Μια κατάθεση ιστορικής μνήμης από τον Κωστή Καρπόζηλο
του Χρήστου Κεφαλή*
Είναι ασυνήθιστο να ξεκινά μια βιβλιοκριτική με μια προσωπική ανάμνηση, αλλά, όπως θα φανεί, ταιριαστό στη συγκεκριμένη περίσταση. Πριν χρόνια ο γράφων είχε ξεκινήσει μια συζήτηση με την απολίτικη, όπως τα περισσότερα νέα παιδιά σήμερα, ανιψιά του: «Το 1945, όταν το ΕΑΜ βρισκόταν στα πρόθυρα της εξουσίας, το ΚΚΕ αποκήρυξε τον Άρη τον Βελουχιώτη…» Η αντίδρασή της με είχε προσγειώσει ανώμαλα: «Τι είναι το ΕΑΜ;»
Αν θα θέλαμε να ξεχωρίσουμε ένα προτέρημα του βιβλίου του Κωστή Καρπόζηλου Ο Ελληνικός Κομμουνισμός. Μια Διεθνική Ιστορία (1912-1974) (Αντίποδες, Αθήνα 2024), θα έπρεπε να είναι ακριβώς αυτό: ότι μπορεί να διαβαστεί, να κινήσει το ενδιαφέρον και να ωφελήσει ακόμη και νέους που βρίσκονται μακριά από την πολιτική και δεν είχαν ως τώρα την ευκαιρία να γνωριστούν ούτε με τα στοιχειώδη γεγονότα της πολυτάραχης ιστορίας του κομμουνιστικού μας κινήματος.
Ο Καρπόζηλος δεν θα διαφωνούσε με την παραπάνω εκτίμηση. Στο τέλος της Εισαγωγής του, στο μέρος με τις «Ευχαριστίες», παραθέτει την παρατήρηση της Εύας Πλιάκου μετά τη ανάγνωση των δοκιμίων: «Αυτό διαβάζεται». Η παρατήρηση αυτή, προσθέτει, «ήταν η επιβεβαίωση που χρειαζόμουν ότι η ιστορία μπορεί –κάποιες φορές– να μην είναι βαρετή» (σελ. 40).
Τι είναι όμως αυτό που κάνει την ιστορική έρευνα του Καρπόζηλου όχι μόνο να μην είναι βαρετή, αλλά να είναι ταυτόχρονα θετικά ενδιαφέρουσα και αξιόλογη;
Είναι, για να παραφράσουμε μια ρήση του Μαρξ, ότι αφήνει και μάλιστα βοηθά το υλικό του «να ζήσει τη ζωή του». Δεν προσπαθεί να επιβάλλει στα γεγονότα ένα εκ των προτέρων σχήμα και να τα μετατρέψει σε αποδεικτικό υλικό για μια προκαθορισμένη θέση – την ορθότητα της γραμμής του κόμματος και την ιστορική του δικαίωση απέναντι στους κάθε λογής «οπορτουνιστές», ή στον αντίποδα τον ανέλπιδο χαρακτήρα του εαμικού κινήματος, ή οποιαδήποτε άλλη «προκάτ» θέση. Είναι ένα σημείο που ο ίδιος τονίζει από την πρώτη κιόλας πρόταση του έργου, παραθέτοντας την οικεία ρήση του Μαρξ: «Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων» (σελ. 13). Αποφεύγει έτσι τους σκοπέλους της προκατάληψης και της μονομέρειας, καθώς και της ξύλινης γλώσσας, που διακρίνει ιδιαίτερα τις ογκώδεις κομματικές ιστορίες του ΚΚΕ.
Το βιβλίο δεν είναι μια «επιστημονική», ακαδημαϊκή πραγματεία. Ο συγγραφέας επιλέγει μια διαφορετική μεθοδολογία, προσεγγίζοντας το θέμα του μέσα από ζωντανά περιστατικά, με βάση γλαφυρές μαρτυρίες και εκθέσεις των ίδιων των πρωταγωνιστών τους. Προχωρά, μπορεί να πει κανείς, από το μικρόκοσμο στο μακρόκοσμο, πλέκοντας μέσα από ατομικές ιστορίες το δίχτυ της συνολικής ιστορικής εικόνας. Φυσικά, ο Καπρόζηλος προβαίνει σε μια επιλογή του υλικού, μέσα από την οποία επιχειρεί να αναδείξει πώς συνυφάνθηκε το γενικό πνεύμα της εποχής με τις εγχώριες ρίζες του κινήματος. Περνά έτσι από το σοσιαλισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, στον κομμουνισμό των μικρασιατών προσφύγων, δένοντάς τα με τον κομμουνισμό της Κομιντέρν και του αντιφασιστικού αγώνα και πολέμου (προσεγγισμένου κυρίως μέσα από την εμπειρία του κινήματος της Μέσης Ανατολής και όχι του ελαδικού ΕΑΜ) και τις μεταπολεμικές εξελίξεις.
Μια τέτοια μεθοδολογία ενέχει κινδύνους. Εύκολα μπορεί να καταλήξει κανείς σε μονομερή συμπεράσματα ή ακόμη και να στηρίξει, με επιλεκτική χρήση του υλικού, στρεβλές θέσεις. Αν ο Καρπόζηλος δεν ενδίδει σε αυτούς, η αιτία δεν θα βρεθεί μόνο στην ευρεία γνώση του της επιστημονικής φιλολογίας, για την οποία μαρτυρά και η πλούσια βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου (σελ. 633-690). Πρόκειται μάλλον για τον ιστορικό ρεαλισμό και την εκ των έσω οπτική του για τα ζητήματα του κινήματος.
Κομβική στην οπτική του βιβλίου είναι, όπως το δηλώνει και ο υπότιτλός του, η τοποθέτηση της ιστορίας του ελληνικού κομμουνισμού μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των διεθνών ρευμάτων και εξελίξεων που πυροδότησε η μπολσεβίκικη, Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Αυτό θέτει αναπόφευκτα το ερώτημα για το αν η επανάσταση του Οκτώβρη –και επακόλουθα ο ελληνικός κομμουνισμός ως ηχώ της– ήταν μια ιστορική πρωτοβουλία θεμελιωμένη στη λογική των πραγμάτων ή μια αυθαιρεσία καταδικασμένη εκ των προτέρων στην αποτυχία. Ο Καρπόζηλος το συνοψίζει παραθέτοντας τις εκτιμήσεις παραδοσιακών Ελλήνων σοσιαλιστών το 1917, οι οποίοι έδιναν τη δεύτερη απάντηση:
«Στα μάτια πολλών σοσιαλιστών η Οκτωβριανή επανάσταση υπήρξε μια τεράστια απογοήτευση. Όσα είχε εγκαινιάσει η ανατροπή του Τσάρου τον Φεβρουάριο επιβεβαίωναν τις εξελικτικές τους πεποιθήσεις για την ευθύγραμμη πορεία από τον δεσποτισμό προς την αστική δημοκρατία, η οποία με τη σειρά της θα άνοιγε το δρόμο για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Η δυναμική των μπολσεβίκων, των “μαξιμαλιστών” που απαιτούσαν τα πάντα όχι στο μέλλον αλλά στο σήμερα, συνιστούσε παρέκκλιση από τη λογική πορεία των πραγμάτων. Και όχι μόνο αυτό. Θα οδηγούσε μέσα από τον βολονταρισμό των επαναστατών στη συντριπτική ήττα της ιστορικής δυνατότητας που είχε εγκαινιάσει το 1917. Στη γλώσσα του Ριζοσπάστη ο Κερένσκι ήταν εκείνος που εξέφραζε τον “επιστημονικό” σοσιαλισμό, σε αντίθεση με τον “ουτοπικό” Λένιν» (σελ. 121).
Ο Καρπόζηλος δεν επιχειρεί να προσφέρει μια «οριστική», καταφατική ή αρνητική, απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Μόνο η ιστορία, άλλωστε, μπορεί να τη δώσει και θα τη δώσει τελικά· δεν είναι η δουλειά του ιστορικού να την προκαταλάβει. Το κύριο μέλημά του είναι να προσανατολίσει τον αναγνώστη στην επιτακτικότητα του ερωτήματος αναφορικά με τις τωρινές προοπτικές του κινήματος, τονίζοντας τη σύνδεση αλλά και τη διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία του ελληνικού κομμουνισμού στα διάφορα στάδιά της από την ίδρυση του ΣΕΚΕ (αργότερα ΚΚΕ) στα 1918 ως τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968. Καταδεικνύει εύστοχα τις ανώμαλες καταστάσεις που σημάδεψαν αρνητικά την πορεία του κομμουνιστικού μας κινήματος, συχνά μέσα από τις ίδιες τις μαρτυρίες. Παραθέτει, π.χ., τη θέση του Αντιφασίστα, έκδοσης ελληνικής αντιφασιστικής ομάδας στη Μέση Ανατολή, πάνω στο ότι «η εξόριστη κυβέρνηση όφειλε να αναγνωρίσει την πρωτοκαθεδρία του αντιστασιακού κινήματος στην κατεχόμενη επικράτεια» (σελ. 401). Μια τέτοια τακτική ακολουθήθηκε από πραγματικούς επαναστάτες όπως ο Φιντέλ Κάστρο, αλλά όχι από την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, που ενώ είχε την εξουσία στη χώρα παραχώρησε, με τις ευλογίες του Στάλιν, θεληματικά τον ηγετικό ρόλο στην αστική κυβέρνηση του Καΐρου. Συνοψίζει τον αντίκτυπο της κυριαρχίας των σταλινικών αυταρχικών λογικών υπό την ηγεσία Ζαχαριάδη και της διάσπασης του 1968 στο ΚΚΕ με τα λόγια του τροβαδούρου Λάκη Καραλή, «Διαμάχη κόμματος / καβγάς περί παπλώματος» (σελ. 551).
Ο Καρπόζηλος φιλοδοξεί, και σε ένα βαθμό πετυχαίνει, να αναδείξει τη διασύνδεση της εθνικής και της διεθνικής διάστασης του κινήματος, να συλλάβει το εθνικό ως μια πρωτότυπη κρυστάλλωση του διεθνικού, αποδίδοντάς του έτσι όσα του αναλογούν αλλά και εντάσσοντάς το στο ευρύτερο πλαίσιο. Εγκαθιδρύει έτσι συγκλίσεις αλλά και αποκλίσεις ανάμεσα στον εγχώριο κομμουνισμό και το γενικό μοντέλο της μπολσεβίκικης και αργότερα σταλινικής Κομιντέρν, συζητώντας το πού οι εσωτερικές ανακατατάξεις ακολουθούσαν το γενικό πρότυπο και απέκλιναν από αυτό. Είναι μια γόνιμη προσέγγιση, στη βάση της οποίας μπορεί να διαχωριστούν τα παραγωγικά στοιχεία του παρελθόντος και να αναγνωριστεί το μέλλον στο παρελθόν.
Μια ένσταση μπορεί να προβληθεί σχετικά με την ασάφεια στα συμπεράσματα του Καρπόζηλου. Η ζωή δείχνει σήμερα επώδυνα την απουσία του κομμουνιστικού κινήματος, θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα των ιστορικά και θεωρητικά έγκυρων βάσεων πάνω στις οποίες μπορεί να προωθηθεί η ανασύνταξή του. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς κάτι παραπάνω από την αρνητική διατύπωση ότι «καμιά ένδειξη δεν μαρτυρά την αναβίωση του κομμουνισμού με τον τρόπο που τον γνωρίσαμε» ή την αόριστη υπόθεση για την εμφάνιση «ενός νέου διεθνιστικού οράματος, με άλλο όνομα και περιεχόμενο» (σελ. 630).
Βέβαια, μπορεί να αντιταχθεί, δεν είναι δουλειά ενός ιστορικού μελετήματος να προκαταλάβει το μέλλον. Και ανεξάρτητα από την όποια επιφύλαξη, ο μέσος αναγνώστης θα βρεθεί οπωσδήποτε κλείνοντας το βιβλίο με ενισχυμένη την ιστορική του αίσθηση. Ένα όχι ασήμαντο επίτευγμα σε εποχές σύγχυσης όπως η τωρινή.
*Συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.