Φεβ 23, 2025 – 20:02 Αναδημοσίευση από την Η ΕΠΟΧΗ
Στον πολύ ενδιαφέροντα πολιτικό διάλογο για την πραγματική φτώχεια που διεξάγεται από τις στήλες της Εποχής (βλ. «Τα πράγματα (δεν) πάνε καλά. Σκέψεις πάνω στο δημοφιλές συμπέρασμα», «Μιζέρια των αριθμών ή αριθμοί της μιζέριας;» και «Φτώχεια και φτωχή κατανόηση») υπάρχει μια πολύ σημαντική παράμετρος που δεν έχει ληφθεί υπόψη ως τώρα: η πληθωριστική ανισότητα, δηλαδή η προσαρμογή του πληθωρισμού με βάση τον αντίκτυπό του στα νοικοκυριά σε διαφορετικά επίπεδα εισοδήματος, η οποία ωθεί πολλά από αυτά, που φαίνεται να είναι πάνω από το όριο της φτώχειας, να πέφτουν κάτω από αυτό.
Τον 19ο αιώνα ο Γερμανός οικονομολόγος Ερνστ Ένγκελ, παρατήρησε μια στενή σχέση μεταξύ των διακυμάνσεων στις δαπάνες και του επιπέδου του εισοδήματος. Αυτή η σχέση έχει να κάνει με την αύξηση του εισοδήματος και το ποσοστό που αφιερώνεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών. Η σχέση αυτή ορίστηκε ως νόμος του Ένγκελ και δείχνει ότι καθώς οι άνθρωποι λαμβάνουν λιγότερο πραγματικό εισόδημα, τόσο μεγαλύτερο είναι το μέρος αυτού που διαθέτουν σε τρόφιμα. Όμως, ακόμη κι αν το εισόδημα αυξάνεται αλλά για μία κατηγορία ανθρώπων η αύξηση αυτή υπολείπεται σοβαρά της αύξησης που απολαμβάνει μία άλλη κατηγορία, τότε η πρώτη κατηγορία συνεχίζει να αφιερώνει πολύ μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος της σε τρόφιμα συγκριτικά με τη δεύτερη κατηγορία που μπορεί και διαθέτει μεγαλύτερο μέρος σε εκπαίδευση, υγεία και αναψυχή.
Γνωρίζοντας από τον νόμο του Ένγκελ ότι τα νοικοκυριά με διαφορετικά εισοδήματα καταναλώνουν ξεχωριστές δέσμες αγαθών και υπηρεσιών κι ότι ο πληθωρισμός επηρεάζει άνισα τις εισοδηματικές ομάδες, συμπεραίνουμε με βάση την πολλαπλάσια του μέσου πληθωρισμού εκτίναξη του πληθωρισμού τροφίμων πως η πληθωριστική ανισότητα και φτώχεια πρέπει να έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο από αυτή που λογαριάζει το μέσο εισόδημα και πληθωρισμός. Ωστόσο, το πόσο μπορεί να είναι το μέγεθος αυτής της διαφοράς δεν γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα λόγω έλλειψης μετρήσεων και στοιχείων για την κλίμακα και τα αίτια αυτής της ανισότητας.
Το κενό αυτό ήλθαν να καλύψουν δύο πρόσφατες έρευνες που τεκμηρίωσαν υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού για νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος για καταναλωτικά συσκευασμένα αγαθά (π.χ. Kaplan και Schulhofer-Wohl 2017, Jaravel 2019) αλλά κυρίως μια φετινή έρευνα σχετικά με τις ΗΠΑ (“Distributional consumer price indices and the measurement of inequality” 30/1/25, VoxEU) η οποία διαχωρίζοντας ανά κοινωνικοδημογραφικές ομάδες (π.χ. ποσοστά εισοδήματος, ηλικία, φυλή, επάγγελμα) κατασκεύασε «δείκτες τιμών καταναλωτή διανομής» που επιτρέπουν την παρακολούθηση των διανεμητικών επιπτώσεων του πληθωρισμού από το 2002 και μετά.
Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν να αποκαλυφθεί ένα σαφές και συστηματικό χάσμα στους ρυθμούς πληθωρισμού μεταξύ των εκατοστημορίων εισοδήματος, αντανακλώντας τα ποικίλα καταναλωτικά πρότυπα των νοικοκυριών σε διαφορετικά επίπεδα εισοδήματος. Από τη σύγκριση της αύξησης του εισοδήματος των νοικοκυριών σε όλη την κατανομή του εισοδήματος χρησιμοποιώντας τον επίσημο δείκτη ΔΤΚ και αντιπαραβάλλοντας με τους δείκτες που αντιπροσωπεύουν την ανισότητα πληθωρισμού, προέκυψε η εξής εικόνα ανισότητας ανά πεντημόριο:
Εκτός από τη μέτρηση της ανισότητας, τα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού για τις ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος έχουν σημασία για την τιμαριθμική αναπροσαρμογή του ορίου φτώχειας και τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονται σε φτώχεια. Ο επίσημος ΔΤΚ δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος για τα άτομα που βρίσκονται σε φτώχεια, πράγμα που σημαίνει ότι το όριο της φτώχειας πρέπει να αναπροσαρμόζεται με υψηλότερο ποσοστό. Αντίθετα, οι διανεμητικοί δείκτες πληθωρισμού μπορούν να παρακολουθούν το ποσοστό πληθωρισμού που βιώνουν τα άτομα στο όριο της φτώχειας. Χρησιμοποιώντας τους δείκτες αυτούς, γίνεται σαφές ότι ένας σημαντικός αριθμός ατόμων ταξινομείται εσφαλμένα από τον επίσημο ΔΤΚ – θεωρούνται πάνω από το όριο της φτώχειας παρά το γεγονός ότι βρίσκονται κάτω από αυτό λόγω διαφορετικής δυναμικής πληθωρισμού.
Μέχρι το 2024, περίπου 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ πέφτουν κάτω από το «πραγματικό» όριο της φτώχειας, αλλά παραμένουν πάνω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Αυτή η εσφαλμένη ταξινόμηση έχει σημαντικές επιπτώσεις στην πολιτική, καθώς αυτά τα άτομα θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας, όπως το Medicaid.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πραγματική φτώχεια στην Ελλάδα υποεκτιμάται σημαντικά όπως έχει κι αλλού καταδειχθεί (www.efsyn.gr/stiles/apopseis/456685_apo-ti-fantastiki-stin-pragmatiki-ftoheia-fthonos-aristeras-i-agrammatosyni).