Αριστερά: ώρα για διάλογο

Μακρίνα Βιόλα Κώστη*, Σπύρος Νιάκας**

Αναδημοσίευση από EFSYN

Διαβάσαμε με ενδιαφέρον το άρθρο του Χ. Λάσκου για την ενότητα της Αριστεράς. Θεωρούμε ότι θίγει με δημιουργικό τρόπο ζητήματα που απασχολούν τους αριστερούς και αριστερές που μας ενδιαφέρει ο διάλογος και οι ενωτικές πρωτοβουλίες, χωρίς να παραγνωρίζουμε τα γνωστά εμπόδια και ανοιχτά ζητήματα.

Θα θέλαμε με αυτό το κείμενο να καταθέσουμε και τις δικές μας σκέψεις. Οι σκέψεις του Χ. Λάσκου δεν προσφέρουν απλώς μια ευχή, αλλά μια πρόκληση: πώς μπορεί να νοηματοδοτηθεί η ενότητα, όταν το τοπίο γύρω μας αλλάζει βίαια και η Αριστερά μοιάζει να κινείται άλλοτε με αμηχανία, άλλοτε με ανακύκλωση παλιών σχημάτων.

Θέλουμε, με αφορμή εκείνο το κείμενο, να καταθέσουμε κάποιες σκέψεις σε μια εποχή που το αίτημα για σύγκλιση αποκτά ξανά επείγοντα χαρακτήρα. Η πρώτη ξεκινά από μια διαπίστωση που πλέον δεν προκαλεί αίσθηση: η κεντροαριστερά (με όλους τους τίτλους και σχήματα σωτηρίας που παρουσιάζεται τελευταία) ως πολιτικό σχέδιο έχει τελειώσει. Επιβιώνει μόνο μέσα από την αδράνεια και τις ανεπάρκειες της ίδιας της Αριστεράς, κι εδώ δεν εξαιρούμε τον εαυτό μας. Δεν είναι μια ηθική απόρριψη αλλά ένα ιστορικό συμπέρασμα. Οποιαδήποτε συζήτηση για αναβίωση αυτού του σχεδίου μπορεί να αφορά την «καλή κοινωνία» που αναζητά τον κεντροαριστερό ηγέτη της αρεσκείας της για να βοηθήσει στα δύσκολα που έρχονται, αλλά δεν αφορά εμάς.

Ωστόσο, το αίτημα της ενότητας δεν προκύπτει μόνο από την ανάγκη να υπερβούμε τα σχήματα του παρελθόντος. Προκύπτει και από την ένταση της συγκυρίας. Στην κοινωνία υπάρχει μια αυξανόμενη πεποίθηση: «αυτοί πρέπει να φύγουν». Αυτή η απαίτηση δεν είναι ούτε αφηρημένη ούτε τυχαία. Εκφράζει τη διάχυτη κόπωση απέναντι στην εξουσία, αλλά και τη διάθεση να χτιστεί κάτι άλλο. Και ακριβώς εδώ είναι που ξεκινά το δύσκολο. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι απλώς να φύγουν «αυτοί», αλλά με τι θα αντικατασταθούν. Κι εκεί, η ενότητα δεν μπορεί να είναι ένας αυτοσκοπός, μια σύμπραξη δίχως θεμέλια. Πρέπει να στηρίζεται σε στρατηγική και όχι απλώς σε αριθμητική. Δεν μας αρκεί μια ενότητα χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σαφή στόχευση, χωρίς ρήξη.

Όλο και πιο συχνά, η πραγματικότητα υπονομεύει τη βολική σιωπή. Το κίνημα των Τεμπών, για παράδειγμα, δεν είναι απλώς μια ηθικού τύπου εξέγερση απέναντι στην αδικία. Σηματοδοτεί, βαθύτερα, ένα από τα πρώτα σημάδια ενός διαφαινόμενου κύματος: ενός νέου κύκλου ταξικής πάλης, που αναδύεται μέσα από την κοινωνική αποσάθρωση και την ιστορική υποχώρηση της προηγούμενης δεκαετίας.

Και την ίδια στιγμή, πλησιάζει η επόμενη μεγάλη οικονομική κρίση. Στον ορίζοντα διαφαίνεται η καπιταλιστική αστάθεια, η παγκόσμια στρατιωτική κλιμάκωση, η ενεργειακή και κλιματική κρίση, όλα δείχνουν πως οι ρωγμές θα γίνουν χαράδρες. Δεν είναι τώρα ο τόπος για να αναλύσουμε το πότε και το πώς. Απλά θέλουμε να τονίσουμε πως οι οικονομικές κρίσεις έχουν το κακό συνήθειο να ξεθεμελιώνουν τις κανονικότητες, να πυκνώνουν τις πολιτικές εξελίξεις και να φέρνουν τα «μη ρεαλιστικά» ζητήματα στην ημερήσια διάταξη. Συχνά, δε, παγιώνουν την κυριαρχία των ισχυρών, εκτός αν υπάρξει σχέδιο, πολιτική βούληση και ρήξη με το «δεν γίνεται αλλιώς».

Στο παραπάνω πλαίσιο, θεωρούμε ότι οι προγραμματικές αιχμές που διατυπώνει ο Χ. Λάσκος αποτελούν χρήσιμη βάση στη συζήτηση και εμπλουτισμένα μπορούν να αποτελέσουν σημεία συμφωνίας και συσπείρωσης ευρύτερων αριστερών ακροατηρίων. Επεκτείνοντας το, θεωρούμε πως επείγει ο προγραμματικός διάλογος ανάμεσα στις αριστερές δυνάμεις για να διατυπωθεί ένα πλαίσιο αιτημάτων. Ορθά αναφέρει ο συγγραφέας πως ο διάλογος αυτός αφορά στο 2025 κυρίως και όχι στο 2015. Πριν από μερικούς μήνες γράφαμε: «Για εμάς το ερώτημα “τι πήγε στραβά το 2015” δεν έχει απλά έναν ηθικό χαρακτήρα. Η αναγνώριση το ότι το 2015 η ελληνική εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της καταρχάς, η Αριστερά κατόπιν, και σε τελική ανάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ, υπέστησαν μια στρατηγική ήττα, σηματοδοτεί ταυτόχρονα και την αναγνώριση του ότι χρειαζόμαστε τώρα να επεξεργαστούμε από την αρχή και χωρίς προϋποθέσεις την εναλλακτική μας στρατηγική. Γιατί πολύ απλά, όταν θα πέσει στα κεφάλια μας η νέα κρίση, όταν το πολιτικό σκηνικό θα αλλάξει και το πολιτικό σύστημα θα αναδιαταχθεί, εμείς δεν μπορούμε να πούμε “και πάλι τα ίδια θα κάνουμε”. Για αυτό και, παρότι ο διάλογος είναι πάντα χρήσιμος και ανοίγει διαύλους, μας είναι σαφές πως οποιαδήποτε συμμαχία με δυνάμεις που θα έχουν ως σκοπό να συνδιαχειριστούν την κρίση του καπιταλισμού, θα μας οδηγήσει ξανά στην άβυσσο. Αντίθετα, οφείλουμε να επιλέξουμε τον δύσκολο δρόμο της αναζήτησης της εναλλακτικής στρατηγικής σε πορεία ρήξης με το σύστημα.».

Επιπλέον, θεωρούμε πως η Αριστερά που περιγράφουμε οφείλει να αναζητήσει και βαθύνει συνεργασίες και σε κινηματικό επίπεδο. Τα δύο πρωταρχικά ζητήματα είναι το ζήτημα του πολέμου και το ζήτημα της ακρίβειας. Και τα δύο αυτά ζητήματα χτυπάνε στον πυρήνα του καπιταλισμού σήμερα, μιας και από την μια η ιμπεριαλιστική κλιμάκωση είναι κεντρική στρατηγική επιλογή των κυρίαρχων δρώντων που διαμορφώνουν την ατζέντα των αποφάσεων, από την άλλη η οικονομική κρίση στην Ελλάδα σήμερα εκδηλώνεται κυρίαρχα ως κρίση ακρίβειας η οποία τροφοδοτείται από καρτέλ στο σύνολο των κλάδων της οικονομίας, από την ενέργεια έως τα τρόφιμα. Ειδικά στο ζήτημα του πολέμου, η Αριστερά οφείλει να αναζητήσει διεθνή απάντηση. Το παράδειγμα του συντονισμού Stop Rearm Europe πηγάζει και από την εμπειρία των κοινωνικών φόρουμ και οφείλουμε να το παρακολουθήσουμε συμμετάσχουμε και συντονιστούμε σε έναν αγώνα που φαίνεται θα έχει διάρκεια.

Όλα αυτά δε σημαίνουν πως αγνοούμε τις δυσκολίες. Σημαίνει πως αναγνωρίζοντας τις διαφωνίες να συμβάλλουμε στην συγκρότηση ενός χώρου διαλόγου για την κοινή δράση της Αριστεράς. Η ενότητα που αξίζει τον κόπο δεν είναι η ενότητα της αδράνειας. Είναι η ενότητα της σύγκρουσης με το παλιό. Όχι με περίπλοκες δικαιολογίες και ηθικολογικούς αποκλεισμούς, αλλά με τόλμη, ειλικρίνεια και προσανατολισμό προς μια άλλη κοινωνία, που θα μπορεί να φροντίζει, να αντέχει, να απελευθερώνει.

Γιατί αυτή τη φορά, δεν μας σώζει ένας καλύτερος διαχειριστής. Μας σώζει μόνο εκείνη η πολιτική που δε φοβάται να αναμετρηθεί με την ισχύ, που δε βολεύεται στη διαχείριση της παρακμής. Αυτή που θέτει ως στόχο να αλλάξει τι θεωρείται ανάγκη, τι θεωρείται δυνατό, τι θεωρείται πρόοδος. Που θέλει να αλλάξει τι θεωρείται εφικτό. Εν τέλει, αυτή που θα ανιχνεύσει ξανά την πορεία προς τον σοσιαλισμό αξιοποιώντας την πρόσφατη εμπειρία.

* μέλος ΠΓ Νέας Αριστεράς

** μέλος ΚΕ Νέας Αριστεράς

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο