Michael Roberts Blog – 10 Δεκεμβρίου 2025
Extreme inequality – and what to do about it – Michael Roberts Blog
Η πιο πρόσφατη Έκθεση Παγκόσμιας Ανισότητας 2026 αποκαλύπτει το έντονο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στον κόσμο – ένα χάσμα που διευρύνεται σε ακραίο βαθμό. Με βάση δεδομένα που συνέλεξαν 200 ερευνητές του World Inequality Lab, η έκθεση διαπιστώνει ότι λιγότεροι από 60.000 άνθρωποι – το 0,001% του παγκόσμιου πληθυσμού – ελέγχουν τριπλάσιο πλούτο από το σύνολο του φτωχότερου μισού της ανθρωπότητας.
Το 2025, το πλουσιότερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού κερδίζει περισσότερο από το υπόλοιπο 90%, ενώ το φτωχότερο μισό λαμβάνει λιγότερο από το 10% του συνολικού παγκόσμιου εισοδήματος. Ο πλούτος – η αξία των περιουσιακών στοιχείων – είναι ακόμη πιο συγκεντρωμένος από το εισόδημα: το πλουσιότερο 10% κατέχει το 75% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το φτωχότερο μισό μόλις το 2%.

Σε σχεδόν κάθε περιοχή του κόσμου, το πλουσιότερο 1% κατέχει περισσότερο πλούτο από το συνολικό 90%, ενώ η ανισότητα πλούτου αυξάνεται ραγδαία παντού. «Το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος όπου μια μικροσκοπική μειοψηφία κατέχει πρωτοφανή οικονομική δύναμη, ενώ δισεκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν αποκλεισμένοι ακόμη και από τη βασική οικονομική σταθερότητα», αναφέρουν οι συγγραφείς.


Αυτή η συγκέντρωση δεν είναι απλώς επίμονη, αλλά επιταχύνεται. Από τη δεκαετία του 1990, ο πλούτος δισεκατομμυριούχων και εκατομμυριούχων αυξάνεται με περίπου 8% ετησίως – σχεδόν διπλάσιο ρυθμό από εκείνον του φτωχότερου μισού του πληθυσμού. Οι φτωχότεροι έχουν κάποια μικρή πρόοδο, όμως αυτή επισκιάζεται από τη θεαματική συσσώρευση στην κορυφή. Το μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου που κατέχει το ανώτερο 0,001% αυξήθηκε από σχεδόν 4% το 1995 σε πάνω από 6%. Ο πλούτος των πολυεκατομμυριούχων αυξάνεται κατά περίπου 8% ετησίως από τη δεκαετία του ’90 – δηλαδή με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό από το κατώτερο 50% του πληθυσμού.

Πέρα από την οικονομική ανισότητα, η έκθεση διαπιστώνει ότι αυτή τροφοδοτεί και ανισότητα αποτελεσμάτων: για παράδειγμα, οι δαπάνες εκπαίδευσης ανά παιδί στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική είναι πάνω από 40 φορές μεγαλύτερες από εκείνες στην υποσαχάρια Αφρική – ένα χάσμα τριπλάσιο του αντίστοιχου κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Και η ανισότητα παράγει περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Η έκθεση δείχνει ότι το φτωχότερο μισό της ανθρωπότητας ευθύνεται μόλις για το 3% των εκπομπών που συνδέονται με την ιδιωτική κατοχή κεφαλαίου, ενώ το πλουσιότερο 10% ευθύνεται περίπου για το 77%.

Το εισόδημα είναι άνισα κατανεμημένο παντού, με το πλουσιότερο 10% να αποσπά σταθερά πολύ περισσότερα από το φτωχότερο 50%. Αλλά στον πλούτο, η συγκέντρωση είναι ακόμη πιο ακραία: σε όλες τις περιοχές, το πλουσιότερο 10% ελέγχει πάνω από το μισό του συνολικού πλούτου, αφήνοντας το φτωχότερο μισό με απειροελάχιστο ποσοστό.

Οι παγκόσμιοι μέσοι όροι κρύβουν τεράστια χάσματα μεταξύ περιοχών. Ο κόσμος χωρίζεται σε καθαρά εισοδηματικά επίπεδα: υψηλού εισοδήματος περιοχές όπως η Βόρεια Αμερική, η Ωκεανία και η Ευρώπη· μεσαίου εισοδήματος όπως η Ρωσία και η Κεντρική Ασία, η Ανατολική Ασία και η Μέση Ανατολή/Βόρεια Αφρική· και πολυπληθείς περιοχές όπου το μέσο εισόδημα παραμένει χαμηλό, όπως η Λατινική Αμερική, η Νότια & Νοτιοανατολική Ασία και η υποσαχάρια Αφρική.

Ένα άτομο στη Βόρεια Αμερική & Ωκεανία κερδίζει κατά μέσο όρο 13 φορές περισσότερο από κάποιον στην υποσαχάρια Αφρική και τρεις φορές περισσότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Με άλλα λόγια, το μέσο ημερήσιο εισόδημα στη Βόρεια Αμερική & Ωκεανία είναι περίπου 125€, σε σύγκριση με μόλις 10€ στην υποσαχάρια Αφρική – και αυτά είναι μέσα επίπεδα: μέσα σε κάθε περιοχή πολλοί ζουν με πολύ λιγότερα.
Περίπου το 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ ρέει κάθε χρόνο από φτωχότερες σε πλουσιότερες χώρες μέσω καθαρών μεταφορών εισοδήματος που σχετίζονται με υψηλές αποδόσεις και χαμηλές πληρωμές τόκων από τα χρέη των πλούσιων χωρών – σχεδόν τρεις φορές το παγκόσμιο ύψος αναπτυξιακής βοήθειας. Η ανισότητα είναι βαθιά ενσωματωμένη στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η υπάρχουσα διεθνής αρχιτεκτονική είναι δομημένη με τρόπους που παράγουν συστηματικά ανισότητα: οι χώρες που εκδίδουν αποθεματικά νομίσματα μπορούν να δανείζονται φθηνά και να προσελκύουν παγκόσμιες αποταμιεύσεις, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν το αντίθετο: ακριβά χρέη, χαμηλές αποδόσεις και συνεχή εκροή εισοδήματος.

Η ισχύς του κεφαλαίου εκφράζεται και μεταξύ κρατών. Εξαιρώντας χώρες με πληθυσμό κάτω των 10 εκατομμυρίων, οι δέκα πλουσιότερες χώρες έχουν όλες θετικό καθαρό εισόδημα από το εξωτερικό. Αντίθετα, οι δέκα φτωχότερες χώρες του κόσμου είναι πρώην αποικίες, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική, και εμφανίζουν τα αντίθετα μοτίβα: πληρώνουν σημαντικό καθαρό εισόδημα προς τον υπόλοιπο κόσμο. Στην πράξη, στέλνουν έξω περισσότερα χρήματα από όσα λαμβάνουν. Αυτή η «αιμορραγία» περιορίζει τη δυνατότητά τους να επενδύσουν σε υποδομές, υγεία και εκπαίδευση – κρίσιμους παράγοντες για έξοδο από τη φτώχεια. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που δεν μπορούν να «προλάβουν» τον Παγκόσμιο Βορρά.
Μπορούμε να κάνουμε κάτι για τη μείωση της ανισότητας; Στον πρόλογο της έκθεσης, ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς επανέλαβε την πρόταση για μια διεθνή επιτροπή αντίστοιχη της IPCC για το κλίμα, η οποία θα «παρακολουθεί την ανισότητα παγκοσμίως και θα παρέχει αντικειμενικές, τεκμηριωμένες προτάσεις». Οι συγγραφείς της έκθεσης λένε ότι οι ανισότητες μπορούν να μειωθούν με δημόσιες επενδύσεις στην υγεία και την εκπαίδευση και με «αποτελεσματική» φορολόγηση και αναδιανομή. Παρατηρούν ότι σε πολλές χώρες οι υπερπλούσιοι γλιτώνουν τη φορολογία. Φορολογικοί παράδεισοι υπάρχουν παντού. Ένας παγκόσμιος φόρος 3% σε λιγότερους από 100.000 εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους θα απέφερε 750 δισ. δολάρια ετησίως – όσο είναι ο προϋπολογισμός εκπαίδευσης των χωρών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Η έκθεση προτείνει και άλλες πολιτικές:
– δημόσιες επενδύσεις στην υγεία και την εκπαίδευση·
– αναδιανεμητικά προγράμματα (μεταβιβάσεις μετρητών, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, στοχευμένη στήριξη ευάλωτων νοικοκυριών)·
– δικαιότερη φορολογία με προοδευτικούς φόρους στους πλουσιότερους·
– μεταρρύθμιση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, με προτάσεις όπως η υιοθέτηση ενός παγκόσμιου νομίσματος και κεντρικά συστήματα χρέωσης/πίστωσης.
Η έκθεση δείχνει ότι οι αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις πράγματι μειώνουν την ανισότητα, ιδίως όταν τα συστήματα είναι καλά σχεδιασμένα και εφαρμόζονται σταθερά. Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική & Ωκεανία, οι πολιτικές φόρων και μεταβιβάσεων μειώνουν τα εισοδηματικά κενά πάνω από 30%. Ακόμη και στη Λατινική Αμερική, οι πολιτικές μετά τη δεκαετία του 1990 έχουν μειώσει τις ανισότητες. Με άλλα λόγια, χωρίς τέτοιες πολιτικές, η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη.
Αλλά η έκθεση αναγνωρίζει ένα βασικό πρόβλημα: οι πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές εισοδήματος έχουν αυξηθεί για τους περισσότερους, αλλά έχουν πέσει απότομα για τους δισεκατομμυριούχους και εκατομμυριούχους. Οι ελίτ πληρώνουν αναλογικά λιγότερα από νοικοκυριά με πολύ χαμηλότερα εισοδήματα. Αυτό στερεί από τα κράτη πόρους για κρίσιμες κοινωνικές επενδύσεις (εκπαίδευση, υγεία, δράσεις για το κλίμα) και υπονομεύει τη δικαιοσύνη και την κοινωνική συνοχή, μειώνοντας την εμπιστοσύνη στο φορολογικό σύστημα. Η λύση, κατά τους συγγραφείς, είναι η επιστροφή σε προοδευτική φορολογία, που «όχι μόνο κινητοποιεί έσοδα για δημόσια αγαθά και μείωση της ανισότητας, αλλά και ενισχύει τη νομιμοποίηση του φορολογικού συστήματος εξασφαλίζοντας ότι όσοι έχουν τα περισσότερα μέσα συμβάλλουν το δίκαιο μερίδιό τους».
Συνοπτικά, η έκθεση προτείνει:
παρακολούθηση της ανισότητας·
αναδιανομή μέσω προοδευτικής φορολογίας και κοινωνικών μεταβιβάσεων·
περισσότερες δημόσιες επενδύσεις στην υγεία και την εκπαίδευση·
ένα παγκόσμιο νομισματικό σύστημα.
Τι λείπει;
Δεν υπάρχει καμία πολιτική για ριζική αλλαγή της κοινωνικοοικονομικής δομής της παγκόσμιας οικονομίας – δηλαδή, ο καπιταλισμός παραμένει ως έχει. Οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου – τράπεζες, ενεργειακές εταιρείες, εταιρείες τεχνολογίας και ΜΜΕ, φαρμακευτικές εταιρείες και οι δισεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες τους – δεν θίγονται. Το ζητούμενο είναι απλώς να φορολογηθούν περισσότερο και τα κράτη να δαπανήσουν τα έσοδα για κοινωνικές ανάγκες. Πρόκειται για πολιτική αναδιανομής της υπάρχουσας ανισότητας, όχι προ-διανομής, δηλαδή αλλαγής της ίδιας της κοινωνικής δομής που δημιουργεί αυτές τις ανισότητες, δηλαδή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Σε προηγούμενες μελέτες έχω δείξει ότι η υψηλή ανισότητα στον προσωπικό πλούτο συνδέεται στενά με την ανισότητα στο εισόδημα. Βρήκα θετική συσχέτιση περίπου 0,38: όσο μεγαλύτερη η ανισότητα πλούτου σε μια οικονομία, τόσο μεγαλύτερη και η ανισότητα εισοδήματος. Ο πλούτος γεννά πλούτο· περισσότερος πλούτος γεννά περισσότερο εισόδημα. Μια πολύ μικρή ελίτ κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα χρηματοοικονομικά μέσα, και έτσι ιδιοποιείται το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου και του εισοδήματος. Η συγκέντρωση του πλούτου αφορά ουσιαστικά την ιδιοκτησία του παραγωγικού κεφαλαίου. Το μεγάλο κεφάλαιο (χρηματοπιστωτικό και επιχειρηματικό) ελέγχει τις επενδύσεις, την απασχόληση και τις οικονομικές αποφάσεις του κόσμου. Ένας πυρήνας 147 εταιρειών, μέσω αλληλοσυνδεόμενων συμμετοχών, ελέγχει το 40% του πλούτου στο παγκόσμιο δίκτυο σύμφωνα με το Ελβετικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας. Συνολικά 737 εταιρείες ελέγχουν το 80%.
Αυτή είναι η ανισότητα που έχει σημασία για τη λειτουργία του καπιταλισμού – η συγκεντρωμένη δύναμη του κεφαλαίου. Και επειδή η ανισότητα πλούτου προκύπτει από τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και χρηματοδότησης στα χέρια λίγων, και επειδή αυτή η δομή παραμένει άθικτη, κάθε πολιτική αναδιανομής μέσω φόρων στο εισόδημα και τον πλούτο θα αποτυγχάνει να αλλάξει ουσιαστικά και μόνιμα τη διανομή τους.
Στο σημείο αυτό λέγεται συχνά ότι η δημόσια ιδιοκτησία χρηματοπιστωτικών και βασικών τομέων της οικονομίας είναι ουτοπική και αδύνατη – ότι δεν θα συμβεί ποτέ χωρίς κάποια λαϊκή επανάσταση – που επίσης δεν θα συμβεί. Η δική μου απάντηση είναι ότι οι υποτιθέμενες λιγότερο ριζοσπαστικές πολιτικές, όπως η προοδευτική φορολογία, η μαζική δημόσια επένδυση ή η παγκόσμια συνεργασία για διακοπή της εκροής πόρων από τον Παγκόσμιο Νότο προς τον Παγκόσμιο Βορρά, είναι εξίσου «ουτοπικές».
Ποια κυβέρνηση των G7 είναι πρόθυμη να υιοθετήσει τέτοιες πολιτικές; Καμία. Πόσο κοντά έχουν φτάσει στην εφαρμογή τους τα τελευταία δέκα ή είκοσι χρόνια; Καθόλου – αντίθετα, οι κυβερνήσεις έχουν μειώσει τη φορολογία για τους πλούσιους και τις μεγάλες εταιρείες, την έχουν αυξήσει για τους υπόλοιπους και οι δημόσιες επενδύσεις για κοινωνικές ανάγκες έχουν μειωθεί. Και υπάρχει κάποια διεθνής συνεργασία για να σταματήσει η εκμετάλλευση των χωρών του Νότου από πολυεθνικές και τράπεζες ή για τον τερματισμό των ιδιωτικών τζετ και της παραγωγής ορυκτών καυσίμων; Όχι.
Οι συγγραφείς της έκθεσης λένε: «Η ανισότητα είναι πολιτική επιλογή. Είναι αποτέλεσμα των πολιτικών μας, των θεσμών και της διακυβέρνησης». Αλλά η ανισότητα δεν είναι αποτέλεσμα των «δικών μας» πολιτικών, θεσμών και διακυβέρνησης, αλλά αποτέλεσμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας του κεφαλαίου και κυβερνήσεων που δεσμεύονται να το στηρίζουν. Αν αυτό δεν αλλάξει, η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου – σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο – θα παραμείνει και θα συνεχίσει να επιδεινώνεται.
