του Κ. Καλλωνιάτη, 10/12/2025
Η πρόταση της μειοψηφίας της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) της Νέας Αριστεράς για άμεση διεξαγωγή κομματικού δημοψηφίσματος σχετικά με το ζήτημα των συμμαχιών ήλθε σε συνέχεια της πρότασης της για άμεση εκλογική συνεργασία – με μίνιμουμ πρόγραμμα και κοινό ψηφοδέλτιο όπως διευκρίνισε στη συνέχεια ο πρόεδρος Α. Χαρίτσης – στη λογική ενός Λαϊκού Μετώπου “χωρίς αποκλεισμούς”. Μολονότι, δε, αμφότερες οι προτάσεις αυτές μειοψήφησαν στην ΚΕ και έκτοτε δεν επανήλθε από την πλευρά τους το θέμα του δημοψηφίσματος, τέθηκε ωστόσο ως “πρόταση των 10” για μετά το συνέδριο ενώ μπήκε και από συντρόφους σε οργανώσεις βάσης (πχ Βόρεια Αθήνα) με την λογική ότι για σημαντικά θέματα όπως των συμμαχιών πρέπει να ψηφίζουν όλα τα μέλη.
Έχει συνεπώς ξεχωριστό ενδιαφέρον να εξετάσουμε την σημασία του προταθέντος δημοψηφίσματος που υποτίθεται απηχεί κατ’ αρχήν μία ευπρόσδεκτη αμεσοδημοκρατική λειτουργία.
Πρώτα απ’ όλα προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι δεν τέθηκε το συγκεκριμένο ερώτημα στο οποίο θα καλούνταν να απαντήσει το κομματικό μέλος, όπως και το ότι δεν εξηγήθηκε τόσο το σκεπτικό όσο και η βιασύνη να αποφανθεί χωρίς προηγούμενη συζήτηση για τις συμμαχίες η κομματική βάση, την στιγμή που η συζήτηση έχει ανοίξει αφού σε λιγότερο από δύο μήνες διεξάγεται το συνέδριο μας. Οι διαπιστώσεις αυτές, σε συνδυασμό με την προηγούμενη αρνητική απόφαση της ΚΕ αλλά και την καταστατική βεβαιότητα ενός καθαρά ενδεικτικού κι όχι αποφασιστικού δημοψηφίσματος, δημιουργούν μία αίσθηση τακτικισμού για τη δημιουργία προσυνεδριακών εντυπώσεων και την άσκηση πιέσεων από πλευράς της μειοψηφίας.
Πέραν αυτών, η πρόταση για δημοψήφισμα είναι πολιτικά εσφαλμένη, οργανωτικά επικίνδυνη και δημοκρατικά προβληματική για μία σειρά λόγους.
1. Για την Αριστερά οι συμμαχίες δεν είναι αυτόνομες πολιτικές πράξεις. Καθορίζονται από τις ταξικές αντιθέσεις, το πρόγραμμα, την στρατηγική και τη θέση του κόμματος μέσα στον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων. Πρώτα αποφασίζουμε ποιοι είμαστε (ταυτότητα) και μετά με ποιους πάμε (συμμαχίες αποτελεσματικές γιατί μας ταιριάζουν). Η άποψη της μειοψηφίας αντιστρέφει την λογική αυτή, καθώς ζητά να οριστούν οι συμμαχίες πριν οριστεί η στρατηγική. Έτσι, οι συμμαχίες γίνονται μέσο πίεσης πάνω στο πρόγραμμα, αντί να απορρέουν από αυτό. Στην πράξη δηλαδή έχουμε μία δεξιά διολίσθηση, αφού το πρόγραμμα υποτάσσεται στην τακτική και τον εκλογικό “πραγματισμό”.
2. Το δημοψήφισμα χωρίς συζήτηση μετατρέπει τα μέλη σε κοινό και το κόμμα από συλλογικό διανοούμενο σε εκλογικό μηχανισμό. Ένα τέτοιο δημοψήφισμα δεν είναι συμμετοχικό, καθώς μετατρέπει το κόμμα σε δημοσκοπικό σώμα. Δεν είναι ούτε συλλογικό, αφού αντικαθιστά την συλλογική επεξεργασία με “τάσεις της στιγμής”. Ακόμη δεν μπορεί να θεωρείται δημοκρατικό, αφού ενισχύει έναν εκλογικό λογικισμό παίρνοντας το κόμμα από το έδαφος της στρατηγικής και πηγαίνοντας το στο έδαφος της επικοινωνίας και της διαχείρισης. Για να το θέσουμε αλλιώς: όποιος καταργεί την συζήτηση στις οργανώσεις βάσης, στην πράξη καταργεί την ίδια τη βάση. Και κόμμα χωρίς βάση γίνεται απλώς ένας εκλογικός μηχανισμός που τελικά ευνοεί τον αρχηγισμό που γνωρίσαμε επί Τσίπρα.
3. Το δημοψήφισμα γίνεται αντικειμενικά όχημα για να “κλειδώσει” μια γραμμή πριν συζητηθεί. Γιατί η δημόσια κατάθεση και προπαγάνδα στα ΜΜΕ και τα social media της πρότασης για ΛΜ από την μειοψηφούσα στην ΚΕ – αλλά πλειοψηφούσα στην ΚΟ και τον Πρόεδρο – τάση, εξωθεί το κομματικό σώμα, ελλείψει οργανωμένης συζήτησης, να ψηφίσει υπό την “πίεση” της μονόπλευρης επιρροής και να χρησιμοποιηθεί έτσι η ενδεικτική απόφαση του δημοψηφίσματος ως μέσο επιβολής στο προγραμματικό συνέδριο. Έτσι, το συνέδριο έρχεται “δεμένο” και μετατρέπεται από κυρίαρχο όργανο σε μία τυπική επικύρωση. Όμως, με παρόμοιες “ανοιχτές διαδικασίες” γκρεμίστηκαν κόμματα και κόμματα στην Ευρωπαϊκή Αριστερά με πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ..
4. Στην Αριστερά οι συμμαχίες, το ποιον θα στηρίξουμε και με ποιον θα συμπορευτούμε, αν θα στραφούμε προς το κέντρο ή τ’ αριστερά, δεν είναι διαδικαστικό αλλά βαθύτατα πολιτικό ζήτημα. Πρωτίστως, δε, αφορούν ταξικούς όρους, όχι μόνο πολιτικούς. Γι’ αυτό και εξετάζονται ως συμμαχίες κοινωνικών τάξεων, κι όχι ως συμφωνίες κομματικών επιτελείων. Αν λοιπόν γίνει δημοψήφισμα χωρίς συζήτηση, παραβλέπεται τόσο η κοινωνική βάση και ο ταξικός προσανατολισμός των πιθανών συμμάχων, όσο και οι συσχετισμοί και οι προγραμματικές αντιφάσεις τους. Εξέλιξη που αναπότρεπτα οδηγεί στην σοσιαλδημοκρατικοποίηση της Αριστεράς.
5. Η ταχύρρυθμη διαδικασία λήψης “απόφασης” μέσω δημοψηφίσματος είναι ένας τρόπος να λες πως δεν υπάρχει χρόνος για συζητήσεις. Σαν να λέμε δεν υπάρχει χρόνος για δημοκρατία. Όμως για δημοκρατία πάντα υπάρχει χρόνος, αν την θέλεις. Γιατί η δημοκρατική συζήτηση ωριμάζει το κόμμα, αποτρέπει λάθη, διαπαιδαγωγεί και ενώνει τα μέλη γύρω από ένα κοινό σχέδιο, και δια της πειθούς δημιουργεί οργανωτική πειθαρχία. Δηλαδή κάνει το κόμμα πιο δυνατό, όχι πιο αργό. Όποιος λέει ότι η συζήτηση μας καθυστερεί, στην πραγματικότητα επιζητεί αποφάσεις χωρίς αντίλογο.
6. Δυστυχώς, αυτή η πρεμούρα της μειοψηφίας της ηγεσίας μας να προτάξει του συνεδρίου το δημοψήφισμα και να δεσμεύσει για συμμαχίες πριν από την συλλογική συζήτηση του προγράμματος, ανοίγει με μαθηματική ακρίβεια τον δρόμο στον αρχηγισμό και τις προσωπικές πολιτικές. Με κίνδυνο το κόμμα από συλλογικός/ταξικός διανοούμενος να μετατραπεί σε “ακροατήριο” που ψηφίζει προτάσεις άνωθεν. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία.
