Από τις Εκδόσεις Εύμαρος κυκλοφόρησε μόλις η συλλογή κειμένων «Γκέοργκ Λούκατς. Κριτικά Δοκίμια». Σε επιμέλεια των Χρήστου Κεφαλή και Νίκου Φούφα, περιλαμβάνει κείμενα Ελλήνων μελετητών για το έργο του Ούγγρου μαρξιστή φιλοσόφου και θεωρητικού της λογοτεχνίας Γκέοργκ Λούκατς. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τη συνεισφορά του Χρήστου Υφαντή, «Γκέοργκ Λούκατς: από την προσχώρηση στον μαρξισμό έως την ύστερη οντολογία του» και το Δελτίο Τύπου.
του Χρήστου Υφαντή*
Το 1956 ο Λούκατς υποδέχεται με πολύ ζωηρό ενδιαφέρον τα αποτελέσματα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Προβαίνει σε μια σημαντική διάλεξη στην κομματική Ακαδημία της Βουδαπέστης στις 28 Ιουνίου με τίτλο: «Ο Αγώνας ανάμεσα στην Πρόοδο και την Αντίδραση στη Σύγχρονη Κουλτούρα». Σ’ αυτή τη διάλεξη ο Λούκατς μεταξύ άλλων ανέφερε: «Πιστεύω πως αν εξετάσουμε τώρα αυτή την περίοδο και την αναλύσουμε ξανά, θα καταλήξουμε αναγκαστικά στο συμπέρασμα, ότι και στο ιδεολογικό πεδίο πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την κριτική του Λένιν για τις θεωρίες περί εθνικής οικονομίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ – που πίστευε ότι η καπιταλιστική κοινωνία θα κατέρρεε, γιατί αυτό ήταν μια οικονομική αναγκαιότητα. Ο Λένιν έλεγε: Όχι, δεν θα καταρρεύσει, πρέπει να την ανατρέψουμε. Τώρα γίνεται λόγος για κάτι ανάλογο στο ιδεολογικό επίπεδο. Η αστική ιδεολογία δεν θα καταρρεύσει από μόνη της· η αστική φιλοσοφία, η αστική επιστήμη έχουν μπει σε μια ιδεολογική κρίση, αλλά εμείς πρέπει να τις ανατρέψουμε· να τις ανατρέψουμε όμως όχι με όπλα δανεισμένα από τον Κόκκινο Στρατό, αλλά με τα όπλα του μαρξισμού-λενινισμού, της αληθινής γνώσης και πείρας»1.
Η διάλεξή του «Ο Αγώνας μεταξύ Προόδου και Αντίδρασης στη Σύγχρονη Κουλτούρα» αναπαράγεται στο τεύχος Σεπτεμβρίου της επιθεώρησης Aufbau και στον Τύπο. Εδώ ο Λούκατς υποστηρίζει ότι η στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος δεν πρέπει να καθορίζεται από μια μηχανική μετάφραση στην πράξη της θεμελιώδους αντίθεσης μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού, αλλά παίρνοντας υπόψη τις ειδικές αντιφάσεις σε κάθε ιστορική περίοδο, π.χ. με την άνοδο του φασισμού στη δεκαετία του 1920, είχε εμφανιστεί στο φόντο της θεμελιώδους αντίφασης, μια άλλη αντίφαση, εκείνη μεταξύ φασισμού και αντιφασισμού. Επίσης με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου δημιουργείται αντίφαση μεταξύ των δυνάμεων του πολέμου και των δυνάμεων της ειρήνης. Έτσι και στις δύο περιπτώσεις, το στρατόπεδο της προόδου περιλαμβάνει πολλές δυνάμεις έξω από τον κομμουνισμό: ακτιβιστές της σοσιαλδημοκρατίας, της Εκκλησίας, στρωμάτων της αστικής τάξης. Αυτές οι θέσεις εξόργισαν τις κομμουνιστικές αρχές και πυροδότησαν μια τεράστια λειτουργία ιδεολογικής καταστολής. (Βλ. την έκδοση Georg Luka΄cs und der Revisionismus 1960, στη ΛΔΓ2.
Παρά τη δύσκολη ύπαρξη μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα –επιθέσεις στον Τύπο, φυλακή, απέλαση και “υποθέσεις Λούκατς”– ο φιλόσοφος δεν αμφισβήτησε ανοιχτά τον σταλινισμό μέχρι το καλοκαίρι του 1956, λίγους μήνες μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Από το 1956 και παρά τις απειλές που δεν σταμάτησαν ποτέ να τον βαρύνουν και τις ταλαιπωρίες που υπέστη, ο Λούκατς πολλαπλασίασε τα κείμενα που αφιέρωσε στην ανάλυση του σταλινισμού3. Το ίδιο διάστημα προεδρεύει σε μια φιλοσοφική συ- ζήτηση του κύκλου “Petofi” στην Βουδαπέστη, και γίνεται μέλος της Διευρυμένης Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος και υπουργός Πολιτισμού τον Οκτώβριο4.
Ο Μ. Λαμπρίδης περιγράφει τη στάση του Λούκατς στα γεγονότα του 1956 στην Ουγγαρία: «Από το 1956 και πέρα στάθηκε αποφασιστικά αντισταλινικός. Εργάστηκε ενεργά στον κύκλο “Petofi” και έγινε μέλος της ΚΕ του αντισταλινικού ΚΚ της Ουγγαρίας. Με την εξέγερση των εργατικών μαζών, την κονιοποίηση του σταλινικού κόμματος και του εξουσιαστικού μηχανισμού του, και τη δημιουργία των εργατικών συμβουλίων, γίνεται στις 26 Οκτωβρίου 1956 υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Nagy»5. Στις 31 Οκτωβρίου 1956 ο Λούκατς παραχωρεί συνέντευξη, στον Πολωνό δημοσιογράφο Woroszilsky, για την οποία έγινε εκτεταμένη μνεία στα Δυτικά ΜΜΕ. Σ’ αυτή τη συνέντευξη υποστήριζε:
«Ο κομμουνισμός έχει εκτεθεί πλήρως στην Ουγγαρία. Προοδευτικοί πνευματικοί κύκλοι, συγγραφείς και μερικοί νέοι σίγουρα θα ομαδοποιηθούν γύρω από το Kόμμα. Αντίθετα, η εργατική τάξη θα ακολουθήσει τους σοσιαλδημοκράτες. Σε ελεύθερες εκλογές, οι κομμουνιστές θα λάμβαναν 5, το πολύ 10% των ψήφων. Πιθανότατα δεν θα είναι μέρος της κυβέρνησης και θα περάσουν στην αντιπολίτευση… Αλλά το Κόμμα θα υπάρχει, θα σώσει την ιδέα του, θα γίνει διανοητικό κέντρο, και σε λίγα χρόνια, ποιος ξέρει;»6
Όπως προαναφέραμε από τις 27 Οκτώβρη ως τις 3 Νοέμβρη 1956, ο Λούκατς ήταν υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Nagy. «Δεν συμφώνησε, ωστόσο, με την απόφαση της κυβέρνησης να αποσύρει την Ουγγαρία από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Στη συνεδρίαση της Προσωρινής Εκτελεστικής Επιτροπής του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, αυτός και ο Zoltan Szantό ψήφισαν ενάντια στην αποχώρηση. Παρ’ όλα αυτά, το αίτημά του να γίνει δεκτός στο μόλις σχηματισμένο Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα δεν έγινε δεκτό, και η αποκατάσταση της κομματικής του ιδιότητας έλαβε χώρα μόνο το 1967»7. Όταν τα ρωσικά άρματα εισέβαλαν και σύντριψαν την επανάσταση, ο Λούκατς, μαζί με τον Νάγκι και άλλους, κατέφυγε στη γιουγκοσλαβική πρεσβεία8. Στις 3 Νοεμβρίου, μια μέρα πριν ο Κόκκινος Στρατός ανακαταλάβει τη Βουδαπέστη, ο Λούκατς υπέβαλε την παραίτησή του. Η εξήγηση βρίσκεται ίσως στο ότι ο Νάγκι (1896-1958) την τελευταία ημέρα της ανεπιτυχούς εξέγερσης έκανε έκκληση στη Δύση για βοήθεια, και ίσως ο Λούκατς να γνώριζε αυτή την πρόθεση του Νάγκι. Η έκκληση για βοήθεια προς τη Δύση, βέβαια, ήταν κάτι εντελώς ξένο προς τις αρχές και τις αξίες του μαρξισμού του Λούκατς.
Ο Λούκατς, ο Νάγκι και άλλα μέλη της κυβέρνησής του μετά από την αναχώρησή τους από το άσυλο της γιουγκοσλάβικης πρεσβείας εξορίστηκαν δολίως στην Ρουμανία από όπου ο Νάγκι εκδόθηκε στην Ουγγαρία όπου δικάστηκε και εκτελέστηκε9. Ο Λούκατς μαζί με άλλους φυλακίστηκε σ’ έναν τεράστιο πύργο στην Τρανσυλβανία, όπου κανείς δεν του απαντούσε στο ερώτημα αν θα τον απελευθέρωναν ή αν θα παρέμενε κρατούμενος και για πόσο. Λέγεται πως κάποια στιγμή ο Λούκατς γύρισε σ’ έναν από τους άλλους αιχμαλώτους υπουργούς και του είπε: «Δηλαδή ο Κάφκα ήταν ρεαλιστής τελικά»10.
Αυτή την καταγραφή δεν πρέπει να την πάρουμε κατά γράμμα, αλλά μπορούμε να βασιστούμε σε δηλώσεις του ίδιου του Λούκατς για τα γεγονότα του 1956 καθώς και για την κράτησή του στη Ρουμανία. Σύμφωνα με τον Λούκατς η συμμετοχή του στην κυβέρνηση Νάγκι το 1956 δεν ήρθε σε αντίφαση με την παραίτησή του από την πολιτική του δραστηριότητα. Δεν συμμεριζόταν τη γενική πολιτική προσέγγιση των πραγμάτων την οποία είχε ο Νάγκι και όταν κάποιοι νέοι άνθρωποι προσπάθησαν να τους φέρουν κοντά, τις μέρες του Οκτώβρη, απαντούσε: «Το βήμα από μένα προς τον Ίμρε Νάγκι δεν είναι μεγαλύτερο από το βήμα του Ίμρε Νάγκι προς εμένα». Όταν του ζητήθηκε να γίνει υπουργός Πολιτισμού, τον Οκτώβρη του 1956, γι’ αυτόν ήταν ένα ηθικό ζήτημα και όχι πολιτικό, και δεν μπορούσε να αρνηθεί11. Για τη σύλληψή του και την εξορία στη Ρουμανία ο Λούκατς δήλωσε: «… οι σύντροφοι από το ουγγρικό και το ρουμάνικο κόμμα ήρθαν και με ρώτησαν τις απόψεις μου για τις πολιτικές θέσεις του Νάγκι, ξέροντας την απαρέσκειά μου γι’ αυτές». Τότε αυτός απάντησε: «Όταν θα είμαι ελεύθερος άνθρωπος στους δρόμους της Βουδαπέστης και θα είναι και αυτός ελεύθερος άνθρωπος, θα είμαι ευτυχής να του εκθέσω ανοιχτά και επί μακρόν την κριτική μου. Όμως όσο καιρό αυτός είναι φυλακισμένος, η μόνη μου σχέση μαζί του δεν μπορεί παρά να είναι η αλληλεγγύη»12. Μόνο έτσι θα μπορούσε να απαντήσει ο γνώστης των σταλινικών και μετασταλινικών ανακριτικών μεθόδων.
Η επιρροή του Λούκατς στον κύκλο Petofi δεν περιορίστηκε μόνο στο στενό πλαίσιο της Ουγγαρίας αλλά πήρε ευρείες διαστάσεις στη Δύση και στις χώρες του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. Το 1958 ο Ερνστ Μπλοχ εμπιστεύτηκε με θλίψη στον φίλο του Γιοακίμ Σουμάχερ ότι αυτός και οι οπαδοί του είχαν καταπιεστεί βάναυσα στη ΛΔΓ. Σε μια επιστολή του, που στάλθηκε από σύνεση από την Αυστρία, εξηγούσε στον συνομιλητή του: «Η κριτική για την καταστροφική οικονομία των σατραπών Satrapen-mibwirtschaft είχε γίνει ανεκτή για κάποιο χρονικό διάστημα, και εκόντως ακόντως αποδεκτή, αλλά από την πρώτη εμφάνιση του κινήματος διαμαρτυρίας της Ουγγαρίας –ο κύκλος Petofi άρχισε να κάνει συναντήσεις το 1956– η κατάσταση είχε αλλάξει εντελώς. Οι οχλήσεις και οι απαγορεύσεις ακολούθησαν η μια την άλλη. Απαγόρευση διδασκαλίας, απαγόρευση έκδοσης του τρίτου τόμου του βιβλίου Principe Esperance». O Μπλοχ παρουσίασε την κατάσταση με την εξής φράση: «Χρειαζόμαστε έναν Γερμανό Λούκατς»13.
Ο κύκλος Petofi, με εμψυχωτή τον Λούκατς, τρόμαζε τον Βάλτερ Ούλμπριχτ στην ιδέα ότι θα μπορούσε να εξαπλωθεί στη ΛΔΓ. Έτσι οργάνωσε μια δίκη με σκοπό να αποτρέψει οποιαδήποτε τάση αμφισβήτησης των μεθόδων της υφιστάμενης εξουσίας. Κύριοι κατηγορούμενοι στη δίκη ήταν ο Βόλφγκανγκ Χάριχ και ο Βάλτερ Γιανκά. Στη διάρκεια των γεγονότων στην Ουγγαρία, ενώ η σύγχυση βασίλευε, ο Γιοχάνες Μπέχερ, υπουργός Πολιτισμού, μετά από συμβουλές της Άννα Ζέγκερς, ζήτησε από τον Γιανκά να ταξιδέψει στην Βουδαπέστη για να φέρει τον Λούκατς πίσω στη ΛΔΓ. Φίλος του φιλοσόφου, ο υπουργός ποιητής, φοβόταν για τη ζωή του. Η επιχείρηση, άξια μιας αστυνομικής ταινίας, ματαιώθηκε από τον Ούλμπριχτ, ο οποίος δεν σκόπευε να παρέμβει στην υπόθεση των “σοβιετικών συντρόφων”. Ο Γιανκά κατηγορήθηκε ότι προτίθεται να φέρει έναν «κρυφό πράκτορα του ιμπεριαλισμού … μεταμφιεσμένο ως κομμουνιστή». Ο Λούκατς εμφανίστηκε ως ο ιδεολογικός εμπνευστής μιας συνωμοσίας που διαπράχθηκε από τους κατηγορούμενους για την ανατροπή του καθεστώτος. Ο Γενικός εισαγγελέας Μελσνάιμερ (ήδη δικαστής υπό το ναζιστικό καθεστώς), είχε εκδώσει ένα πραγματικό κατηγορητήριο εναντίον του Λούκατς, τον οποίο θεωρούσε ως «τον πνευματικό πατέρα της ουγγρικής αντεπανάστασης». Λοιδόρησε «τον Λούκατς, αυτόν τον προδότη που ήταν πάντα, κάτω από τη μάσκα, ένας πράκτορας του ιμπεριαλισμού στις τάξεις του διεθνούς εργατικού κινήματος, αυτός ο προδότης και ο εχθρός του πρώτου γερμανικού κράτους εργατών και αγροτών, που κάθεται εδώ στο εδώλιο, ονόματι Γιανκά –που του αρέσει ο Λούκατς μεταμφιεσμένος ως κομμουνιστής– ήθελε να τον φέρει στο Βερολίνο και να τον κάνει πνευματικό εμπνευστή της αντεπανάστασης στη ΛΔΓ»14. Επίσης ο εισαγγελέας κατηγόρησε τον Λούκατς ότι κάλεσε τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ εναντίον του σοβιετικού στρατού.
Σε μια συνέντευξη Τύπου τον Φεβρουάριο του 1957 ο Γιοχάνες Μπέχερ, αποτίοντας φόρο τιμής στον “ιστορικό της λογοτεχνίας” Λούκατς, τον κατηγόρησε ότι είχε εκπληρώσει “διαλυτική” δράση στον κύκλο Petofi και έτσι έδωσε την υποστήριξή του στην αντεπανάσταση. Όταν ρωτήθηκε για την τύχη του φιλοσόφου ο Μπέχερ διαβεβαίωσε τους δημοσιογράφους ότι ήταν στο σπίτι του στη Βουδαπέστη και αποσυρμένος από τη δημόσια ζωή, αφιερώθηκε στο έργο της συγγραφής μιας Ηθικής. «Τη στιγμή της συνέντευξης Τύπου, ο Ίμρε Νάγκι με την ομάδα του, συμπεριλαμβανομένου του Λούκατς, είχαν απελαθεί στην Ρουμανία. Λίγο αργότερα, στην Ουγγαρία όπως και στη ΛΔΓ, όπως και σε όλες τις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες, θα μαινόταν η καμπάνια στον Τύπο εναντίον του “ρεβιζιονιστή” Λούκατς»15.
Οι Θέσεις του Μπλουμ γράφτηκαν στα τέλη Ιουνίου του 1928, συζητήθηκαν στο ΚΚ Ουγγαρίας το 1929 και απορρίφθηκαν μετά από Ανοικτό Γράμμα της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν, που τις καταδίκαζε ως τον “κύριο δεξιό κίνδυνο” για το Κόμμα. Πήραν το όνομά τους από το τότε ψευδώνυμο του Λούκατς στο Ουγγρικό Κόμμα. Το 1956 γίνεται Συζήτηση στο Ινστιτούτο για την Κομματική Ιστορία, για τις Θέσεις του Μπλουμ που γίνονται αποδεκτές σε πολλά ουσιαστικά σημεία. Ο Λούκατς ανακαλεί μέρος της προηγούμενης αυτοκριτικής του16. Ο πραγματικός τίτλος των Θέσεων ήταν: «Θέσεις αναφορικά με την πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ουγγαρία και τα καθήκοντα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουγγαρίας». Ανακαλύφθηκαν στα αρχεία του ΚΚ Ουγγαρίας και δημοσιεύθηκαν μερικώς το 1956 στο ουγγρικό περιοδικό για την Ιστορία του Κόμματος και αργότερα πλήρως στα γερμανικά17. Ο ίδιος ο Λούκατς δήλωσε: «Στην πραγματικότητα δεν άλλαξα τις απόψεις μου και η αλήθεια είναι ότι είμαι πεπεισμένος ότι είχα απόλυτο δίκιο τότε. Στην πραγματικότητα η συνέχεια της ιστορίας μετά επιβεβαίωσε απόλυτα την ορθότητα των Θέσεων του Μπλουμ»18.
Ο Λούκατς το 1956, πριν την ουγγρική εξέγερση, πραγματοποιεί πολυάριθμες διαλέξεις σε Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Σουηδία που θα αποτελέσουν το υλικό του βιβλίου: Η σημερινή σημασία του κριτικού ρεαλισμού (1957)19. Στο έργο αυτό γραμμένο το 1955, και εν μέρει μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚ Ρωσίας, εκφράζεται με κάποια άνεση και καταφέρεται εναντίον του δογματισμού του Στάλιν και της σταλινικής περιόδου, αλλά στόχος του είναι να προστατέψει από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό «ό,τι έχει αξία και ό,τι είναι νέο»20. Γι’ αυτό το έργο δέχεται επίθεση από τον Theodor W. Adorno στο τεύχ. Νοεμβρίου 1958 του περιοδικού Der Monat. «Αυτό το κείμενο αποτελεί μια εκτενή κριτική του Αντόρνο Ενάντια στον παρεξηγημένο ρεαλισμό, αλλά και μια συνολικότερη απόπειρα θεώρησης των προβλημάτων και των δεσμεύσεων της αισθητικής φιλοσοφίας του Λούκατς σε συνάρτηση με τη σχετική τους συμμόρφωση στο επίσημο σοβιετικό πολιτικό δόγμα. Ταυτόχρονα περιέχει μια υπεράσπιση των τεχνικών και των μεθόδων του μοντερνισμού»21. Εδώ ο Αντόρνο αναφέρει: «Στο βιβλίο του Η καταστροφή του Λόγου εκδηλώθηκε με τον πιο ακραίο μάλλον τρόπο η αντίστοιχη [καταστροφή] του δικού του.(…) Ο Νίτσε και ο Φρόυντ μετατράπηκαν γι’ αυτόν απλώς σε φασίστες, ενώ δεν δίστασε ακόμα και να κάνει λόγο για το “ασυνήθιστο χάρισμα” του Νίτσε, με το ύφος επαρχιακού σχολικού συμβούλου της εποχής του Γουλιέλμου»22.
Εδώ ο Αντόρνο ψεύδεται. Ο Λούκατς απορρίπτει κατηγορηματικά τον ισχυρισμό του Αντόρνο: «Και αναφέρω πάλι προσωπικές εμπειρίες: ο Αντόρνο με κατηγόρησε πως είχα δήθεν παρουσιάσει στο βιβλίο μου Η Καταστροφή της Λογικής τον Φρόυντ σαν φασίστα, αν και σύμφωνα με τους σκοπούς αυτής της μελέτης ούτε ερεύνησα ούτε έκανα κριτική στις θεωρίες του Φρόυντ»23. Τη στάση του Αντόρνο την αιτιολογεί ως εξής: «Θα ήταν όμως μια επικίνδυνη αυταπάτη να πιστεύουμε πως τέτοιες καταστάσεις [σαν τις σταλινικές, Χ.Υ.] είναι άγνωστες στον “ελεύθερο κόσμο”. Το ότι δεν δημιουργούνται –συχνά– από τη διοίκηση αλλά αυθόρμητα, δεν έχει ουσιαστική σημασία. Δημιουργούνται από τη μονολιθική άρνηση και την από αυτήν προερχόμενη –άλλοτε κρυφή, άλλοτε φανερή– αντίληψη, ότι η ιδεολογία του σοσιαλισμού μπορεί να εκμηδενιστεί και χωρίς τη μελέτη των βασικών του πηγών, ότι δεν πρέπει απέναντι σ’ αυτή την ιδεολογία να κρατά κανείς τους κανόνες της επιστημονικής και λογοτεχνικής δεοντολογίας, ότι επιτρέπεται να την πολεμά κανείς με παραχάραξη αποσπασμάτων, με παραποίηση των απόψεων, με απόκρυψη ή εφεύρεση γεγονότων»24.
Σημειώσεις
1. Γκ. Λούκατς, Μαρξισμός και σταλινισμός, σ. 134.
2. Ν. Τερτουλιάν. «Ο Λούκατς και ο σταλινισμός», στο Μαρξιστική Σκέψη, Αφιέρωμα στον Λούκατς, τεύχ. 33, σ. 303.
3. Ό.π., σ. 306-307.
4. Ν. Τερτουλιάν, Χρονολογικός πίνακας, Εργοβιογραφία του Λούκατς, σ. XLVI.
5. Μ. Λαμπρίδης, ό.π., σ. 99.
6. Ν. Τερτουλιάν, Ο Λούκατς και ο σταλινισμός, σ. 279-280.
7. Λάσλο Σίκλαϊ, «Γκέοργκ Λούκατς. Μια βιογραφία», στο Μαρξιστική Σκέψη, τεύχ. 33, Αύγουστος 2021-Φεβρουάριος 2022, σ. 216.
8. Μ. Λαμπρίδης, ό.π., σ. 100.
9. «Ο Γκ. Λούκατς για τη ζωή και το έργο του», ό.π., υποσημείωση μεταφραστών 17, σ. 529.
10. Simon Crischley, Το βιβλίο των νεκρών φιλοσόφων, μετ. Γ. Ανδρέου, εκδ. Πατάκη, 2009, σ. 404.
11. «Ο Γκ. Λούκατς για τη ζωή και το έργο του», Πλανόδιον, ό.π., σ. 527.
12. Ό.π.
13. Ν. Τερτουλιάν. «Ο Λούκατς και ο σταλινισμός», ό.π., σ. 278.
14. Ό.π., σ. 279.
15. Ο.π., σ. 280.
16. Εργοβιογραφία. Στο Γκ. Λούκατς, Η ψυχή και οι μορφές, εκδ. Θεμέλιο, 1996, σ. 355.
17. «Θέσεις του Μπλουμ». Στο Γκέοργκ Λούκατς, Κείμενα της δεκαετίας 1920, ό.π., σ. 381.
18. «Ο Γκ. Λούκατς για την ζωή και το έργο του». Ό.π., σ. 524.
19. Ν. Τερτουλιάν, Χρονολογικός οδηγός, ό.π., σ. XLVI.
20. Μ. Λαμπρίδης, ό.π., σ. 28.
21. Γ. Σαγκριώτης. Εισαγωγικό σημείωμα στο: «“Εξαναγκαστική συμφιλίωση”. Για το έργο του Georg Lukacs: Ενάντια στον παρεξηγημένο ρεαλισμό». Βλ. Πλανόδιον, τεύχ. 39, σ. 453.
22. Ό.π., σ. 454.
23. Γκέοργκ Λούκατς. Μαρξισμός και σταλινισμός, ό.π., σ. 197.
24. Ό.π.
*O Χρήστος Υφαντής σπούδασε στη Ρουμανία όπου και γνωρίστηκε με το έργο του Λούκατς. Έχει μεταφράσει την κλασική βιογραφία του Μαρξ από τον Φραντς Μέρινγκ (εκδόσεις Redmarks).
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Γκέοργκ Λούκατς Κριτικά Δοκίμια
Συλλογή κειμένων:
Χρήστος Κεφαλής • Ηρώ Μανδηλαρά • Πάνος Ντούβος
Σπύρος Ποταμιάς • Χρήστος Υφαντής • Νίκος Φούφας
Εκδόσεις Εύμαρος, Αθήνα 2024, σελ. 208, 13 €
Ο Γκέοργκ Λούκατς υπήρξε ένας από τους κορυφαίους στοχαστές του 20ού αιώνα. Δεσμευμένος στο μαρξισμό, μετά την προσχώρησή του στο κομμουνιστικό κίνημα στα 1919, δεν εγκατέλειψε ποτέ, παρά τις διώξεις, τις εναντίον του επιθέσεις και τους συμβιβασμούς στους οποίους υποχρεώθηκε στη σταλινική περίοδο, αυτή την προοπτική. Με τη δημιουργική του σκέψη, τους ευρείς ορίζοντες και τις γνώσεις του, σημάδεψε την εξέλιξη των σύγχρονων ιδεών στη φιλοσοφία, την αισθητική και την πολιτική θεωρία. Ανθρωπιστής από τη φύση του, μετά το 1956 εναντιώθηκε στη σταλινική διαστροφή του σοσιαλισμού. Η καταλυτική συμβολή του στην παγκόσμια κουλτούρα τού κέρδισε το σεβασμό της προοδευτικής διανόησης, φέρνοντας σήμερα το έργο του στο επίκεντρο των θεωρητικών συζητήσεων.
Τα κείμενα από Έλληνες ερευνητές στην παρούσα συλλογή συζητούν μερικά από τα πιο κομβικά θέματα της μαρξιστικής κυρίως περιόδου του Λούκατς: η πολυτάραχη διαδρομή του από την ένταξή του στο κομμουνιστικό κίνημα ως την τελική σύνθεση της σκέψης του στην Αισθητική και την Οντολογία· τα στάδια της διανοητικής του διαδρομής· τα κύρια μοτίβα της κριτικής του του καπιταλισμού. Προσφέρουν μια εισαγωγή στη σκέψη του Λούκατς, χρήσιμη στον αναγνώστη που επιθυμεί να ερευνήσει παραπέρα τα διανοητικά της μονοπάτια.
Πληροφορίες: Εκδόσεις Εύμαρος, Ελευθερίας 2, Ταύρος, 177 78, evmarosart@gmail.com, τηλ. 6984911622.