Για μια άλλη, μια εναλλακτική Ευρώπη, την Ευρώπη των εργαζομένων, των κινημάτων, του σοσιαλισμού

1 min read

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος 8/5/2024

«Ο μεγάλος συμπατριώτης σας Σαιν Σιμόν ήταν εκείνος ο οποίος πρώτος ανέφερε ότι η συμμαχία των τριών μεγάλων Δυτικών Εθνών –Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας- είναι η πρωταρχική διεθνής προϋπόθεση για την πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση ολόκληρης της Ευρώπης. Ελπίζω να δω αυτή τη συμμαχία –τον πυρήνα αυτής της ευρωπαϊκής συμμαχίας η οποία θα βάλει τέλος μια για πάντα στους πολέμους ανάμεσα σε κυβερνήσεις και έθνη- να πραγματοποιείται από το προλεταριάτο αυτών των τριών εθνών».

                          (Επιστολή του Ένγκελς στο γαλλικό Εργατικό Κόμμα – Δεκέμβριος 1890).[1]

Οικονομική άνοδος και πρώτη φάση ενοποίησης

Με τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στη Ρώμη, στα 1957, οι κύριες καπιταλιστικές δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης επιχείρησαν, μέσα σε ένα φόντο ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, να συγκεντρώσουν τους πόρους και τις οικονομίες τους για να αντιμετωπίσουν την οικονομική, πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική αδυναμία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, αποτέλεσμα της οικονομικής και στρατιωτικής παντοδυναμίας των Ηνωμένων Πολιτειών, της προώθησης του Κόκκινου Στρατού και της επικράτησης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σε μια σειρά χώρες της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Τέλος για να αποφύγουν τις κοινωνικές αναταραχές και τις απειλές ενός ισχυρού και μαχητικού εργατικού κινήματος, που εμφανίζονταν δυναμικά, κυρίως στην Ιταλία, την Γαλλία, καθώς και για να ξεπεράσουν τις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

Τη σύγχρονη περίοδο οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν ουσιαστικά και αμετάκλητα αναπτυχθεί σε δυσαναλογία με τα πλαίσια του εθνικού κράτους και έχουν πάρει παγκόσμιες διαστάσεις. Από την άποψη αυτή η τάση για οικονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης αντιπροσωπεύει τις ανάγκες των επιμέρους εθνικών οικονομιών να ξεπεράσουν τους φραγμούς των τελωνειακών και κρατικών συνόρων. Οι επιχειρηματίες σ’ ολόκληρο τον κόσμο -στην ουσία οι μεγάλες υπερεθνικές επιχειρήσεις και μονοπώλια- συμπεριφέρονται εδώ και δεκαετίες όπως ο Μαρξ είχε προβλέψει στο «Κεφάλαιο».

Οι συνθήκες που υπογράφονται, από την ιδρυτική διακήρυξη του 1957 μέχρι αυτές του Μάαστριχτ, της Λισαβόνας και του συνόλου των συνθηκών που διέπουν την οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο της διαδικασίας, συγκεντροποίησης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Το γεγονός ότι η συγκρότηση της «ενιαίας Ευρώπης» γίνεται από τα «πάνω», και σε καπιταλιστική βάση, αποκαλύπτει απλά την αδυναμία των νέων κοινωνικών δυνάμεων να εκπληρώσουν τον ιστορικό τους ρόλο: να απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το εθνικό κράτος.

Στην ιστορία έχει συμβεί, περισσότερο από μία φορά, όταν οι νέες κοινωνικές δυνάμεις δεν είναι αρκετά ισχυρές ή ώριμες για να λύσουν έγκαιρα τα ιστορικά καθήκοντα που έχουν ωριμάσει, τότε αναλαμβάνουν τη λύση των προβλημάτων αυτών οι συντηρητικές δυνάμεις του παρελθόντος. Στη Γερμανία ο σιδηρούς Καγκελάριος Όττο Μπίσμαρκ και οι γαιοκτήμονες «γιούνγκερς» ενοποίησαν -έπειτα από την αποτυχία της δημοκρατικής επανάστασης του 1848- τις επιμέρους γερμανικές μοναρχίες και ελεύθερες πόλεις σ’ ένα ενιαίο κράτος και από την άποψη αυτή επετέλεσαν ένα καθήκον που η ιστορία είχε αναθέσει στη βιομηχανική αστική τάξη. Στην Ιαπωνία, στα 1868, η από τα πάνω επανάσταση της «Αυτοκρατορικής Παλινόρθωσης», μια παραμορφωμένη αστική επανάσταση, ανατρέποντας το παμπάλαιο καθεστώς και τις καθυστερημένες δομές, οδήγησε στην επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων στα ιαπωνικά νησιά.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η τάση για ενοποίηση της Ευρώπης μέσα από την άρση των εθνικών συνόρων – ένα ιστορικό καθήκον των δυνάμεων της εργασίας- εκφράζεται στρεβλά, μέσα από αντιφάσεις και υποχωρήσεις, από τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός, από την ίδια τη λογική της ανάπτυξης του δεν μπορεί πλέον να υπάρχει σε μια μόνο χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στις κυρίαρχες δυνάμεις επικράτησε η τάση για συσπείρωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, σε βάρος των αστικών τμημάτων που επέμεναν, και για όσο επέμεναν, στην εθνική ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Χαρακτηριστική είναι η στροφή των πολιτικών εκπροσώπων της ακροδεξιάς –της Μελόνι στην Ιταλία, της Λεπέν στη Γαλλία, κλπ.- που συνεχίζοντας να υποστηρίζουν τις μισαλλόδοξες ρατσιστικές, αντιμεταναστευτικές και ακροδεξιές απόψεις τους, εγκατέλειψαν τις εθνικιστικές, αντιευρωπαϊκές κορώνες τους και αποδέχθηκαν την πειθαρχία στις νεοφιλελεύθερες «οδηγίες» και την δημοσιονομική «σταθερότητα».

Στην ουσία, την πρώτη μεταπολεμική περίοδο η εξαντλημένη από τον πόλεμο ευρωπαϊκή αστική τάξη, ευρισκόμενη ήδη υπό την στρατιωτική αλλά και οικονομική κηδεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσω των τεράστιων ποσών του «Σχεδίου Μάρσαλ» προσανατολίστηκε, ιδιαίτερα οι κυρίαρχες αστικές ελίτ στη Γαλλία και τη Γερμανία, στην ενοποίηση της κυριολεκτικά κατεστραμμένης, διαιρεμένης και αδύναμης, τότε, καπιταλιστικής Ευρώπης.

Η πρώτη φάση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σφραγίστηκε από την οικονομική άνοδο της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Για μια περίοδο 30 και πάνω χρόνων μετά το τέλος του πολέμου, ο παγκόσμιος καπιταλισμός γνώρισε μια πρωτοφανή, με αστικούς όρους, περίοδο οικονομικής ανάπτυξης, κύρια στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες και μερικά στον υπανάπτυκτο κόσμο. Η παραγωγή αναπτύχθηκε μ’ ένα ρυθμό από τους μεγαλύτερους στην ιστορία. Οι παραγωγικές δυνάμεις, που αναπτύχθηκαν μετά τις καταστροφές του πολέμου, ήταν πολύ περισσότερες από αυτές που είχαν δημιουργηθεί σ’ ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας!

 Στην ουσία, η παρατεταμένη ανοδική εξέλιξη, που εκδηλώθηκε στην πρώτη φάση της μεταπολεμικής περιόδου, στηρίχθηκε σε μια σειρά παράγοντες που επιδρώντας ο ένας πάνω στον άλλο παρήγαγαν τη μεγαλύτερη οικονομική άνθηση στα πλαίσια του συστήματος. Υπήρξαν, βέβαια, περιοδικές υφέσεις ή ακόμα και μικρές κρίσεις, μικρά μόνο διαλείμματα στην ανοδική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.

Αυτή η φάση χαρακτηρίστηκε όχι μόνον από ουσιαστικές παραχωρήσεις προς τους εργαζόμενους, στις αποδοχές και τις κοινωνικές παροχές -το περίφημο «κράτος πρόνοιας»- αλλά και με τη σταδιακή εξαφάνιση, τουλάχιστον για όσον αφορά τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, των φασιστικών και αυταρχικών καθεστώτων. Στην ουσία ήταν ο αλλαγμένος συσχετισμός, βασικά ανάμεσα στις τάξεις, που υποχρέωσε τις αστικές δυνάμεις σε ολόκληρο τον κόσμο να ακολουθήσουν μια πολιτική παραχωρήσεων, στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, ώστε να αποφύγουν τη μεταπολεμική κοινωνική κρίση και να περιορίσουν τη μαχητικότητα του εργατικού κινήματος.

 Η Ευρώπη, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες μπόρεσε ν’ απαλλαγεί από τις αφόρητες εθνικές και κοινωνικές εντάσεις οι οποίες στο παρελθόν είχαν οδηγήσει σε δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους. Η παρατεταμένη οικονομική άνοδος διευκόλυνε τις διαδικασίες ευρωπαϊκής ενοποίησης ακόμα και από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, ακριβώς γιατί εξάλειψε προσωρινά το έδαφος τόσο των κοινωνικών επαναστάσεων -που χαρακτήριζε τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα- όσο και των παραδοσιακών εθνικών ανταγωνισμών.

Με αστικούς όρους η ευρωπαϊκή ενοποίηση, βασισμένη στο γαλλογερμανικό άξονα, προχώρησε περισσότερο απ’ όσο και ο πιο αισιόδοξος και διορατικός οπαδός της ευρωπαϊκής ενοποίησης μπορούσε να φανταστεί.

Νεοφιλελευθερισμός

Η μακρά μεταπολεμική άνθηση, βασισμένη στην κεϋνσιανή λογική της καπιταλιστικής διαχείρισης και του κρατικού παρεμβατισμού, αν και οδήγησε σε μια χωρίς ιστορικό προηγούμενο έκρηξη στο επιστημονικό και τεχνολογικό πεδίο με τη δημιουργία νέων βιομηχανικών κλάδων, στην πληροφορική, τη βιοτεχνολογία, τη γενετική κ.λπ., καθώς και σε ανάπτυξη το παγκόσμιο εμπόριο και οικονομία, προκάλεσε, τελικά μια έκρηξη του πληθωρισμού και τεράστια ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς, που υπονόμευαν τη βάση της καπιταλιστικής οικονομίας.Κάτω απ’ αυτούς τους όρους οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τις «επεκτατικές» θεωρίες της «πολιτικής ζήτησης» που πρέσβευε ο Τζον Μέϋναρντ Κέϋνς και υιοθέτησαν τις σαθρές «μονεταριστικές» αντιλήψεις του Μίλτον Φρίντμαν και των σκληρών νεοφιλελεύθερων. 

Οι πυρετώδεις και ραγδαίες αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις και τους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις, που προκάλεσε η κατάρρευση, στα τέλη του 20ου αιώνα, των χωρών στις οποίες για δεκαετίες κυριαρχούσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», καθώς και η συντριβή των οραμάτων για μια νέα  κοινωνία ανάμεσα στους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα της ευρωπαϊκής ηπείρου, διευκόλυναν τους νέους αστικούς σχεδιασμούς.

Οι αστοί οικονομολόγοι, οι οποίοι την προηγούμενη ιστορική περίοδο θεωρούσαν το κράτος ως πηγή σωτηρίας, το αντιμετωπίζουν έκτοτε ως την  αιτία όλων των δεινών και για το λόγο αυτό προτείνουν τη δραστική του μείωση στο όνομα μιας πολιτικής που απαιτεί «ισχυρή οικονομία» και «ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς». Ο νεοφιλελευθερισμός, αυτή η βάρβαρη εκδοχή του καπιταλισμού, έγινε τα τελευταία χρόνια η κυρίαρχη πολιτική σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Οι διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης υποτάχθηκαν μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες στους αστικούς μονόδρομους του νεοφιλελευθερισμού. Οι συμφωνίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης καθώς και η υλοποίηση των στόχων που απαιτεί η περιβόητη ΟΝΕ αποτελούν, στην ουσία, τις διαδικασίες ευρωπαϊκής ενοποίησης με νεοφιλελεύθερους όρους. Δεν θα ήταν υπερβολή να τις χαρακτηρίσουμε ως την «Magna Carta» του νεοφιλελευθερισμού.

Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, χωρίς αμφιβολία, ενίσχυσε τις τάσεις ενοποίησης. Στο παρελθόν, στην Ευρώπη, οι επιτυχείς τελωνειακές και νομισματικές ενώσεις ήταν, κατά κανόνα, συνδυασμένες με τη δημιουργία βιώσιμων κρατών. Στη Γερμανία η Τελωνειακή Ένωση (Zolverein) της δεκαετίας του 1830, οδήγησε- από κοινού με άλλους παράγοντες- στην εθνική ενοποίηση της χώρας στα 1871.

Είναι φανερό, όμως, ότι η σταθερή νομισματική ενοποίηση απαιτεί μακροπρόθεσμα ένα κοινό κρατικό μηχανισμό, ένα ενοποιημένο κράτος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακριβώς επειδή δεν είναι ένα ομόσπονδο κράτος με ισχυρό κρατικό μηχανισμό και οικονομικό προϋπολογισμό (ο προϋπολογισμός της Ένωσης είναι ασήμαντος) είναι σε αδυναμία να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπο κάθε τμήμα της Ένωσης.

Στην πραγματικότητα με την εφαρμογή του ευρώ όλα τα εθνικά νομίσματα «κλειδώθηκαν» σ’ ένα άκαμπτο σύστημα με αποτέλεσμα η κάθε χώρα, ακριβώς επειδή δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει την υποτίμηση, να υποχρεώνεται να μεταφέρει τις συνέπειες της κρίσης και τον αδυσώπητο πόλεμο του διεθνούς ανταγωνισμού στις δυνάμεις της εργασίας.

Η Συνθήκη της Λισσαβόνας  ανακήρυξε, ως νέος μωσαϊκός νόμος, τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό ως το αιώνιο πολιτικό σύστημα, εγκαθιδρύοντας «την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς», ενώ προωθεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πάνω στα ερείπια των δημοκρατικών ελευθεριών και των κοινωνικών και εργατικών δικαιωμάτων.

Η σημερινή πορεία ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σφραγίζεται από το γεγονός ότι η «υπέρβαση» των εθνικών κρατών γίνεται κάτω από τη συντριπτική ηγεμονία του κεφαλαίου και του χρήματος σε βάρος των κοινωνικών κατακτήσεων των εθνικών εργατικών τάξεων, διάφορων κοινωνικών κατηγοριών και ομάδων. Τα προγράμματα «σύγκλισης» δεν επιβάλουν μόνο πολιτικές λιτότητας, αλλά και ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις, «ελαστικές» σχέσεις εργασίας, οργανική ανεργία, δραστικούς περιορισμούς στις κοινωνικές δαπάνες, την υγεία, την παιδεία, στα ασφαλιστικά δικαιώματα κ.λπ.

Η «σύγκλιση» των οικονομικών δεικτών, στα πλαίσια του περιβόητου «Συμφώνου Σταθερότητας», που αφορούν στον πληθωρισμό, το δημόσιο έλλειμμα, το δημόσιο χρέος και τα επιτόκια σε μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων με μεγάλες κοινωνικές, περιφερειακές και εθνικές ανισότητες, αποτελεί ένα πολιτικό μέσο πίεσης στην υπηρεσία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και σε βάρος των εργαζομένων, των ανέργων, των φτωχών. Τα προγράμματα σύγκλισης βάζουν στην ουσία τους ευρωπαϊκούς λαούς στην προκρούστεια κλίνη του νεοφιλελευθερισμού, αδιαφορώντας για την ισόρροπη ανάπτυξη, τα κοινωνικά δικαιώματα και το δικαίωμα στην εργασία. Αυτή η προς τα κάτω «εναρμόνιση» καταστρέφει ήδη τον κοινωνικό ιστό στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τροφοδοτεί την ανεργία, την κοινωνική περιθωριοποίηση και το ρατσισμό ενώ δημιουργεί και το πλαίσιο για κοινωνικές εκρήξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο φόβος των κοινωνικών αγώνων και εξεγέρσεων οδήγησε στην αστυνομική συνεργασία στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol). Από την άλλη, όμως, ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών και η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων μειώνουν την ανάπτυξη και προετοιμάζουν το έδαφος για την εμφάνιση οικονομικών κρίσεων

Στην ιστορία του κεφαλαίου κάθε διαδικασία συγκεντροποίησης είναι μια αντιφατική, σκληρή και ιδιαίτερα επώδυνη για τα πλατιά στρώματα των εργαζομένων, διαδικασία. Στην πορεία ενοποίησης, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός ενεργεί με τις δικές τους άναρχες και βάρβαρες μεθόδους που εντείνουν τις αντιθέσεις σε όλα τα επίπεδα της εθνικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τη λεγόμενη ευρωπαϊκή σύγκλιση, την οποία έχουν υιοθετήσει οι κυρίαρχες δυνάμεις, θα έχει, αν υλοποιηθεί στο σύνολο της, για τους ευρωπαίους εργαζόμενους τις συνέπειες που είχαν στο παρελθόν, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, η πρώτη και η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση.

Η εκτεταμένη ανεργία, η καταστροφή παραδοσιακών τμημάτων της εργατικής τάξης, η αύξηση των στρωμάτων που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχιας, τα φαινόμενα περιθωριοποίησης- ιδιαίτερα στους νέους, τις γυναίκες και τους μετανάστες- που οδηγούν στις κοινωνίες των 2/3 ακόμα και του 1/3, η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, ιδιαίτερα με την ευρωπαϊκή οδηγία που απορυθμίζει πλήρως το χρόνο εργασίας με τη δυνατότητα η εργάσιμη εβδομάδα να αυξηθεί ακόμα και στις 65 ώρες, καθώς και η παρακμή ολόκληρων γεωγραφικών περιοχών, οι οποίες καταδικάζονται στην υπανάπτυξη, είναι μόνον η ορατή πλευρά των συνεπειών από τις «αναδιαρθρώσεις» -ουσιαστικά τις αντιμεταρρυθμίσεις- τις οποίες επιβάλλει το σύνολο των συνθηκών της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτή η Ευρώπη είναι η Ευρώπη του κεφαλαίου και της εκμετάλλευσης. Δεν είναι η δική μας Ευρώπη.

Σύμφωνα με τον Μαρξ, η συσσώρευση του κεφαλαίου διαβρώνει τις δύο βάσεις του ανθρώπινου πλούτου: την εργασία που ξεπέφτει σε εμπόρευμα και τη φύση την οποία καταστρέφει γιατί την αντιμετωπίζει ως ανεξάντλητη.

 Με τη συνυπογραφή της GATT, η Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία πέτυχαν την ανισομερή απελευθέρωση των αγορών σε βάρος των χωρών του Τρίτου Κόσμου, ανοίγοντας έτσι ένα νέο, εξίσου άθλιο, κεφάλαιο, στην 50χρονη αλληλουχία ληστρικών επιδρομών, εξαθλίωσης, πολιτισμικών και περιβαλλοντικών καταστροφών που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των πλουσίων με τις φτωχές χώρες του πλανήτη.

Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου αναπτύχθηκε και το ελπιδοφόρο κίνημα της οικολογίας, η κυριαρχία των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων υπονομεύει την περιβαλλοντική πολιτική και τον καθορισμό υψηλών ορίων ρύπων, με τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας- παρά το γεγονός ότι οι αντιστάσεις από τα κινήματα περιορίζουν τη χρήση της- από την άρνηση περιορισμού των ρυπογόνων παραγωγικών διαδικασιών κλπ. Όχι μόνον η Ευρώπη αλλά και ο πλανήτης ολόκληρος βρίσκεται αντιμέτωπος, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, με την οικολογική καταστροφή.

Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που με τον σχετικά μεγάλο πλούτο, τις φιλελεύθερες δημοκρατικές ανθρωπιστικές παραδόσεις, τις τρομακτικές εμπειρίες από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και τους καταστροφικούς παγκοσμίους πολέμους, υπήρξαν, έστω και περιορισμένα, καταφύγιο, πολιτικά πολιτισμικά και φυλετικά διωκόμενων αλλά και οικονομικά κατατρεγμένων ανθρώπων, κλείνουν τώρα τα σύνορα και υψώνουν τείχη για να αφήσουν έξω άνδρες και γυναίκες που οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων οδήγησαν στην προσφυγιά. Η συνθήκη του Σένγκεν καταργεί στην ουσία το κράτος δικαίου. Ο ρατσισμός τείνει να αποτελεί μια νέα «κανονικότητα» για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.

Η σημερινή πολυεπίπεδη κρίση -κρίση οικονομική, κοινωνική, οικολογική, πολιτική και πολιτιστική- έχει σαν αποτέλεσμα να εμφανιστούν και πάλι στο προσκήνιο τα σκουπίδια της ιστορίας. Ο εθνικισμός, ο φασισμός και ο ρατσισμός. Την καθαρότητα της φυλής του εθνικοσοσιαλισμού και των κρεματορίων την αντικατέστησε στις ημέρες η καθαρότητα του έθνους και το μίσος και οι επιθέσεις ενάντια στους μετανάστες, Η άκρα και φασίζουσα δεξιά εμφανίζεται και πάλι με νέο προσωπείο, ωστόσο, το ίδιο επικίνδυνη. Η σύζευξη του εθνικισμού και του ρατσισμού με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό ενός αχαλίνωτου καπιταλισμού στο οικονομικό πεδίο κάνει το μίγμα εκρηκτικό.

Η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη πλήττει, επίσης, τους δημοκρατικούς θεσμούς. Δεν πρόκειται για ένα «δημοκρατικό έλλειμμα» που θα μπορούσε να αναπληρωθεί, αλλά για την οικοδόμηση ενός αυταρχικού πολιτικού συστήματος που αντιστοιχεί στο πρότυπο της ενωμένης Ευρώπης που επιθυμούν να επιβάλλουν οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις. Το τεκμήριο αθωότητας των πολιτών- το οποίο αποτελεί τον πυρήνα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού- θυσιάζεται στο βωμό της περιβόητης «αντιτρομοκρατικής πολιτικής» καθώς και στις «ανάγκες» της εφαρμογής του «νόμου και της τάξης», στα πλαίσια του «ισχυρού» κράτους το οποίο οικοδομείται συστηματικά σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων -οι οποίες μετά την πρωτοφανή κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού μαστίζονται από τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα, την φτώχεια, την κοινωνική οπισθοδρόμηση και τις εθνικές εντάσεις ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και ζώνη φτηνού εργατικού δυναμικού- εντείνουν τις αντιθέσεις σε όλα τα επίπεδα στο εσωτερικό της Ένωσης και ως εκ τούτου υπονομεύουν τις διαδικασίες ουσιαστικής ενοποίησης. Ο δρόμος της ευρωπαϊκής ενοποίησης πάνω σε καπιταλιστική βάση είναι μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που εντείνονται από την οικονομική κρίση, όχι μόνο μακρύς αλλά, εν τέλει, και αμφίβολος.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνταράσσεται, επίσης, από τις συγκρούσεις ανάμεσα στις μεγάλες χώρες της για την ηγεμονία στο εσωτερικό και για ζώνες επιρροής στο εξωτερικό, ενώ η όποια κοινή εξωτερική πολιτική ασκήθηκε μέχρι τώρα όξυνε αντιθέσεις και επιδείνωσε τοπικές συγκρούσεις και αιματηρούς εμφύλιους πολέμους.

Ταυτόχρονα οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις στο ζήτημα των γεωπολιτικών σχέσεων οικοδομούν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως το πολιτικό και στρατιωτικό ευρωπαϊκό σκέλος του ΝΑΤΟ σε πλήρη ευθυγράμμιση με την πιο ακραία επιθετική πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, γεγονός που αποτελεί παράγοντα όξυνσης των διεθνών σχέσεων, πολέμων, στρατιωτικών επεμβάσεων και εισβολών, «βελούδινων» πραξικοπημάτων κλπ.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστήριξε τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου και τον διαμελισμό της ενιαίας χώρας σε επιμέρους αντιμαχόμενα κράτη που για δεκαετίες υποφέρουν από εμφυλίους πολέμους και εθνικιστικές εντάσεις. Συμμετείχε ενεργά τόσο στον πρώτο πόλεμο του Κόλπο και τους βομβαρδισμούς αμάχων στη Βαγδάτη όσο και στον δεύτερο αιματηρό πόλεμο κατά του Ιράκ και στη δημιουργία ανίσχυρων και διαλυμένων κρατών στο Ιράκ, τη Λιβύη κλπ. Συμμετείχε στους αδιέξοδους πολέμους στο Αφγανιστάν και στη Συρία ενώ συνεχίζει να υποστηρίζει αυταρχικά καθεστώτα, όπως το μεσαιωνικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, σε πολλές περιοχές του κόσμου. Υποστηρίζει το «δικαίωμα του Ισραήλ σε αυτοάμυνα» και καλύπτει πολιτικά και όχι μόνον τα  εγκλήματα του ισραηλινού στρατού και την γενοκτονία των Παλαιστινίων στη Γάζα, αλλά και την καταστροφική αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή.

Υποστηρίζει την επέκταση του ΝΑΤΟ  προς ανατολάς, ανέχτηκε το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του 2014 στην Ουκρανία, γεγονός που διευκόλυνε την ρωσική επιθετικότητα και την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, υποσχέθηκε αύξηση των στρατιωτικών δαπανών σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμφώνησε στα μέτρα κατά της Ρωσίας με οδυνηρά αποτελέσματα ακόμα και για τις αναπτυγμένες χώρες, κυρίως για την Γερμανία.    

Η σημερινή Ευρώπη μετατρέπεται, ιδιαίτερα με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σε μια Ευρώπη των πολεμικής οικονομίας, των στρατιωτικοποίησης και των άκρατων εξοπλισμών. Ήδη η Γερμανία έχει δημιουργήσει ένα ταμείο ύψους 100.000.000.000 ευρώ για την ενίσχυση των ένοπλων δυνάμεων της, έχοντας μάλιστα ως στόχο οι πολεμικές δαπάνες να φτάσουν στο 2% του ΑΕΠ. Στη Γαλλία ο πρόεδρος Μακρόν ανακοίνωσε ότι 400.000.000.000 ευρώ θα διατεθούν την περίοδο 2024-2030 για πολεμικές δαπάνες ώστε να αντιμετωπιστούν «υψηλής έντασης συρράξεις». Δεν είναι τυχαίο ότι με την πρόσφατη περιβόητη έκθεση του για την Ευρώπη ο Ε. Λέττα αφού διαπίστωσε ότι «χρειαζόμαστε πράγματι μια νέα πυξίδα για να επιβιώσουμε» πρότεινε μια Ενιαία Αγορά «με δόντια»!  Το ΝΑΤΟ, o κατ’ εξοχήν εκφραστής του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος σε Ευρώπη και ΗΠΑ, το οποίο μόνο «ιερή αμυντική συμμαχία» δεν είναι, δαπάνησε στο σύνολο του 1.341.000.000.000 (!) δολάρια που ισοδυναμούν με το 55% των παγκόσμιων πολεμικών δαπανών.

Ευρώπη και αριστερά

Το σύνολο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όπως και τμήματα της αριστεράς, υποστήριξαν, την με νεοφιλελεύθερους όρους, ευρωπαϊκή ενοποίηση, επικυρώνοντας τόσο την συνθήκη του Μάαστριχτ όσο και τις υπόλοιπες που διέπουν την οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδέχθηκαν την οικονομική και νομισματική ένωση. Η αντιδραστική φιλελεύθερη ιδεολογία, που δεσπόζει στο σύνολο τους στις συνθήκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που θυσιάζουν όλες τις αξίες στο βωμό του κέρδους και της αγοράς, δεν αποτελεί προνόμιο των συντηρητικών κομμάτων αν και τα τελευταία αποτελούν αναμφισβήτητα τους πιο συνεπείς εκφραστές της. Έχει διαβρώσει και την ιδεολογία των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών καθώς και ορισμένων αριστερών κομμάτων στο όνομα του οικονομικού «ρεαλισμού».

 Οι συνθήκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης -από τη συνθήκη του Μάαστριχτ μέχρι τη συνθήκη της Λισσαβόνας- αποτελούν το προϊόν σύγκλισης του ανελέητου αστικού νεοφιλελευθερισμού και του εκφυλισμού της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας στο στάδιο του γεροντικού μαρασμού της. Οι ηγετικές ομάδες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχουν αποδεχτεί πλήρως το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί μόνο από τους εκφραστές του κεφαλαίου στη βάση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών με τις γνωστές ολέθριες για τους εργαζόμενους συνέπειες.

 Η μετάλλαξη, ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής, σοσιαλδημοκρατίας έχει πάρει πρωτοφανείς και ιστορικές, πιθανά μη αναστρέψιμες, διαστάσεις. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως ακριβώς και τα παραδοσιακά αστικά συντηρητικά κόμματα, πρωτοστατούν στην εφαρμογή των πιο σκληρών νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων. Αποστρέφονται την επιστροφή «στο πανταχού παρόν κράτος που απέτυχε» και στην καλύτερη περίπτωση, υποστηρίζουν την ανάγκη να τεθούν «όρια στις μη αυτορρυθμιζόμενες αγορές». Στην πράξη, όμως, υποστηρίζοντας με φανατισμό το κεφάλαιο, την αγορά και τον ανελέητο ανταγωνισμό, κατεδαφίζουν το «κράτος-πρόνοια» και τις κοινωνικές κατακτήσεις ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου. Πρόκειται για μια χωρίς προηγούμενο χρεοκοπία του ιστορικού ρεφορμισμού.

Είναι φανερό όμως ότι η επιστροφή στη «κλασσική» περίοδο του καπιταλισμού των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και της «ισχυρής οικονομίας» δημιουργεί τους όρους βίαιων κοινωνικών εκρήξεων. Ο αιφνιδιασμός από την πρωτοφανή για την μεταπολεμική περίοδο επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα στις χώρες της νότιας Ευρώπης, έχει ως αποτέλεσμα- σε πρώτη φάση- την ανάπτυξη του φόβου και της ανασφάλειας καθώς και της αδυναμίας να εξαχθούν έστω και τα πιο στοιχειώδη πολιτικά συμπεράσματα. Η σημερινή «ομαλή», περίοδος φαινομενικής αποδοχής των σκληρών μέτρων από τους εργαζόμενους στο σύνολο σχεδόν της Ευρώπης, ωστόσο, μπορεί να διακοπεί ξαφνικά και με αφορμή ακόμα και δευτερεύοντα γεγονότα, από απότομα και βίαια ξεσπάσματα. Οι αγροτικές κινητοποιήσεις σε πολλές χώρες της Ευρώπης αποτέλεσαν μια πρώτη προειδοποίηση.

Οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες επιζητούν ως διέξοδο την επιστροφή στην κρατική παρέμβαση μέσα, όμως, στα όρια του συστήματος- σ’ ένα νέου τύπου κεϋνσιανισμό. Η πολιτική αυτή, όμως, οδήγησε στο παρελθόν σε τεράστια ελλείμματα τους προϋπολογισμούς, κατάρρευση των επενδύσεων και σε πληθωριστικές εκρήξεις. Αυτός είναι και ο λόγος της εμμονής του μεγάλου κεφαλαίου στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τις συνεχείς περικοπές των κρατικών δαπανών. Οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες και οι κάθε εκδοχής κεϋνσιανοί προτείνουν την επιστροφή σε ένα καπιταλισμό ο οποίος πλέον δεν υπάρχει ενώ είναι αμφίβολο αν θα υπάρξει και στο μέλλον.

Στην ουσία, η κυριαρχία του μεγάλου χρηματιστικού, βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου σε όλους τους τομείς της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όχι μόνο υπονομεύει τις παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, αλλά και συντελεί ώστε να έλθουν στην επιφάνεια όλες οι παλιές αντιθέσεις.

Στην αριστερά εκφράζεται επίσης και η αντίληψη της αποδέσμευσης επί μέρους χωρών από την Ένωση, από κόμματα που είναι αντίθετα με τις συμφωνίες της Ένωσης και τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, η αντίθεση αυτή εκφράζεται, κατά κανόνα, όχι από τη σκοπιά της σοσιαλιστικής προοπτικής αλλά από την πλευρά της αποδέσμευσης και της «ανεξαρτησίας» του εθνικού κεφαλαίου.

Στα πλαίσια όμως του συστήματος δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια «ανεξάρτητη» πορεία.Οι συνεχείς συγχωνεύσεις και οι συνεργασίες των πιο βιώσιμων ελληνικών επιχειρήσεων με τις αντίστοιχες, κατά κύριο λόγο, ευρωπαϊκές φανερώνουν ότι το ελληνικό κεφάλαιο, όχι μόνο δεν «αποδεσμεύεται», αλλά υιοθετεί όλο και περισσότερο τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο τον «ευρωπαϊκό δρόμο». Ο ελληνικός καπιταλισμός, όπως άλλωστε και κάθε εθνικός καπιταλισμός, στρέφεται όλο και πιο πολύ ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης προς τα «έξω», προς την παγκόσμια οικονομία, προς τις πιο ισχυρές οικονομικές ενώσεις. Η Ευρώπη δεν είναι απλά ένας γεωγραφικός, αλλά ένας οικονομικός όρος ασύγκριτα πιο συγκεκριμένος από την παγκόσμια αγορά. Οι Έλληνες επιχειρηματίες φαίνεται ότι έχουν κατανοήσει πλήρως αυτή την πραγματικότητα. Είναι ουτοπία να θες να δημιουργήσεις μέσα στα εθνικά πλαίσια και με αστικούς όρους ένα αυτάρκες σύστημα. Μια αυτάρκης ή αυτοδύναμη καπιταλιστική Ελλάδα, όπως άλλωστε και μια αυτάρκης Γερμανία, είναι αδύνατον ουσιαστικά να υπάρξουν. Οι δύο χώρες πρέπει να αποτελέσουν μέρος μιας ανώτερης ενότητας. Το ζήτημα είναι με ποιους όρους θα γίνει αυτή η ενότητα. Με τους όρους των δυνάμεων του κεφαλαίου -αν υποθέσουμε ότι αυτή η διαδικασία θα μπορέσει τελικά  ολοκληρωθεί- ή με τους όρους των δυνάμεων της εργασίας;

Οι δυνάμεις της εργασίας είναι, χωρίς αμφιβολία, μετά τη ραγδαία κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την προσωρινή υποχώρηση των σοσιαλιστικών οραμάτων, σε αδυναμία να ενοποιήσουν την Ευρώπη με τους δικούς τους όρους. Οι αστικές δυνάμεις δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να προσπαθούν να καλύψουν το κενό.

Η ευρωπαϊκή αριστερά οφείλει, χωρίς αμφιβολία, ν’ αντισταθεί στις αστικές, νεοφιλελεύθερου τύπου και με σοβαρά προβλήματα δημοκρατικού ελλείμματος, διαδικασίες ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, η αντίθεση αυτή δε σημαίνει άμβλυνση της αντίθεσης στην καπιταλιστική ολοκλήρωση και τον περιορισμό της σε μια απλή άρνηση του νεοφιλελευθερισμού, σ’ ένα νέου τύπου κεϋνσιανισμό. Αντίθετα, είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη, όχι με την επιστροφή στους εθνικούς δρόμους, αλλά  με τη δημιουργία ενός θεμελιακά νέου ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

 Ο Μαρξ σε μια ανάλογη συζήτηση που απασχόλησε το δημοκρατικό και αριστερό κίνημα της Ευρώπης στα μέσα του 19ου αιώνα, στο λόγο που εκφώνησε στο Δημοκρατικό Σύνδεσμο των Βρυξελλών, υπέβαλε σε μια αυστηρή κριτική την ελευθερία του εμπορίου, η οποία απέβλεπε τότε, όπως ακριβώς σήμερα και η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, στην άρση των παράλογων τελωνειακών φραγμών και σε μια φάση επέκτασης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Δεν πρότεινε, όμως, την επιστροφή στο παρελθόν. Καταδίκαζε της καταστροφικές συνέπειες της ελευθερίας του εμπορίου και όλες τις διαδικασίες συγκέντρωσης και διεθνοποίησης του κεφαλαίου, όχι από μια τάση επιστροφής στο παρελθόν, στην εθνική αυτάρκεια, αλλά από τη σκοπιά της επανάστασης και της σοσιαλιστικής προοπτικής: «Αλλά γενικά, στις ημέρες μας, το προστατευτικό σύστημα είναι συντηρητικό ενώ το σύστημα της ελευθερίας του εμπορίου είναι καταστροφικό. Διαλύει τις παλιές εθνικότητες και σπρώχνει στο έπακρο τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Με μια λέξη, το σύστημα της εμπορικής ελευθερίας επιταχύνει την κοινωνική επανάσταση. Μονάχα με τούτη την επαναστατικήέννοια, κύριοι, ψηφίζω υπέρ της ελευθερίας του εμπορίου».

Είναι φανερό, όπως αποδεικνύει άλλωστε και η ιστορία, ότι η πάλη στο εθνικό πεδίο μπορεί και πρέπει ν’ αποτελεί όχι το τέλος, αλλά την αρχή μιας πορείας, που αποτελεί με ιστορικούς όρους μια επαναστατική διαδικασία, και είναι συνδυασμένη με το συντονισμό των εργατικών και κοινωνικών αγώνων, με προοπτική την κοινωνική αλλαγή, σε ευρωπαϊκό και τελικά σε διεθνές επίπεδο. Η  Ευρώπη, στην πραγματικότητα, μπορεί να ενοποιηθεί όχι από τις δυνάμεις του κεφαλαίου -οι οποίες δημιουργούν μια απεχθή και αποκρουστική στα πλατιά στρώματα των εργαζομένων, Ευρωπαϊκή Ένωση- αλλά από τις δυνάμεις της εργασίας.  Η πλήρης και ολοκληρωτική αντίθεση στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση είναι, από την άποψη αυτή, συνδυασμένη με την πρόταση για μια νέα Ευρώπη, για μια νέα αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, για τη δημιουργία μιας θεμελιακά νέας Ευρώπης.

Βέβαια, τόσο το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ορισμένες δυνάμεις του οποίου υποφέρουν από τη γεροντική ασθένεια του κυβερνητισμού και της κεντροαριστεράς, όσο και η πλειοψηφία των κομμάτων και των οργανώσεων της ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, οι οποίες δεν έχουν απαλλαχτεί από τις γνωστές παιδικές ασθένειες του κινήματος, δεν είναι προς το παρόν σε θέση να διαδραματίσουν ένα κεντρικό, ηγεμονικό ρόλο, ούτε και να προτείνουν μια επεξεργασμένη, εναλλακτική προοπτική σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι νέες συνθήκες, ωστόσο, απαιτούν εναλλακτικές λύσεις απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές και βασικά τη διατύπωση τόσο ενός προγράμματος άμεσων διεκδικήσεων όσο και ενός σχεδίου κοινωνικού μετασχηματισμού μέσα από ρήξεις και τομές.

Πρόγραμμα Μετάβασης

Η επεξεργασία από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής αριστεράς, ιδιαίτερα από τη ριζοσπαστική της πτέρυγα, ενός Προγράμματος Μετάβασης, που να συνδέει την πάλη για τα άμεσα αιτήματα με τους ιστορικούς στόχους του κινήματος, είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγκαία. Η ευρωπαϊκή αριστερά οφείλει να προτείνει τους δικούς της δείκτες ενοποίησης- στον αντίποδα των σημερινών καταστροφικών και απάνθρωπων νεοφιλελεύθερων που προωθούν οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις- όπως την κατάργηση του περιβόητου Συμφώνου Σταθερότητας, τη μηδενική ανεργία, τη μείωση των ωρών εργασίας, τις αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, τη δημόσια παιδεία και υγεία, την κοινωνική πρόνοια, τη λαϊκή στέγη, τις δημόσιες συγκοινωνίες, την προστασία του περιβάλλοντος από τα αδηφάγα ιδιωτικά συμφέροντα, την προστασία των πολιτικών, εθνικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων, την μείωση των τεράστιων πολεμικών δαπανών, την υποστήριξη και την παροχή δικαιωμάτων στους μετανάστες, τα δικαιώματα φύλλου κλπ. Μα πάνω από όλα να αγωνιστεί για τη διαμόρφωση νέων ευρωπαϊκών θεσμών. Τα θεμέλια του σημερινού οικοδομήματος αποδεικνύονται σαθρά. Η πρωτοφανής για τα μεταπολεμικά δεδομένα οικονομική κρίση και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δρουν ήδη, ως τεκτονικοί σεισμοί, αποσταθεροποιητικά και υπονομεύουν, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, την ίδια την ύπαρξη του σημερινού οικοδομήματος. Είναι φανερό ότι για την ευρωπαϊκή ενοποίηση απαιτείται μια νέα αρχιτεκτονική. Η εναλλακτική Ευρώπη- από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια- δεν μπορεί παρά να φτιαχτεί πάνω στα ερείπια των αντιδημοκρατικών δομών της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (της Κομισιόν, της υπερτροφικής  γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κλπ), με τη δημιουργία δημοκρατικών αντιπροσωπευτικών θεσμών. Από την άποψη η πρόταση για μια Ευρωπαϊκή Συντακτική Συνέλευση, δημοκρατικά εκλεγμένη από τους λαούς της Ευρώπης η οποία όχι μόνο θα αναμορφώσει ριζικά αλλά και θα δημιουργήσει νέους δημοκρατικούς θεσμούς, στον αντίποδα των σημερινών συγκεντρωτικών, αντιδημοκρατικών, πολεμοχαρών και για αυτό και αντιδημοφιλών θεσμών -στην ουσία ένα νέο ευρωπαϊκό οικοδόμημα- έχει περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μια ιδιαίτερη αξία.

Η ανάπτυξη ενός μαζικού ευρωπαϊκού κινήματος, η συνεργασία και η κοινή δράση των κομμάτων της αριστεράς, των συνδικάτων, των κοινωνικών κινημάτων κλπ, στα πλαίσια ενός νέου διεθνισμού, είναι αναγκαίος όρος τόσο για την αντιμετώπιση της γενικευμένης επίθεσης των αστικών δυνάμεων όσο και για ριζικές αλλαγές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποτελεί, χωρίς ίχνος υπερβολής, αναγκαία προϋπόθεση  για την επιβίωση αλλά τελικά και για την επίτευξη των ιστορικών στόχων του κινήματος.

Σοσιαλιστική προοπτική

«Εμείς όμως είμαστε πεπεισμένοι (…) ότι το σοσιαλιστικό κράτος δεν μπορεί να ενσαρκωθεί στους θεσμούς του καπιταλιστικού κράτους, αλλά ότι είναι βασικά ένα νέο δημιούργημα σε σχέση με αυτούς τους θεσμούς, αν όχι και σε σχέση με την ιστορία του προλεταριάτου».

                                               (Α. Γκράμσι: Η κατάκτηση του κράτους). [2]

Η πάλη για μια «εναλλακτική Ευρώπη», για μια νέα αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι, μέσα στις σημερινές συνθήκες των τρομακτικών αλλαγών, συνδυασμένη με τον επαναπροσδιορισμό του οράματος, με την επικαιροποίηση του σοσιαλισμού, με τον αγώνα για  μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία, με τη μαρξιστική και όχι τη σοσιαλδημοκρατική έννοια του όρου. Ο σοσιαλισμός αποτελεί, πλέον, όχι μόνον έναν εθνικό, αλλά και έναν ευρωπαϊκό στόχο. 

Αν και η πάλη στο εθνικό πεδίο, διατηρεί το ειδικό της βάρος, γεγονός που οφείλεται στην άνιση ανάπτυξη καθώς και στις συγκεκριμένες ιδιομορφίες του κάθε κοινωνικού σχηματισμού, εντούτοις, η εκτεταμένη καπιταλιστική διεθνοποίηση απαιτεί όλο και περισσότερο διεθνείς λύσεις. Γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι η πάλη για την κοινωνική αλλαγή στο εθνικό πεδίο- παρά το γεγονός ότι αποτελεί προτεραιότητα για το εθνικό κίνημα- δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά στα εθνικά σύνορα. Η θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία χώρα» κατέρρευσε μαζί με το τείχος του Βερολίνου και την πτώση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ανθρώπινη ιστορία η πάλη από το εθνικό πεδίο πρέπει- σύμφωνα και με την προτροπή του Μαρξ- να «μεταφερθεί» στο ευρωπαϊκό πεδίο. Στα συνθήματα της εθνικής περιχαράκωσης οφείλουμε να αντιτάξουμε τα συνθήματα που προτείνουν ευρωπαϊκές και διεθνείς λύσεις.

Αν και κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει από τώρα, περίοδο σύγχυσης και υποχώρησης του κινήματος, τους δρόμους, την πολυπλοκότητα και την ανισομέρεια των μορφών μετάβασης, εντούτοις, η πάλη για τη σοσιαλιστική Ευρώπη- τη μόνη, με ιστορικούς όρους, βιώσιμη, εναλλακτική προοπτική στις αστικές διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης- αποτελεί τον αναγκαίο όρο δράσης για την ελληνική και ευρωπαϊκή αριστερά, ιδιαίτερα για την ριζοσπαστική και κομμουνιστική εκδοχή της.

Σε αντίθεση τόσο με το ρεαλισμό της «αριστεράς του βασιλέως», της αριστεράς της αστικής διαχείρισης και των κεντροαριστερών σεναρίων, όσο και με την απογοήτευση, τον σκεπτικισμό και το σύνδρομο της ήττας που χαρακτηρίζει, δυστυχώς, μεγάλα τμήματα ακόμα και της ριζοσπαστικής αριστεράς, η επικαιρότητα του σοσιαλισμού διατηρεί, χωρίς αμφιβολία, ακέραια την αξία της. Το σύνθημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» αποτελεί το ιστορικό δίλλημα για την ελληνική και ευρωπαϊκή αριστερά. Η πάλη για τον σοσιαλισμό δεν αφορά ένα απροσδιόριστο, χαμένο στον ορίζοντα μακρινό μέλλον. Αντίθετα, μέσα στη σημερινή, τρομακτικής έκτασης, δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία θέτει εκ νέου στην ημερήσια διάταξη τα θεμελιώδη κοινωνικά προβλήματα, αφορά τη σημερινή, δραματική όσο και εκρηκτική, πραγματικότητα.

Η ελληνική και ευρωπαϊκή αριστερά οφείλουν, ως εκ τούτου, να επαναφέρουν στην ημερήσια διάταξη  την πάλη για την κοινωνική αλλαγή. Για μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία απαλλαγμένη από τις στρεβλώσεις και τις παραμορφώσεις των προηγούμενων εγχειρημάτων. Μια κοινωνία, με νέες αξίες και κινητήριες δυνάμεις χωρίς καπιταλιστική εκμετάλλευση και ανισότητες. Με κοινωνικοποιημένες μορφές ιδιοκτησίας και διανομής. Με την κοινωνικοποίηση της πίστης, της βιομηχανίας, των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, της ναυτιλίας και των μεταφορών. Μιας σοσιαλιστικά σχεδιασμένης οικονομίας, κάτω από εργατική διαχείριση και έλεγχο βασισμένο στις οργανώσεις (συνδικάτα, συμβούλια, επιτροπές κλπ) των εργαζομένων και των πολιτών, που θα βρίσκεται στον αντίποδα του γραφειοκρατικού «υπαρκτού σοσιαλισμού». Με αποκεντρωμένες μορφές σχεδιασμού και διεύθυνσης. Με την αυτοδιαχείριση και την άμεση συμμετοχή των ίδιων των παραγωγών και των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών. Με διευρυμένες και ενισχυμένες μορφές άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Με λογικές ανάπτυξης και ποιοτικά κριτήρια που θα επιβάλλουν το σεβασμό του περιβάλλοντος, την προστασία της οικολογικής ισορροπίας και την ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής. Με πλήρη δικαιώματα, αυτονομία και εγγυήσεις, ιδιαίτερα στις μικρές εθνότητες, απάντηση στον αντιδραστικό και κλειστοφοβικό εθνικισμό. Με νέες ισότιμες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και προστασία του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας του φύλλου. Για μια κοινωνία απελευθερωμένη που θα βάλει νέες βάσεις στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τις σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.


[1] Fr. Engels: «To the National Council of the French Workers Party (2 December 1890)», Marx-Engels Collected Works, τόμος 27ος, σελ. 87-88

[2] Α. Γκράμσι: «Η κατάχτηση του κράτους», στο βιβλίο Α. Γκράμσι: Τα Εργοστασιακά Συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης, εκδόσεις Στοχαστής, Δ΄ τόμος σελ. 45.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο