(Γράμμα στον Γ.Β. Σβάιτσερ)
Δημοσίευση: «Σοσιαλδημοκράτης» 1, 3 και 5 Φλεβάρη 1865
Πηγή: Marx-Engels, Selected Works, Progress Publishers, vol. 2
HTML Markup: Aντώνης Μεγρέμης για το ελληνικό Διαδικτυακό Αρχείο Μαρξιστών
Λονδίνο, 24 του Γενάρη 1865:
Αξιότιμε κύριε,
Χτες πήρα το γράμμα σας, με το οποίο μου ζητάτε μια διεξοδική κρίση για τον Προυντόν. Η έλλειψη χρόνου δεν μου επιτρέπει να ικανοποιήσω την επιθυμία σας. Επιπλέον δεν έχω πρόχειρο κανένα από τα έργα του. Για να σας δείξω όμως την καλή μου θέληση γράφω στα πεταχτά μια σύντομη σκιαγράφηση. Και σεις μπορείτε ύστερα να τη συμπληρώσετε, να προσθέσετε ή να την περικόψετε, με δυο λόγια να κάνετε ό,τι νομίζετε καλύτερο.
Τις πρώτες προσπάθειες του Προυντόν δεν τις θυμάμαι πια. Η σχολική του εργασία για την Παγκόσμια Γλώσσα δείχνει πόσο αβασάνιστα καταπιανόταν με προβλήματα που για τη λύση τους του έλειπαν και οι στοιχειώδεις γνώσεις.
Το πρώτο του έργο, Τι Είναι η Ιδιοκτησία;, είναι αναμφίβολα το καλύτερό του. Άφησε εποχή, αν όχι με το νέο του περιεχόμενο, πάντως όμως με το νέο και τολμηρό τρόπο να λέει τα παλιά. Στα έργα των γνωστών του Γάλλων σοσιαλιστών και κομμουνιστών η «ιδιοκτησία» δεν είχε φυσικά μόνο κριτικαριστεί με διάφορους τρόπους, μα είχε επίσης «καταργηθεί» με ουτοπικό τρόπο. Στο σύγγραμμα αυτό η σχέση του Προυντόν προς τον Σαιν Σιμόν και τον Φουριέ είναι περίπου η ίδια με τη σχέση του Φόιερμπαχ προς τον Χέγκελ. Όταν συγκριθεί με τον Χέγκελ, ο Φόυερμπαχ είναι πέρα για πέρα φτωχός. Ωστόσο, άνοιξε μια νέα εποχή ύστερα από το Χέγκελ, γιατί υπογράμμισε μερικά σημεία που είναι δυσάρεστα στη χριστιανική συνείδηση και που έχουν σημασία για την πρόοδο της κριτικής, σημεία που ο Χέγκελ είχε αφήσει σ’ ένα μυστικιστικό μισοσκόταδο.
Αν επιτρέπεται να εκφραστώ έτσι, στο σύγγραμμα αυτό του Προυντόν ακόμα κυριαρχεί ένα μυϊκά γερό ύφος. Και θεωρώ το ύφος του σαν το κύριο πλεονέκτημα του. Είναι φανερό ότι ακόμα και κει όπου αναπαράγει μονάχα το παλιό, ο Προυντόν ανακαλύπτει τα πράγματα με έναν ανεξάρτητο τρόπο – αυτό που λέει είναι γι’ αυτόν κάτι το καινούργιο και το μεταχειρίζεται σαν κάτι το καινούργιο. Προκλητική αψηφισιά που θίγει τα «άγια των αγίων» της πολιτικής οικονομίας, πνευματώδης παραδοξολογία με την οποία χλευάζεται η κοινή αστική νοημοσύνη, συντριπτική κριτική, πικρή ειρωνεία, πού και πού ένα διορατικό, βαθύ και αληθινό αίσθημα αγανάκτησης για την ατιμία της υφιστάμενης τάξης, επαναστατική σοβαρότητα – μ’ όλα αυτά ηλέκτριζε τους αναγνώστες το Τι Είναι η Ιδιοκτησία; και έδωσε μια μεγάλη ώθηση με την πρώτη του εμφάνιση. Σε μια αυστηρά επιστημονική ιστορία της πολιτικής οικονομίας είναι ζήτημα αν άξιζε καν ν’ αναφερθεί. Μα τέτοια εντυπωσιακά συγγράμματα έχουν ένα ρόλο να παίξουν στην επιστήμη όσο και στη φιλολογική ιστορία. Ας πάρουμε, λχ, το έργο του Μάλθους για τον Πληθυσμό. Στην πρώτη του έκδοση δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια «εντυπωσιακή μπροσούρα» και επί πλέον κλεψιτυπία από την αρχή ως το τέλος. Και όμως πόση ώθηση δεν έδωσε στο ανθρώπινο γένος αυτός ο λίβελος!
Αν είχα μπροστά μου το έργο αυτό του Προυντόν θα μπορούσα με μερικά παραδείγματα να καταδείξω εύκολα τον αρχικό του τρόπο συγγραφής. Στις παραγράφους που ο ίδιος τις θεωρεί σαν τις πιο σπουδαίες, μιμείται το χειρισμό των αντινομιών του Καντ –ο Καντ ήταν τότε ο μοναδικός γερμανός φιλόσοφος, που είχε διαβάσει τα έργα του από μεταφράσεις– κι αφήνει στον αναγνώστη ισχυρή εντύπωση, ότι όπως για τον Καντ έτσι και γι’ αυτόν η λύση των αντινομιών θεωρείται σαν κάτι που βρίσκεται «πέρα» από την ανθρώπινη νόηση, δηλ. σαν κάτι που για τη δική του νόηση παραμένει ασαφές.
Αλλά παρ’ όλο το φαινομενικό εικονοκλαστικό του χαρακτήρα συναντά κανείς ήδη στο Τι Είναι η Ιδιοκτησία; την αντίφαση ότι ο Προυντόν κριτικάρει, από τη μια, την κοινωνία, από τη σκοπιά και με τα μάτια ενός Γάλλου μικροαγρότη (αργότερα μικροαστού) και, από την άλλη, χρησιμοποιεί το μετρό που του κληροδότησαν οι σοσιαλιστές.
Η ανεπάρκεια του συγγράμματος φαινόταν κιόλας στον ίδιο τον τίτλο του. Το ερώτημα μπήκε τόσο λαθεμένα που δε μπορούσε να του δοθεί σωστή απάντηση. Οι «σχέσεις ιδιοκτησίας» της αρχαιότητας αντικαταστάθηκαν από τις φεουδαρχικές, και αυτές από τις «αστικές». Έτσι η ίδια η ιστορία άσκησε την κριτική της στις προηγούμενες σχέσεις ιδιοκτησίας. Αυτό που πραγματικά πραγματευόταν ο Προυντόν ήταν η σύγχρονη αστική ιδιοκτησία, όπως υφίσταται σήμερα. Στο ερώτημα τι είναι η ιδιοκτησία αυτή, μπορούσε να δοθεί η απάντηση μονάχα με μια κριτική ανάλυση της «πολιτικής οικονομίας», εξετάζοντας το σύνολο αυτών των σχέσεων ιδιοκτησίας, όχι στη νομική τους έκφραση σαν σχέσεις της θέλησης, αλλά στην πραγματική τους μορφή, δηλ. σαν σχέσεις παραγωγής. Αλλά αφού ο Προυντόν το σύνολο αυτών των οικονομικών σχέσεων το συνέπλεξε στη γενική νομική αντίληψη, «η ιδιοχτησία», “La propriété”, δε μπορούσε να πάει πέρα από την απάντηση, που είχε δώσει ο Μπρισσό με τα ίδια λόγια σ’ ένα παρόμοιο σύγγραμμα ακόμα πριν από το 1789 ότι: “La propriété c’ est le vol” (Η ιδιοκτησία είναι κλεψιά).
Στην καλύτερη περίπτωση απ’ όλη αυτή την υπόθεση βγαίνει ότι οι αστικές νομικές αντιλήψεις για την «κλεψιά» ταιριάζουν και για τα ίδια το «έντιμα» κέρδη του αστού. Από την άλλη, ο Προυντόν μπλεκόταν σε όλων των ειδών τις επινοήσεις για την πραγματική αστική ιδιοκτησία που ήταν ασαφείς και γι’ αυτόν τον ίδιο, αφού η «κλεψιά» σαν βίαιη παραβίαση της ιδιοκτησίας που είναι, προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιοκτησίας.
Τον καιρό που εμένα στο Παρίσι, το 1844, ήρθα σε προσωπική επαφή με τον Προυντόν. Το αναφέρω αυτό εδώ, γιατί ως ένα βαθμό φταίω και εγώ ο ίδιος για την “sophistication” του [«επιτήδευσή» του], όπως ονομάζουν οι Εγγλέζοι τη νόθευση των εμπορικών αγαθών. Σε μακρές συζητήσεις, που βαστούσαν συχνά ολόκληρες νύχτες, τον μόλυνα, προς μεγάλη του ζημιά με το χεγκελιανισμό, που όμως δε μπορούσε να τον μελετήσει όπως πρέπει μια και δεν ήξερε τη γερμανική γλώσσα. Αυτό που άρχισα εγώ, το συνέχισε ο κύριος Καρλ Γκριν ύστερα από την εκτόπισή μου από το Παρίσι. Ο Γκριν, σαν καθηγητής της γερμανικής φιλοσοφίας που ήταν, είχε απέναντι μου το πρόσθετο πλεονέκτημα το ότι δεν σκάμπαζε ο ίδιος τίποτε απ’ αυτήν.
Λίγο πριν εκδοθεί το δεύτερο σημαντικό έργο του «Η Φιλοσοφία της Αθλιότητας κλπ», ο Προυντόν μου το προανάγγειλε ο ίδιος με ένα πολύ εκτενές γράμμα του, όπου του ξέφυγαν ανάμεσα σ’ άλλα και τα παρακάτω λόγια: “J’ attends votre férule critique”, περιμένω την αυστηρή κριτική σας. Ωστόσο, ύστερα από λίγο η κριτική μου αυτή (στο σύγγραμμα μου Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας κλπ, Παρίσι 1847) έπεσε πάνω του με τέτοιο τρόπο που τερματίστηκε για πάντα η φιλία μας.
Απ’ όσα ειπώθηκαν εδώ, βλέπετε, ότι στο βιβλίο του Προυντόν Φιλοσοφία της Αθλιότητας ή Σύστημα των Οικονομικών Αντιφάσεων δόθηκε για πρώτη φορά η πραγματική απάντηση στο ερώτημα: Τι Είναι η Ιδιοκτησία;. Στην πραγματικότητα μόνο ύστερα από την έκδοση αυτού του έργου είχε αρχίσει τις οικονομικές του μελέτες. Είχε ανακαλύψει ότι το ερώτημα που έθεσε δε μπορεί να πάρει απάντηση με μια βρισιά, μα μονάχα με την ανάλυση της σύγχρονης «πολιτικής οικονομίας». Προσπάθησε συνάμα να εκθέσει διαλεκτικά το σύστημα των οικονομικών κατηγοριών. Στη θέση των άλυτων «αντινομιών» του Καντ έμπαινε η χεγκελιανή «αντίφαση» σαν μέσο της εξέλιξης.
Όσο για την εκτίμηση του δίτομου, ογκώδους συγγράμματός του, είμαι υποχρεωμένος να σας παραπέμψω στο έργο μου με το οποίο το ανασκεύασα. Σ’ αυτό έδειξα ανάμεσα σ’ άλλα πόσο λίγο είχε μπει στο μυστικό της επιστημονικής διαλεκτικής και πώς, από την άλλη, συμμερίζεται τις αυταπάτες της θεωρητικολογούσας φιλοσοφίας, μετατρέποντας ανόητα τις οικονομικές κατηγορίες σε προϋπάρχουσες αιώνιες ιδέες, αντί να τις αντιληφθεί σαν θεωρητικές εκφράσεις των ιστορικών σχέσεων παραγωγής που αντιστοιχούν σε μιαν ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της υλικής παραγωγής, και πώς μ’ αυτό τον περιστροφικό τρόπο ξανάρχεται στην άποψη της αστικής οικονομίας. [«Όταν οι οικονομολόγοι λένε ότι οι σημερινές σχέσεις –οι σχέσεις της αστικής παραγωγής– είναι φυσικές, αφήνουν να εννοηθεί ότι πρόκειται για σχέσεις, μέσα στις όποιες δημιουργείται ο πλούτος και αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Έτσι αυτές οι ίδιες οι σχέσεις είναι φυσικοί νόμοι ανεξάρτητοι από την επίδραση του χρόνου. Είναι αιώνιοι νόμοι, που θα πρέπει να εξουσιάζουν πάντα την κοινωνία. Έτσι ως τώρα υπήρχε ιστορία, τώρα όμως δεν υπάρχει πια» (σελ. 113 του έργου μου)].
Παραπέρα δείχνω ακόμα, πόσο πέρα για πέρα ελλιπής και εν μέρει μαθητική ήταν η γνωριμία του με την πολιτική οικονομία, που είχε αναλάβει την κριτική της, και πώς μαζί με τους ουτοπικούς κυνηγά να βρει μια λεγόμενη «επιστήμη», με την οποία να μπορεί να επινοηθεί εκ των προτέρων ένα τύπο για τη «λύση του κοινωνικού ζητήματος», αντί να αντλήσει την επιστήμη από μια κριτική γνώση της ιστορικής κίνησης, μιας κίνησης που παράγει η ίδια τους υλικούς όρους της χειραφέτησης. Ιδιαίτερα όμως δείχνεται, πώς η άποψη του Προυντόν παραμένει ασαφής, σφαλερή και επιπόλαιη στο ζήτημα της της ανταλλακτικής αξίας, της βάσης της όλης θεωρίας, και ότι ακόμα παίρνει την ουτοπική ερμηνεία της θεωρίας της αξίας του Ρικάρντο σαν βάση μιας νέας επιστήμης. Την κρίση μου για τη γενική του άποψη τη συνοψίζω με τα παρακάτω λόγια:
«Κάθε οικονομική σχέση έχει μια καλή και μια κακή πλευρά. Κι αυτό είναι το μόνο σημείο όπου ο κ. Προυντόν δε διαψεύδει τον εαυτό του. Την καλή πλευρά τη βλέπει να τονίζεται από τους οικονομολόγους, την κακή πλευρά να την καταγγέλλουν οι σοσιαλιστές. Δανείζεται από τους οικονομολόγους την ανάγκη των αιώνιων σχέσεων. Δανείζεται από τους σοσιαλιστές την αυταπάτη να βλέπει στην αθλιότητα μονάχα την αθλιότητα (αντί να βλέπει σ’ αυτήν την επαναστατική, καταστρεπτική πλευρά, που θ’ ανατρέψει την παλιά κοινωνία). Είναι σύμφωνος και με τους δυο στο ότι θέλει να στηριχτεί στο κύρος της επιστήμης. Η επιστήμη περιορίζεται γι’ αυτόν στις μικρές διαστάσεις ενός επιστημονικού τύπου. Είναι ο άνθρωπος που κυνηγά να βρει τύπους. Έτσι ο Προυντόν κολακεύεται ότι έδωσε τόσο την κριτική της πολιτικής οικονομίας όσο και του κομμουνισμού. Βρίσκεται πολύ πιο χαμηλά κι από τους δυο. Πιο χαμηλά από τους οικονομολόγους, γιατί σαν φιλόσοφος που κράτα ένα μαγικό τύπο νομίζει ότι μπορεί ν’ απαλλαγεί από την υποχρέωση να μπει σε λεπτομέρειες καθαρά οικονομικές. Πιο χαμηλά από τους σοσιαλιστές, γιατί δεν έχει ούτε αρκετό θάρρος, ούτε αρκετή διορατικότητα για να ανυψωθεί έστω και θεωρησιακά πάνω από τον ορίζοντα των αστών. Θέλει σαν άνθρωπος της επιστήμης να αιωρείται πάνω από τους αστούς και τους προλετάριους· δεν είναι παρά ο μικροαστός, που ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στην πολιτική οικονομία και τον κομμουνισμό».
Όσο τραχιά κι αν ηχεί η παραπάνω κρίση, είμαι υποχρεωμένος και σήμερα να την προσυπογράψω λέξη προς λέξη. Ακόμα πρέπει να παρθεί υπόψη ότι τον καιρό που χαρακτήρισα το βιβλίο του Προυντόν σαν τον κώδικα του σοσιαλισμού των μικροαστών και που το απόδειξα αυτό θεωρητικά, οι πολιτικοί οικονομολόγοι και οι σοσιαλιστές ρίχνανε ακόμα το ανάθεμα στον Προυντόν ότι ήταν αρχιεπαναστάτης. Γι’ αυτό αργότερα δε συμφώνησα ποτέ με τις κραυγές ότι ο Προυντόν «πρόδωσε» την επανάσταση. Δεν φταίει ο ίδιος, αν έχοντας αρχικά παρανοηθεί από τους άλλους και έχοντας ο ίδιος παρανοήσει τον εαυτό του, δε δικαίωσε τις αστήρικτες ελπίδες.
Σε αντιπαράθεση με το Τι Είναι η Ιδιοκτησία; στη Φιλοσοφία της Αθλιότητας προβάλλουν στα μάτια μας δυσμενώς όλες οι ελλείψεις του προυντονικού τρόπου έκθεσης. Το ύφος είναι συχνά αυτό που οι Γάλλοι το λένε ampoule (στομφώδες). Υπεροπτικά θεωρητικολόγα κορακίστικα που παριστάνουν ότι είναι γερμανική φιλοσοφία εμφανίζονται τακτικά στη σκηνή όπου σταματά η γαλατική του οξύνοια. Στ αυτιά μας αντηχεί διαρκώς ένας θορυβώδης, περιαυτολόγος και καυχησιολόγος τόνος και ιδιαίτερα η τόσο δυσάρεστη φλυαρία και επίδειξη για την «επιστήμη». Αντί για την πραγματική θέρμη που διαπερνά το πρώτο σύγγραμμα, εδώ οδηγείται συστηματικά σε μια φευγαλέα έξαψη ρητορικής. Και επιπλέον η αδέξια και αποκρουστική επίδειξη ευρυμάθειας του αυτοδίδαχτου, που έχει σπάσει πια η φυσική του περηφάνια για πρωτότυπη σκέψη και που σαν νεόπλουτος της επιστήμης νομίζει ότι μπορεί να απλωθεί σε ό,τι δεν είναι και σε ό,τι δεν έχει. Ύστερα, η νοοτροπία του μικροαστού, που, λχ, επιτίθεται με απρέπεια και βάναυσα –ούτε με οξύνοια, ούτε με βάθος, ούτε ακόμα και σωστά– ενάντια σ’ έναν άνθρωπο σαν τον Καμπέ, που ήταν αξιοθαύμαστος για την πρακτική στάση του απέναντι στο γαλλικό προλεταριάτο, ενώ αντίθετα αποδίδει εύσημα σ’ έναν Ντυνουαγιέ (που είναι όντως «κρατικός σύμβουλος») παρά το γεγονός ότι όλη η σημασία αυτού του Ντυνουαγιέ βρισκόταν στο ότι με κωμική σοβαρότητα κήρυττε το ριγορισμό [αυστηρότητα] στους τρεις ογκώδεις και αβάσταχτα βαρετούς τόμους του, το ριγορισμό που ο Ελβέτιος τον χαρακτήρισε έτσι: “On veut que les malheureux soient parfaits” (ζητούν από τους δυστυχισμένους να είναι τέλειοι).
Η επανάσταση του Φλεβάρη ήρθε σίγουρα σε ακατάλληλη ώρα για τον Προυντόν γιατί ίσα-ίσα λίγες βδομάδες προηγούμενα είχε αποδείξει αναντίρρητα ότι είχε περάσει για πάντα «η εποχή των επαναστάσεων». Η ομιλία του στην Εθνοσυνέλευση αξίζει κάθε έπαινο όσο λίγη κατανόηση κι αν έδειξε για τις υπάρχουσες συνθήκες. Ύστερα από την εξέγερση του Ιούνη η ομιλία αυτή ήταν μια πολύ θαρραλέα πράξη. Επιπλέον είχε το θετικό αποτέλεσμα ότι ο κύριος Θιέρσος στην απάντηση του εναντίωσης στις προτάσεις του Προυντόν, που δημοσιεύθηκε αργότερα σε ξεχωριστό βιβλίο, απόδειξε σ’ όλη την Ευρώπη πάνω σε ποιο βάθρο κατήχησης για μικρά παιδιά στηριζόταν αυτός ο πνευματικός στυλοβάτης της γαλλικής αστικής τάξης. Μπροστά στον Θιέρσο, ο Προυντόν διογκώθηκε πραγματικά σε προκατακλυσμιαίο κολοσσό.
Η ανακάλυψη της «άτοκης πίστης» και η πάνω σ’ αυτή στηριγμένη «Λαϊκή τράπεζα» ήταν οι τελευταίες οικονομικές «πράξεις» του Προυντόν. Στο σύγγραμμα μου Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, (Μέρος Ι, Βερολίνο 1859, σελ. 59-64), αποδείχνω ότι η θεωρητική βάση αυτής της ιδέας του πηγάζει από την παραγνώριση των βασικών στοιχείων της αστικής «πολιτικής οικονομίας», δηλ. της σχέσης των εμπορευμάτων με το χρήμα, ενώ το πρακτικό εποικοδόμημα ήταν απλά μια αναπαραγωγή πολύ παλιότερων και πολύ καλύτερα επεξεργασμένων σχεδίων. Δε χωρά καμία αμφιβολία και είναι αυτονόητο ότι το πιστωτικό σύστημα μπορεί κάτω από ορισμένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες να χρησιμεύσει στην επιτάχυνση της χειραφέτησης της εργατικής τάξης, ακριβώς όπως στις αρχές, λχ, του 18ου και ξανά αργότερα του 19ου αιώνα στην Αγγλία είχε χρησιμεύσει για να μεταβιβαστεί ο πλούτος από τη μια τάξη στην άλλη. Αποτελεί όμως μια πέρα για πέρα στενή μικροαστική φαντασιοπληξία το να θεωρεί κανείς το τοκοφόρο κεφάλαιο σαν την κύρια μορφή του κεφαλαίου και να θέλει να κάνει βάση του κοινωνικού μετασχηματισμού μια ορισμένη χρησιμοποίηση του πιστωτικού συστήματος, μια δήθεν κατάργηση του τόκου. Και πραγματικά, αυτή τη φαντασιοπληξία, παραπέρα αραιωμένη, τη βρίσκουμε να την πιπιλίζουν ακόμα και οι οικονομικοί εκπρόσωποι της αγγλικής μικροαστικής τάξης του 17ου αιώνα. Η πολεμική του Προυντόν ενάντια στον Μπαστιά στα 1850 στο ζήτημα του τοκοφόρου κεφαλαίου βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τη Φιλοσοφία της Αθλιότητας. Τα καταφέρνει να νικηθεί κι απ’ αυτόν ακόμη τον Μπαστιά και ξεσπά σε κωμικές φωνές κάθε φορά που ο Μπαστιά του δίνει ένα χτύπημα.
Πριν λίγα χρόνια ο Προυντόν είχε γράψει ένα έργο συμμετέχοντας σε ένα διαγωνισμό –μου φαίνεται πως τον είχε προκηρύξει η κυβέρνηση της Λωζάνης– για τους «Φόρους». Στο έργο αυτό σβήνει και το τελευταίο ίχνος ιδιοφυΐας. Δεν απομένει παρά ο πεντακάθαρος μικροαστός.
Όσο για τα πολιτικά και φιλοσοφικά έργα του Προυντόν, σ’ όλα δείχνεται ο ίδιος διφορούμενος χαρακτήρας, γεμάτος αντιφάσεις, όπως και στα οικονομικά. Χώρια απ’ αυτό, τα έργα του έχουν μονάχα τοπική, γαλλική άξια. Παρ’ όλα αυτά, οι επιθέσεις του ενάντια στη θρησκεία, στην εκκλησία, κλπ, έχουν μεγάλη τοπική αξία και μάλιστα σε μια εποχή που οι γάλλοι σοσιαλιστές θεωρούσαν σωστό να δείχνουν με τη θρησκευτικότητά τους πόσο υπερείχαν από τον αστικό βολταιρισμό του 18ου και το γερμανικό αθεϊσμό του 19ου αιώνα. Όπως ο Πέτρος ο Μεγάλος τσάκισε με τη βαρβαρότητα τη ρωσική βαρβαρότητα, ο Προυντόν έκανε ότι μπορούσε για να νικήσει με τη φράση τη γαλλική φρασεολογία.
Όχι μόνο σαν κακά έργα, μα σαν χυδαιότητες, αλλά χυδαιότητες που ανταποκρίνονται στην μικροαστική άποψη, πρέπει να χαρακτηριστούν τα συγγράμματά του για το Πραξικόπημα όπου ερωτοτροπεί με το Λουδοβίκο Βοναπάρτη και όπου πραγματικά προσπαθεί να τον κάνει αρεστό στους γάλλους εργάτες, και το τελευταίο του έργο ενάντια στην Πολωνία όπου για να δοξάσει τον τσάρο φέρεται με ηλίθιο κυνισμό.
Συχνά έχουν συγκρίνει τον Προυντόν με τον Ρουσσώ. Δε μπορεί να υπάρξει πιο λαθεμένο πράγμα. Έχει ομοιότητες μάλλον με τον Νικολά Λενγκέ, που το βιβλίο του για τη «θεωρία των αστικών νομών» είναι ένα λαμπρό έργο.
Ο Προυντόν από φυσικού του είχε κλίση προς τη διαλεκτική. Μα επειδή ποτέ του δεν κατάλαβε την πραγματικά επιστημονική διαλεκτική, τα κατάφερε να φτάσει μονάχα ως τη σοφιστική. Στην πραγματικότητα αυτό είχε σχέση με τη μικροαστική του άποψη. Ο μικροαστός αποτελείται, όπως ο ιστορικός Ράουμερ, από «αφενός» και «αφετέρου». Τέτοιος είναι στα οικονομικά του συμφέροντα και γι’ αυτό και στην πολιτική του, στις θρησκευτικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές του απόψεις. Τέτοιος στην ηθική του, τέτοιος και σ’ όλα. Είναι η ζωντανή αντίφαση. Κι αν τύχει, όπως ο Προυντόν, να είναι ένας πνευματώδης άνθρωπος, τότε θα μάθει γρήγορα να παίζει με τις ίδιες του τις αντιφάσεις και να τις επεξεργάζεται ανάλογα με τις περιστάσεις σε χτυπητά, θορυβώδη, κάποτε σκανδαλώδη, κάποτε λαμπρά παράδοξα. Ο τσαρλατανισμός στην επιστήμη και η πολιτική προσαρμογή είναι αχώριστα από μια τέτοια άποψη. Απομένει μονάχα ένα παρορμητικό κίνητρο, η υποκειμενική ματαιοδοξία, και, όπως σ’ όλους τους ματαιόδοξους, πρόκειται στο εξής μονάχα για την επιτυχία της στιγμής, για την εντύπωση της ημέρας. Έτσι σβήνει κατ’ ανάγκη η απλή ηθική αίσθηση, που κρατούσε πάντα, λχ, έναν Ρουσσώ μακριά ακόμα και από μια υποψία παραχωρήσεων προς την υπάρχουσα εξουσία.
Ίσως οι μεταγενέστεροι χαρακτηρίζοντας την τελευταία φάση της γαλλικής ιστορίας πουν ότι ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης ήταν ο Ναπολέων της και ο Προυντόν ο Ρουσσώ-Βολταίρος της.
Και τώρα πρέπει εσείς ο ίδιος να αναλάβετε την ευθύνη για το γεγονός ότι αμέσως ύστερα από το θάνατο αυτού του ανθρώπου μου φορτώσατε το ρόλο του μετά θάνατον κριτή.
Δικός σας με το μεγαλύτερο σεβασμό,
Καρλ Μαρξ
Σημείωση:
[1]«Όταν οι οικονομολόγοι λένε ότι οι σημερινές σχέσεις της αστικής παραγωγής — είναι φυσικές, αφήνουν να νοηθεί ότι πρόκειται για σχέσεις, μέσα στις όποιες δημιουργείται ο πλούτος και αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Έτσι αυτές οι ίδιες οι σχέσεις είναι φυσικοί νόμοι, που είναι ανεξάρτητοι από την επίδραση του χρόνου. Είναι αιώνιοι νόμοι, που θα πρέπει να εξουσιάζουν πάντα την κοινωνία. Έτσι ως τώρα υπήρχε ιστορία, τώρα όμως δεν υπάρχει πια» (σελ. 11 του έργου μου). (Βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, ʼπαντα, τομ. V, σελ. 373-374 της ρωσικής έκδοσης).