Δημήτρης Κατσορίδας*, Αναδημοσίευση από EFSYN
Σε έρευνα του Eteron με τίτλο, «Ακτινογραφία των ψηφοφόρων» (Απρίλιος 2025), στην ερώτηση «Εσείς προσωπικά σε ποια οικονομική τάξη ανήκετε», οι ερωτώμενοι/-ες απάντησαν κατά 44,4% ότι ανήκουν στη μεσαία τάξη και το 36,6% στη μεσαία προς κατώτερη. Μόνο το 10,4% αυτοτοποθετήθηκε στην κατώτερη, ενώ μόλις το 7% δήλωσε ότι ανήκει στην ανώτερη και μεσαία προς ανώτερη τάξη. Ωστόσο, στο αμέσως επόμενο ερώτημα σχετικά με το οικογενειακό εισόδημα, το 47% δηλώνει ότι το εισόδημά του φτάνει για όσα είναι αναγκαία, το 29,4% ότι φτάνει μόνο για τα απαραίτητα και ότι υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες, ένα 12% δηλώνει ότι δεν φτάνει για τα απαραίτητα, καθώς υπάρχουν πολύ μεγάλες δυσκολίες, ενώ μόνο ένα 10,8% δηλώνει ότι με το εισόδημά του ζει καλά και αποταμιεύει. Διαμορφώνεται, λοιπόν, μια εικόνα ευρείας «μεσαίας τάξης», που τα φέρνει μεν βόλτα αλλά αντιμετωπίζει δυσκολίες. Πρόκειται για μια προφανή αντίφαση!
Η έρευνα του Eteron έχει ενδιαφέρον, όμως, για τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα. Η τάση αυτοτοποθέτησης, όσων από αυτούς είναι μισθωτοί/-ες, στη λεγόμενη «μεσαία τάξη» και όχι στην «κατώτερη» (επειδή για πολλούς/-ες, το να δηλώσουν πως ανήκουν στην εργατική τάξη ισοδυναμεί με παραδοχή κατωτερότητας και συνιστά αρνητική ταυτότητα) είναι, κατά την γνώμη μου, μια καίρια νίκη του νεοφιλελευθερισμού και του κεφαλαίου επί της εργατικής ταυτότητας. Διότι, ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτέλεσε απλώς ένα σύνολο οικονομικών πολιτικών, αλλά συγκροτήθηκε και ως ένα ευρύτερο «πολιτισμικό» πρόταγμα. Η γλώσσα, που χρησιμοποίησε, κάθε άλλο παρά τυχαία υπήρξε. Κατά την περίοδο που ξεκινά από τη δεκαετία του 1990 και μετά, λανσαρίστηκε ο λόγος περί «ανθρώπινου κεφαλαίου», επιχειρώντας να εμπεδώσει την αντίληψη ότι οι μισθωτοί είναι, ουσιαστικά, ισοδύναμοι με το κεφάλαιο, δηλαδή κύριοι του εαυτού τους, ατομικές μονάδες που κατέχουν ένα κεφάλαιο (τον εαυτό τους), μέσω του οποίου μπορούν να διαπραγματεύονται με ίσους όρους με το Κεφάλαιο. Έτσι, ο καπιταλισμός πέτυχε μια σημαντική ιδεολογική νίκη. Έπεισε τους ανθρώπους ότι όλοι και όλες είναι κάτι σαν επιχειρηματίες -«μικροί», «μεσαίοι», «μεγάλοι» ή «πολύ μεγάλοι»- σε διαφορετικές βέβαια κλίμακες, πλην όμως ανήκοντες στην ίδια κατηγορία. Η αντίληψη αυτή συντάσσεται πλήρως με το κυρίαρχο ιδεολογικό αξίωμα του νεοφιλελευθερισμού: ότι δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνον άτομα και οικογένειες.
Αντίστοιχη σημασία έχει και η θέση που προώθησε ο νεοφιλελευθερισμός αναφορικά με τη λεγόμενη «μεσαία τάξη». Ο βασικός στόχος αυτής της ρητορικής ήταν η δημιουργία διαχωρισμών στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, και προς τούτο επιλέχθηκαν τεχνητές διαφοροποιήσεις, κυρίως έναντι των πιο υποβαθμισμένων τμημάτων της, όπως είναι οι εργαζόμενοι σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι μετανάστες/μετανάστριες κ.ά. Ο διαχωρισμός δεν είναι ουδέτερος. Είναι πολιτικός και ιδεολογικός. Χτίστηκε σκόπιμα για να διασπάσει την εργατική τάξη και να αποδυναμώσει τη συλλογική της δύναμη. Παράλληλα, η χειρωνακτική εργασία απαξιώθηκε συστηματικά και ως πρόταγμα αναδείχτηκε το «να περνάμε καλά», η «ατομική ευημερία», η καριέρα, η επιτυχία, το διαδίκτυο, ο καταναλωτισμός, ενώ καλλιεργήθηκε συστηματικά η αίσθηση του ανικανοποίητου και η επιδίωξη της διαρκούς ευχαρίστησης. Η ιδεολογία της ατομικοποίησης πέρασε και στην οργάνωση της εργασίας. Ο ανταγωνισμός υποκατέστησε την αλληλεγγύη, ενώ συμπεριφορές όπως η δουλοπρέπεια, η έκπτωση αξιών έπαψαν να θεωρούνται κατάπτυστα ή εκφάνσεις «ταξικής προδοσίας». Η έκρηξη ενός μέρους του λεγόμενου τριτογενούς τομέα (τράπεζες, ΔΕΚΟ, Δημόσιο, εργασίες γραφείου, εργαζόμενοι στην πληροφορική κ.ά.), που φαινόταν να είναι πιο «καθαρός» σε σύγκριση με άλλους τομείς, και ιδιαίτερα από τον δευτερογενή, σε αντίθεση με τους «ακάθαρτους», δηλαδή τους «άλλους» (μετανάστες/-τριες, χειρώνακτες, εργαζόμενους σε υποβαθμισμένες και «βρώμικες» εργασίες, ακόμη και σε τμήματα του τριτογενούς ή του πρωτογενούς τομέα), δημιούργησε το έδαφος για τη διαμόρφωση της αντίληψης περί μιας πολυπληθούς «μεσαίας τάξης». Παρότι η φύση της εργασίας τους δεν διαφέρει ριζικά, οι πρώτοι αυτοτοποθετούνται στη «μεσαία τάξη», αποστρεφόμενοι την έννοια της εργατικής. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδυνάμωση της ταξικής συνείδησης και της συλλογικής δράσης.
Κι όμως! Η εργατική τάξη δεν έχει εξαφανιστεί. Έχει απλώς μετασχηματισθεί. Παλιά, συνδεόταν κυρίως με τη χειρωνακτική εργασία. Σήμερα, περιλαμβάνει κι άλλους τομείς. Στην πραγματικότητα η πλειονότητα των εργαζομένων είναι μισθωτοί και ανήκουν στην εργατική τάξη. Είναι όλοι όσοι εξαρτώνται από τον μισθό τους και διαθέτουν την εργασία τους για να επιβιώσουν. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης μου, Το Εργατικό Ζήτημα (έκδοση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, σελ. 113–118 και 133–142), το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 61%. Ωστόσο, το ποσοστό που αυτοπροσδιορίζεται ως εργατική τάξη είναι πολύ μικρότερο.
Ο νεοφιλελευθερισμός, μέσα από έναν απλουστευτικά περίτεχνο λόγο, επιχείρησε να ταυτίσει την εργατική τάξη αποκλειστικά με τη χειρωνακτική εργασία -όπως αυτή που εντοπίζεται στη βιομηχανία, τη βιοτεχνία, τις κατασκευές, τα ορυχεία, τις αγροτικές εργασίες, την καθαριότητα κ.λπ.- παραγνωρίζοντας σκόπιμα το γεγονός ότι η έννοιά της είναι πολύ ευρύτερη. Περιλαμβάνει όλους τους μισθωτούς που εργάζονται σε τομείς όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση, οι μεταφορές, τα ταχυδρομεία, οι τράπεζες, η υγεία, η εκπαίδευση, η ενέργεια, η ύδρευση, η οικοδομή, οι παραστατικές τέχνες, το Δημόσιο, οι ψηφιακές πλατφόρμες, κ.λπ.
Και εδώ τέθηκε το ερώτημα: Αν η χειρωνακτική εργασία και ο δευτερογενής τομέας μειώνονται, τότε αυτό δεν είναι ένδειξη συρρίκνωσης της εργατικής τάξης; Αν ναι, τότε τι απομένει; Κατά πως φαίνεται, απομένει η διεύρυνση της λεγόμενης «μεσαίας τάξης», δηλαδή των απασχολούμενων σε ένα τμήμα του «καθαρού» τριτογενή τομέα. Ωστόσο, η μεταβολή στη τεχνική σύνθεση της εργασίας, μέσω της ενίσχυσης του τριτογενούς τομέα, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της εργατικής τάξης. Το ότι μια εργασία χαρακτηρίζεται ως «καθαρή» δεν σημαίνει ότι εκείνος ή εκείνη που την ασκεί παύει να ανήκει στην εργατική τάξη. Απλώς έχει αλλάξει η φύση της εργασίας. Η εργατική τάξη δεν δημιουργείται από μόνη της. Συγκροτείται μέσα από τις διαδικασίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την επέκτασή του σε νέους, αναπτυσσόμενους κλάδους και, κυρίως, μέσω της ιεράρχησης μεταξύ «ανώτερων» («καθαρών» ή καλοπληρωμένων) και «κατώτερων» («βρώμικων» ή κακοπληρωμένων) θέσεων εργασίας. Πρόκειται για μια ιεράρχηση δομικής σημασίας, η οποία λειτουργεί ως μηχανισμός παραγωγής διαχωρισμών στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και διασφαλίζει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης.
Κατά συνέπεια, η κυριαρχία της αντίληψης περί «μεσαίας τάξης» σε συνδυασμό με την έλλειψη ιστορικής μνήμης διαμόρφωσε νέες γενιές ανθρώπων που γαλουχήθηκαν να σκέφτονται από τη σκοπιά των αφεντικών. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο νεοφιλελευθερισμός κατάφερε να αποδιαρθρώσει τις ταξικές ταυτότητες. Τί σημαίνει χάσιμο της ταξικής ταυτότητας; Σημαίνει αποσυλλογικοποίηση, αποϊδεολογικοποίηση, ατομικοποίηση, και άρα αποδιάρθρωση της εργατικής τάξης και συνακόλουθα των συνδικάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, η απαξίωση του «άλλου» ήρθε σαν ένας τρόπος ανάδειξης ενός αισθήματος «ανωτερότητας» έναντι εκείνων που νιώθουν ότι ανήκουν στην «κατώτερη τάξη». Η απόρριψη της εργατικής ταυτότητας συνδέθηκε με την επιδίωξη της «προσωπικής επιτυχίας». Πολλοί/-ες θεώρησαν ότι η «επιτυχία» σημαίνει απομάκρυνση από αυτή την ταυτότητα.
Όμως, το να αποδέχομαι ότι ανήκω στην εργατική τάξη δεν σημαίνει ότι είμαι «φουκαράς». Αντιθέτως, το να πιστεύω κάτι άλλο από αυτό που είμαι σε συνδυασμό με την αγωνία να γίνω «πετυχημένος/-η» είναι που δημιουργεί την αρνητική ταυτότητα. Διότι, φοβάμαι πως αν αναγνωρίσω αυτό που είμαι θα είναι σαν να απεμπολώ κάθε ελπίδα για «προσωπική ανέλιξη». Προτιμάμε, λοιπόν, την αποταύτιση, δηλαδή την απάρνηση της ταυτότητας μας, και έτσι τελειώνουμε γρήγορα με αυτό το θέμα με την μετέωρη απάντηση ότι «ανήκω στη μεσαία τάξη», άσχετα αν έτσι αυτοσακατεβόμαστε για χάρη μιας ελπίδας λεπίδας «ατομικής επιτυχίας». Η απόρριψη αυτής της ταυτότητας έγινε επειδή ευρύτερα στρώματα μισθωτών προτιμούν να νιώθουν «κάτι άλλο» από αυτό που είναι, να νιώθουν πιο κοντά στους προνομιούχους. Έπαψε η περηφάνεια του ανήκειν στους «μη προνομιούχους». Προτιμούν το «μεσαία τάξη», έστω κι αν η υλική πραγματικότητα το διαψεύδει. Όμως, αυτή η ψευδαίσθηση δεν οδηγεί στην άνοδο, αλλά στην εσωτερική σύγκρουση και τελικά στη ματαίωση. Διότι, το να νιώθεις ντροπή για αυτό που πραγματικά είσαι, είναι η απόλυτη ήττα. Και κάτι ακόμη χειρότερο: είναι το τέλειο εργαλείο χειραγώγησης. Είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αυτοϋποτίμησης, ο οποίος καταλήγει να παράγει ανθρώπους μίζερους, μνησίκακους, εριστικούς, δυστυχισμένους, δημιουργώντας μαζικά ψυχολογικά προβλήματα, που τα χρεώνεται ο καθένας και η καθεμιά σαν να είναι δικό του φταίξιμο. Αντιθέτως, η επίγνωση ότι ανήκω στην εργατική τάξη –όπως και σε εκείνα τα τμήματά της που έχουν πτυχία, μιλάνε ξένες γλώσσες, έχουν επιπρόσθετα προσόντα κ.λπ.- ενέχει χειραφετητικό δυναμικό. Διότι, σημαίνει ότι αναγνωρίζω τον εαυτό μου ως μέρος των πραγματικών δημιουργών αυτού του κόσμου, «που ανακαλύπτει τις συλλογικές δυνατότητες και τον συλλογικό πλούτο της αντιστεκόμενης τάξης του» (για περισσότερα βλ. «Υπάρχει εργατική τάξη; Κι αν ‘‘ναι’’ τι κάνει;», περιοδικό Τετράδια για εργατική χρήση, Νο 4, Σεπτέμβρης 2011, σελ. 11-13).
Η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο το σύστημα. Η Αριστερά (το μεγαλύτερο τμήμα της) και τα συνδικάτα φέρουν επίσης μερίδιο ευθύνης για τη διείσδυση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στο κοινωνικό σώμα. Η αμεριμνησία τους υπήρξε παροιμιώδης. Η μεν Αριστερά απομακρύνθηκε από τα εργατικά στρώματα, έπαψε να παρεμβαίνει δυναμικά σε αυτά, έδωσε μονομερή έμφαση στον δικαιωματισμό και όχι στα υλικά-ταξικά συμφέροντα. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με τα συνδικάτα, τα οποία αποδυναμώθηκαν τόσο λόγω των εσωτερικών τους παθογενειών όσο και εξαιτίας των δομικών μετασχηματισμών στην αγορά εργασίας, η οποία έγινε πιο ευέλικτη, πιο ατομική, πιο ανασφαλής. Επιπρόσθετα, η Αριστερά και τα συνδικάτα υιοθέτησαν τη γλώσσα και τη σκέψη των «από πάνω», του αντιπάλου, της εξουσίας. Μετέβαλλαν την αντίληψή τους για τον κοινωνικό κόσμο και εγκατέλειψαν την γλώσσα των «από κάτω», των εξουσιαζόμενων, όπως επισημαίνει εύστοχα ο Εριμπόν στο έργο του Επιστροφή στη Ρενς (εκδόσεις Νήσος, σελ. 126-128). Έτσι, η εργατική τάξη, αποκομμένη από τις ρίζες της, τα συμφέροντά της και τη θέση της στην πολιτική ζωή, άρχισε κι αυτή να σκέφτεται και να αντιμετωπίζει τον κόσμο με την οπτική και τη γλώσσα του αντιπάλου. Και αυτό είναι επικίνδυνο, όχι μόνο για την ίδια, αλλά για τη δημοκρατία συνολικά. Η αποκοπή της από τους αξιακούς κώδικες που την προσδιόριζαν, όπως η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη, που της έδιναν νόημα και αξιοπρέπεια, είχε ως συνέπεια την χαλάρωση των δεσμών της με τα κόμματα της Αριστεράς και τα συνδικάτα και, κατ’ επέκταση, τη διάλυση των ταξικών ταυτίσεων και ταυτοτήτων.
Όλα αυτά άνοιξαν τον δρόμο στον ακροδεξιό λαϊκισμό, του οποίου οι ιδεολογικές αναφορές (πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, στρατός, εθνικισμός, ρατσισμός, πατριαρχία κ.ά.) είναι βαθιά εσωτερικευμένες στον ψυχισμό μας, ήδη από την παιδική μας ηλικία, και συνεπώς πιο άμεσα αντιληπτές. Ο ακροδεξιός λόγος εργαλειοποιεί τη διάχυτη κοινωνική δυστοπία και τον φόβο, μετατοπίζοντας το ταξικό ζήτημα στο πεδίο του εθνικού. Ο κοινωνικός θυμός δεν στοχεύει προς τα πάνω, αλλά διοχετεύεται στους αδύναμους (μετανάστες, φτωχούς, διαφορετικούς) και σε όσους/-ες τους υποστηρίζουν (αριστεροί, προοδευτικοί, μαρξιστές, κ.λπ). Έτσι, η ταξική αγανάκτηση μετατρέπεται σε εθνικιστικό μίσος. Τελικά, οδηγούμαστε σε μια μορφή άρνησης του εαυτού, καθώς η εργατική τάξη αποκόπτεται από το παρελθόν της και υιοθετεί ένα ατομικιστικό μοντέλο ζωής και μια εξατομικευμένη αντίληψη για την κοινωνία, που δεν προσφέρει ούτε ασφάλεια ούτε ελπίδα Αντί να διεκδικεί, απομονώνεται. Αντί να ενωθεί, χωρίζεται.
Αν θέλουμε να σταθούμε ξανά στα πόδια μας, αν επιθυμούμε να ανακτήσουμε τον συλλογικό μας βηματισμό, οφείλουμε να υπερβούμε την αυτάρεσκη αναφορά στη «μεσαία τάξη» ως καταφύγιο ταυτότητας και να επαναφέρουμε τις ταξικές ταυτότητες, όπως πάλι λέει ο Εριμπόν. Η αποδοχή της ένταξής μας στην εργατική τάξη δεν συνιστά υποχώρηση ή ήττα. Δεν είναι ντροπή. Αντιθέτως, αποτελεί πηγή αξιοπρέπειας και δύναμης.
Είναι, πλέον, καιρός να επανασυνδεθούμε με την ουσία της εργατικής τάξης ως εκείνου του σώματος που παράγει τον πλούτο, που στηρίζει τις λειτουργίες της οικονομίας και της κοινωνίας, που κινεί τον κόσμο. Και να νιώσουμε περήφανοι γι’ αυτό. Η αναγνώριση αυτής της θέσης συνιστά όχι απλώς πράξη αυτογνωσίας, αλλά και πολιτική συνείδηση. Η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η εργατική περηφάνια δεν είναι ντροπή. Δεν είναι έννοιες παρωχημένες. Είναι η βάση για κάθε ουσιαστική συλλογική διεκδίκηση. Κι αν κάτι μπορεί να αναστρέψει τη μιζέρια, την απογοήτευση, τη μοναξιά και την κοινωνική παρακμή, αν θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα δίκαιο μέλλον, τότε η αναγνώριση της κοινής μας θέσης και των κοινών μας συμφερόντων δεν αποτελεί απλώς ένα αμυντικό μηχανισμό, δεν μας καθιστά απλώς παρόντες, αλλά μας καθιστά ισχυρούς. Διότι, δεν είμαστε μόνοι/-ες, είμαστε πολλοί και πολλές.
Ας επαναφέρουμε τις ταξικές ταυτότητες και ας τονώσουμε αυτό που ήξεραν οι παλαιότεροι: την εργατική περηφάνεια.
*Επιστημονικός συνεργάτης ΙΝΕ ΓΣΕΕ