Α. Τσίπρας και Ανανεωτική Αριστερά( Βίοι Παράλληλοι)

Του Μ. Σπαθή

Στην πρόσφατη εκδήλωση που οργάνωσε το ομώνυμο ινστιτούτο, ο Αλέξης Τσίπρας, παρά τις όποιες αμφιβολίες και ερωτήσεις που μπορεί κανείς να διατυπώσει, παρουσίασε τον εαυτό του ως τον σύγχρονο Καίσαρα που ετοιμάζεται να διαβεί τον “πολιτικό Ρουβίκωνα” για να παρέμβει στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που εκτυλίσσονται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό στην παρούσα ιστορική στιγμή. Επειδή όμως ο ιστορικός Καίσαρας διέβη  τον Ρουβικώνα και κατέλαβε τη Ρώμη γιατί διατήρησε το στρατό του και δεν τον διέλυσε, αντίθετα με τα ρωμαϊκά ειωθότα, η επανάληψη του παραδείγματος από τον Τσίπρα, για να μην αποτελεί φαρσοκωμωδία θα έπρεπε να απαντά στο εύλογο ερώτημα «με ποιον στρατό (κόμμα) θα το κάνεις αυτό εσύ  που φρόντισες να εξαερώσεις μετά τις πρόσφατες εκλογές αυτόν που σου είχε απομείνει» ;

Στο ερώτημα αυτό ο Τσίπρας  απάντηση σήμερα δεν έδωσε, το άφησε να αιωρείται ως δυνατότητα στα μυαλά των ακροατών του, περιέγραψε όμως με σαφήνεια το συγκροτησιακό του στοιχείο και τον πολιτικό του στόχο:  Θα πρόκειται για ένα νέο πατριωτικό κόμμα που θα έχει ως στόχο την ανασυγκρότηση του δημοκρατικού καπιταλισμού.

Τα δύο αυτά συνθετικά στοιχεία της πρότασης του μπορεί να προκαλούν κάποια πρώτα μειδιάματα και απορριπτικά σχόλια από πολλούς. Εάν όμως κάποιος επιχειρήσει μία πιο διεισδυτική  ματιά για να απαντήσει στο ερώτημα τι ακριβώς εννοεί ο Τσίπρας, μπορεί τα πράγματα να μην είναι τόσο απλά όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται διότι:

 1) ο εθνικισμός- πατριωτισμός, από μία αριστερή- μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας του καπιταλιστικού συστήματος, αποτελούσε πάντα συγκροτησιακό στοιχείο των εθνικών καπιταλιστικών σχηματισμών(1). Μέσα από αυτόν κατά τη μορφοποίηση και ολοκλήρωση του έθνους- κράτους, αποκρυσταλλωνόταν ο  εκφραστής του συνολικού κεφαλαίου με την συμμετοχή  όλων των πολιτών, αδιακρίτως κοινωνικής καταγωγής και ταξικής ένταξής. Ήταν το κράτος αυτό που θα συμπύκνωνε και θα υλοποιούσε τις παραδόσεις και την ιστορική δικαίωση του κοινωνικού σχηματισμού για όλους τους πολίτες με την εξασφάλιση και αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης υπέρ των αστικών μερίδων και πάντοτε σε βάρος της εργασίας.

Το ερώτημα που τίθεται σήμερα σχετικά με το ρόλο του πατριωτισμού ως εργαλείο πολιτικοποίησης είναι το εξής: είναι  δυνατόν αυτό να συμβεί ξανά αφού ήδη έχει προ πολλού συντελεστεί η συγκρότηση του εθνικού ελληνικού κράτους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απρόσκοπτη λειτουργία των καπιταλιστικών σχέσεων; Στο ερώτημα αυτό ο Τσίπρας απαντάει ναι, ως μετενσάρκωση του Ανδρέα Παπανδρέου που συγκροτούσε το κίνημα της αλλαγής με την εκφώνηση του συνθήματος ότι η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες. Ναι, σήμερα που οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις διεθνώς και οι πολλαπλές πολεμικές συγκρούσεις σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή εξελίσσονται, σήμερα που η αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από την γειτονική αναθεωρητική Τουρκία, ναι, σήμερα που η δεξιά  αποποιείται τις εθνικές μας επιδιώξεις και η εθνική μας ακεραιότητα κινδυνεύει. Πέρα όμως από τις γενικές διαπιστώσεις για τις θέσεις που διαμορφώνονται και καταλαμβάνουν οι ισχυροί ιμπεριαλιστικοί σχηματισμοί με  πρωταγωνιστή τον μετα-Τραμπ αμερικάνικο ιμπεριαλισμό,  ο Τσίπρας καμία θέση δεν διατύπωσε  για την ελληνική εξωτερική πολιτική στα επίδικα ζητήματα της συγκυρίας, για παράδειγμα την ακύρωση των σχέσεων που και ο ίδιος είχε δρομολογήσει με το Ισραήλ μετά την γενοκτονία των Παλαιστινίων. Καμιά θέση δεν διατύπωσε για την εξοπλιστική φρενίτιδα που επιβάλλει ο Τραμπ στην ΕΕ μέσω του ΝΑΤΟ. Καμιά θέση δεν διατύπωσε για το πώς αυτός θα διαχειριστεί τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο. Περιορίστηκε απλά στην ανάγκη πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, που δεν ακολουθεί η δεξιά υπό τον Μητσοτάκη. Την διαπίστωση όμως αυτή την ακούμε καθημερινά να εκφωνείται, και πολύ πιο πειστικά, από τον Κώστα Καραμανλή και τον Αντώνη Σαμαρά. Συνακόλουθα τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί η ελληνική κοινωνία να συνταχθεί πίσω από το σχέδιο του Τσίπρα όταν ο εθνικισμός είναι το προνομιακό στοιχείο της αστικής τάξης όπως αυτή διαχρονικά η εκπροσωπείται από τη δεξιά.

2)  Το δεύτερο συγκροτησιακό στοιχείο της πολιτικής πρότασης του Τσίπρα  αναφέρεται στον δημοκρατικό καπιταλισμό.

Από μια πρώτη πρόχειρη  αριστερή ματιά το στοιχείο αυτό  φαίνεται εύκολα διαχειρήσιμο: μπορείς να ξεμπερδεύεις  με την πολιτική πρόταση του Τσίπρα, κατατάσσοντας τον άνθρωπο ως γνήσιο εκπρόσωπο του καπιταλιστικού συστήματος χωρίς περαιτέρω συζήτηση. Το θέμα όμως θα αποδειχθεί πιο σύνθετο αν ξετυλίξουμε την κάλτσα πιο προσεκτικά για να δούμε πώς ο Τσίπρας κατέληξε σε αυτή τη διατύπωση.

Σήμερα όποια πέτρα και αν σηκώσεις στο αριστερό ημισφαίριο για να μελετήσεις το πολιτικό σχέδιο κάθε αριστερής εκδοχής, ένα πράγμα κοινό θα διαπιστώσεις: Την  ανάδειξη του ότι κάθε επιμέρους εθνικός καπιταλισμός έχει υιοθετήσει τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό ως το πιο αποτελεσματικό σύστημα αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων. Κάθε έθνος- κράτος, στο πλαίσιο της απόλυτης ελευθερίας των αγορών, έχει απόλυτα προσαρμόσει το πολιτικό του σύστημα, το νομικό του οπλοστάσιο, τους κατασταλτικούς και ιδεολογικούς του μηχανισμούς, και τις εργασιακές σχέσεις με τρόπο που να εξασφαλίζει την μέγιστη δυνατή κερδοφορία για τις μονοπωλιακές μερίδες του κεφαλαίου έναντι των αδύναμων εκπροσώπων του. Παραμένει παράλληλα  αδιάφορο για τις κοινωνικές ανισότητες και την κλιματική κρίση που απειλούν την συνοχή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Αν τα πράγματα είναι έτσι, στο σημείο αυτό αναδεικνύεται ένα λογικό παράδοξο, για όσους αριστερούς τουλάχιστον  επιμένουν πεισματικά  στην Μαρξιστική προσέγγιση για το κράτος ως  εκπρόσωπο του συνολικού κεφαλαίου χωρίς διακριτική μεταχείριση των ανταγωνιστικών μερίδων του, σε έναν ολοκληρωμένο καπιταλιστικό σχηματισμό. 

Η απάντηση στο λογικό αυτό παράδοξο για τα διάφορα ρεύματα της αριστεράς δεν είναι ενιαία. Σε γενικές γραμμές μπορεί κανείς να διακρίνει δύο ρεύματα. Το ένα ρεύμα, με τις διάφορες παραλλαγές του, πιστεύει ότι το αστικό καπιταλιστικό κράτος είναι μεταρρυθμίσιμο. Η αστική δημοκρατία δημιουργεί τις δυνατότητες στην αριστερά  για την παρέμβαση στον κεντρικό ιδεολογικό πολιτικό μηχανισμό του, μέσω των εκλογών, να πραγματοποιεί μεταρρυθμιστικές τομές στο κράτος με τελικό στόχο το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία. Το ρεύμα αυτό, που ιστορικά ξεκίνησε με την σοσιαλδημοκρατία, υλοποιήθηκε στη Δύση μετά τον πόλεμο και σφραγίστηκε με την χρυσή εποχή της μέχρι το 1970, για να μετεξελιχθεί στη συνέχεια στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο με τα σημερινά χαρακτηριστικά . Εντός της αριστεράς η μεταρρυθμιστική στρατηγική του κράτους γνώρισε διάφορες παραλλαγές άλλοτε ως ιστορικός συμβιβασμός,  άλλοτε ως ευρωκομουνισμός ή κομμουνιστική ανανέωση. Για την  ελληνική περίπτωση αυτό αποτέλεσε τον κεντρικό πυρήνα συγκρότησης της αριστεράς του ΣΥΝ κ ΣΥΡΙΖΑ εντός της  οποίας διαμορφώθηκε και προέκυψε η πολιτική χαρακτηροδομή του Τσίπρα. Επομένως είναι εντελώς εύλογο η διατύπωση του πολιτικού στόχου για το δημοκρατικό   καπιταλισμό να εκφωνείται από τον ίδιο σήμερα, ως ένα στάδιο που δεν αποποιείται το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία. Συνάδει επίσης με την αριστερά της ευθύνης και την διεύρυνση του εφικτού. (Για όποιον υποστηρίζει αυτήν την άποψη, χρήσιμη η συνεισφορά του νομπελίστα Στίγκλιτς σε βιβλίο του 2019 για τον προοδευτικό καπιταλισμό ως απάντηση στο αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό που οδηγεί τους εθνικούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς σε κρίσεις και κοινωνικές αναταραχές.)(2)

Το δεύτερο ρεύμα εντός της αριστεράς είναι αυτό,  που ξεκινώντας από την μαρξιστική έννοια  του συνολικού κεφαλαίου, θεωρεί ότι το έθνος- κράτος συγκροτείται στη βάση του συλλογικού  κεφαλαιοκράτη και εξασφαλίζει τις καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας.  Αυτό, αδιακρίτως των διαφόρων μερίδων του, ώστε η νόμοι  της αξίας, της υπεραξίας της συσσώρευσης κ.λπ., που εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, να λειτουργούν και να επιβεβαιώνονται ως σταθερές τάσεις ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων συνθηκών στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχηματισμών. Αν σε κάποιες περιόδους εμφανίζονται φαινόμενα οργάνωσης της εργασίας με χαρακτηριστικά απόσπασης απόλυτης υπεραξίας και μορφές τυπικής ένταξης της εργασίας στο κεφάλαιο, έναντι άλλων περιόδων όπου η παραγωγή σχετικής υπεραξίας  και η πραγματική ένταξή της στο κεφάλαιο είναι διευρυμένη, αυτό δεν σημαίνει ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κινδυνεύει να καταρρεύσει έναντι των αποτελεσμάτων που μπορεί να παράγει σε μια πιο σκληρή περίοδο εκμετάλλευσης της εργασίας. Αν σήμερα δηλαδή εμφανίζονται μονοπωλιακές τάσεις και μεγάλη συσσώρευση πλούτου σε ορισμένες μερίδες του κεφαλαίου που αξιοποιούν τις νέες τεχνολογίες ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης, δηλ. το κράτος θα βρει το δρόμο του να σταθεροποιήσει την αναπαραγωγή του συστήματος. Ο στόχος της αριστεράς πρέπει να είναι η οργάνωση και ενίσχυση των κοινωνικών αντιστάσεων για να αξιοποιεί τις εκάστοτε ρωγμές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε πολιτικής συγκυρίας, επιβάλλοντας μέσω της ταξικής πάλης τις τομές και τις μεταρρυθμίσεις που είναι δυνατόν να επισυμβούν.

Το κράτος μπορεί να  παραγνωρίζει την ανάγκη για τον «υγιή» ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγικών και τεχνολογικά εξελιγμένων καπιταλιστικών μερίδων, ανέχεται την λειτουργία μονοπωλιακών και καρτελοποιημένων επιχειρήσεων και επιδίδεται κυρίως στο να εξασφαλίζει την συναίνεση κοινωνικών μερίδων με κάθε μέσο, αδιάφορο για  τη φιλελεύθερη δημοκρατία και τη χρηστή διαχείριση.

Αυτή η τάση είναι εντελώς συμβατή με το ελληνικό παράδειγμα και μπορεί  να αξιοποιηθεί για να εξηγηθεί ένα σοβαρό πολιτικό παράδοξο που βιώνουμε από το 2019 στις δύο εκλογές μέχρι σήμερα. Το παράδοξο δηλαδή  ότι η κυβέρνηση της δεξιάς με τον Μητσοτάκη και το επιτελικό του κράτος, ενώ υλοποιεί από το 2019 και μετά το πρόγραμμα του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού καταφέρνει τις κοινωνικές συναινέσεις που είναι αναγκαίες για την διατήρηση του στην κυβερνητική εξουσία. Μετά την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τις επώδυνες μνημονιακές πολιτικές που υλοποίησε, ο Μητσοτάκης παρέλαβε μία οικονομία με δυνατότητα μεγαλύτερης πρόσβασης στις αγορές. Με το μαξιλαράκι των 37 δις που κληρονόμησε από τον ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με τα 65 δις και την ποσοτική χαλάρωση εκ μέρους της ΕΕ λόγω του covid, διέθετε σημαντική ευχέρεια  για επιδοτήσεις έτσι ώστε να προσεταιριστεί κοινωνικές μερίδες από τον κόσμο της εργασίας, μεσαία οικονομικά στρώματα, με στήριξη μικροεπιχειρήσεων και εξαγορά φίλα προσκείμενων αγροτικών μερίδων (περίπτωση ΟΠΕΚΕΠΕ). Η διεμβόληση  του περίφημου “κεντρώου χώρου” επετεύχθη με εκσυγχρονιστικές φιλελεύθερες κορώνες, την ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και εμμέσως της δημόσιας υγείας, με την την τροφοδότηση πλήθους ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων με χρήματα του ΕΟΠΥΥ  .

Με δύο λόγια, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί, το  σχέδιο που εκφώνησε ο Τσίπρας στην τελευταία του εμφάνιση δεν απέχει από την πολιτική διακήρυξη  της επόμενης των εκλογών του 2019 οπότε μας ανακοίνωνε την πρόθεση του, να μετασχηματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη μεγάλη προοδευτική παράταξη  με κύριο αποδέκτη το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου. Αυτό το σχέδιο επιχειρούσε σε όλη την αντιπολιτευτική του θητεία, παρά την επίμονη άρνηση του ΠΑΣΟΚ,  και αυτό σε συνδυασμό με μία σωρεία λαθών και αλληλοαναιρούμενων πολιτικών προτάσεων κατέληξαν στο τραγικό 17%  στις εκλογές του 2023. Μία τυπική ανάλυση λόγου θα έπειθε τον καθένα, ότι ο Τσίπρας επανέρχεται σήμερα με την ίδια ακριβώς πρόταση προς τους ίδιους αποδέκτες , δηλώνοντας παράλληλα ότι είναι διαθέσιμος να ηγηθεί του  εγχειρήματος με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας αυτή τη φορά, διότι οι αντικειμενικές συνθήκες δεν είναι ίδιες με τις αντίστοιχες του 2019. Όντως οι συνθήκες είναι διαφορετικές, όμως σήμερα είναι πολύ χειρότερες από  τις  τότε για όλες τις εκδοχές των κομμάτων που προέκυψαν από την εξαέρωση του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ. Για τη Νέα Αριστερά, που μας αφορά άμεσα και αποτελεί την σοβαρότερη απόπειρα συγκρότησης ριζοσπαστικής αντισυστημικής αριστεράς, τα δεδομένα είναι σχεδόν απογοητευτικά. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κοινοβουλευτικής ομάδας, πάρα το ζωντάνεμα και συμμετοχή σε κινηματικές και ακτιβιστικές δράσεις, η πολιτική της απήχηση και καταγραφή εξακολουθεί να είναι ισχνή, χωρίς κοινωνική νομιμοποίηση και αποδοχή. Χώρια που το πολιτικό της σχέδιο στο πρώτο της συνέδριο και η συγκρότηση του αριστερού και προοδευτικού μετώπου ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, την δεξιά και την ακροδεξιά αδυνατεί να τεθεί σε λειτουργία, και οι πρόσφατες απόπειρες δίχασαν την κεντρική επιτροπή.

 Τούτων δοθέντων μια λογική εκτίμηση για το επικείμενο συνέδριο της θα ήταν ότι αυτό  θα έχει υπαρξιακά χαρακτηριστικά. Η αρνητική αυτή η εικόνα γίνεται ακόμα πιο επώδυνη αν σκεφτεί κανείς ότι στην παρούσα ιστορική στιγμή η ανάγκη για  αριστερή πολιτικοποίηση με έντονη κινηματική και πολιτική δράση είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει η Νέα Αριστερά να ξεκαθαρίσει το ταυτοτικό,  ιδεολογικό της στίγμα, αποδεχόμενη το γεγονός ότι η εκδοχή της ανανεωτικής αριστεράς, με τα θετικά και τα αρνητικά της, έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και δεν μπορεί ξανά να επιστρέψει με οποιεσδήποτε παραλλαγές. Και ότι  αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί, εάν δεν ξανασυζητήσει σοβαρά την άποψή της για το κράτος και για την εμπλοκή της στην κεντρική πολιτική σκηνή με την συμμετοχή της σε συμμαχικά και μετωπικά σχήματα.

Αν αυτά τα δύο ζητήματα ήταν ξεκάθαρα διατυπωμένα, και είχαν απόλυτα διαμεσολαβηθεί στον κόσμο στον οποίο αναφέρεται , τότε  η συζήτηση για συμμετοχή σε οποιοδήποτε μετωπικό σχήμα και μια συμμαχία ακόμη και με τον διάβολο δεν θα κινδύνευε να παρερμηνευτεί ως καιροσκοπισμός ούτε ως ανάγκη πολιτικής επιβίωσης.

  • Έθνος και ιμπεριαλισμός,

Για την κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού,

Γιαννης Μηλιος( Εκτος/Γραμμής)

  • Προοδευτικός  καπιταλισμος-ένα οξύμωρο σχήμα-RedLines

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο