Καπιταλισμός και πόλεμος

1 min read

Επιμέλεια: Χρ. Κεφαλής – Α. Παντίδης

Εκδόσεις Αργοναύτης, Αθήνα 2024, σελ. 207, 12 €

Από τις εκδόσεις Αργοναύτης κυκλοφόρησε μόλις η συλλογή «Καπιταλισμός και πόλεμος». Περιλαμβάνει κείμενα μαρξιστών και κομμουνιστών επαναστατών για το θέμα του πολέμου, συγκεκριμένα των: Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Ζινόβιεφ, Τουχατσέφσκι, Τρότσκι, Φρούνζε, Μάο, Τίτο, Λούκατς, Τσε Γκεβάρα, Λιν Πιάο και Γκιαπ. Ακολουθεί το Δελτίο Τύπου και αποσπάσματα από την «Εισαγωγή» και το «Επίμετρο» των επιμελητών Αντ. Παντίδη και Χρ. Κεφαλή.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση έκανε στον 21ο αιώνα τους πολέμους ένα γεγονός της καθημερινότητας. Στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Συρία, τη Λιβύη, την Ουκρανία και τη μαρτυρική Παλαιστίνη οι πολεμικές συρράξεις διαδέχονται η μια την άλλη με αυξανόμενη συχνότητα και ένταση. Ο μιλιταρισμός γίνεται επίσημο δόγμα των κυβερνήσεων, ενώ ο ανταγωνισμός των δυο ιμπεριαλιστικών μπλοκ, των Δυτικών και της Ρωσίας – Κίνας, απειλεί αυξανόμενα την ανθρωπότητα με ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα.

Στην παρούσα συλλογή ο αναγνώστης θα βρει κείμενα επιφανών μαρξιστών και κομμουνιστών ηγετών για τον πόλεμο: Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Ζινόβιεφ, Τουχατσέφσκι, Τρότσκι, Φρούνζε, Μάο, Τίτο, Λούκατς, Τσε Γκεβάρα, Λιν Πιάο και Γκιαπ. Όλοι υπογράμμισαν την αναγκαία σύνδεση των πολέμων με τον καπιταλισμό και παραπέρα τον ιμπεριαλισμό και το χαρακτήρα τους ως συνέχισης της πολιτικής και των ταξικών συγκρούσεων. Αναγνωρίζοντας τη βαρβαρότητα του πολέμου είδαν ταυτόχρονα την ανάγκη να διακρίνουμε ανάμεσα σε αντιδραστικούς πολέμους, που διεξάγουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για το χωρισμό των σφαιρών επιρροής, και σε προοδευτικούς πολέμους, που διεξάγονται από τους λαούς και τα καταπιεσμένα έθνη ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις.

Σε μια εποχή όπου τα γεγονότα βοούν ότι οι πόλεμοι έχουν έρθει για να μείνουν, οι αναλύσεις των μεγάλων μαρξιστών για τον πόλεμο αποκτούν αυξημένη επικαιρότητα. Στα δοκίμιά τους, οι επιμελητές της συλλογής Χρήστος Κεφαλής και Αντώνης Παντίδης συζητούν τη συμβολή τους στη μαρξιστική θεωρία και πράξη του πολέμου.

Πληροφορίες: Εκδόσεις Αργοναύτης, Γ. Τσαλαβούτα 1, info@argonautisbooks.com, τηλ. 210 2233633.

Από τα κείμενα της συλλογής

Βλαντιμίρ Λένιν & Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, Σοσιαλισμός και Πόλεμος, σελ. 35-36, 42

