Για ποια σύγκρουση μιλάμε;

Κώστας Καλλωνιάτης και Λεωνίδας Καρύγιαννης Σεπ 5, 2025 – 21:09 Εποχή.

Κριτική απάντηση στο άρθρο του Κωστή Καρπόζηλου (“Να μπλέξουμε“, Εποχή, 1.8.2025)

Επιχειρώντας με θάρρος να σπάσει την απουσία διαλόγου στην Αριστερά, ο Κωστής Καρπόζηλος απάντησε σε ένα άρθρο του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου («Σχεδόν καλοκαιρινές ιστορίες») που με βάση την ιταλική εμπειρία υπενθύμιζε ότι η σύμπλευση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης με τον Μάριο Πρόντι απέναντι στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι εντέλει οδήγησε στην εξαΰλωση της Αριστεράς.

Σε αυτή την οπτική ο Κωστής Καρπόζηλος αντιπαραθέτει την πρόσφατη επιτυχή ισπανική εμπειρία κυβερνητικής αριστερής συμμαχίας για την άσκηση εφαρμοσμένων πολιτικών κοινωνικής μεταρρύθμισης. Την προβάλλει, δε, ως υπόδειγμα σφυρηλάτησης αντίστοιχα μιας “κοινωνικής και πολιτικής τελικά παράταξης” (αποφεύγει την χρήση του όρου Λαϊκό Μέτωπο) στην Ελλάδα για την εκδίωξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη σύμφωνα με την απαίτηση του λαού. Θεωρεί, δε, κλειδί την σύγκρουση μέσω των εφαρμοσμένων πολιτικών και μας καλεί να “μπλέξουμε” σε ένα τέτοιο εγχείρημα για τη διαμόρφωση της “επόμενης μέρας” ακόμη κι αν δεν ξέρουμε τι θα προκύψει μετά τον Μητσοτάκη, αποστασιοποιούμενοι τόσο από την ασφάλεια του αριστερού αναχωρητισμού άνευ όρων όσο και από την ασφάλεια του αριστερού κυβερνητισμού άνευ όρων.

Απαντώντας, λοιπόν, στην πρόκληση παραλαμβάνουμε την σκυτάλη του διαλόγου επισημαίνοντας κάποιες σημαντικές πιστεύουμε διαφωνίες έναντι της πρότασης του Κωστή Καρπόζηλου:

1. Η Αριστερά ηγείται, δεν ακολουθεί. Ασφαλώς η Αριστερά αφουγκράζεται και επεξεργάζεται τις κοινωνικές πεποιθήσεις της συγκυρίας και κατανοεί απολύτως την λαϊκή προσδοκία και απαίτηση για εκδίωξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όμως, η Αριστερά δεν επιδιώκει απλά να εκπροσωπεί εκλογικά κάθε φορά το λαϊκό αίσθημα (όχι πάντα ορθό λόγω της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας), αλλά στοχεύει να το μετασχηματίζει σε πολιτική πράξη ανατροπής βάσει των αρχών, των αξιών και των προγραμματικών της θέσεων στα πλαίσια μιας ολόκληρης στρατηγικής που, ως πολιτική ηγεσία, οφείλει να έχει σε αντίθεση με τον εμπειρισμό της κοινωνίας. Συνεπώς, ναι μεν επιδιώκει την κυβερνητική αλλαγή αλλά μόνον επειδή διαθέτει ένα σχέδιο για τον μονιμότερο μετασχηματισμό των δομών της κοινωνίας και της οικονομίας που προκαλούν τα δεινά στον λαό. Η Αριστερά δεν προχωρά στα τυφλά (να διώξουμε τον Μητσοτάκη και βλέπουμε) αλλά βάσει σχεδίου και κατόπιν συμφωνίας επ’ αυτού, ιδίως μετά την εμπειρία του 2015..

2. Η ανακύκλωση του κυβερνητισμού και ο τακτικισμός του «μπλεξίματος». Ο πυρήνας του άρθρου του είναι η υπεράσπιση της συμμετοχής της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα ως «αναγκαίο μπλέξιμο» με την εξουσία. Όμως η αναγωγή της κυβερνητικής συμμετοχής σε στρατηγική, χωρίς σαφή αναφορά σε κοινωνικές συμμαχίες, θεσμικές εγγυήσεις και ρήξεις με την καθεστηκυία τάξη, μετατρέπει την πολιτική σε διαχείριση – ακριβώς το είδος της πολιτικής που οδήγησε στη χρεοκοπία τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Podemos κ.α.


Αντί να τίθεται το ερώτημα «μπλέξιμο με τι και για ποιον;», το άρθρο μετατρέπει το μπλέξιμο σε αυτοσκοπό – ως πράξη πολιτικής γενναιότητας ή ετοιμότητας. Αυτό είναι πολιτικά αδόκιμο. Ο Καρπόζηλος, ενώ αναγνωρίζει την κρίση του αριστερού κυβερνητισμού (π.χ. μέσα από το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ), επιμένει στην υπέρβασή της μέσω… κυβερνητισμού. Το πρόταγμα του «να μπλέξουμε» μεταφράζεται τελικά σε μια νέα, πιο “έξυπνη” ή “τεχνοκρατικά αρτιότερη” μορφή συμμετοχής της Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας (με Σοσιαλδημοκρατία). Αυτή η πρόταση όμως:

– δεν αμφισβητεί τις δομές εξουσίας στις οποίες καλεί την Αριστερά να εμπλακεί,
– αποσιωπά το συστημικό βάρος των συσχετισμών (ΕΕ, κεφάλαιο, εθνικές ελίτ), που ακυρώνουν τις ριζοσπαστικές υποσχέσεις ακόμα και καλοπροαίρετων μεταρρυθμιστών.

Αντί να προτείνει ένα πρόγραμμα ρήξης με τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας και του καπιταλιστικού καταναγκασμού, αναζητά μια περισσότερο «ανθρώπινη» διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης. Δεν υπάρχει ουσιαστική κριτική στην ταξική φύση του κράτους, ούτε αναφορά στον ρόλο του ως μηχανισμού αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ο λόγος του αναπαράγει την ψευδαίσθηση ενός «ουδέτερου» κράτους, κατάλληλου για προοδευτική χρήση, παρακάμπτοντας την μαρξιστική ανάλυση για το κράτος.

3. Ο θολός ορισμός της “σύγκρουσης” και η απουσία ταξικού υποκειμένου. Ο Κωστής καταλήγει ότι «η πολιτική είναι σύγκρουση». Αλλά με ποιον; Σε ποιο κοινωνικό πεδίο; Και ποιο υποκείμενο καλείται να συγκρουστεί;
Δεν προσδιορίζεται αν η σύγκρουση είναι ταξική, θεσμική, πολιτισμική ή απλώς μια τεχνοκρατική αντιπαράθεση “θέσεων”.
Δεν τίθεται το ερώτημα ποιος οργανώνει αυτή τη σύγκρουση: είναι το κράτος; το κόμμα; τα κινήματα; οι εργατικές δομές; Και με ποιους στόχους, με ποια στρατηγική; Η απουσία αυτού του στοιχείου καταλήγει σε μια αφαίρεση, που καθιστά τη “σύγκρουση” κενή περιεχομένου. Η σύγκρουση παρουσιάζεται περισσότερο ως πρόβλημα πολιτικής βούλησης παρά ως αναγκαιότητα που πηγάζει από την υλική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Έτσι, η πολιτική υποβαθμίζεται σε διαχειριστική πρόθεση.

4. Η απούσα εργασία και το κοινωνικό υποκείμενο. Η μισθωτή εργασία, ως βασικό πεδίο ταξικής εκμετάλλευσης και εν δυνάμει πυρήνας πολιτικής συγκρότησης, απουσιάζει πλήρως. Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε σωματεία, σε κοινωνικές διεκδικήσεις από τα κάτω, σε οργάνωση στους χώρους δουλειάς. Ο λόγος παραμένει εντός του ορίζοντα του αστικού κοινοβουλευτισμού, χωρίς καμία αναφορά σε σοσιαλιστική στρατηγική. Η απουσία αναφοράς σε ιστορικά παραδείγματα, στην αυτοοργάνωση σε λαϊκές συνελεύσεις, στον κοινωνικό ρόλο του συνδικάτου, καταδεικνύει μία τάση αποπολιτικοποίησης.

5. Η περίπτωση Ισπανίας ως θετικό παράδειγμα: επιλεκτική ανάγνωση.

Η αναφορά στο Sumar και τη συμμαχία με το PSOE παραγνωρίζει:
– την αποσύνθεση του Podemos και τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του νέου σχήματος,
– την εντεινόμενη απομαζικοποίηση των κινημάτων, με την νεολαία και τα κοινωνικά κινήματα (στεγαστικό, περιβαλλοντικό, εργασιακό) να απομακρύνονται από την κυβερνητική αριστερά, ακριβώς γιατί βλέπουν την Αριστερά να μετατρέπεται σε τεχνοκρατικό παρακολούθημα,
– την κόπωση και απογοήτευση από τη μεταρρυθμιστική φθορά και την σωρεία σκανδάλων.
Η αναφορά στη μείωση του ΦΠΑ ή στη φτώχεια περιόδου δεν αρκεί ως απόδειξη επιτυχίας: είναι ελάχιστα επιτεύγματα εντός φιλελεύθερου πλαισίου, χωρίς δομική τομή. Ούτε φυσικά φρενάρουν τον νέο κύκλο της Ακροδεξιάς στην Ισπανία.

Επίσης, ο Καρπόζηλος ξεχνά ότι:
Η ίδια η Γιολάντα Ντίαθ (ηγέτιδα του Sumar) έχει καταγγείλει ότι το κυβερνητικό σχήμα με τους Σοσιαλιστές φρέναρε πολλές ριζοσπαστικές πολιτικές.
Επιπλέον, το ίδιο το Sumar υφίσταται πολιτική κρίση και εσωστρέφεια, με την αποχώρηση πολλών συνιστωσών και την απώλεια επαφής με τα κοινωνικά κινήματα. Ακόμη, δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι «αναστατώνει την Ευρώπη», όπως γράφεται.

Η αριστερά στην Ισπανία δεν ηγείται κοινωνικών αγώνων, αλλά αναζητά θέση σε κυβερνητικές ισορροπίες. Η ακροδεξιά ενισχύεται, τα κινήματα συρρικνώνονται και η συμμετοχή απονεκρώνεται. Το περίεργο είναι ότι ο ίδιος ο Κωστής θεωρεί “πολύ πιθανό η συμμαχία Σοσιαλιστών και Αριστεράς να ηττηθεί αύριο από το -έξαλλο- Λαϊκό Κόμμα και την αναγεννημένη άκρα Δεξιά”. Όμως, όπως λέει αυτό δεν θα οφείλεται σε όσα δεν έκανε (και δεν ήταν αρκετά αριστερά) αλλά σε όσα πολλά έκανε προκαλώντας συγκρούσεις. Αυτό, όπως τονίζει, η σύγκρουση δηλαδή, είναι το κλειδί. Κλειδί για ποιο πράγμα άραγε ; Αν τα πολλά αριστερά μέτρα φέρνουν συγκρούσεις και οδηγούν σε ήττα του κινήματος και επαναφορά της Δεξιάς, ποιος ο λόγος αλήθεια να κυβερνά η Αριστερά;

Τέλος, πέρα από το ιταλικό παράδειγμα, ή το υπερτιμημένο ισπανικό παράδειγμα, καλό θα ήταν να εξεταστεί η μη επιτυχημένη εξέλιξη του γαλλικού λαϊκομετωπικού παραδείγματος, όπως και η ταχύτατη δημοσκοπική συρρίκνωση του βρετανικού Εργατικού κόμματος υπέρ της ανάδειξης ενός νέου αριστερού κόμματος υπό τον Κόρμπιν που θα έπρεπε να εμπνεύσει την Νέα Αριστερά.

6. Το αδιέξοδο του ευρωρεφορμισμού και η αοριστία των εφαρμοσμένων πολιτικών. Το παράδειγμα του 2015 στην Ελλάδα δεν αξιοποιείται ως μάθημα για τα όρια του αριστερού ρεφορμισμού. Δεν τίθεται ζήτημα ρήξης με τους θεσμούς της ΕΕ, με την θεσμοποιημένη ευρωλιτότητα, με το χρέος, με τις καπιταλιστικές επιταγές για ιδιωτικοποιήσεις και πολεμική οικονομία. Η Αριστερά προτείνεται να λειτουργήσει ως “λογική δύναμη” εντός του πλαισίου με μικρομεταρρυθμίσεις ανεκτές από την ελίτ, χωρίς να αναλύεται η καταστατική αντίφαση αυτής της επιλογής. Ο λόγος του Καρπόζηλου μοιάζει να παρακάμπτει τον σκληρό ταξικό πυρήνα του κράτους και των διεθνών μηχανισμών όπως η ΕΚΤ και το Eurogroup.

Ο Κωστής ζητά «άμεσες εφαρμοσμένες πολιτικές που σηματοδοτούν οραματικούς στόχους». Ωστόσο:
Δεν εξηγεί ποια είναι αυτά τα πολιτικά αιτήματα. Είναι η αύξηση κατώτατου μισθού στα 1000 ευρώ ή στα 1500; Δημόσια δωρεάν στέγη ή επιδότηση ενοικίου;
Δεν εξηγεί ποιος κοινωνικός συσχετισμός θα τις επιβάλει.
Δεν ξεκαθαρίζει αν υπάρχει βούληση σύγκρουσης με την ΕΕ, τις αγορές ή το ντόπιο κεφάλαιο.
Χωρίς αυτά, μιλάμε για πολιτική διαχείριση. Και η διαχείριση σε καθεστώς νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας είναι ενσωμάτωση, όχι ρήξη.

7. Το πραγματικό δίλημμα δεν είναι “μπλέξιμο ή αποχή” — είναι “ρήξη ή ενσωμάτωση”.
Αριστερή πολιτική σήμερα, ειδικά μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να απαντήσει:
Πώς εξασφαλίζεται ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα υποταχθεί ξανά στο καθεστώς;
Πώς χτίζεται αντισυστημική ισχύς μέσα και έξω από το κράτος;
Πώς συγκροτείται παραγωγική-κοινωνική-οικολογική εναλλακτική, όχι απλώς με νομοσχέδια αλλά με λαϊκή συμμετοχή;
Το άρθρο αποφεύγει αυτά τα ερωτήματα.

8. Πολιτική χωρίς ριζοσπαστική δημοκρατία είναι απλώς διαπραγμάτευση.
Το άρθρο δεν συζητά:
– τον ρόλο των κοινωνικών κινημάτων
– την ανάγκη συνταγματικών μετασχηματισμών
– την αποκέντρωση εξουσίας προς τα κοινά και τις κοινότητες
– τον εργατικό έλεγχο ή τον κοινωνικό σχεδιασμό.
Οπότε, η περίφημη «εμπλοκή» είναι εμπλοκή με το κράτος και τα υπουργεία, όχι με τον λαό και τις ανάγκες του.

9. Ένα άλλο σχέδιο: Οικοσοσιαλιστικός και ταξικός επαναπροσανατολισμός. Η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί να είναι η επιστροφή σε έναν εκλογικό κυβερνητισμό με αριστερό προσωπείο. Απαιτείται σχέδιο σύγκρουσης που να ξεκινά από τα κάτω, από την κοινωνική εργασία, την κλιματική κρίση, τη νεολαία, τις γυναίκες και τους μετανάστες. Ένα σχέδιο ρήξης με τον καπιταλισμό και τον κρατικό του μηχανισμό, που θα επενδύει στη λαϊκή οργάνωση, στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής, στη δημοκρατία στους τόπους δουλειάς και στην οικολογική ανασυγκρότηση. Ο οικοσοσιαλισμός, όπως έχει περιγραφεί από τον Μάρεϊ Μπούκτσιν, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Μάικλ Λεβί και άλλους ριζοσπάστες θεωρητικούς, προσφέρει το αναγκαίο πολιτικό και ηθικό οπλοστάσιο για μια νέα μορφή σύγκρουσης – οικολογικής, κοινωνικής και ταξικής. Το όραμα για μια αταξική κοινωνία συμβαδίζει με την αποανάπτυξη, τον ενεργειακό δημοκρατισμό, τη φεμινιστική κριτική στην εργασία, και τη ριζοσπαστική δημοκρατία των Κοινών. Η ιστορική ήττα του κυβερνητισμού δείχνει ότι χωρίς σοσιαλιστικό ορίζοντα και κίνημα βάσης, δεν υπάρχει πραγματική αλλαγή. Η ριζική πολιτική, σήμερα, οφείλει να επανασυνδέσει την επαναστατική σκέψη με την πράξη – σε συνοικίες, σε σωματεία, σε κοινότητες αγώνα, σε μια διεθνιστική στρατηγική ανατροπής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

10. Θεωρητικές και ιστορικές συντεταγμένες μιας ριζοσπαστικής στρατηγικής. Η ανασυγκρότηση μιας ριζοσπαστικής αριστεράς απαιτεί την επιστροφή στη μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας, αλλά και την ανανέωσή της με τα εργαλεία του οικοσοσιαλισμού, του φεμινισμού και των θεωριών των Κοινών. Η συμβολή των θεωρητικών όπως ο Τζον Μπελ Άμι, ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, η Σίλβια Φεντερίτσι και ο Τζέισον Μουρ, εμπλουτίζει την ανάλυση του καπιταλισμού ως συστήματος όχι μόνο εκμετάλλευσης, αλλά και περιβαλλοντικής καταστροφής και πατριαρχικής αναπαραγωγής.

Παραδείγματα όπως η δημοκρατική αυτοκυβέρνηση των Ζαπατίστας, το πείραμα της Ροζάβα στη Βόρεια Συρία, οι συνεταιρισμοί παραγωγής στη Λατινική Αμερική, οι συνελεύσεις των Gilets Jaunes στη Γαλλία και η κοινωτική παράδοση των Μαραναό στη Βραζιλία, δείχνουν ότι η οργάνωση από τα κάτω, η τοπική αυτονομία και ο οικολογικός μετασχηματισμός δεν είναι απλώς αφηρημένες ουτοπίες, αλλά υπαρκτά εναλλακτικά παραδείγματα.

Εν κατακλείδι, μία κεντροαριστερή συμμαχική κυβέρνηση επιμέρους μεταρρυθμίσεων με στόχο την βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων είναι καταδικασμένη σε αποτυχία για δύο λόγους. Πρώτο, σε συνθήκες σοβαρής οικονομικής κρίσης το σύστημα δεν είναι ανεκτικό ακόμη και σε απλές μεταρρυθμίσεις με συνέπεια να αντιστέκεται και να σαμποτάρει τις όποιες αλλαγές. Δεύτερο, ακριβώς επειδή έτσι οι μεταρρυθμίσεις δεν υλοποιούνται και δεν εκπληρώνονται οι λαϊκές προσδοκίες η απογοήτευση επαναφέρει την Δεξιά με ακόμη πιο σκληρό πρόγραμμα αντιμεταρρυθμίσεων που ακυρώνει τις όποιες μικρές αλλαγές είχαν υλοποιηθεί.

Αυτό που χρειάζεται, συνεπώς, σήμερα δεν είναι ένας ακόμα εκλογικός γύρος, αλλά η συγκρότηση ενός μπλοκ ρήξης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο – με σαφή αντικαπιταλιστική, οικοφεμινιστική, αντιπατριαρχική και δημοκρατική κατεύθυνση. Η ανασύσταση της ελπίδας περνά μέσα από τον αγώνα και την έμπρακτη αμφισβήτηση του υπάρχοντος.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο