Του Κώστα Καλλωνιάτη, αναδημοσίευση από την Η εποχή 10 Ιανουαρίου, 2021
Είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια πως οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες έχουν διογκωθεί επικίνδυνα τις τελευταίες 3-4 δεκαετίες παγκοσμίως. Και είναι προφανές πως ελάχιστος προγραμματικός στόχος της Αριστεράς πρέπει να είναι ο περιορισμός τους προκειμένου να ανασάνει και ανακάμψει το κίνημα των εργαζομένων, το οποίο σήμερα σφυροκοπείται από την κυβερνητική πολιτική και το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα Πισσαρίδη.
Όμως, οι ανισότητες προϋπήρχαν του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος απλώς τις παροξύνει. Επιπλέον, οι ανισότητες προϋπήρχαν του καπιταλισμού, αφού είναι εγγενές φαινόμενο και σύμπτωμα κάθε ταξικής κοινωνίας που, τους τελευταίους αιώνες, η καπιταλιστική συσσώρευση έχει… απογειώσει.
Από την άποψη αυτή εκτιμώ ως εσφαλμένη την αντίληψη που επικρατεί στις γραμμές μας ότι οι ανισότητες είναι η πηγή όλων των δεινών, ότι είναι γνήσιο τέκνο του νεοφιλελευθερισμού και ότι η καταπολέμησή τους πρέπει να αποτελεί το Α και το Ω μιας αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής, η οποία απλά θα αναδιανείμει το εισόδημα, θα ενισχύσει το κοινωνικό κράτος και θα ρυθμίσει τις ανεξέλεγκτες αγορές, ώστε να επανέλθουμε σε έναν «κανονικό», «ομαλό» και «προοδευτικό» καπιταλισμό, όπως ήταν αυτός της μεταπολεμικής «χρυσής εποχής» (1950-1970).
Πρόκειται περί αυταπάτης, αφού η «χρυσή» αυτή εικοσαετία μείωσης των ανισοτήτων και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου αποτέλεσε την εξαίρεση και όχι τον κανόνα στην ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού. Επιπλέον, αφορούσε μόνο την αναπτυγμένη Δύση. Και, ακόμη, σε μεγάλο βαθμό προέκυψε ως συνέπεια των διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος και της ανταγωνιστικής πίεσης που ασκούσε τότε το σοβιετικό καθεστώς ως «εναλλακτική λύση».
Τις αυταπάτες περί προοδευτικού καπιταλισμού συμμερίζονται αρκετά στελέχη μας, αλλά θέλω να σταθώ εδώ σε ένα τελευταίο άρθρο («Η έκθεση Πισσαρίδη οδηγεί σε υπανάπτυξη» 24-12-20, «Εποχή») όπου επιχειρείται η στατιστική τεκμηρίωση του πορίσματος ότι το «ζητούμενο συνεπώς για την άμβλυνση των ανισοτήτων είναι η αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου κι όχι ο ίδιος ο πλούτος και η ανάπτυξη καθαυτή ως έννοια».
Μια αυταπάτη
Το βασικό του επιχείρημα είναι ότι με βάση πρόσφατες έρευνες παρατηρείται έντονη μείωση των ανισοτήτων στη διάρκεια του 20ού αιώνα εξαιτίας της φορολογικής επανάστασης (1901 και 1914) που σημειώθηκε. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (πηγή δεν αναφέρεται) το μερίδιο μισθών-κερδών στο εισόδημα παραμένει διεθνώς σταθερό (με αναλογία 2 προς 1) στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα (1920-1995) και ότι, συνεπώς, η επιδείνωση της κατάστασης οφείλεται στον νεοφιλελευθερισμό των 2-3 τελευταίων δεκαετιών.
Προκειμένου, μάλιστα, να τεκμηριώσει το συμπέρασμα περί αναδιανομής πλούτου, τονίζει πως: «Εάν το 1/3 της προστιθέμενης αξίας, το οποίο ιδιοποιήθηκε το κεφάλαιο, διανέμονταν ολόκληρο στην εργασία το γεγονός αυτό θα είχε επιτρέψει μια γενική αύξηση των μισθών κατά 50%. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό το 50% της αύξησης θα ήταν δύο φορές μικρότερο από την αύξηση που πραγματικά συνέβη μεταξύ 1870 και 1910 και πάνω από τέσσερις φορές μικρότερο από την αύξηση που πραγματικά συνέβη μεταξύ 1950 και 1990. Και είναι δύσκολο να μην αμφιβάλλουμε ότι αυτές οι αυξήσεις μισθών 100% μεταξύ 1870 και 1910 και πάνω από 200% μεταξύ 1950 και 1990 θα μπορούσαν να είχαν συμβεί αν το μερίδιο του κεφαλαίου είχε μηδενισθεί το 1870 ή το 1950».
Δηλαδή θεωρεί πως ακόμη και αν καταργούσαμε το κεφάλαιο και καρπώνονταν την υπεραξία οι εργαζόμενοι, η αύξηση των μισθών θα ήταν μικρότερη αυτής που θα είχαν υπό το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, ο σοσιαλισμός που προσβλέπει σε κατάργηση της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο είναι υποδεέστερος από τον καπιταλισμό που προσφέρει υψηλότερες αυξήσεις μισθών. Μέσα σε εννιά γραμμές το Κεφάλαιο, ο Μαρξ και ο μαρξισμός πήγαν στον κάλαθο των αχρήστων!
Διανοητικό άλμα
Το διανοητικό αυτό «άλμα» συνιστά καθαρό ατόπημα για τους εξής λόγους:
- Αν δεν κάνει το σοβαρό λάθος να συγκρίνει ένα έτος ιδιοποίησης της υπεραξίας από την εργασία με δύο 40ετίες αύξησης των μισθών υπό το κεφάλαιο, τότε κάνει το χειρότερο λάθος να υποθέτει ότι με σοσιαλισμό παύει να υπάρχει ανάπτυξη. Δηλαδή ισχυρίζεται πως σε συνθήκες σχετικής ισότητας (σοσιαλισμός) η παραγωγικότητα στερεύει και η ανάπτυξη σταματά. Και αυτό όταν ο ίδιος ισχυρίζεται πως η ανισότητα Πισσαρίδη οδηγεί στην υπανάπτυξη, ενώ η μεταπολεμική καπιταλιστική άνθιση βασίστηκε στη μείωση των ανισοτήτων, δηλαδή σε περισσότερη ισότητα.
- Αναφέρεται επιλεκτικά σε δύο περιόδους (1870-1910 και 1950-1990) στις οποίες όντως ο καπιταλισμός αύξησε τους πραγματικούς μισθούς, παραβλέποντας άλλες περιόδους όπου οι μισθοί έμειναν στάσιμοι. Συγκεκριμένα, στο σύνολο του πλανήτη, από το 1820 ως το 1870 η αύξηση των πραγματικών μισθών ήταν μόλις 10,5% ή 0,2% ετησίως, ενώ την περίοδο 1900-1930 η αύξηση ήταν συνολικά 0,9% ή ετησίως ουσιαστικά μηδενική. Για δε το σύνολο της περιόδου 1820-2000 η αύξηση των πραγματικών μισθών παγκοσμίως ήταν 1% ετησίως (βλ. πίνακα 4.4 σε κεφ.4, του «Reconstructing Global Inequality», ΟΟΣΑ, 4-12-2014).
- Από στοιχεία της ίδιας έρευνας (ΟΟΣΑ) προκύπτει πως τα ποσοστά αύξησης των πραγματικών μισθών που αναφέρει το άρθρο είναι ανακριβή. Έτσι, αντί για 100% αύξηση που εκτιμά για την περίοδο 1870-1910 είχαμε 54% αύξηση παγκοσμίως και αντί για πάνω από 200% αύξηση το διάστημα 1950-1990 είχαμε 84% αύξηση αντίστοιχα.
- Επιπλέον, φαίνεται να συγχέει τον πλούτο, ο οποίος αφορά γενικά περιουσιακά στοιχεία, με το κεφάλαιο, το οποίο αφορά την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
- Παραβλέπει το γεγονός ότι οι εισοδηματικές ανισότητες μπορεί να αυξάνουν, ενώ τα συνολικά μερίδια μισθών και κερδών να παραμένουν αναλογικά σταθερά όπως λέει. Αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ ο όγκος των μισθωτών αυξάνει (προλεταριοποίηση μεσαίων τάξεων) με την καπιταλιστική ανάπτυξη, συγχρόνως ο όγκος των επιχειρηματικών κεφαλαίων συγκεντρώνεται σε ολοένα λιγότερα χέρια (συγκεντροποίηση). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν εισόδημα της μισθωτής εργασίας να μειώνεται ή να μένει στάσιμο ή να αυξάνεται με βραδύτερο ρυθμό απ’ ό,τι αυξάνεται αντίστοιχα το κατά κεφαλήν επιχειρηματικό κεφάλαιο και, άρα, οι εισοδηματικές ανισότητες να αυξάνουν παρά τη διατήρηση σταθερών των μεριδίων εργασίας και κεφαλαίου στο εθνικό εισόδημα.
- Δεν λογαριάζει πως, ακόμη και αν το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας μένει συνολικά σταθερό, αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη εσωτερική ανισότητα στον χώρο της εργασίας εξαιτίας της μεγάλης αύξησης του μεριδίου των διευθυντών και υψηλόβαθμων στελεχών σε βάρος της μεγάλης μάζας των μισθωτών. Δηλαδή, το σταθερό μερίδιο εργασίας μπορεί να συμβαδίζει με αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας σε βάρος των πολλών μισθωτών.
- Ξεχνά πως η σύγκριση των μεριδίων μισθών-κερδών αφορά μόνον τη διανομή εισοδήματος. Όμως οι ανισότητες αφορούν εξίσου ή και περισσότερο τη διανομή του πλούτου, η οποία είναι σωρευτική και γι’ αυτό μεγαλύτερη. Με τον 20ό αιώνα να στιγματίζεται με την κερδοσκοπία της δεκαετίας του ’20, τους δύο παγκοσμίους πολέμους και τον φασισμό, η ανισότητα του πλούτου προφανώς αυξήθηκε παρά μειώθηκε.
- Τέλος, παρακάμπτει εντελώς το γεγονός ότι η μεγαλύτερη ανισότητα δεν βρίσκεται στο εισόδημα, ούτε στην περιουσία, αλλά στο γεγονός ότι οι μεν καπιταλιστές έχουν αποκλειστική ιδιοκτησιακή πρόσβαση στα μέσα παραγωγής, ενώ οι μισθωτοί εργάτες τη μόνη πρόσβαση που έχουν με όρους ιδιοκτησίας είναι στην εργατική τους δύναμη (φυσική και διανοητική).
Ναι μεν, αλλά…
Σημαίνει, μήπως, η παραπάνω κριτική για τις αυταπάτες περί ανισοτήτων πως οι μεταρρυθμίσεις για καλύτερο κοινωνικό κράτος, πιο προοδευτική φορολογία και αυξήσεις στους μισθούς με καλύτερες συνθήκες εργασίας δεν πρέπει να αποτελούν αιτήματα και διεκδικήσεις της Αριστεράς;
Ασφαλώς όχι. Πρόκειται για χρήσιμα όπλα στη φαρέτρα ενός αριστερού ριζοσπαστικού προγράμματος, εφόσον όμως συνδέονται με τις γενικότερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες στα πλαίσια ενός δομικά συνεργατικού, δημοκρατικά ελεγχόμενου, κοινωνικοποιημένου τρόπου παραγωγής, υπό τον ορθολογικό, κεντρικό σχεδιασμό του σε πανευρωπαϊκή και διεθνή κλίμακα. Αυτό, δηλαδή, το οποίο συστηματικά αποτυγχάνει να υλοποιήσει ο λεγόμενος «προοδευτικός καπιταλισμός» και το οποίο ορισμένοι «ρομαντικοί» επιμένουν να συσχετίζουν με τον σοσιαλισμό.