Οι σοσιαλιστές πάντα καταδίκαζαν τον πόλεμο μεταξύ των εθνών ως βάρβαρο και βάναυσο. Αλλά η στάση μας απέναντι στον πόλεμο είναι θεμελιωδώς διαφορετική από εκείνη των αστών πασιφιστών (οπαδών και υποστηρικτών της ειρήνης) και των αναρχικών. Διαφέρουμε από τους πρώτους στο ότι κατανοούμε την αναπόφευκτη σύνδεση μεταξύ των πολέμων και της ταξικής πάλης μέσα στη χώρα· κατανοούμε ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να καταργηθεί αν δεν καταργηθούν οι τάξεις και δεν δημιουργηθεί ο σοσιαλισμός· και διαφέρουμε επίσης στο ότι θεωρούμε τους εμφυλίους πολέμους, δηλαδή τους πολέμους που διεξάγει η καταπιεζόμενη τάξη ενάντια στην καταπιεστική τάξη, οι δούλοι ενάντια στους δουλοκτήτες, οι δουλοπάροικοι ενάντια στους γαιοκτήμονες και οι μισθωτοί ενάντια στην αστική τάξη, ως εντελώς νόμιμους, προοδευτικούς και αναγκαίους. Εμείς οι μαρξιστές διαφέρουμε τόσο από τους πασιφιστές όσο και από τους αναρχικούς στο ότι θεωρούμε αναγκαίο ιστορικά (από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού του Μαρξ) να μελετάμε κάθε πόλεμο ξεχωριστά. Στην ιστορία υπήρξαν αναρίθμητοι πόλεμοι που, παρά τους τρόμους, τις φρικαλεότητες, τις αγωνίες και τα βάσανα που αναπόφευκτα συνοδεύουν όλους τους πολέμους, ήταν προοδευτικοί, δηλαδή ωφέλησαν την ανάπτυξη της ανθρωπότητας βοηθώντας στην καταστροφή εξαιρετικά επιβλαβών και αντιδραστικών θεσμών (για παράδειγμα, η απολυταρχία ή η δουλοπαροικία), των πιο βάρβαρων δεσποτισμών στην Ευρώπη (τουρκικός και ρωσικός) […].

Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (δηλαδή βίαια) μέσα. Αυτός ο διάσημος αφορισμός ειπώθηκε από έναν από τους βαθύτερους συγγραφείς για τα προβλήματα του πολέμου, τον Κλαούζεβιτς. Οι μαρξιστές πάντα δικαίως θεωρούσαν αυτή τη θέση ως τη θεωρητική βάση των απόψεων σχετικά με τη σημασία κάθε δεδομένου πολέμου. Ακριβώς από αυτή την οπτική γωνία ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξέταζαν πάντα τους διάφορους πολέμους.

Μιχαήλ Τουχατσέφσκι, Ο Κόκκινος Στρατός και η Πολιτοφυλακή, σελ. 83-84

Ο Κόκκινος Στρατός μπορεί να πολεμήσει ενάντια στους εγχώριους αντεπαναστατικούς στρατιωτικούς σχηματισμούς με σκοπό την πλήρη καταστροφή τους. Μπορεί να πολεμήσει ενάντια στην αστική τάξη των γειτονικών χωρών, αν οι κυβερνήσεις τους θέλουν να στραγγαλίσουν το σοσιαλιστικό κράτος – και σ’ αυτή την περίπτωση ο αγώνας δύσκολα μπορεί να τελειώσει μέχρι να συντριβεί ο ένας ή ο άλλος αντίπαλος. Γενικά, ο πόλεμος, ακόμη και με διακοπές, θα διαρκέσει μέχρι είτε το σοσιαλιστικό κράτος να καταστραφεί εντελώς και να πάψει να υπάρχει ως τέτοιο, είτε η επανάσταση να καταλάβει ολόκληρο τον κόσμο.

Αυτό που είναι αδύνατο και αβάσιμο είναι η υπόθεση ότι αυτός ο κόσμος, κλονισμένος συθέμελα από τον μεγάλο πόλεμο, θα μπορούσε αρκετά ειρηνικά να χωριστεί σε δύο μισά, ένα σοσιαλιστικό και ένα καπιταλιστικό, τα οποία θα μπορούσαν τώρα να ζήσουν μαζί με ειρήνη και καλή γειτονία. Είναι ξεκάθαρο ότι μια τέτοια κατάσταση δεν μπορεί ποτέ να συμβεί και ότι ο σοσιαλιστικός πόλεμος θα διαρκέσει μέχρι την τελική νίκη της μιας ή της άλλης πλευράς.

Λέων Τρότσκι, Στρατιωτική Γνώση και Μαρξισμός, σελ. 94, 98

Αν ένας στρατιώτης δεν γνωρίζει τον ελιγμό του, είναι απλώς τροφή για τα κανόνια: αν τον γνωρίζει, τότε είναι «τεχνίτης». Πάνω από αυτό το επίπεδο βρίσκεται μια τέχνη που βασίζεται στις μεθόδους και τα συμπεράσματα πολλών επιστημών, οι οποίες χρησιμοποιούνται στο επάγγελμα του στρατιώτη. Οι μέθοδοι, για παράδειγμα, της γεωγραφίας, μπορούν και πρέπει να χρησιμοποιηθούν σε στρατιωτικές δραστηριότητες. Η γνώση της στατιστικής, είναι επίσης υποχρεωτική. Χρειάζεται η εθνογραφία. Το ίδιο και η ιστορία. Όλα αυτά είναι επιστήμες. Αλλά η ίδια η επιχείρηση του πολέμου δεν είναι επιστήμη. Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της επιστήμης, η οποία καθιερώνει τον νομοτελή χαρακτήρα των φαινομένων, της αιτιότητάς τους, και, αφετέρου, της τέχνης, η οποία ασχολείται με τη σκοπιμότητα των διαδικασιών. [Το «επιστημονικοποιημένη» του Σνεσάρεφ είναι ένας νεολογισμός λέξη που βασίζεται στη nauka (επιστήμη), και ο προτεινόμενος όρος του θα μπορούσε να σημαίνει κάτι σαν «τέχνη εμποτισμένη με επιστήμη»]. Αυτά τα δύο –η σκοπιμότητα των διαδικασιών, των πρακτικών και των μεθόδων, και ο νομοτελής χαρακτήρας των αντικειμενικών φαινομένων– δεν είναι ένα και το αυτό πράγμα. Είμαι σε καλύτερη θέση να επεξεργαστώ μια πρόσφορη μέθοδο, όσο περισσότερα γνωρίζω για τον νομοτελή χαρακτήρα των φαινομένων, αλλά, παρόλα αυτά, δεν μπορεί κανείς να συγχέει το ένα με το άλλο […]

Αυτό που αποτελεί την ουσία του στρατιωτικού επαγγέλματος είναι το σύνολο των κανόνων για την απόκτηση της νίκης. Αυτοί οι κανόνες συνοψίζονται, καλώς ή κακώς, στου; κανονισμούς μας. Είναι αυτοί μια επιστήμη; Νομίζω ότι οι κανονισμοί μας δεν μπορούν να ονομαστούν επιστήμη. Είναι ένα σύνολο συνταγών, ένα σύνολο κανόνων και διαδικασιών για μια δεξιότητα ή μια τέχνη.

Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, Το Πρώτο και Κύριο Καθήκον Είναι ο Αγώνας Ενάντια στους Εισβολείς, σελ. 138-139

Σε αυτόν τον μεγάλο απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον του φασισμού, τα πιο αντιδραστικά στοιχεία στον κόσμο έχουν ενωθεί σε βάρος του αληθινού απελευθερωτικού αγώνα των λαών, και αυτοί οι διεθνείς αντιδραστικοί, ακόμα και παρά τον πόλεμο, θεωρούν τον φασισμό ως τη δύναμη κρούσης τους ενάντια στις φιλελεύθερες φιλοδοξίες εκείνων που αγωνίζονται για την ελευθερία. Αυτό σημαίνει ότι, όπου είναι δυνατόν, ο φασισμός χρησιμοποιείται ακόμα από τη διεθνή αντίδραση (που συμπεριλαμβάνει μέρη της άρχουσας τάξης μέχρι και σε χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο με αυτόν) για να υπηρετήσει τον αγώνα ενάντια στις λαϊκές επιδιώξεις, και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας βρίσκεται στη Γιουγκοσλαβία. Με άλλα λόγια, ο φασισμός υπηρετεί τη διεθνή αντίδραση μέχρι να αντικατασταθεί από άλλες αντιδραστικές δυνάμεις που ήδη προετοιμάζουν οι ορκισμένοι αντιδραστικοί κρυφά. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η καταπολέμηση των φασιστών εισβολέων είναι το κύριο καθήκον της ημέρας, ανεξαρτήτως μηχανορραφιών από τους προδοτικούς, αντιδραστικούς κύκλους στη χώρα μας και τον κόσμο γενικότερα.

Γκέοργκ Λούκατς, Οι Ηθικές Εφεδρείες της Δημοκρατίας, σελ. 163-164

Ο φασισμός είναι μια δικτατορία ειδικού είδους, η οποία δεν μπορεί, με τους περισσότερους τρόπους, να τεθεί στο ίδιο επίπεδο με τις μοναρχίες των Ρομανόφ ή των Χοεντσόλερν. Ο φασισμός οφείλει τη φαινομενικά μεγαλύτερη προσαρμοστικότητά του στη «συνολική» κινητοποίηση στην εθνική και κοινωνική δημαγωγία, όπου οφείλει την ικανότητά του να οδηγεί τις πλατιές μάζες του λαού σε μια υπνωτική έκσταση, στην οποία ξεχνούν προσωρινά τα πραγματικά τους συμφέροντα, όπου όλες οι καλές και κακές ιδιότητές τους μετατρέπονται σε υστερικές φρικαλεότητες και οι αντικειμενικά υπάρχουσες άλυτες αντιφάσεις μεταξύ των πραγματικών εθνικών στόχων και της ιμπεριαλιστικής απληστίας της φασιστικής άρχουσας κλίκας εξαφανίζονται στα μάτια των εξαπατημένων μαζών. Αλλά αυτή η οδυνηρή μέθη του λαού μπορεί να διαρκέσει μόνο όσο δεν διαλύεται από τα γεγονότα. Αν συμβεί αυτό –αυτή ακριβώς είναι η στιγμή του πιο σοβαρού κινδύνου κατά τον οποίο οι πραγματικές δημοκρατίες που βασίζονται στην αλήθεια αποδεικνύουν τη δύναμή τους– τότε το φασιστικό σύστημα θα πρέπει να καταρρεύσει ακριβώς όπως οι προηγούμενες απόλυτες μοναρχίες, οι οποίες δεν κατέφυγαν καθόλου ή κατέφυγαν μόνο σε πιο πρωτόγονη δημαγωγία.

Τσε Γκεβάρα, Ο Ανταρτοπόλεμος ως μέθοδος, σελ. 166-168

Ο ανταρτοπόλεμος έχει χρησιμοποιηθεί σε όλη την ιστορία σε αναρίθμητες περιπτώσεις και υπό διαφορετικές συνθήκες για να επιτευχθούν διαφορετικοί στόχοι. Τα πρόσφατα χρόνια έχει χρησιμεύσει σε διάφορους απελευθερωτικούς πολέμους όταν η πρωτοπορία ενός λαού έχει επιλέξει τον δρόμο του άτακτου ένοπλου αγώνα εναντίον εχθρών ανώτερης στρατιωτικής δύναμης. Η Ασία, η Αφρική και η Λατινική Αμερική έχουν γίνει σκηνές τέτοιων ενεργειών στην προσπάθεια απόκτησης ανεξαρτησίας στον αγώνα κατά της φεουδαρχικής, νεοαποικιακής ή αποικιακής εκμετάλλευσης. Στην Ευρώπη, οι αντάρτικες μονάδες έχουν χρησιμοποιηθεί ως συμπληρώματα σε γηγενείς ή συμμαχικούς τακτικούς στρατούς.

Ο ανταρτοπόλεμος έχει χρησιμοποιηθεί στην Αμερική σε αρκετές περιπτώσεις. Είχαμε, ως παράδειγμα, την εμπειρία του Θέσαρ Αουγούστο Σαντίνο που πολέμησε εναντίον του εκστρατευτικού σώματος των Γιάνκηδων στη Νικαράγουα. Πρόσφατα είχαμε τον επαναστατικό πόλεμο της Κούβας. Στη Λατινική Αμερική από τότε το πρόβλημα του ανταρτοπόλεμου έχει τεθεί σε θεωρητικές συζητήσεις από τα προοδευτικά κόμματα της ηπείρου με το ερώτημα αν η χρήση του είναι δυνατή ή όχι στις δεδομένες περιστάσεις του κάθε έθνους. Αυτό έχει γίνει ζήτημα μιας πολύ γόνιμης πολεμικής…

Θεωρούμε ότι η Κουβανική Επανάσταση έκανε τρεις θεμελιώδεις συνεισφορές στους νόμους του επαναστατικού κινήματος στη Λατινική Αμερική. Πρώτον, απέδειξε ότι οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν έναν πόλεμο εναντίον ενός τακτικού στρατού. Δεύτερον, δεν είναι πάντα απαραίτητο να περιμένουμε όλες τις συνθήκες να γίνουν ευνοϊκές για να επιτευχθεί η επανάσταση. Η ίδια η εξέγερση μπορεί να δημιουργήσει αυτές τις συνθήκες. Τρίτον, στις υπανάπτυκτες περιοχές της Αμερικής, το πεδίο μάχης του ένοπλου αγώνα πρέπει να είναι κυρίως η ύπαιθρος. Τέτοιες είναι οι συνεισφορές στην ανάπτυξη του επαναστατικού αγώνα στην Αμερική και μπορούν να εφαρμοστούν σε οποιαδήποτε από τις χώρες της ηπείρου μας όπου μπορεί να αναπτυχθεί ανταρτοπόλεμος.

Βο Νγουγιέν Γκιαπ, Η Νίκη του Βιετναμέζικου Λαού, σελ. 184-185

O εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος που έδωσε ο βιετναμέζικος λαός για τη σωτηρία και την ένωση του έθνους, απέναντι στους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές και τις μαριονέτες τους, από το 1965 ως το 1975, αποτελεί τη μεγάλη νίκη του λαϊκού πολέμου απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αυτή η μάχη θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις μεγάλες νικηφόρες μάχες του έθνους μας. Ο πόλεμος του λαού μας για εθνική ενοποίηση και εκδίωξη των Αμερικανών ιμπεριαλιστών μένει στην ιστορία ως μια από τις αποφασιστικές μάχες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, της εποχής των επαναστάσεων και λαϊκών πολέμων των λαών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής ενάντια στη νεο-αποικιοκρατία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη την εποχή είχαν στην κατοχή τους το μεγαλύτερο στρατό του κόσμου, και ήταν επικεφαλής της στρατιωτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Οι αμερικανικές δυνάμεις εισήλθαν στο Νότιο Βιετνάμ το 1955, αλλά η παρουσία τους πολλαπλασιάστηκε από το 1965, οπότε ο πρόεδρος Τζόνσον χρησιμοποίησε το επεισόδιο του προηγούμενου χρόνου στον Κόλπο του Τονκίν για να κλιμακώσει τον πόλεμο και να πλημμυρίσει το Νότιο Βιετνάμ με αμερικανικές δυνάμεις ελπίζοντας ότι θα σώσει τις μαριονέτες του στην κυβέρνηση του Νότιου Βιετνάμ. Τα επόμενα δέκα χρόνια, ως το 1975, ο λαός μας έκανε τις μεγαλύτερες θυσίες της ιστορίας του για να φέρει τη μεγάλη νίκη και την ενοποίηση της πατρίδας. Ήταν η σύγκρουση ενός μικρού αλλά γενναίου λαού ενάντια στην ηγεμονεύουσα ιμπεριαλιστική δύναμη του κόσμου, η οποία είχε στην κατοχή της την πιο πρόσφατη και πιο προηγμένη στρατιωτική τεχνολογία και υλικό.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο