Του συνεργάτη μας Χρήστου Κεφαλή
Ο Αλέξις ντε Τοκβίλ είναι μια σταθερή αναφορά του συντηρητισμού. Οι εκπρόσωποί του, νεοσυντηρητικοί, νεοφιλελεύθεροι, κ.ά., τον επικαλούνται συχνά, παρουσιάζοντάς τον ως πρόδρομό τους, εισηγητή ή μέρος της παράδοσής τους. Κατά την άποψή τους, ο Τοκβίλ ήταν ο προφήτης των δεινών της εποχής μας, εκείνος που προειδοποίησε για τους κινδύνους της ανόδου των μαζών, τον ολοκληρωτισμό, την ισοπέδωση και την τυραννία των πολλών πάνω στους λίγους. Για τους σύγχρονους συντηρητικούς ο σοσιαλισμός είναι η ενσάρκωση αυτών των κινδύνων, έτσι που η θέση του Τοκβίλ, προσαρμοσμένη και συγκεκριμενοποιημένη στη μετέπειτα εμπειρία, δίνει τη δική τους αντισοσιαλιστική θέση, την εμφάνιση του σοσιαλισμού ως πηγής κάθε δεινού της εποχής μας. Ορισμένοι πάλι επιχειρούν να εντάξουν τον Τοκβίλ μέσα στο ρεύμα του παραδοσιακού φιλελευθερισμού, συγκρίνοντάς τον με τον Τζ. Σ. Μιλ σαν ένα οπαδό των αστικών ελευθεριών, ενώ υπάρχουν και εκλεκτικές προσεγγίσεις, που επιχειρούν να συνδέσουν τις δυο απόψεις.
Αυτές οι εικόνες παραχαράσσουν ωμά τη σκέψη του Τοκβίλ, που δεν ήταν ένας συντηρητικός, αλλά ούτε και ένας παραδοσιακός φιλελεύθερος οπαδός της αστικής τάξης πραγμάτων. Ο Τοκβίλ ήταν στην πραγματικότητα ένας προοδευτικός στοχαστής με βαθιά αίσθηση της ιστορίας, που δεν θα βρούμε σε κανένα από τα δυο παραπάνω ρεύματα. Αν και αριστοκράτης στην καταγωγή, αποδέχτηκε την αναγκαιότητα των κοσμοϊστορικών αλλαγών που έφερε η Γαλλική Επανάσταση, κάνοντας βαθιές και διεισδυτικές παρατηρήσεις για τις αντιφάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις της αστικής εποχής, την πηγή των οποίων εντόπισε στις νέες βαθιές ανισότητες που γεννούσε ο καπιταλισμός. Αυτές οι παρατηρήσεις του συναντούν σε αρκετά σημεία τη σκέψη του Μαρξ, κατατείνοντας από την ίδια τη λογική τους σε μια έμμεση αποδοχή του σοσιαλισμού, σε μια αναγνώριση του γεγονότος ότι η ανθρώπινη ιστορία, όπως δεν τελείωνε με τη φεουδαρχία, δεν τελειώνει επίσης με τον καπιταλισμό.
Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε σε αυτές τις πλευρές της σκέψης του, που δεν έχουν προσεχθεί αρκετά από τους προοδευτικούς σχολιαστές και έχουν μεγάλη σημασία από την άποψη της διαμάχης ανάμεσα στην πρόοδο και την αντίδραση στην εποχή μας.
Η Δημοκρατία στην Αμερική
Ο Τοκβίλ, γόνος μιας οικογένειας αριστοκρατών –ο πατέρας του, ένας κόμης, αξιωματικός στη φρουρά του Λουδοβίκου του 16ου, είχε μετά βίας γλιτώσει την γκιλοτίνα το 1794– θα φαινόταν να προορίζεται για μια ζωή σύμφωνη με τις νόρμες της τάξης του, η οποία, μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων και αργότερα στη διάρκεια της βασιλείας του Φίλιππου του Ι, προσπαθούσε να ανακτήσει ένα μέρος από τα προνόμιά της, που της είχε στερήσει η επανάσταση. Ωστόσο, όντας ένα ανήσυχο πνεύμα, διακρινόταν από τα χρόνια της νεότητάς του από μια στάση αμφισβήτησης απέναντι στο παλιό καθεστώς, παρά τις δεσμεύσεις της τάξης. Το σημείο στροφής στη διαμόρφωσή του στάθηκε το ταξίδι του στις ΗΠΑ, το 1831, σε ηλικία μόλις 26 χρονών, όταν είχε τη δυνατότητα να δει και να μελετήσει από κοντά το νέο αστικό κόσμο που γεννιόταν εκεί, αντιπαραβάλλοντάς τον με το δικό του αριστοκρατικό κόσμο και τη Γαλλία του καιρού του. Καρπός αυτού του ταξιδιού ήταν το διάσημο βιβλίο του Η Δημοκρατία στην Αμερική, που εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1835 και το 1840.
(Εικονογράφηση David Hughes)
Το βιβλίο του Τοκβίλ περιέχει πλήθος διεισδυτικές παρατηρήσεις εκτεινόμενες σε όλα τα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στις ΗΠΑ, από το σύνταγμα και τα πολιτικά κόμματα ως την αυτοδιοίκηση και τη θέση της γυναίκας, και από την οικονομία και την καθημερινή ζωή ως την τέχνη και τη θρησκεία. Το κύριο όμως σημείο, που θεμελιώνει τον πλούτο των ενοράσεών του, είναι η αναγνώρισή του της ιστορικής αναγκαιότητας των αλλαγών που έφερνε η νέα, καπιταλιστική εποχή. Βλέποντας ένα νέο κόσμο να γεννιέται, στη στιγμή του μεγαλύτερου σφρίγους του, ο Τοκβίλ αντιλαμβάνεται ότι η παλιά φεουδαρχική τάξη ήταν καταδικασμένη και ότι η επανάσταση, παραμερίζοντας την αριστοκρατία και βάζοντας τέρμα στις ανισότητες και τα προνόμια, έδινε γένεση σε μια συνολικά καλύτερη κοινωνία, έφερνε μια αναγκαία πρόοδο, η ουσία της οποίας συνίστατο στη μεγαλύτερη κοινωνική ισότητα. Είναι μια αναγνώριση που δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ στην υπόλοιπη ζωή του, εκφρασμένη ισχυρά στο καταληκτικό κεφάλαιο του έργου:
«Όταν ο κόσμος ήταν γεμάτος από ανθρώπους μεγάλης σημασίας και έσχατης μηδαμινότητας, από τεράστιες περιουσίες και καταθλιπτική πενία, από μέγιστη μόρφωση και απόλυτη άγνοια, παρέβλεπα τα άσχημα και προσήλωνα την προσοχή μόνο στα καλά που ικανοποιούσαν τις προτιμήσεις μου. Αλλά παραδέχομαι ότι το είδος αυτό της ικανοποίησης οφειλόταν στη δική μου αδυναμία, επειδή ακριβώς δεν είμαι σε θέση να διακρίνω ταυτόχρονα όλα όσα με περιβάλλουν, μπορώ να επιλέγω και να διαχωρίζω τα αντικείμενα της προτίμησής μου μέσα από ένα πλήθος άλλα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση του παντοδύναμου και αιώνιου Όντος, του οποίου το βλέμμα καλύπτει ταυτόχρονα το σύνολο των πλασμάτων και είναι σε θέση να διακρίνει καθαρά, αλλά και ταυτόχρονα, τον άνθρωπο από την ανθρωπότητα. Μπορεί φυσικά να πιστεύουμε ότι δεν είναι η ιδιάζουσα ευημερία των ολίγων, αλλά η γενικότερη ευμάρεια των πολλών, που ικανοποιεί περισσότερο τον Δημιουργό και Πλάστη των ανθρώπων… Ένα καθεστώς ισότητας, ίσως να εμπνέει λιγότερο αλλά είναι δικαιότερο, και η δικαιοσύνη του αυτή συνιστά το κάλλος του και το μεγαλείο του. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να αναχθώ στο σημείο αυτό της θείας εποπτείας και από κει να θεωρήσω και να κρίνω τα ανθρώπινα…».
Αν και χρησιμοποιεί μια θεολογική γλώσσα, οι επισημάνσεις αυτές του Τοκβίλ έχουν ένα πολύ γήινο περιεχόμενο. Αυτό που παραδέχεται ουσιαστικά ο Τοκβίλ είναι ότι η ιστορική κίνηση είναι κάτι ευρύτερο και ανώτερο από το στενό ατομικό ή ταξικό συμφέρον και ότι αυτή η κίνηση φέρνει σε κάθε εποχή νέα στοιχεία, ανακατατάξεις και αλλαγές, που πρέπει να γίνονται αποδεκτά και να προωθούνται από κάθε γενιά. Επιπρόσθετα, πράγμα που θα φανεί ακόμη πιο ξεκάθαρα παραπέρα, ως ισότητα ο Τοκβίλ δεν εννοεί την τυπική ισότητα απέναντι στο νόμο, αλλά την πραγματική κοινωνική ισότητα, μια κοινωνική τάξη που δεν θα διαχωρίζει τους ανθρώπους σε πλούσιους και φτωχούς και δεν θα δημιουργεί τους πόλους του ακραίου πλούτου και της ακραίας φτώχειας. Είναι σε αυτή την τάση που ανιχνεύει το περιεχόμενο των επαναστατικών ανατροπών της εποχής του και γι’ αυτό ακριβώς τις αποδέχεται.
Οι συντηρητικοί οπαδοί του Τοκβίλ προτιμούν να αγνοούν αυτή τη θεμελιώδη διάσταση της σκέψης του. Δίνουν προτεραιότητα σε σημαντικές μεν όψεις της, όπως η κριτική που ασκεί σε ένα κεφάλαιο του έργου στην «τυραννία της πλειοψηφίας», οι οποίες όμως δεν μπορεί να γίνουν κατανοητές ξέχωρα από αυτή. Ο Τοκβίλ μπορεί να αναφέρεται πράγματι στους κινδύνους που ενυπάρχουν στην αρχή της πλειοψηφίας, με αυτό όμως έχει υπόψη την παραβίαση πραγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των μειοψηφιών. Οι συντηρητικοί διαστρεβλωτές του, αντίθετα, ως «δικαιώματα της μειοψηφίας» εννοούν τα ταξικά προνόμια, τα προνόμια που απορρέουν από τη θέση τους ως μελών της άρχουσας ελίτ, και ως «τυραννία της πλειοψηφίας», κάθε κίνηση που αποβλέπει στην κατάργησή τους.
Ο Τοκβίλ, όπως είδαμε, αποκλείει την υπεράσπιση αυτών ακριβώς των προνομίων, αναγνωρίζει το παραμέρισμά τους ως μια ιστορική αναγκαιότητα. Προβαίνει, μάλιστα, σε μια εξοντωτική κριτική απέναντι στους αριστοκράτες του καιρού του, που αγωνίζονταν να τα διατηρήσουν και εφεύρισκαν θεωρίες, φυλετικής, μοιρολατρικής ή άλλης υφής, για να δικαιολογούν τη στάση τους – θεωρίες που αργότερα έμελλε να γίνουν τα ιδεολογικά στηρίγματα της άκρας αντίδρασης και του φασισμού:
«Διαπιστώνω ότι ένας μεγάλος αριθμός από τους συγχρόνους μου προβαίνει σε μια επιλογή των θεσμών, των απόψεων και των ιδεών που έχουν τις ρίζες τους σε μια αριστοκρατική κοινωνία υπό την τότε μορφή της. Είναι πρόθυμοι να απαρνηθούν ένα τμήμα από αυτά τα στοιχεία, αλλά επιθυμούν να κρατήσουν τα υπόλοιπα και να τα μεταφυτεύσουν στο νέο τους κόσμο. Φοβάμαι ότι οι άνθρωποι αυτοί σπαταλούν το χρόνο τους σε ενάρετες αλλά άσκοπες προσπάθειες. Σκοπός δεν είναι να διατηρήσουμε τα ιδιότυπα πλεονεκτήματα τα οποία η ανισότητα των συνθηκών προσφέρει στην ανθρωπότητα, αλλά να διασφαλίσουμε τα νέα οφέλη που προσφέρει η ισότητα…
Γνωρίζω ότι πολλοί από τους συγχρόνους μου ισχυρίζονται πως στο εξής τα έθνη ποτέ δεν θα είναι κύριοι του εαυτού τους και ότι θα υπακούουν, κατ’ ανάγκη, σε κάποια ανυπέρβλητη και παράλογη δύναμη που θα προέρχεται από προηγούμενα γεγονότα, ή από φυλετικά χαρακτηριστικά, ή από το έδαφος και το κλίμα της χώρας. Οι αρχές αυτές είναι άνανδρες και εσφαλμένες και δεν μπορούν να γεννήσουν παρά μόνο αδύνατους ανθρώπους και μικρόψυχα έθνη… Τα σύγχρονα έθνη δεν μπορούν να εμποδίσουν τις κοινωνικές συνθήκες από το να καταστούν ίσες, αλλά εξαρτάται από αυτά να αποφασίσουν αν η αρχή της ισότητας θα τα οδηγήσει στην ελευθερία ή τη δουλεία, στη γνώση ή τη βαρβαρότητα, στην αθλιότητα ή την ευημερία».
Επιπρόσθετα, ενώ αναφέρεται στους κινδύνους της δημοκρατικής αρχής, ο Τοκβίλ δεν κατασκευάζει από αυτήν ένα τέρας όπως οι διάφοροι κριτικοί του «ολοκληρωτισμού». Απεναντίας, δίνει έμφαση στις θετικές πλευρές της, όπως η οικοδόμηση μιας συλλογικής ζωής, που επιτρέπει σε κάθε άτομο μια πιο πλούσια αυτοπραγμάτωση:
«Στις αριστοκρατικές εποχές, κάθε λαός, όπως και κάθε άνθρωπος, τείνει να αποχωρίζεται και να στέκεται μακριά από όλους τους άλλους. Στα δημοκρατικά καθεστώτα, οι απότομες διακυμάνσεις των ανθρώπων και οι ασίγαστες επιθυμίες τους τους διατηρούν σε μια συνεχή κίνηση, έτσι ώστε οι κάτοικοι των διαφόρων χωρών αναμειγνύονται, βλέπουν, ακούν και ωφελούνται ο ένας από τον άλλο. Άρα, δεν είναι μόνο τα μέλη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου που αναπτύσσονται με ομοιογένεια αλλά τα ίδια τα σύνολα αλληλοαφομοιώνονται και η καθολική αυτή σύνθεση προσφέρει στο θεατή την εικόνα μιας πελώριας δημοκρατίας στην οποία ο κάθε πολίτης είναι ένας λαός. Το σύνολο της ανθρωπότητας για πρώτη φορά παρουσιάζεται ολοκληρωμένο σε λαμπρότατο φως».
Αρκεί να συγκρίνει κανείς με τα φληναφήματα των σύγχρονων νεοσυντηρητικών και νεοφιλελεύθερων, με τα θατσερικά σλόγκαν τους του τύπου, «Δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα», και πως κάθε αναφορά στην κοινωνία ή σε συλλογικές αξίες είναι δείγμα ολοκληρωτισμού, για να αντιληφθεί πόσο ψεύτικη και απατηλή είναι η από μέρους τους επίκληση του Τοκβίλ.
Καπιταλισμός και ανισότητα
Αν ο Τοκβίλ είχε αρκεστεί σε αυτές τις διακηρύξεις θα ήταν απλά ένας έντιμος, διεισδυτικός στοχαστής, που μπόρεσε να υπερβεί τις πλάνες της τάξης του και να αποδεχτεί την ιστορική αλήθεια. Ωστόσο, και αυτό αποτελεί δείγμα της ιδιοφυίας του, προχώρησε παραπέρα. Έχοντας αναγνωρίσει την πορεία προς την κοινωνική ισότητα ως το θεμελιώδες περιεχόμενο των γεγονότων της εποχής του, έθεσε το ερώτημα αν ο ανερχόμενος καπιταλισμός ήταν ικανός να την εκπληρώσει.
Ο Τοκβίλ δεν έδωσε μια ρητή, οριστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αναγνώρισε όμως ότι ο καπιταλισμός έδινε γένεση σε μια νέα ανισότητα και συνέλαβε τη βαθιά και διαρκώς οξυνόμενη αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα των εργατών και των κεφαλαιοκρατών ως μια θεμελιώδη πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας. Σε ένα κεφάλαιο του έργου, «Πώς η βιομηχανική κοινωνία μπορεί να δημιουργήσει αριστοκρατία», διατυπώνει μερικές θεμελιώδεις σκέψεις, που προκαταλαμβάνουν σε αρκετά σημεία τον Μαρξ:
«Απέδειξα ήδη ότι η δημοκρατία ευνοεί την ανάπτυξη της βιομηχανίας και αυξάνει απεριόριστα τον αριθμό των βιομηχανικών τάξεων. Θα δούμε τώρα με ποιον έμμεσο τρόπο οι εργοστασιάρχες, ίσως, με τη σειρά τους, μπορούν να επαναφέρουν τους ανθρώπους στην αριστοκρατία…
Όταν ένας εργάτης, αποκλειστικά και ακατάπαυστα, ασχολείται με την κατασκευή ενός προϊόντος, στο τέλος εκτελεί την εργασία του με επιδεξιότητα, αλλά ταυτόχρονα χάνει τη γενικότερη εκείνη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το πνεύμα του στην εκτέλεση της εργασίας του. Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο επιδέξιος, αλλά όλο και λιγότερο φιλόπονος, γιατί μπορούμε να πούμε ότι όσο τελειοποιείται ο εργάτης, τόσο υποβιβάζεται ο άνθρωπος. Τι μπορούμε να περιμένουμε από έναν άνθρωπο που κατανάλωσε είκοσι χρόνια της ζωής του φτιάχνοντας κεφάλια για καρφίτσες;…
Όσο εφαρμόζεται η αρχή της κατανομής της εργασίας, ο εργάτης γίνεται όλο και πιο αδύνατος, πιο στενοκέφαλος και πιο εξαρτημένος. Η τέχνη προχωρεί, ο τεχνίτης υποχωρεί. Εξάλλου, όσο γίνεται πιο εμφανές ότι τα προϊόντα είναι φθηνότερα, όσο το εργοστάσιο είναι μεγαλύτερο και το χρησιμοποιούμενο κεφάλαιο ογκωδέστερο, εμφανίζονται πλούσιοι και μορφωμένοι άνθρωποι που αναλαμβάνουν αυτές τις επιχειρήσεις που παλιότερα είχαν αφεθεί σε φτωχούς ή αμόρφωτους τεχνίτες. Τους έλκει το μέγεθος των απαιτούμενων προσπαθειών και η σημασία των αποτελεσμάτων που αναμένονται. Γι’ αυτό ο βιομηχανικός πολιτισμός κατεβάζει την εργατική τάξη και ανεβάζει την τάξη των κυρίων. Ενώ ο εργάτης συγκεντρώνει τις ικανότητές του στις μικρές και μόνο λεπτομέρειες, ο κύριος έχει μια εποπτεία του συνόλου, και το πνεύμα του πλαταίνει όσο του άλλου στενεύει… Ο ένας πάντα θα μοιάζει με κτήνος, κι ο άλλος με διοικητή μεγάλης αυτοκρατορίας…
Άρα ο κύριος και ο εργάτης δεν έχουν καμιά ομοιότητα και οι διαφορές τους αυξάνονται από μέρα σε μέρα. Είναι συνδεδεμένοι, όπως είναι συνδεδεμένα τα δυο άκρα μιας μακριάς αλυσίδας. Ο καθένας κρατά τη θέση που του έχουν καθορίσει και από την οποία δεν πρέπει να απομακρύνεται. Ο ένας συνεχώς, άμεσα και κατ’ ανάγκη, εξαρτάται από τον άλλο και φαίνεται να είναι γεννημένος για να υπακούει, όσο ο άλλος είναι γεννημένος για να διατάσσει. Τι είναι λοιπόν αυτό παρά αριστοκρατία;… Έτσι, όσο η λαϊκή μάζα στρέφεται προς τη δημοκρατία, η ειδική εκείνη τάξη που ασχολείται με τη βιομηχανική παραγωγή γίνεται όλο και πιο αριστοκρατική…
Αλλά το είδος αυτό της αριστοκρατίας δεν μοιάζει σε τίποτα στα άλλα είδη που προηγήθηκαν. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε αμέσως ότι, εφόσον εφαρμόζεται αποκλειστικά στη βιομηχανία και σε ορισμένα βιομηχανικά επαγγέλματα, αποτελεί μια τερατώδη εξαίρεση στη γενική εικόνα της κοινωνίας. Οι μικρές αριστοκρατικές κοινωνίες που σχηματίζονται από μερικούς εργοστασιάρχες, μέσα στη μεγάλη δημοκρατία του καιρού μας, εμπεριέχουν, όπως και οι μεγάλες αριστοκρατικές κοινωνίες παλαιότερων εποχών, ορισμένους ανθρώπους που είναι πολύ πλούσιοι, κι ένα πλήθος που είναι εξαθλιωμένοι…
Γενικά, έχω τη γνώμη ότι η βιομηχανική αριστοκρατία, που βλέπουμε να αναπτύσσεται, είναι η σκληρότερη που υπήρξε ποτέ στον κόσμο, αλλά, ταυτόχρονα, είναι πιο περιορισμένη και λιγότερο επικίνδυνη. Πάντως, οι φίλοι της δημοκρατίας θα πρέπει να έχουν την προσοχή τους προσηλωμένη, με κάποια ανησυχία, σε αυτή την κατεύθυνση, γιατί, αν ποτέ η διαρκής ανισότητα των βιοτικών συνθηκών και ο αριστοκρατισμός διεισδύσουν στον κόσμο, μπορούμε να προβλέψουμε ότι αυτή θα είναι η πύλη από την οποία θα εισχωρήσουν».
Η εκτίμηση του Τοκβίλ ότι η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία αντιπροσώπευε μια εξαίρεση από τον εξισωτισμό της αστικής κοινωνίας ανταποκρινόταν στην πραγματική κατάσταση όταν έγραφε το βιβλίο του. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι καπιταλιστές είχαν μόλις αρχίσει να ξεχωρίζουν ως το ηγετικό στοιχείο της λεγόμενης «μεσαίας τάξης». Οι επιχειρήσεις τους ήταν ακόμη μικρές, απασχολώντας μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες εργατών και λειτουργώντας σε ένα πλαίσιο ελεύθερου ανταγωνισμού, που συχνά ανάγκαζε και τους ίδιους τους καπιταλιστές σε μια λιτή διαβίωση για χάρη της συσσώρευσης, ενώ ολόκληροι τομείς της οικονομίας, όπως η γεωργία, δεν είχαν ακόμη μετασχηματιστεί καπιταλιστικά· στις ΗΠΑ (με την εξαίρεση των δουλοκτητικών νοικοκυριών του Νότου) η γη ήταν περίπου ισότιμα μοιρασμένη ανάμεσα στους φάρμερ. Αλλά αυτό ακριβώς υπογραμμίζει την τεράστια οξυδέρκεια της πρόβλεψης του Τοκβίλ, ότι από την πύλη του βιομηχανικού κεφαλαίου θα εισδύσουν η διαρκής ανισότητα και ένας νέος αριστοκρατισμός. Ενώ ακόμη και οι ουτοπικοί σοσιαλιστές της εποχής έτρεφαν ψευδαισθήσεις για μια βαθμιαία εξάλειψη της ανισότητας μέσω μεταρρυθμίσεων, ο Τοκβίλ στάθηκε ικανός όχι μόνο να την αναγνωρίσει αλλά και να διαβλέψει ότι η αντίθεση που την προκαλούσε, η αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, θα εντεινόταν με την παραπέρα ανάπτυξη του καπιταλισμού.
(Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα παιδιά δούλευαν σκληρά στα εργοστάσια από 12 χρονών)
Ο τρόπος που ο Τοκβίλ συλλαμβάνει την αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και το
κεφάλαιο, θυμίζει πολύ την ανάλυση της αποξενωμένης εργασίας από τον Μαρξ περίπου μια δεκαετία μετά, στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844. Όπως ο Μαρξ, ο Τοκβίλ βλέπει την εργασία και το κεφάλαιο ως τους δυο πόλους μιας αντίθεσης, οι οποίοι καθορίζονται αμοιβαία ώστε η πρόοδος του ενός σημαίνει την οπισθοδρόμηση του άλλου. Επιπρόσθετα, ενώ ορισμένοι αντιδραστικοί πολέμιοι της Γαλλικής Επανάστασης, όπως ο Μπερκ, είχαν επικρίνει χαιρέκακα τους ηγέτες της για το ότι δεν είχαν εκπληρώσει την υπόσχεση της ισότητας, για να εξάγουν μια δικαίωση της παλιάς τάξης, ο τόνος του Τοκβίλ είναι εντελώς διαφορετικός. Ο Τοκβίλ απορρίπτει την επιστροφή στο παλιό και αναρωτιέται μήπως ο καπιταλισμός δεν είναι το αληθινά καινούριο.
Βέβαια, ανάμεσα στην κριτική του καπιταλισμού του Μαρξ και σε εκείνη του Τοκβίλ υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά. Ο Μαρξ, αναφερόμενος στην εργασία, διακρίνει δυο αλληλένδετες όψεις, της αντικειμενοποίησης και της αποξένωσης, οι οποίες συνυπάρχουν και διαπλέκονται στον καπιταλισμό. Η εργασία για τον Μαρξ δεν είναι μόνο πηγή υποβάθμισης. Αν η αποξένωση, η ιδιοποίηση του προϊόντος από τον καπιταλιστή, υποβιβάζει τον εργάτη, καταδικάζοντάς τον στην αθλιότητα και διαστρέφοντας την ύπαρξη και τη συνείδησή του, ταυτόχρονα, η συλλογική δουλειά στο εργοστάσιο δίνει στην εργατική τάξη μια αίσθηση ενότητας και αλληλεγγύης, την αφυπνίζει και την ωθεί να αγωνιστεί για τα συμφέροντά της. Ο Τοκβίλ στην ανάλυσή του βλέπει μόνο την πρώτη πλευρά, αλλά όχι και τη δεύτερη. Αυτό είναι μια σημαντική έλλειψη, που εξηγείται από το γεγονός ότι σε πολλές χώρες η εργατική τάξη δεν είχε ακόμη αφυπνιστεί και την έλλειψη εξοικείωσης του Τοκβίλ με τα εργατικά περιβάλλοντα.
Οι επαναστάσεις του 1848 και ο σοσιαλισμός
(Οδόφραγμα στην οδό Σουφλό, ένα έργο του Οράς Βερνέ το 1848)
Στο Η Δημοκρατία στην Αμερική ο Τοκβίλ δεν αναφέρεται στο σοσιαλισμό. Ήταν σχεδόν ανύπαρκτος τότε στην Αμερική και το ζήτημα δεν είχε ακόμη τραβήξει την προσοχή του.
Ο σοσιαλισμός θα απασχολήσει για πρώτη φορά τον Τοκβίλ στη διάρκεια της επανάστασης του 1848, όταν οι σοσιαλιστές της εποχής έκαναν την ανεξάρτητη εμφάνισή τους στην ιστορική σκηνή, ιδιαίτερα στη Γερμανία και τη Γαλλία. Πριν περάσουμε στις σχετικές τοποθετήσεις του, όμως, δυο λόγια για την πολιτική του δράση στην περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στη συγγραφή του κύριου έργου του και το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής επανάστασης.
Ο Τοκβίλ, από τις αρχές της δεκαετίας του 1830, αντιτάχθηκε στη μοναρχία του Φίλιππου του Ι, την οποία θεωρούσε εντελώς αφοσιωμένη στα συμφέροντα του κεφαλαίου. Το 1835 ταξίδεψε στην Ιρλανδία και το 1841 περιόδευσε στην Αγγλία, όπου ήρθε σε επαφή με τη μαζική αθλιότητα των κατώτερων τάξεων, παρουσιάζοντας τις εμπειρίες του στο Αναμνήσεις για τον Παουπερισμό. Πιο σημαντικά όμως ήταν τα ταξίδια του στην Αλγερία το 1841 και το 1846, όπου γνωρίστηκε με τις αποικιακές μεθόδους της Γαλλίας, η κατάκτηση της Αλγερίας από την οποία είχε ξεκινήσει το 1827.
Αν και αρχικά υποστήριξε απρόθυμα την αποικιακή πολιτική σαν μια θλιβερή ανάγκη, παρουσίασε με τα πιο μελανά χρώματα τις ωμότητες που διέπραττε ο γαλλικός στρατός. «Επέστρεψα από την Αφρική», έγραφε, «με την παθητική έννοια ότι τώρα στον τρόπο μας που διεξάγουμε τον πόλεμο είμαστε πολύ πιο βάρβαροι από τους ίδιους τους Άραβες. Αυτές τις μέρες, αυτοί αντιπροσωπεύουν τον πολιτισμό, εμείς όχι. Αυτός ο τρόπος να διεξάγουμε πόλεμο μου φαίνεται το ίδιο ηλίθιος όσο είναι και απάνθρωπος. Μπορεί να βρεθεί μόνο μέσα στο κεφάλι ενός βάναυσου και κτηνώδους στρατιώτη».
Αυτές οι εμπειρίες έκαναν τον Τοκβίλ να αλλάξει γνώμη και μετά τη δεύτερη επίσκεψή του στην Αλγερία αντιτάχθηκε στην αποικιακή πολιτική. Επέκρινε τα σχέδια για εισβολή στην Καβιλία (περιοχή στη Βόρεια Αλγερία) και πέτυχε να πείσει τη Συνέλευση να μην ψηφίσει τα σχετικά κονδύλια. Το 1847, στην Έκθεση για την Αλγερία, διακήρυξε ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να αποφύγει να κάνει το λάθος που διέπραξε με τον εποικισμό της Αμερικής, για να μην προκληθούν οι ίδιες αιματηρές, εξοντωτικές για τους αυτόχθονες λαούς συνέπειες.
Στην επανάσταση του 1848 ο Τοκβίλ συντάχθηκε με το φιλελεύθερο Κόμμα της Τάξης του Καβενιάκ, συμμετέχοντας μάλιστα στη γαλλική κυβέρνηση ως υπουργός εξωτερικών από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβριο του 1849. Υπό αυτή την ιδιότητά του αντιτάχθηκε αρχικά στους σοσιαλιστές, θεωρώντας τους ένα ρεύμα επικίνδυνο για τις βάσεις της κοινωνικής τάξης. Αυτές τις βάσεις, πρώτα και κύρια την ιδιοκτησία, ο Τοκβίλ δεν τις είχε αμφισβητήσει στο Η Δημοκρατία στην Αμερική και γενικά τις θεωρούσε ως τότε κάτι δεδομένο.
Το Σεπτέμβριο του 1848 ο Τοκβίλ εκφώνησε ένα λόγο στη Συντακτική Συνέλευση, στον οποίο επιτέθηκε στους σοσιαλιστές, παρουσιάζοντας τις εκκλήσεις τους ενάντια στην ιδιοκτησία και για την ικανοποίηση των υλικών αναγκών των μαζών σαν κάτι κατώτερο και ξένο προς το πνεύμα της επανάστασης:
«Είναι ο σοσιαλισμός, κύριοι συνάδελφοι, όπως τόσοι πολλοί μας έχουν πει, η συνέχιση, η νόμιμη ολοκλήρωση, η τελειοποίηση της Γαλλικής Επανάστασης; Είναι, όπως διατείνεται να είναι, η φυσική εξέλιξη της δημοκρατίας; Όχι, ούτε το ένα ή το άλλο. Θυμηθείτε την Επανάσταση! Επανεξετάστε τη θαυμαστή και ένδοξη καταγωγή της σύγχρονης ιστορίας μας. Ήταν με μια έκκληση προς τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως επέμεινε ένας ομιλητής χθες, που η Γαλλική Επανάσταση εκπλήρωσε εκείνα τα μεγάλα έργα που όλος ο κόσμος θαύμασε; Πιστεύετε ότι μιλούσε για μισθούς, ευημερία, απεριόριστο πλούτο, ικανοποίηση των φυσικών αναγκών; Και όσο για την ατομική ιδιοκτησία, κύριοι: είναι αλήθεια ότι η Γαλλική Επανάσταση διεξήγαγε ένα σκληρό και βάναυσο πόλεμο εναντίον ορισμένων κατόχων της ιδιοκτησίας. Όμως, όσον αφορά την ίδια την αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας, η Επανάσταση τη σεβάστηκε πάντα. Την τοποθέτησε στα συντάγματα της στην κορυφή της λίστας. Κανένας λαός δεν αντιμετώπισε αυτή την αρχή με μεγαλύτερο σεβασμό. Χαράχτηκε στην ίδια την προμετωπίδα των νόμων της».
Αυτές οι διακηρύξεις του Τοκβίλ ενθουσιάζουν τους σύγχρονους αντιδραστικούς, που τις επικαλούνται για να τον εμφανίζουν σαν έναν υπερασπιστή του νόμου και της τάξης. Δεν ήταν όμως οι τελευταίες. Στις μεταθανάτια δημοσιευμένες αναμνήσεις του, γραμμένες μερικά χρόνια αργότερα, επανέρχεται στο θέμα και οι κρίσεις του απηχούν ένα διαφορετικό τόνο.
Ο Τοκβίλ δεν κρύβει και εκεί ότι στα γεγονότα της επανάστασης η θέση του ήταν στο πλευρό των μετριοπαθών, ενάντια στους «νεωτεριστές» (τους σοσιαλιστές και τους γιακωβίνους επαναστάτες), που επιχειρούσαν να κλονίσουν τις παλιές αξίες και αρχές:
«Μάντευα ότι αυτή η πλειοψηφία [του κόμματος της Τάξης] θα αποκήρυσσε τους Σοσιαλιστές και τους Ορεινούς, αλλά ήταν ειλικρινής στην επιθυμία της να διατηρήσει και να οργανώσει τη Δημοκρατία. Ήμουν μαζί της σε αυτά τα δύο κορυφαία σημεία: Δεν είχα καμία μοναρχική πίστη, καμία αγάπη ή στενοχώρια για οποιοδήποτε πρίγκιπα· ένιωθα πως καλούμουν να υπερασπίσω κανέναν άλλο σκοπό εκτός της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Να προστατεύσω τους αρχαίους νόμους της κοινωνίας ενάντια στους νεωτεριστές με τη βοήθεια της νέας δύναμης που η ρεπουμπλικανική αρχή θα μπορούσε να προσφέρει στην κυβέρνηση· να κάνω την εμφανή βούληση του γαλλικού λαού να θριαμβεύσει πάνω από τα πάθη και τις επιθυμίες των εργατών του Παρισιού· να κατανικήσω τη δημαγωγία με τη δημοκρατία, αυτός ήταν μόνο ο στόχος μου».
Αυτές οι επιθέσεις του Τοκβίλ στους σοσιαλιστές εξηγούνται εν μέρει από το γεγονός ότι αρκετοί σοσιαλιστές του 1848 στη Γαλλία ήταν πραγματικά δημαγωγοί, χωρίς ένα σαφές πρόγραμμα ή προοπτική για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Αυτές τις αναπόφευκτες ελλείψεις –οι Μαρξ και Ένγκελς μόλις επεξεργάζονταν τότε τις θέσεις τους και το ρεύμα τους δεν είχε ακόμη αποκτήσει επιρροή– τις αναπλήρωναν με την επαναστατική ρητορική, ενώ ορισμένοι, όπως ο Λουί Μπλαν, δεν δίσταζαν να ανταλλάξουν την επανάσταση με μια θέση στην κυβέρνηση. Όλα αυτά λειτουργούσαν απωθητικά για τον Τοκβίλ, καθορίζοντας την αρνητική του γνώμη για τους σοσιαλιστές του καιρού του.
Έχοντας εκφράσει τις θέσεις του αυτές, ωστόσο, ο Τοκβίλ συνεχίζει για να θέσει το ερώτημα αν ο σοσιαλισμός στο μέλλον μπορεί να δείξει κάτι καλύτερο και αν η ριζική αναδιοργάνωση της κοινωνίας που πρεσβεύει είναι εφικτή:
«Θα παραμείνει ο σοσιαλισμός θαμμένος στην περιφρόνηση που τόσο δίκαια καλύπτει τους σοσιαλιστές του 1848; Θέτω το ερώτημα χωρίς να το απαντήσω. Είμαι βέβαιος ότι, μακροπρόθεσμα, οι συστατικοί νόμοι της σύγχρονης κοινωνίας μας, θα πρέπει να τροποποιηθούν δραστικά· πολλά από τα κύρια μέρη τους έχουν ήδη τροποποιηθεί ουσιωδώς. Αλλά μπορεί ποτέ να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από άλλους; Αυτό φαίνεται ανέφικτο σε μένα».
Εδώ ο Τοκβίλ, διατυπώνοντας πάλι τη θέση του ότι οι δραστικές αλλαγές που προϋποθέτει η σοσιαλιστική αναμόρφωση της κοινωνίας του φαίνονται ανέφικτες, αφήνει στην ιστορία να απαντήσει το ερώτημα αν είναι όντως έτσι. Ακόμη περισσότερο, συνεχίζει στο ίδιο μέρος με μια επιχειρηματολογία που ουσιαστικά ανατρέπει την αντίρρησή του, παραδεχόμενος ότι οι ίδιες οι εξελίξεις της εποχής έκαναν τα παλιά βάθρα του πολιτισμού, και πρώτ’ απ’ όλα την ιδιοκτησία, να φαίνονται αβέβαια και σαθρά:
«Για να μιλήσω πιο ειδικά για την ιδιοκτησία, η οποία είναι, τρόπον τινά, το θεμέλιο της κοινωνικής μας τάξης – με όλα τα προνόμια που την κάλυπταν και τα οποία, να το πω έτσι, απέκρυπταν το προνόμιο της ιδιοκτησίας να έχουν καταστραφεί, και την τελευταία να παραμένει το κύριο εμπόδιο για την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, και να φαίνεται να είναι το μόνο σημάδι της ανισότητας, δεν ήταν αναγκαίο, δεν θα πω να πρέπει να καταργηθεί με τη σειρά της, αλλά τουλάχιστον η σκέψη ότι θα πρέπει να καταργηθεί με τη σειρά της να πρέπει να εμφανιστεί στα μυαλά εκείνων που δεν την απολαμβάνουν;
Αυτή η φυσική ανησυχία στα μυαλά των ανθρώπων, αυτή η αναπόφευκτη διατάραξη των σκέψεων και των επιθυμιών τους, οι ανάγκες αυτές, αυτά τα ένστικτα του πλήθους σχημάτισαν κατά κάποιο τρόπο το ύφασμα πάνω στο οποίο οι πολιτικοί νεωτεριστές κέντησαν τόσο πολλές τερατώδεις και γκροτέσκες φιγούρες. Η εργασία τους μπορεί να θεωρηθεί γελοία, αλλά το υλικό πάνω στο οποίο εργάστηκαν είναι το πιο σοβαρό που είναι δυνατό για τους φιλοσόφους και τους πολιτικούς για να συλλογιστούν…
Δεν λέω τίποτα περισσότερο, γιατί όσο πιο πολύ μελετώ την παλιά κατάσταση του κόσμου, και μάλιστα ακόμη και όταν βλέπω τον σύγχρονο κόσμο με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, όταν εξετάζω την τεράστια ποικιλομορφία που βρίσκεται εκεί, όχι μόνο στη νομοθεσία, αλλά στις αρχές των νόμων και τις διάφορες μορφές που έχει πάρει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και, ό,τι και να λέει ο καθένας, παίρνει ακόμα σε αυτή τη γη, μπαίνω στον πειρασμό να πιστέψω ότι οι λεγόμενοι απαραίτητοι θεσμοί είναι μόνο θεσμοί στους οποίους έχουμε συνηθίσει, και ότι σε θέματα κοινωνικής συγκρότησης το πεδίο των δυνατοτήτων είναι πολύ ευρύτερο από ό,τι οι άνθρωποι που ζουν μέσα σε κάθε κοινωνία φαντάζονται».
Εδώ ο Τοκβίλ, σε αντίθεση με το λόγο του στα 1848, αναγνωρίζει ότι η σοσιαλιστική αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας ήταν μια νόμιμη, φυσιολογική συνέχεια της αμφισβήτησης των προνομίων από τη Γαλλική Επανάσταση· ότι αν η τελευταία είχε απομακρύνει όσα συγκάλυπταν την οικονομική και κοινωνική ανισότητα, ίσως τώρα είναι η ώρα να μετακινηθεί οριστικά η ίδια η βάση της ανισότητας, η ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Η τελευταία του λέξη είναι έτσι μια αποδοχή της νομιμότητας του σοσιαλισμού, του γεγονότος ότι οι ιδέες του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα από τη μετριότητα των τότε φορέων τους, δεν εμφανίστηκαν τυχαία στην επανάσταση του 1848, αλλά αντιπροσώπευαν ένα νέο ρεύμα της ιστορίας, ένα ρεύμα που έπρεπε να το στοχαστεί κανείς σοβαρά.
Ο ίδιος ο Μαρξ αναφέρεται στις οικονομικές μελέτες του σε μερικούς εκπροσώπους της παλιάς τάξης που έφτασαν στην ίδια αναγνώριση. Παραθέτει τα λόγια του Ρίτσαρντ Τζόουνς, ενός οικονομολόγου και ιερέα της περιόδου, που σε αντίθεση με τους άλλους αστούς οικονομολόγους του καιρού, θεωρούσε τον καπιταλισμό όχι σαν κάτι φυσικό, αλλά σαν ένα παροδικό κοινωνικό σχηματισμό:
«Μια κατάσταση των πραγμάτων μπορεί στη συνέχεια να υπάρχει», έλεγε ο Τζόουνς, «και μέρη του κόσμου μπορεί να πλησιάζουν σε αυτή, κάτω από την οποία οι εργάτες και οι ιδιοκτήτες των συσσωρευμένων αποθεμάτων, μπορεί να είναι ίδιοι· αλλά στην πρόοδο των εθνών… αυτή δεν ήταν ποτέ ακόμα η περίπτωση και για να εντοπίσουμε και να κατανοήσουμε αυτή την πρόοδο, πρέπει να παρατηρήσουμε τους εργάτες σταδιακά να μεταφέρονται από τα χέρια ενός σώματος πελατών, οι οποίοι τους πληρώνουν από τα εισοδήματά τους, σε εκείνα ενός σώματος εργοδοτών, οι οποίοι τους πληρώνουν με προκαταβολές κεφαλαίων από τις επιστροφές του οποίου οι ιδιοκτήτες αποσκοπούν στην πραγματοποίηση ενός διακριτού εισοδήματος. Αυτό μπορεί να μην είναι τόσο επιθυμητή κατάσταση πραγμάτων όπως αυτή στην οποία οι εργάτες και οι καπιταλιστές ταυτίζονται, αλλά πρέπει παρ’ όλα αυτά να την αποδεχτούμε ως ένα στάδιο στην πορεία της βιομηχανίας, η οποία έχει μέχρι σήμερα σημαδέψει την πρόοδο των προηγμένων εθνών».
Και ο Μαρξ σχολιάζει:
«Εδώ ο Τζόουνς αναφέρει αρκετά σαφώς ότι το κεφάλαιο και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πρέπει να γίνουν “αποδεκτά” απλά ως μια μεταβατική φάση στην ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής, μια φάση η οποία, αν εξετάσει κανείς την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας, αποτελεί μια γιγαντιαία πρόοδο σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες μορφές, αλλά η οποία δεν είναι καθόλου το τελικό αποτέλεσμα· αντίθετα, η αναγκαιότητα της καταστροφής της περιέχεται στον ανταγωνισμό μεταξύ των “ιδιοκτητών του συσσωρευμένου πλούτου” και των “πραγματικών εργατών”».
Ο Τοκβίλ, υποκινημένος από την έγνοια του για την αλήθεια, μέσα από ένα πιο σύνθετο δρόμο, καταλήγει στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα. Και το γεγονός ότι αυτός, ένας αριστοκράτης, όχι μόνο αναγνώρισε την ιστορική αναγκαιότητα της ανατροπής της τάξης του, αλλά διέκρινε βαθιά, από τόσο νωρίς, τους ανταγωνισμούς της νέας, αστικής τάξης πραγμάτων, που καθορίζουν γι’ αυτή την ίδια μοίρα, και αναρωτήθηκε αν ο σοσιαλισμός μπορεί να είναι το καλύτερο μέλλον της ανθρωπότητας, τον κάνει άξιο του σεβασμού και του θαυμασμού μας σαν ένα από τους πιο έντιμους και διεισδυτικούς στοχαστές στην ιστορία.