Κριτική συμβολή στην πρόταση του Γ. Βαρουφάκη
του Δημήτρη Κατσορίδα
Σε ομιλία του, στην Καβάλα, ανήμερα της πρωτομαγιάς, ο Γιάνης Βαρουφάκης,
επανέφερε το αίτημα-όραμα για έναν αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό. Μάλιστα,
εξηγώντας τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εφαρμοστεί, σε επίπεδο επιχειρήσεων,
πρότεινε το σχήμα «ένας εργαζόμενος, μία μετοχή, μία ψήφος», ενώ ως μοντέλο
πρότεινε τη γιουγκοσλάβικη αυτοδιαχείριση επί Τίτο, πριν το 1971, δηλαδή πριν
εμφανιστούν τα προβλήματα δανεισμού, όπως λέει.
Καταρχάς, να πούμε ότι είναι θετικό που τίθενται προς συζήτηση, στο Σήμερα και στο
Τώρα, τέτοια οραματικά ζητήματα, διότι βοηθούν στον επαναπροσανατολισμό της
κοινωνίας σε μια κατεύθυνση αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού. Είναι μια πρόταση
που μπαίνει σφήνα στον συστημικό ρεαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ και στο γραφειοκρατικό
κρατικό «σοσιαλισμό», τύπου πρώην ΕΣΣΔ, που προτείνει το ΚΚΕ.
Όμως, η εν λόγω πρόταση Βαρουφάκη εγείρει και μια σειρά προβληματισμούς. Η
πρώτη ένσταση είναι ότι θέτει το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης των επιχειρήσεων ως
μια «πολύ απλή αλλαγή του εταιρικού δικαίου». Όμως, το ζήτημα δεν είναι τόσο
απλό. Διότι, η εν λόγω θέση παραβλέπει ότι η αστική τάξη θα αντιδράσει. Ποιος
επιχειρηματίας θα δεχτεί να μεταβιβαστεί η επιχείρησή του, με μια «απλή αλλαγή του
εταιρικού δικαίου»; Αν είναι έτσι, τότε θα είχε έρθει ο σοσιαλισμός, εδώ και
δεκαετίες, με νομοθετικές παρεμβάσεις. Έτσι, όμως, παραβλέπεται η διαμόρφωση
αντίστοιχου συσχετισμού δύναμης, από την μεριά των δυνάμεων της εργασίας, οι
οποίες είναι οι μόνες που μπορούν να επιβάλλουν ένα τέτοιο μοντέλο
αυτοδιαχείρισης. Η δεύτερη ένσταση είναι ότι θέτει ως πρόταση το «ένας
εργαζόμενος, μία μετοχή, μία ψήφος», με συνέπεια να υποβαθμίζει τον κίνδυνο ότι με
αυτό τον τρόπο καλλιεργείται μια αντίληψη εργαζόμενου-μετόχου-επιχειρηματία, σε
αντίθεση με την αυτοδιαχείριση, η οποία έχει έντονα συγκρουσιακά χαρακτηριστικά.
Ίσως, το καλύτερο προτεινόμενο παράδειγμα αυτοδιαχείρισης, από μεριάς του
ΜΕΡΑ25, θα ήταν αυτό της ΒΙΟΜΕ, το οποίο είναι συγκρουσιακό, και γι’ αυτό το
σύστημα έχει πέσει επάνω της. Η τρίτη ένσταση είναι η εξής: Θα τεθεί το θέμα των
αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός κεντρικού οικονομικού
σχεδιασμού;
Επειδή, όμως, ως μοντέλο αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού προτάθηκε, από τον Γ.
Βαρουφάκη, το γιουγκοσλάβικο πείραμα, ας δούμε εν τάχει τι ακριβώς ήταν αυτό.
Είναι γεγονός ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν το πρώτο μετακαπιταλιστικό κράτος, το
οποίο επιχείρησε να προωθήσει μορφές αυτοδιαχείρισης. Μάλιστα, είχε γίνει στο
εσωτερικό της πλούσια συζήτηση ως προς αυτό, και είχαν λάβει μέρος, ως
προσκεκλημένοι, και μέλη της 4ης Διεθνούς, όπως ο Μαντέλ. Το δεύτερο πείραμα
ήταν στην Αλγερία, με τα διατάγματα της αυτοδιαχείρισης, τα οποία είχε προωθήσει
ο Μιχάλης Ράπτης-Πάμπλο.
Ας ξεκαθαρίσουμε, όμως, πρώτα την έννοια της αυτοδιαχείρισης. Τι σημαίνει; Το λέει
η λέξη: διαχειρίζομαι, μόνος μου, τον εαυτό μου. Άρα, μια κοινωνία που διαχειρίζεται
τον εαυτό της είναι μια κοινωνία, στην οποία όλες οι αποφάσεις παίρνονται από την
εκάστοτε κοινότητα συλλογικά, με μόνα όρια τα όσα θέτει η συνύπαρξη με άλλες
συλλογικές κοινότητες, όπως έλεγε ο Καστοριάδης. Στην περίπτωση, της εργασιακής
αυτοδιαχείρισης, σημαίνει ότι η εργατική τάξη (με τη ευρύτερη έννοια του όρου) έχει
την δυνατότητα να διαχειρίζεται τις συνθήκες εργασίας της, να ασκεί κριτική στην
εκάστοτε εξουσία, να καταργεί όλες τις κοινωνικές διακρίσεις και ανισότητες, να
προωθεί τον συνεργατισμό έναντι της ανάθεσης, να ανεβάζει το μορφωτικό και
πολιτιστικό επίπεδο της κοινωνίας, να προωθεί την κριτική σκέψη και, με απλά λόγια,
να ελέγχει και να καθορίζει τη ζωή της.
Η εργασιακή αυτοδιαχείριση, σε αντίθεση με τους άλλους θεσμούς της συμμετοχής
και συνδιοίκησης-συνδιαχείρισης, επειδή είναι προϊόν της ταξικής πάλης και όχι της
ταξικής συνεργασίας, αποκλείει τον κίνδυνο ενσωμάτωσης των εργαζομένων στο
καπιταλιστικό σύστημα και εγγυάται την κατάργηση της εκμετάλλευσης, καθώς
επίσης τη συμμετοχή των εργαζομένων και γενικότερα της κοινωνίας στη
διαμόρφωση της στρατηγικής των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο ενός σχεδιασμένου και
αποκεντρωμένου δημοκρατικού προγραμματισμού.
Εν κατακλείδι, η αυτοδιαχείριση πραγματοποιείται στο πλαίσιο ενός γενικού
κοινωνικού-οικονομικού σχεδιασμού της χώρας, δημοκρατικά καταρτισμένου, επειδή
οι οποιεσδήποτε αποφάσεις δεν θα έχουν καμία αξία εάν αποφασιστούν μόνο σε
επίπεδο επιχείρησης και δεν λάβουν υπόψη τους τις ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες,
όπως γινόταν στην Γιουγκοσλαβία. Διότι, το γιουγκοσλάβικο σύστημα είχε εισάγει
τους νόμους της αγοράς σαν ρυθμιστή της παραγωγής, κατά τη διάρκεια της
πειραματικής εφαρμογής της αυτοδιαχείρισης, η οποία ξεκίνησε από το 1950. Αυτό
το παραδέχεται και ο ίδιος ο Μάρκοβιτς, ο οποίος είναι ένας από τους βασικούς
θεωρητικούς της αυτοδιαχείρισης, παρά τους περιορισμούς που ο ίδιος θέτει εξαιτίας
των αντιφάσεων που προκύπτουν τόσο από τους νόμους της εμπορευματικής
παραγωγής και της αγοράς όσο και στη διαρκή γραφειοκρατική κρατική διοίκηση.
Λέει χαρακτηριστικά: «Οι βασικές μορφές της αυτοδιαχείρισης δεν μπορούν βέβαια να
πραγματοποιηθούν χωρίς ένα υλικό ενδιαφέρον των εργατών – και αυτό το ενδιαφέρον
δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί όταν δεν υπάρχει συναγωνισμός των επιχειρήσεων στην
αγορά και αγοραίοι ρυθμιστές της παραγωγής» (βλ. Μ. Μάρκοβιτς, Αυτοδιαχείριση,
εκδόσεις Επίκουρος, Αθήνα 1975, σελ. 34). Βέβαια, από την άλλη, κατανοεί ότι η
συνεχής διατήρηση των σχέσεων εμπορεύματος-χρήματος θα μπορούσε να οδηγήσει
σε βαθμιαίο εκφυλισμό την αυτοδιαχείριση, δηλαδή προς την κατεύθυνση των
καπιταλιστικών συνεταιρισμών, με συνέπεια ο τύπος του ανθρώπου που θα
δημιουργούταν, ο οποίος θα ενδιαφερόταν μόνο για το πραγματοποίηση κέρδους, δεν
θα διέφερε από εκείνον που δημιουργεί ο καπιταλισμός.
Ο Μαντέλ, κάνοντας κριτική στη γιουγκοσλάβικη εμπειρία, η οποία συνδύαζε
καταχρηστικά την έννοια της αυτοδιαχείρισης με την «σοσιαλιστική οικονομία της
αγοράς», τόνιζε τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια άποψη. «Όταν
διακηρύχνεται ότι οι ‘’αυτοδιαχειριζόμενοι’’ είναι ‘’ελεύθεροι’’ να πάρουν αυτές τις
αποφάσεις, κρύβουν τη μισή απ’ την αλήθεια· αυτές οι αποφάσεις στη συνέχεια θα
‘’διορθωθούν’’ απ’ την αγορά και μπορούν να καταλήξουν στο αντίθετο αποτέλεσμα
από αυτό που σκόπευαν οι ‘’αυτοδιαχειριζόμενοι’’» (βλ. Ε. Μαντέλ, «Εργατικός
Έλεγχος, Εργατικά Συμβούλια, Αυτοδιαχείριση», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1975,
σελ. 43). Δηλαδή, οι μονάδες παραγωγής θα αρχίσουν να λειτουργούν ανταγωνιστικά
μεταξύ τους, κάθε ομάδα εργαζομένων θα λειτουργεί με βάση τα στενά συντεχνιακά
της συμφέροντα και όχι με βάση το γενικό συμφέρον, οι εργάτες της κάθε
επιχείρησης θα συμπεριφέρονται σαν καπιταλιστές, θα καλλιεργείται μέσα στην
εργατική τάξη ο ατομισμός και η ψυχολογία του κέρδους, θα θρυμματίζεται η
κοινωνική αλληλεγγύη, θα ενισχύονται οι γραφειοκρατικές εκτροπές εφόσον οι
αποφάσεις θα λαμβάνονταν από αυτούς που είναι τεχνοκράτες και ξέρουν τα
«μυστικά», και στο τέλος το όλο σύστημα θα καταφύγει στους μηχανισμούς της
αγοράς, με συνέπεια να τείνει να ενσωματωθεί στις πιέσεις της διεθνούς
καπιταλιστικής οικονομίας, αλλάζοντας τη φυσιογνωμία του. Όπως και έγινε.
Επίσης, και ο J. Petras, κάνοντας ανάλογη κριτική στο γιουγκοσλάβικο πείραμα της
λεγόμενης «αποκεντρωμένης αυτοδιαχείρισης», επεσήμανε ότι η έλλειψη
αντισταθμιστικών μηχανισμών που θα λάβαιναν υπόψη τους τη μη κανονικότητα της
ανάπτυξης μεταξύ περιοχών, τομέων και επιχειρήσεων, είχε ως αποτέλεσμα
επιχειρήσεις με υψηλή παραγωγικότητα σε αναπτυγμένες περιοχές να έχουν
συσσωρευμένο πλούτο ενώ άλλες να μην έχουν, με συνέπεια να θρυμματιστεί η
εργατική τάξη, να ενθαρρύνονται οι εργάτες μιας επιχείρησης να γίνουν καπιταλιστές
σε βάρος συνολικά της τάξης, να υπάρχουν διαιρέσεις σε περιοχές και τομείς
ανάπτυξης και να τροφοδοτηθούν ακόμη και εθνικές διαμάχες ειδικά σε περιοχές,
όπως η αλβανική μειονότητα, οι οποίες ήταν οικονομικά υποβαθμισμένες. Κατά
συνέπεια, «Η έλλειψη οποιουδήποτε κοινωνικού σχεδίου διαμορφωμένου από την
κοινωνική τάξη στο σύνολό της οδήγησε σε αναπαραγωγή των ανισοτήτων» (βλ. την
ομιλία του J. Petras, στα Πρακτικά Διεθνούς Σεμιναρίου της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, με τίτλο:
«Εργατική συμμετοχή- Κοινωνικοποίηση-Αυτοδιαχείριση», Αθήνα 1983, σελ. 166-
167).
Είναι γεγονός ότι κατά τη διαδικασία της μετάβασης δεν μπορεί να υπάρχει από τα
πριν έτοιμο ένα πλήρες σχέδιο για την οργάνωση της οικονομίας και την
αυτοδιαχείριση και γι’ αυτό άλλωστε το λόγο υπάρχουν αρκετές διαφορετικές
εκδοχές και διαμάχες σχετικά με την σχεδιοποίηση και την άσκηση των εξουσιών εκ
μέρους των δυνάμεων της εργασίας. Για να αποφευχθεί αυτός ο διχασμός κατά τη
διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό «…μια αληθινή αυτοδιαχείριση, ακόμα και στο
χώρο της επιχείρησης, απαιτεί το δικαίωμα για τους ‘’αυτοδιαχειριζόμενους’’ να
ασχολούνται ενεργά με την ‘’οικονομική πολιτική’’ σε εθνική κλίμακα, δηλαδή, καθαρά
με την πολιτική. Αυτό προϋποθέτει το δικαίωμα για κάθε εργατικό συμβούλιο να
υποβάλλει αντιπροτάσεις στα κυβερνητικά σχέδια, σε ότι αφορά την οικονομική
πολιτική, για την αναζήτηση συμμάχων σ’ ολόκληρη τη χώρα πάνω στη βάση αυτή, για
την πληροφόρηση της κοινής γνώμης γύρω από εναλλακτικές λύσεις τις οποίες
αντιμετωπίζει, κλπ. Μια αυθεντική αυτοδιαχείριση λοιπόν απαιτεί το σεβασμό των
αρχών της σοσιαλιστικής δημοκρατίας στο πολιτικό τομέα, πράγμα που απέχει πολύ
ακόμα από το να εξασφαλιστεί στη Γιουγκοσλαβία» (Ε. Μαντέλ, ό.π., σελ. 47-48).
Για να επανέλθουμε από εκεί που ξεκινήσαμε, είναι δυνατό να συμπεράνουμε ότι η
αυτοδιαχείριση, στηρίζεται στην Ρήξη, αναπτύσσεται όταν υπάρχουν διαδικασίες
μέσα από τις οποίες αλλάζουν οι σχέσεις παραγωγής, δημιουργώντας κοινωνική
περιουσία, όπου οι μισθωτοί εργαζόμενοι ελέγχουν και διευθύνουν συλλογικά τους
χώρους εργασίας που εργάζονται, αποφασίζουν πάνω στα συλλογικά ενδιαφέροντα
και τις ανάγκες τους, έχουν ως βάση την αρχή «ένας εργαζόμενος, μία ψήφος», χωρίς
την αντίληψη του μετόχου, καθορίζουν τα οφέλη και καρπώνονται τα αποτελέσματα
της εργασίας τους και ασκούν σχεδιασμό, ο οποίος ξεκινά από το επίπεδο της
επιχείρησης και φτάνει μέχρι τον συνολικό οικονομικό και κοινωνικό σχεδιασμό της
χώρας, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας
μέσα από ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας,
εγκαθιδρύοντας την «αυτοκυβέρνηση των άμεσων παραγωγών». Αποτελεί
επαναστατική διαδικασία, εφόσον είναι θεσμός που οδηγεί στην απελευθέρωση της
εργατικής τάξης και της εργασίας, ο οποίος ενώ μπορεί να εκδηλωθεί μέσα στο
υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα, εντούτοις μπορεί να αναπτυχθεί και να υλοποιηθεί
μόνο στη διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού, στο πλαίσιο της αλλαγής των
σχέσεων παραγωγής. Δηλαδή, είναι ταυτόχρονα ένα σχέδιο άμεσης δράσης και
μακροπρόθεσμης προοπτικής. Γι’ αυτό ο αγώνας για την αυτοδιαχείριση είναι
ταυτόσημος με τον αγώνα για την Κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής
και το σοσιαλισμό, με την έννοια ότι χωρίς αυτοδιαχείριση δεν μπορεί να υπάρξει
σοσιαλισμός (για περισσότερα βλ. Δ. Κατσορίδας, «Εργατικός Έλεγχος,
Κοινωνικοποίηση, Αυτοδιαχείριση», οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2016).
Τέλος, παρά τις διαφωνίες μας, μπορούμε να μοιραστούμε με τον Γ. Βαρουφάκη ένα
κοινό σημείο, το οποίο είναι το όραμά μας για την κατάργηση της διάκρισης της
κοινωνίας σε ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και σε μισθωτή εργατική τάξη, με
σκοπό στο τέλος την κατάργηση κάθε μορφή εκμετάλλευσης ανθρώπου από
άνθρωπο.