09/10/2025 Κώστας Καλλωνιάτης Η ΕΠΟΧΗ.
Με βάση την ανάλυση του παραγωγικού μοντέλου, ως διεξόδου στην πολυκρίση, που υπάρχει στο Σχέδιο Θέσεων για το Προγραμματικό Συνέδριο της Νέας Αριστεράς (σ. 11-18) παραθέτω κάποιες κρίσιμες, πιστεύω, παρατηρήσεις.
Οι διαπιστώσεις για τις παραδοσιακές αδυναμίες και παθογένειες του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος που αναφέρονται στο Σχέδιο Προγράμματος (ΣΠ) της Νέας Αριστεράς είναι βεβαίως ορθές. Εντάσσονται, όμως, σε μια εσφαλμένη θεώρηση των εξελίξεων που χαρακτηρίζουν το εγχώριο και παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Συγκεκριμένα:
1. Η Ελλάδα δεν χρειάστηκε να «επανεφεύρει το παραγωγικό της υπόδειγμα» (βλ. ΣΠ), γιατί δεν το εφηύρε ποτέ εξαρχής. Δεν ακολούθησε ποτέ ένα στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης εκτός από αυτό που της επέβαλε ο διεθνής και ειδικότερα ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας μέσω της λειτουργίας των αγορών και της ρύθμισής τους από την ΕΕ. Την όποια κατεύθυνση έπαιρνε αυτή η προσαρμογή στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό καθόριζαν, επίσης, τα ευρωπαϊκά πακέτα ενισχύσεων, δανείων και επιδοτήσεων. Το παραγωγικό υπόδειγμα που ακολούθησε η χώρα ήταν αυτό της μνημονιακής προσαρμογής μέσω του νεοφιλελεύθερου σχεδίου Πισσαρίδη (βλ. άνοιγμα/απορρύθμιση αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, λιτότητα) στις ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου.
2. Η έλλειψη «εθνικής στρατηγικής» (ΣΠ) οφείλεται στο γεγονός ότι το κεφάλαιο υπαγορεύει τη στρατηγική που ακολουθείται, και η οποία δεν είναι άλλη από την αύξηση της κερδοφορίας σε μια μακρά περίοδο πτώσης του ποσοστού κέρδους διεθνώς. Οι αγορές και το κέρδος οδηγούν το παραγωγικό μοντέλο, όχι ο σχεδιασμός. Ο μόνος σχεδιασμός που υπάρχει είναι αυτός της καλύτερης λειτουργίας των αγορών για τα μεγάλα πορτοφόλια, τα ολιγοπώλια. Γι’ αυτό και είχε δίκιο ο Χαρίτσης όταν δήλωσε στη ΔΕΘ πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξέρει πολύ καλά τι κάνει, και πως ακολουθεί συνειδητή πολιτική εξυπηρετώντας συγκεκριμένα συμφέροντα.
3. Δεν είναι αλήθεια ότι μετά την κρίση του 2008 το παραγωγικό μοντέλο δεν άλλαξε και απλά αναστηλώθηκε, ούτε ότι δεν μειώθηκε το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της ελληνικής οικονομίας (ΣΠ). Πριν το 2008, το ελληνικό ΑΕΠ στηριζόταν κυρίως σε ιδιωτική κατανάλωση, δημόσιες δαπάνες και κατασκευές. Μετά την κρίση, η κατανάλωση κατέρρευσε λόγω λιτότητας και η οικονομία στράφηκε σε εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία) με τον τουρισμό να γίνεται ο βασικός «πυλώνας», φτάνοντας το 20–25% του ΑΕΠ, και τη συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ να υποχωρεί, ενώ της γεωργίας να αυξάνει ελαφρά. Επίσης, η εργασία «ελαστικοποιήθηκε» αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα μέσω «φθηνών μισθών», όχι μέσω καινοτομίας ή βελτίωσης της παραγωγικότητας. Ακόμη, υπήρξε συγκεντροποίηση της παραγωγής σε μεγάλες μονάδες, με τις ΜμΕ να μειώνονται σε αριθμό και μερίδιο επί του συνόλου. Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε η ψηφιοποίηση της οικονομίας και επανήλθε η τάση χρηματιστικοποίησής της με άξονα την πιστωτική επέκταση και την εξάρτηση των επιχειρήσεων από τον τραπεζικό δανεισμό ή τις αγορές ομολόγων, την αγορά ακινήτων (λόγω και τουριστικής ζήτησης), τη μεταφορά των κόκκινων δανείων από τις τράπεζες στην άγρια εκμετάλλευση των funds, την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, το χρηματιστήριο ενέργειας κ.ά.
Συνεπώς, μετά το 2008, δεν είχαμε κάποια ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, όμως είχαμε μια μετακίνηση του από την κατανάλωση και τις δημόσιες δαπάνες προς τον τουρισμό, τις υπηρεσίες και τις ιδιωτικοποιήσεις, με την οικονομία να παραμένει σε χαμηλή βιομηχανική βάση και εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες (τουριστικές ροές, γεωπολιτική σταθερότητα, δανεισμό, ευρωπαϊκά κονδύλια). Μιλάμε για ένα μοντέλο που έγινε πιο «εξωστρεφές» και…αγοραίο, αλλά όχι πιο «παραγωγικό» ή «ανθεκτικό».
4. Όσον αφορά το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της χώρας, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η Ελλάδα το έχει μειώσει τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν έχει γίνει μέχρι τώρα μια πλήρης, σταθερή και σφαιρική μετάβαση προς ένα μοντέλο «χαμηλού αποτυπώματος». Για παράδειγμα, οι εκπομπές CO₂ στην Ελλάδα μειώθηκαν από 100.405 χιλιάδες τόνους το 2008 σε 51.002 χιλιάδες τόνους το 2020. Συγχρόνως σημειώθηκε μείωση και των συνολικών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) από 121.980 kt CO₂-eq, σε 69.283 kt το ίδιο διάστημα. Τέλος, όσον αφορά τον τομέα ηλεκτρισμού/παραγωγής ενέργειας και ενεργειακού μείγματος, η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε κλείσιμο αρκετών μονάδων με λιγνίτη ή τις έχει σχεδιάσει για απόσυρση, ενώ έχει αυξηθεί η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα.
5. Η απαίτηση για στρατηγική, τεχνολογική και παραγωγική αυτονομία (ΣΠ) σε μία μικρή κι εξαρτημένη οικονομία όπως η ελληνική, με διεθνοποιημένους τους βασικότερους τομείς της (ναυτιλία, τουρισμός, άμυνα, εξορυκτική βιομηχανία και τράπεζες), είναι καθαρή ουτοπία στην εποχή του ιμπεριαλισμού και της παγκοσμιοποίησης. Πολύ περισσότερο όταν μία τέτοια αυτονομία δεν διαθέτει σήμερα ούτε η Ευρώπη. Συνεπώς, μόνο για μείωση της εξάρτησης μπορούμε να μιλάμε.
6. Η χρεοκοπία δεν μπορεί να αποδίδεται στη μορφή (δηλαδή το συγκεκριμένο παραγωγικό υπόδειγμα) με την οποία εκφράζεται ή στη δομή με την οποία οργανώνεται το καπιταλιστικό σύστημα σε μία χώρα (ΣΠ), αλλά στην ίδια την λειτουργία του καπιταλισμού. Γι’ αυτό, εξάλλου, η κρίση εκδηλώθηκε πρώτα στην ίδια την κοιτίδα του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, και απλώθηκε μετά διεθνώς. Και γι’ αυτό ακριβώς στην οικονομική κρίση περιήλθαν σχεδόν όλες οι αναπτυγμένες οικονομίες, μολονότι δεν έπασχαν από τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες της ελληνικής. Η στρεβλή μορφή και ευάλωτη δομή του ελληνικού καπιταλισμού σε συνδυασμό με την υπερχρέωση και την εξάρτηση από την ΕΕ –η οποία του φόρτωσε όλα τα βάρη για να σώσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες– ασφαλώς επέτειναν την κρίση οδηγώντας στη χρεοκοπία, όμως η κρίση ήταν και είναι εγγενής στον παγκόσμιο καπιταλισμό και δεν οφειλόταν στην μορφή που αυτός λαμβάνει στην Ελλάδα.
7. Η ανασυγκρότηση και ο μετασχηματισμός του ελληνικού κράτους σε πράσινο και αναπτυξιακό σημαίνει σύγκρουση με μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα (ακριβώς επειδή το κράτος είναι πελατειακό και διαπλεκόμενο με το μεγάλο εγχώριο και ξένο κεφάλαιο)και αντιμετώπιση της εσωτερικής αντίστασης της γραφειοκρατίας του κράτους. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς να πειραχτεί ο ελεγκτικός και κατασταλτικός πυρήνας του κράτους (διοίκηση, αστυνομία, στρατός, δικαστικό σώμα, ΜΜΕ) που είναι εξ ορισμού ταξικά εχθρικός σε μια αριστερή κυβέρνηση που επιδιώκει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Για τον σκοπό αυτό η Νέα Αριστερά χρειάζεται ειδικό σχέδιο παρεμβάσεων το οποίο δεν υπάρχει στο ΣΠ. Επίσης, μόνο το τμήμα του ΣΠ που αφορά τις δημόσιες δαπάνες, επενδύσεις και αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας συνεπάγεται ένα κόστος τουλάχιστον διπλάσιο στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και δεν έχει μελετηθεί πώς μπορεί να καλυφθεί.
8. Όταν λέμε ότι«Στρατηγικός στόχος του νέου παραγωγικού μοντέλου είναι η υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία» ώστε να υποστηρίζει υψηλές αμοιβές, καλές εργασιακές σχέσεις και οικολογικό αποτύπωμα (ΣΠ), αυτό που εννοούμε είναι ότι στρατηγικός μας στόχος είναι η ισχυρότερη ανάπτυξη της οικονομίας (ΑΕΠ) σε πράσινη κατεύθυνση. Ή αλλιώς η ισχυρότερη εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και η εντατικότερη χρήση των φυσικών πόρων – τάσεις αλληλένδετες με την ανάπτυξη όπως καταδεικνύει και η θεωρία της αποανάπτυξης. Κι επειδή ό,τι κι αν σχεδιάσεις κεντρικά στον καπιταλισμό τον αποφασιστικό λόγο τον έχουν οι αγορές που λειτουργούν με κριτήριο το κέρδος, δεν είναι δυνατή η σύζευξη της οικονομικής ανάπτυξης ούτε με τη χειραφέτηση της μισθωτής εργασίας, ούτε με τη διάσωση του περιβάλλοντος. Όσο η «Νέα Αριστερά προτείνει μία βαθιά ρήξη με το τρέχον παραγωγικό και θεσμικό μοντέλο» (ΣΠ) κι όχι με την κυρίαρχη καπιταλιστική λειτουργία των αγορών βάσει ενός δημοκρατικού κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας με κοινωνικοποιημένους τους στρατηγικούς τομείς της, τόσο η ταυτόχρονη στόχευση για ανάπτυξη, από τη μία, και απελευθέρωση με ισότητα της εργασίας και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, από την άλλη, θα αποτυγχάνει. Με το νέο παραγωγικό μοντέλο –αν κι όταν υλοποιηθεί– ο μεν ελληνικός καπιταλισμός θα αποδίδει καλύτερα, η δε επιδίωξη της Νέας Αριστεράς «οι ανάγκες των πολλών να μπαίνουν πάνω από τα κέρδη των λίγων» θα καταλήξει να είναι απλό ευχολόγιο.
9. Η προβαλλόμενη ως βασική αρχή, πως «η αξία παράγεται από τους ανθρώπους, όχι από τις αγορές» (ΣΠ), είναι σωστή, με τη διαφορά ότι η παραγόμενη αξία πραγματοποιείται στις αγορές, εξού και η σημασία τους. Ο ισχυρισμός, όμως, ότι η αξία «παράγεται όταν η διαδικασία παραγωγής υποτάσσεται σε κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους και όχι στην προσοδοθηρία» (ΣΠ) είναι λάθος. Οι εν λόγω στόχοι που υποτίθεται θα ρυθμίζουν τις αγορές δεν εμποδίζουν την προσοδοθηρία, δηλαδή την κερδοφορία, να έχει τον αποφασιστικό λόγο στην παραγωγή της νέας αξίας. Αυτό μαρτυρά όλη η ιστορική εμπειρία της παραγωγής σε καπιταλιστική βάση.
10. Υποστηρίζουμε πως το «αναπτυξιακό κράτος είναι φορέας θεσμικού σχεδιασμού, με σαφή αναπτυξιακή στρατηγική» (ΣΠ), αλλά δεν λέμε ποια είναι αυτή, πέρα από το ότι πρέπει να περιοριστεί ο υπερτουρισμός και οι κατασκευές/κατοικίες υπέρ της βιομηχανίας, της γεωργίας και των υποδομών του πράσινου και κοινωνικού κράτους. Αποτελεί, άραγε, ο μετασχηματισμός αυτός λύση στην οικονομική κρίση, όταν σε άλλες πιο σύγχρονες παραγωγικά και προηγμένες βιομηχανικά οικονομίες, όπως σε Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία, η κρίση μαίνεται;
11. Το ΣΠ μιλάει για «θεσμικές δυνατότητες στρατηγικού σχεδιασμού και αποτίμησης», αλλά δεν εξηγεί ποιες είναι αυτές. Επίσης, μιλάει για «επανίδρυση του δημοκρατικού ελέγχου στην οικονομική και παραγωγική πολιτική». Και ερωτώ: πότε υπήρξε ίδρυση ή, σωστότερα, καθιέρωση τέτοιου ελέγχου ώστε να μιλάμε σήμερα για «επανίδρυση»;
12. Τέλος, «η Νέα Αριστερά προτείνει την ανάδειξη νέων παραγωγικών υποκειμένων: δικτυωμένων ΜμΕ, συνεταιρισμών, νεοφυών επιχειρήσεων» (ΣΠ), αλλά από πότε οι ΜμΕ, οι συνεταιρισμοί και οι νεοφυείς επιχειρήσεις θεωρούνται «νέα παραγωγικά υποκείμενα»; Δεν υπήρχαν πάντα;
Εν κατακλείδι, μία απλή αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος σε καπιταλιστική βάση, πέραν του ότι αποτελεί μια πολύχρονη διαδικασία, δεν συνιστά απάντηση στην πολυκρίση. Οι γενικόλογες αναφορές στην αναγκαιότητα αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου παραπέμπουν σε κάποιο είδος εκσυγχρονιστικού μετασχηματισμού σοσιαλδημοκρατικού και διαχειριστικού τύπου, όσο κι αν το Σχέδιο Προγράμματος το αρνείται. Η ανάγκη προσαρμογής στον νέο παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας που εκκολάπτεται εν μέσω ταξικών και διακρατικών πολέμων, επιτάσσει την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στην Ευρώπη συνολικά (βλ. πολεμική οικονομία) ασχέτως της προκαλούμενης καταστροφής. Όμως, η ανάγκη κεντρικού σχεδιασμού από το «αναπτυξιακό κράτος», αν θέλουμε να έχει αποφασιστικό χαρακτήρα στον κοινωνικό μετασχηματισμό της οικονομίας, κι όχι απλά να διορθώνει με κάποιες ρυθμίσεις την έτσι κι αλλιώς αναποτελεσματική λειτουργία των αγορών, προϋποθέτει κοινωνικοποίηση και έλεγχο των βασικών στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Τότε μόνον δεν θα μπορεί το Κεφάλαιο να ανατρέψει όσα κεντρικά σχεδιάζονται για τις ανάγκες των πολλών. Κι αυτό δεν σημαίνει απλά «νέο παραγωγικό πρότυπο», αλλά σοσιαλιστικό σχέδιο και υπόδειγμα οικονομίας. Το οποίο δεν μπορεί να γίνει παρά με τη δημοκρατική συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων σε αυτό.