Λεωνίδας Καρίγιαννης – Τάκης Μαστρογιαννόπουλος 10/01/2024 Αναδημοσίευση από tvxs
Ο σημερινός πρόεδρος της Βραζιλίας Λούλα είχε υποστηρίξει ότι «Η δεξιά κάνει ότι θέλει. Εμείς κάνουμε ότι μπορούμε». Αποδείχθηκε όμως ότι το να κάνει μια αριστερή κυβέρνηση όχι ότι θέλει –να εφαρμόσει δηλαδή το πρόγραμμα με το οποίο εκλέχτηκε- αλλά αντίθετα να περιοριστεί από τις δεσμεύσεις του αστικού κράτους και να κάνει μόνον ότι μπορεί στα πλαίσια του συστήματος, οδηγείται τελικά αργά ή γρήγορα στην πολιτική απαξίωση.
Όπως έχουν δείξει και οι εξελίξεις σε μια σειρά χώρες τόσο της Ευρώπης όσο και της Νότιας Αμερικής –χωρίς βέβαια να εξαιρούνται οι υπόλοιπες- οι υποχωρήσεις στις πιέσεις του αστικού συστήματος εξουσίας, τόσο με νόμιμα όσο και με παράνομα μέσα, οδηγούν σε κρίση εμπιστοσύνης και σε απόγνωση, διαρρηγνύουν τις σχέσεις με τις εργαζόμενες τάξεις και ενισχύουν την άκρα δεξιά η οποία με λαϊκίστικη φρασεολογία καλλιεργεί ένα φιλολαϊκό προσωπείο έχοντας την υποστήριξη, άλλοτε φανερή και άλλοτε παρασκηνιακή, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων οι οποίοι ελέγχουν και την συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ – των διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Η ιστορική εμπειρία…και το σήμερα
Πρόκειται για παλιά ιστορία. Στην Γερμανία του μεσοπολέμου ήταν οι επιχειρηματικοί γίγαντες –Κρουπ, Ζίμενς, Τύσσεν, Φόγκλερ κ.α- οι οποίοι ενίσχυσαν οικονομικά και όχι μόνον το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ και τα παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου. Ο Άλφρεντ Κρουπ, της πασίγνωστης βιομηχανίας χάλυβα, από τους φανατικούς υποστηρικτές του ναζιστικού καθεστώτος, ομολόγησε αργότερα, στα 1945, ότι «Είχαμε την εντύπωση πως ο Χίτλερ θα μας έφερνε υγιή εξέλιξη. Πραγματικά το έκανε (…) Χρειαστήκαμε μια σκληρή και δυνατή ηγεσία, ο Χίτλερ μας έδωσε και τα δυο». Όταν μάλιστα ρωτήθηκε για το εβραϊκό ολοκαύτωμα με κυνισμό δήλωσε ότι «Όταν αγοράζεις καλό άλογο πρέπει να αποδεχθείς μερικά ελαττώματα».
Οι καταστροφικές και αιματηρές συνέπειες για την ανθρωπότητα από την επικράτηση των φασιστικών κομμάτων στην Γερμανία και την Ιταλία είναι γνωστές.
Δυστυχώς από αυτό το μάθημα ιστορίας οι κυρίαρχες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις δεν έβγαλαν ή καλύτερα δεν ήθελαν να βγάλουν τα αναγκαία συμπεράσματα. Ποντάρουν και πάλι στα «καλά άλογα», στην άκρα δεξιά -στα κόμματα της Μελόνι, της Λεπέν, του Ούρμπαν και tutti quanti- ελπίζοντας ότι αυτή την φορά, σε αντίθεση με τα φασιστικά καθεστώτα, θα τα ελέγχουν.
Η αριστερά –ιδιαίτερα μάλιστα αυτή που αποσκοπεί στη διακυβέρνηση της χώρας- πρέπει με τη σειρά της να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα. Η λογική του μικρότερου κακού –η επιλογή για παράδειγμα του Μακρόν αντί της Λεπέν – αποδυναμώνεται από χρόνο σε χρόνο και οδηγεί την αποχή από τις εκλογές σε θεόρατα ύψη. Η αποχή είναι πλέον το πρώτο «κόμμα» στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης!
Ο Ε. Τσακαλώτος στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό υποστήριξε ότι «Η χώρα χρειάζεται έναν άλλον συνασπισμό, που δεν θα είναι μόνο υπέρ της αναδιανομής και υπέρ ενός άλλου κοινωνικού μπλοκ, αλλά θα προωθεί μεταρρυθμίσεις για ένα αναπτυξιακό κράτος. Μαζί με τον κόσμο της εργασίας ως συστατικό στοιχείο της ανάπτυξης αυτής. Γνωρίζοντας ότι υπάρχουν περιορισμοί, και της ΕΕ και των χρηματαγορών, αλλά ξέροντας κιόλας ότι ο κόσμος αλλάζει, όταν κάποιο κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων έχει μία στρατηγική, που σπρώχνει την περίμετρο του εφικτού»
Το ερώτημα που τίθεται: ποια θα είναι αυτή στρατηγική –ποιο προγραμματικό πλαίσιο- και ποιες θα είναι οι μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε ένα «αναπτυξιακό κράτος» και θα σπρώξουν, δηλαδή θα μεγαλώσουν, την «περίμετρο του εφικτού». Αυτό όμως που χρειάζεται απάντηση –και είναι το πιο βασικό- είναι το πώς θα αντιμετωπιστούν οι περιορισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ευρωζώνης και των χρηματαγορών οι οποίοι είναι ασφυκτικοί πάνω στις εθνικές κυβερνήσεις. Ο Σόιμπλε μας άφησε χρόνους αλλά το πνεύμα και η πολιτική του είναι κυρίαρχη στην Ευρώπη.
Η νέα γαλλογερμανική συμφωνία για το μέλλον της Ευρώπης και της ευρωζώνης -περισσότερο γερμανική παρά γαλλική- μόνον αισιοδοξία δεν προσφέρει. Η νέα συμφωνία διατηρεί σχεδόν ανέπαφους τους βασικούς νεοφιλελεύθερους στόχους του περιβόητου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης: τα δημοσιονομικά ελλείμματα κάτω του 3% του ακαθάριστου ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ.
Οι εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να υιοθετήσουν, παρά τις επιμέρους αλλαγές, όπως η γαλλική πρόταση για το «περιθώριο ανθεκτικότητας», ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο ώστε να μειωθεί το έλλειμμα και το χρέος να ακολουθήσει «μια εύλογη καθοδική πορεία». Το σχέδιο αυτό θα χρειάζεται και πάλι την έγκριση της ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο αφορισμός του υπουργού οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντερ ότι η χώρα του δεν συμφωνούσε ποτέ σε «κανόνες που δεν είναι αυστηροί» δίνει το στίγμα της ευρωπαϊκής πολιτικής και τη νέα περίοδο. Το φάντασμα του Σόιμπλε πλανάται και πάλι πάνω από την Ευρώπη
Ασφαλώς και χρειάζεται ένας απολογισμός της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ. Ποια είναι τα συμπεράσματα από τον συμβιβασμό του 2015; Υπήρχε, ή μπορούσε να υπάρξει, εναλλακτική πολιτική; Είναι μια συζήτηση, ένας απολογισμός, που πρέπει να γίνει με ψυχραιμία και υπό το φως των εξελίξεων.
Παρόλα αυτά, περισσότερη αξία έχουν οι απαντήσεις για το μέλλον.
Ανάγκη για ένα πρόγραμμα μετάβασης
Το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς πρέπει να έχει ως στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία. Πως όμως συνδέεται αυτός ο στρατηγικός στόχος με την σημερινή πραγματικότητα η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με την πολλαπλή κρίση του συστήματος –κρίση οικονομική, κρίση περιβαλλοντική, κρίση κοινωνική, κρίση πολιτική κλπ.;
Η υιοθέτηση ενός προγράμματος μετάβασης, το οποίο να συνδέει τα άμεσα αιτήματα με τον στρατηγικό στόχο είναι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αναγκαία.
Το πρόγραμμα ενός αριστερού, ριζοσπαστικού κόμματος δεν μπορεί να εκφράζει τα συμφέροντα των «παραγωγικών τάξεων» και των φορέων της «υγιούς επιχειρηματικότητας» και ταυτόχρονα τα συμφέροντα των ανέργων, των επισφαλώς εργαζομένων, των χαμηλόμισθων, των συνταξιούχων με συντάξεις πείνας κλπ. Το προγραμματικό πλαίσιο ενός αριστερού κόμματος -και πολύ περισσότερο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς- αν θέλει να είναι ριζοσπαστικό και καινοτόμο, θα πρέπει να είναι ένα μεροληπτικό πρόγραμμα και όχι μια προγραμματική ΕΑΔΕ, ένα πρόγραμμα «εντός πλαισίου». Ένα πρόγραμμα το οποίο θα συνδέει τα άμεσα αιτήματα με τους ιστορικούς στόχους του κινήματος, τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, κυρίαρχη πολιτική στον πλανήτη, καταστρέφει την κοινωνία, οδηγεί στην κοινωνική εξαθλίωση και την ανθρωπιστική κρίση, λεηλατεί μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές, καταστρέφει τις κοινωνικές υποδομές, διαλύει την δημόσια υγεία και παιδεία, οδηγεί σε πρωτοφανή ανεργία εκατομμύρια εργαζόμενους, κυρίως νέους και νέες και μεταφέρει, με τον πιο βίαιο και προκλητικό για τα μεταπολεμικά χρόνια τρόπο, τον πλούτο από τα φτωχά λαϊκά στρώματα προς τους ιδιοκτήτες των τραπεζών, τους Έλληνες και ξένους επιχειρηματίες, τους εφοπλιστικούς ομίλους, τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και τους κατόχους του πλούτου. Δημιουργεί χρεοκοπημένα νοικοκυριά. Καταστρέφει το περιβάλλον. Η κυβέρνηση, το «επιτελικό κράτος» της ΝΔ αποτελεί τον πιο συνεπή εκφραστή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην χώρα.
Όπως έχουν δείξει και οι εξελίξεις, η αριστερά από δω και πέρα πρέπει –για να χρησιμοποιήσουμε τον αφορισμό του Λούλα- να κάνει «ότι θέλει», να εφαρμόζει το πρόγραμμα της, και όχι μόνο ότι μπορεί, να αποδέχεται δηλαδή επώδυνους συμβιβασμούς που την απομακρύνουν από τις κοινωνικές της βάσεις με αποτέλεσμα την ενίσχυση του ακροδεξιού λαϊκισμού. Η λογική του μικρότερου κακού, είναι φανερό πλέον, ότι δεν έχει μέλλον.
Η υιοθέτηση και κυρίως η εφαρμογή ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων είναι ικανή, για να χρησιμοποιήσω τον ορισμό του Ε. Τσακαλώτου, να «σπρώξει την περίμετρο» από την σημερινή ζοφερή πραγματικότητα σε μια πολιτική υπέρ των κατώτερων τάξεων, των εργατών, των αγροτών, των συνταξιούχων, των ανέργων κλπ. Μια πορεία αυτού του τύπου, που δεν θα είναι ένας στείρος και αδιέξοδος κυβερνητισμός, θα εμπνεύσει και θα δώσει ελπίδα στους εργαζόμενους και ιδιαίτερα την νεολαία. Θα τους φέρει και πάλι -εγκαταλείποντας τους αδιέξοδους δόμους της αποχής σε όλα τα επίπεδα- στο προσκήνιο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, γεγονός που θα δώσει στο κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, την αναγκαία κοινωνική βάση για την εφαρμογή στη συνέχεια, είτε αυτόνομα είτε στα πλαίσια μιας συμμαχικής κυβέρνησης, ενός ριζοσπαστικού προγράμματος μετάβασης, το οποίο, προσφέροντας λύσεις στα τρομερά όσο και άλυτα προβλήματα που προκαλεί ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός στη εποχής μας, θα ανοίγει τον δρόμο στον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού.
Μια τέτοια πορεία, κατά την οποία η μεγάλη πλειοψηφία του έθνους επιθυμεί ριζικές αλλαγές -ας θυμηθούμε το ανεπανάληπτο δημοψήφισμα του 2015- θα βρεθεί στο εσωτερικό της χώρας αντιμέτωπη με τις κυρίαρχες τάξεις και όλους τους μηχανισμούς –κόμματα, ΜΜΕ, τμήματα του κρατικού μηχανισμού, της δικαιοσύνης κλπ.- και στο εξωτερικό με τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς», στην ουσία με τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές οικονομικές και πολιτικές ελίτ, οι οποίες απαιτούν την εφαρμογή της πολιτικής του «μαύρου μηδενικού», δηλαδή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και των σκληρών νεοφιλελεύθερων μέτρων.
Για το πως θα αντιμετωπίσει η αριστερά, τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως κυβέρνηση, αυτές τις επιθέσεις είναι μια συζήτηση που πρέπει -υπό το φως των εξελίξεων και των εμπειριών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ- να ανοίξει, και να ανοίξει σήμερα.
Η ΝΔ κυριαρχεί σήμερα απόλυτα στο πολιτικό πεδίο, αλλά όπως υποστήριξε και ο Όσκαρ Ουάϊλντ «όλοι ζούμε στον υπόνομο, μα κάποιοι από εμάς κοιτάνε τ’ αστέρια», με την έννοια πως ενώ οι απαισιόδοξοι βλέπουν δυσκολίες σε κάθε ευκαιρία, οι αισιόδοξοι βλέπουν ευκαιρίες σε κάθε δυσκολία. Και οι αριστεροί, όντας οραματιστές, είναι από την ιδεολογία τους αισιόδοξοι..