ’ αυτού ότι «είχαν επίσης καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι θα μπορούσαν να υιοθετηθούν μοντέλα και πρακτικές απεμπλοκής από οικονομικούς καταναγκασμούς που φαίνονταν να είχαν λειτουργήσει αποτελεσματικά σε άλλες χώρες, κυρίως της Λατινικής Αμερικής. Όμως οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν αυτές οι χώρες είναι ριζικά διαφορετικές σε πολλά επίπεδα. Μεταφορά λοιπόν, έστω και δημιουργική, δεν μπορούσε να συντελεστεί ενώ η ενασχόληση με τέτοιες ιδέες έτεινε κάποιες φορές να αποπροσανατολίζει από το κύριο: τι κάνουμε στην Ευρώπη και με την Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι μοντέλα και πρακτικές διακυβέρνησης σε άλλες χώρες και άλλες συνθήκες δεν πρέπει να μελετώνται επισταμένως και να αποτιμώνται από τη δική μας σκοπιά».

Η αποτίμηση της διεθνούς εμπειρίας -αν υποθέσουμε ότι υπήρξε- δεν εμπόδισε τελικά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.

Στην πραγματικότητα το τεράστιο δημόσιο χρέος στην Ελλάδα απειλούσε με ανατροπή την ευρωζώνη με το ενιαίο νόμισμα. Η κρίση, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, δεν ήταν δυνατόν να περιοριστεί σε μία μόνο χώρα, με αποτέλεσμα να απειληθούν άμεσα οι οικονομίες και τα τραπεζικά συστήματα, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας. Επηρεάστηκαν ακόμα η Ιταλία και ισχυρές οικονομίες, όπως η γαλλική.

Βέβαια την περίοδο εκείνη, σε αντίθεση με την σημερινή, ο γαλλογερμανικός άξονας ήταν κυρίαρχος και η πανίσχυρη οικονομικά Γερμανία καθόριζε τις τύχες τόσο της ευρωζώνης όσο και της Ενωμένης Ευρώπης συνολικά. Η σημερινή πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας ότι η Γερμανία και η Ολλανδία –οι πιο σκληροί κατήγοροι και πιο επιθετικές χώρες στα πλαίσια της ευρωζώνης απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ- εγκαλούνται σήμερα από την Κομισιόν ότι οι προϋπολογισμοί τους δεν «συνάδουν» με την δημοσιονομική πολιτική της Κομισιόν. Η Καθημερινή αναφέρει ότι «Η επαναφορά της δημοσιονομικής πειθαρχίας, για πρώτη φορά μετά τη πανδημία φαίνεται να “στοιχειώνει” τα πάλαι ποτέ δημοσιονομικά “γεράκια” της Ευρωζώνης, καθώς –σύμφωνα με την αξιολόγηση της Κομισιόν- Ολλανδία, Αυστρία και Γερμανία μένουν “μεταξεταστέες” σε ότι αφορά είτε τα σχέδια προϋπολογισμών τους, είτε τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά τους σχέδια» (Καθημερινή 24/11/24). Τα κόκκαλα του Σόιμπλε θα τρίζουν. Το άλλοτε καμάρι του, η Γερμανία των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, από χώρα-ατμομηχανή της Ευρώπης, υιοθετώντας την καταστροφική για την Ευρώπη πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο της Ουκρανίας πληρώνει τα σπασμένα και μετατρέπεται στον μεγάλο ασθενή της Ευρωζώνης.

Επιστροφή στα καθ’ ημάς. Η εφαρμογή των μνημονίων αποδείχθηκε τελικά ότι δεν ήταν το μικρότερο κακό, αλλά το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πάλη κατά της πολιτικής της διαρκούς λιτότητας και της πρωτοφανούς φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας που στο πολιτικό πεδίο εκφράστηκε με την επάνοδο της πιο σκληρής και νεοφιλελεύθερης δεξιάς της μεταπολιτευτικής περιόδου, της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Στην Ευρώπη –όπως άλλωστε και στις Ηνωμένες Πολιτείες- το ίδιο φαινόμενο εκφράζεται ήδη με την εντυπωσιακή στροφή προς την «αντισυστημική» άκρα δεξιά: την Μελόνι, την Λεπέν, τον Όρμπαν, την «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) και τους λοιπούς νοσταλγούς του Μουσολίνι, του Χίτλερ και των κατά τόπους δωσίλογων.

Συμπέρασμα.

 Χρειαζόταν αλλαγή πολιτικής. Για να υπάρξει βέβαια μια άλλη πορεία χρειάζονταν προετοιμασία, πάνω απ’ όλα όμως χρειάζονταν πολιτική βούληση, επιστροφή στις συνεδριακές αποφάσεις, πρωτοβουλίες στο κοινοβούλιο και στο κίνημα τόσο στο ελληνικό όσο και στο ευρωπαϊκό, σύνδεση με την κοινωνία και εμπιστοσύνη στον ελληνικό λαό, ο οποίος απλόχερα έχει δείξει τη διάθεση του να αντιμετωπίσει τους εκβιασμούς των «θεσμών» στο μεγαλειώδες δημοψήφισμα. Χρειαζόταν επίσης ένα άλλο κόμμα, εντελώς διαφορετικό από αυτό που επιχειρήθηκε να συγκροτηθεί, ιδιαίτερα μετά το 2019, και εν μέρει συγκροτήθηκε, με πλήρη ευθύνη του Αλ. Τσίπρα.

Τέλος, ήταν αναγκαίο ένα άλλο πρόγραμμα. Το πρόγραμμα ενός αριστερού κόμματος δεν μπορεί να εκφράζει τα συμφέροντα των «παραγωγικών τάξεων» και των φορέων της «υγιούς επιχειρηματικότητας» και ταυτόχρονα τα συμφέροντα των ανέργων, των επισφαλώς εργαζομένων, των χαμηλόμισθων, των συνταξιούχων με συντάξεις πείνας κλπ. Το προγραμματικό πλαίσιο ενός κόμματος της ριζοσπαστική αριστεράς αν θέλει να είναι ριζοσπαστικό και καινοτόμο, θα πρέπει να είναι ένα μεροληπτικό πρόγραμμα και όχι μια προγραμματική ΕΑΔΕ, ένα πρόγραμμα «εντός πλαισίου». Ένα Πρόγραμμα Μετάβασης το οποίο θα συνδέει τα άμεσα και ζωτικά αιτήματα του κινήματος με τους ιστορικούς, απελευθερωτικούς στόχους για μια νέα κοινωνία.

Η βίαιη αποπομπή οποιασδήποτε χώρας από την Ευρωζώνη θα προκαλούσε -και θα προκαλέσει αν επιχειρηθεί και πάλι- κατά πάσα πιθανότητα, ιδιαίτερα μετά το βρετανικό δημοψήφισμα και την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια κρίση όχι τόσο οικονομική και πολιτική –ασφαλώς θα έχει και σοβαρές επιπτώσεις αυτού του τύπου– όσο κυρίως κρίση ευρωπαϊκής προοπτικής. Το ζήτημα που θα τεθεί αμέσως μετά, ιδιαίτερα από τους αδύναμους κρίκους της Ευρωζώνης, είναι ποια χώρα θα έχει σειρά στη συνέχεια. Μια βίαιη αποπομπή, θα προκαλούσε μια νέα, ακόμα μεγαλύτερη κρίση, που πιθανά θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου, υπονομεύοντας την ύπαρξη τόσο της Ευρωζώνης όσο και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα σήμερα που ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει δημιουργήσει τεράστια οικονομικά, και όχι μόνο, προβλήματα στις ευρωπαϊκές χώρες, τόσο στις αδύναμες όσο και στις ισχυρές.

Στο δρόμο των νεοφιλελεύθερων συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του περιβόητου Συμφώνου Σταθερότητας δεν υπάρχει διέξοδος. Δεν υπάρχουν οι όροι ούτε για την εφαρμογή μιας ήπιας κεϋνσιανής πολιτικής. Μια ιδιότυπη, άκρως νεοφιλελεύθερη ΤΙΝΑ εφαρμόζεται εδώ και πολλά χρόνια σε κάθε ευρωπαϊκό κράτος ξεχωριστά και συνολικά στην Ευρώπη.

Η αντίληψη, ότι στα πλαίσια του Συμφώνου Σταθερότητας υπάρχουν περιθώρια για φιλολαϊκές πολιτικές –αντιλήψεις που συνεχίζουν να υπάρχουν σε ορισμένα στελέχη της καθ’ ημάς αριστεράς- οδηγούν, όπως απέδειξε και η περίοδος διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, στη δυσφήμηση της κάθε μορφής κυβερνώσας αριστεράς –με αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της αριστεράς- και ενισχύουν την δεξιά και ιδιαίτερα την άκρα δεξιά. Οι εξελίξεις στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες το επιβεβαιώνουν δραματικά.

Η Ευρώπη Ένωση ή θα αλλάξει ή θα καταρρεύσει μέσα σε απότομους σπασμούς και κοινωνικές αναταραχές.

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος

(μέλος της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2014)

ΣΗΜ. Οι «αιρετικές» αυτές απόψεις αποτελούν μια συμβολή στη συζήτηση για το τι έγινε και τι έπρεπε να γίνει την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ 2015-19. Η συζήτηση αυτή είναι δύσκολη. Πρέπει όμως να γίνει και μάλιστα οργανωμένα. Η συζήτηση για την περίοδο 2019-2023, από το γεγονός ότι υπάρχει ευρεία συμφωνία, είναι σχετικά εύκολη.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο