Ρόζα Λούξεμπουργκ (Σεπτέμβριος 1898)
Πηγή: Sachsische Arbeiterzeitung , 30 Σεπτεμβρίου 1898.
Rosa Luxemburg Internet Archive (marxists.org) 2000
Ο σύντροφος Χάινε, ως γνωστόν, έχει γράψει ένα φυλλάδιο για το συνέδριο του κόμματος με τίτλο Ψηφίζω ή Όχι; Σε αυτό τάσσεται υπέρ της συμμετοχής μας στις εκλογές της Πρωσικής Landtag. Δεν είναι το κύριο θέμα του φυλλαδίου του που μας οδηγεί να κάνουμε μερικές απαραίτητες παρατηρήσεις, αλλά οι δύο όροι που αναφέρει στην επιχειρηματολογία του και στους οποίους αντιδρούμε με ιδιαίτερη ευαισθησία λόγω των γνωστών γεγονότων που έχουν λάβει χώρα πρόσφατα στο κόμμα. Οι όροι είναι: η τέχνη του εφικτού και ο οπορτουνισμός. Ο Heine πιστεύει ότι η αποστροφή του κόμματος σε αυτές τις τάσεις βασίζεται εξ ολοκλήρου σε μια παρανόηση της αληθινής γλωσσικής σημασίας αυτών των ξένων λέξεων.
Αχ! Ο σύντροφος Χάινε, όπως και ο Φάουστ, έχει σπουδάσει νομολογία προσπαθώντας με ζήλο, αλλά δυστυχώς, σε αντίθεση με τον Φάουστ, όχι πολλά άλλα. Και στο αληθινό πνεύμα της νομικής σκέψης, λέει στον εαυτό του, Στην αρχή ήταν ο λόγος. Αν θέλουμε να μάθουμε αν η τέχνη του εφικτού και ο οπορτουνισμός είναι επιβλαβείς ή χρήσιμοι για τη Σοσιαλδημοκρατία, δεν χρειάζεται παρά να συμβουλευτούμε το λεξικό των ξένων λέξεων και η ερώτηση απαντάται σε πέντε λεπτά. Διότι το λεξικό των ξένων λέξεων μας πληροφορεί ότι η τέχνη του εφικτού είναι «μια πολιτική που προσπαθεί να επιτύχει αυτό που είναι δυνατό υπό δεδομένες συνθήκες». Στη συνέχεια ο Χάινε διακηρύσσει, «Πράγματι, ρωτάω όλους τους λογικούς ανθρώπους, πρέπει μια πολιτική να επιχειρήσει να επιτύχει αυτό που είναι αδύνατο υπό δεδομένες συνθήκες;» Ναι, εμείς ως λογικοί άνθρωποι απαντάμε, εάν τα ζητήματα πολιτικής και τακτικής μπορούσαν να λυθούν τόσο εύκολα, τότε οι λεξικογράφοι θα ήταν ο πιο σοφός πολιτικός και, αντί να εκφωνούμε σοσιαλδημοκρατικούς λόγους, θα έπρεπε να αρχίσουμε να κάνουμε λαϊκές διαλέξεις στη γλωσσολογία.
Σίγουρα η πολιτική μας πρέπει και μπορεί να προσπαθήσει μόνο να επιτύχει αυτό που είναι δυνατό υπό δεδομένες συνθήκες. Αλλά αυτό δεν λέει πώς, με ποιον τρόπο, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε αυτό που είναι δυνατό. Αυτό, όμως, είναι το κρίσιμο σημείο.
Το βασικό ερώτημα του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν πάντα πώς να φέρει σε συμφωνία την άμεση πρακτική του δραστηριότητα με τον τελικό του στόχο. Οι διάφορες «σχολές» και οι τάσεις του σοσιαλισμού διαφοροποιούνται ανάλογα με τις διάφορες λύσεις τους σε αυτό το πρόβλημα. Και η Σοσιαλδημοκρατία είναι το πρώτο σοσιαλιστικό κόμμα που κατάλαβε πώς να εναρμονίσει τον τελικό επαναστατικό στόχο του με την καθημερινή πρακτική του δραστηριότητα, και με αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να προσελκύσει πλατιές μάζες στον αγώνα. Γιατί τότε αυτή η λύση είναι ιδιαίτερα αρμονική; Με λίγα λόγια και γενικά μιλώντας, είναι διότι ο πρακτικός αγώνας έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κομματικού προγράμματος. Αυτό το ξέρουμε όλοι από καρδιάς. Εάν κάποιος μας αμφισβητήσει, οι απαντήσεις μας είναι τόσο έξυπνες όσο ήταν πάντα. Τώρα πιστεύουμε ότι, παρά τη γενικότητά τγς, αυτή η αρχή αποτελεί έναν πολύ χειροπιαστό οδηγό για τη δραστηριότητά μας. Ας το επεξηγήσουμε εν συντομία με δύο επίκαιρα ζητήματα της κομματικής ζωής – του μιλιταρισμού και της δασμολογικής/τιμολογιακής πολιτικής .
Καταρχήν –όπως όλοι γνωρίζουν το πρόγραμμά μας– είμαστε ενάντια σε κάθε μιλιταρισμό και προστατευτικούς δασμούς. Από αυτό προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος μας στο Ράιχσταγκ πρέπει να αντιταχθεί σε κάθε συζήτηση για νομοσχέδια που αφορούν αυτά τα θέματα με ένα απότομο και ωμό όχι; Απολύτως όχι, γιατί αυτή θα ήταν μια στάση που αρμόζει σε μια μικρή αίρεση και όχι σε ένα μεγάλο μαζικό κόμμα. Οι εκπρόσωποί μας πρέπει να διερευνήσουν κάθε μεμονωμένο νομοσχέδιο. Πρέπει να εξετάσουν τα επιχειρήματα και πρέπει να κρίνουν και να συζητήσουν με βάση την υπάρχουσα συγκεκριμένη σχέση, των υπαρχουσών οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων και όχι μιας άψυχης και αφηρημένης αρχής. Το αποτέλεσμα όμως πρέπει και θα είναι –αν έχουμε αξιολογήσει σωστά την υπάρχουσα σχέση και το λαϊκό συμφέρον– όχι. Η λύση μας είναι: ούτε ένας άνθρωπος, ούτε μία δεκάρα για αυτό το σύστημα! Όμως, δεδομένης της παρούσας κοινωνικής τάξης, δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα που να μην ήταν αυτό ακριβώς το σύστημα. Κάθε φορά που αυξάνονται οι δασμοί και οι τιμές λέμε ότι δεν βλέπουμε κανένα λόγο να συμφωνήσουμε με το τιμολόγιο στην παρούσα κατάσταση, αλλά για εμάς δεν μπορεί να υπάρξει κατάσταση στην οποία θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε διαφορετική θέση. Μόνο έτσι μπορεί ο πρακτικός μας αγώνας να γίνει αυτό που πρέπει: η πραγματοποίηση των βασικών μας αρχών στη διαδικασία της κοινωνικής ζωής και η ενσάρκωση των γενικών μας αρχών στην πρακτική, καθημερινή δράση.
Και μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες αγωνιζόμαστε με τον μοναδικό επιτρεπτό τρόπο για ό,τι είναι ανά πάσα στιγμή «δυνατό». Τώρα αν κάποιος πει ότι πρέπει να προσφέρουμε μια ανταλλαγή – τη συγκατάθεσή μας σε μιλιταριστική και δασμολογική/τιμολογιακή νομοθεσία με αντάλλαγμα για πολιτικές παραχωρήσεις ή κοινωνικές μεταρρυθμίσεις – τότε θυσιάζει τις βασικές αρχές της ταξικής πάλης για στιγμιαίο πλεονέκτημα και οι πράξεις του βασίζονται στον οπορτουνισμό. Ο οπορτουνισμός, παρεμπιπτόντως, είναι ένα πολιτικό παιχνίδι που μπορεί να χαθεί με δύο τρόπους: όχι μόνο οι βασικές αρχές αλλά και η πρακτική επιτυχία μπορεί να χαθούν. Η υπόθεση ότι κάποιος μπορεί να επιτύχει τον μεγαλύτερο αριθμό επιτυχιών κάνοντας παραχωρήσεις βασίζεται σε ένα πλήρες λάθος. Εδώ, όπως σε όλα τα μεγάλα θέματα, τα πιο πονηρά άτομα δεν είναι τα πιο έξυπνα. Ο Μπίσμαρκ είπε κάποτε σε ένα κόμμα της αστικής αντιπολίτευσης: «Θα στερήσετε τον εαυτό σας από κάθε πρακτική επιρροή αν λέτε πάντα και φυσικά όχι». Το παλιό αγόρι ήταν τότε, όπως συχνά, πιο έξυπνο από τον Παπενχάιμερ . [Α] Πράγματι, ένα αστικό κόμμα, δηλαδή ένα κόμμα που λέει ναι στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων στο σύνολό της, αλλά που θα πει όχι στις καθημερινές συνέπειες αυτής της τάξης, είναι ένα υβρίδιο, ένα τεχνητό δημιούργημα, που δεν είναι ούτε ψάρι ούτε λάμψη ούτε πτηνό. Εμείς που εναντιωνόμαστε σε ολόκληρη την παρούσα τάξη, βλέπουμε τα πράγματα εντελώς διαφορετικά. Στο όχι, στην αδιάλλακτη στάση μας, βρίσκεται όλη μας η δύναμη. Αυτή η στάση είναι που μας κερδίζει τον φόβο και τον σεβασμό του εχθρού και την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη του λαού.
Ακριβώς επειδή δεν υποχωρούμε ούτε εκατοστό από τη θέση μας, αναγκάζουμε την κυβέρνηση και τα αστικά κόμματα να μας παραχωρήσουν τις λίγες άμεσες επιτυχίες που μπορούν να επιτευχθούν. Αλλά αν αρχίσουμε να κυνηγάμε ό,τι είναι «δυνατό» σύμφωνα με τις αρχές του οπορτουνισμού, αδιαφορώντας για τις δικές μας αρχές και μέσω συναλλαγών με το Κράτος, τότε σύντομα θα βρεθούμε στην ίδια κατάσταση με τον κυνηγό που όχι μόνο απέτυχε να πετύχει το ελάφι αλλά έχασε και το όπλο του στη διαδικασία.
Δεν ανατριχιάζουμε με τους ξένους όρους, τον οπορτουνισμό και την τέχνη του εφικτού, όπως πιστεύει ο Heine. ανατριχιάζουμε μόνο όταν ‘γερμανοποιούνται’ στην κομματική μας πρακτική. Ας μας μείνουν ξένες λέξεις. Και, αν προκύψει η ευκαιρία, ας αποφύγουν οι σύντροφοί μας τον ρόλο του διερμηνέα.
[A] Μια αναφορά στους στρατιώτες του στρατηγού Pappenheim στον Τριακονταετή Πόλεμο.