Οι «αδιάλλακτοι» και η αδιαλλαξία [της αυτοκριτικής] γενικά

Μια συμβολή στη συζήτηση για τα 10 χρόνια μετά το 2015 και την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου, αναδημοσίευση από Efsyn 11.02.2025

Στο πρόσφατο αφιέρωμα της εφημερίδας Η Εποχή με τίτλο 10 χρόνια μετά το ιστορικό 2015 η Νάντια Βαλαβάνη, υπουργός στην πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στον πολύ περιορισμένο χώρο που της ζητήθηκε, αφού ανέφερε τις εναλλακτικές λύσεις οι οποίες υπήρχαν για την κυβέρνηση -σε ένα ιδιαίτερα προσεκτικό κείμενο- υποστήριξε η αριστερά δεν πρέπει αυτή την φορά να παρακάμψει τα προβλήματα – προβλήματα που δημιούργησε η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετά την υπογραφή του μνημονίου:

«Επανειλημμένα η Αριστερά –σημειώνει στο άρθρο της η Ν. Βαλαβάνη- επιχείρησε «φυγή» προς τα μπρος χωρίς ν’ ασχοληθεί με τους ανοιχτούς λογαριασμούς του παρελθόντος –συνήθως με τραγικά αποτελέσματα. Yπάρχει οποιαδήποτε περίπτωση να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση απουσίας απ’ οτιδήποτε έχει πραγματικό νόημα και αξία για τον λαό και τον τόπο απλώς και μόνο «παρακάμπτοντας» το 2015;»

Στο ίδιο πνεύμα ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος – σε ένα πιο αναλυτικό του άρθρο στην ίδια εφημερίδα και για το ίδιο θέμα- ζητά μια ειλικρινή αποτίμηση των γεγονότων: ««Είμαστε σε τοπίο πολύ διαφορετικό από του 2015. Όμως, η ειλικρινής αποτίμηση παραμένει προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη – χωρίς εμπιστοσύνη δεν υπάρχει πειστική στρατηγική, ούτε καν οριοθέτηση απέναντι στον προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό».

Πολλοί από τον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, ιδιαίτερα από τον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά και του ΜεΡΑ, θεωρούν την υπογραφή του 3ου μνημονίου από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «προδοσία», «υποταγή άνευ όρων» κλπ.

Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η υπογραφή του 3ου μνημονίου αποτελεί ένα έγκλημα που δεν μπορεί να παραγραφεί και ως εκ τούτου όσοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το υποστήριξαν ή και το αποδέχθηκαν δεν έχουν το δικαίωμα να ομιλούν στο όνομα της αριστεράς. Το έγκλημα τους ήταν διαρκείας. Δεν παραγράφεται. Όπως για παράδειγμα έχει παραγραφεί το αμάρτημα της υπογραφής της ενδιάμεσης συμφωνίας και η αποδοχή του 70% του μνημονίου από τον Γ. Βαρουφάκη. Ο ίδιος ο Βαρουφάκης μάλιστα, διαφωνώντας με το πλαίσιο της ομιλίας του Α. Τσίπρα -στην οποία παρουσίασε το ριζοσπαστικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκη- υποστήριξε αργότερα ότι «Κατάπληκτος πήρα το κείμενο και το διάβασα. Ένα κύμα ναυτίας και αγανάκτησης με πλημμύρισε»!

Προφανώς έχει διαγραφεί και το έτερον αμάρτημα, η υποστήριξη από τον Π. Λαφαζάνη και τους συντρόφους του, της συνεργασίας με την δεξιά του πατρός Μητσοτάκη και ο σχηματισμός του εκτρώματος που αποκλήθηκε κυβέρνηση Τζανετάκη, καθώς και η εκκωφαντική σιωπή ή –ακόμα χειρότερα- η χωρίς όρους υποστήριξη, για μια ολόκληρη περίοδο, του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των μαύρων σελίδων του σταλινικού φαινομένου. Θα μπορούσα να συνεχίσω και με άλλα παραδείγματα

Για να επανέλθω όμως στο θέμα. Πώς δεν θα «παρακάμψουμε» και πώς θα «αποτιμήσουμε ειλικρινά» το 2015; Την δύσκολη εκείνη περίοδο -ήμουν μέλος της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2014- πρότεινα, από κοινού με άλλους συντρόφους και συντρόφισσες, ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να ακολουθήσει μια διαφορετική πορεία. Θέση την οποία επανέλαβα πρόσφατα στο άρθρο μου Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019: υπήρχε άλλος δρόμος; – άρθρο που αναρτήθηκε στον ιστότοπο Red Lines.

α πω λοιπόν στο ζήτημα που προκύπτει σήμερα ευθέως την άποψη μου. Πιστεύω ότι η καλύτερη κριτική δεν αποτελεί μόνο μια αποτίμηση του παρελθόντος –που ασφαλώς είναι αναγκαία για την εξαγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων- αλλά η πραγματική κριτική προκύπτει από τις προτάσεις για το μέλλον – στην ουσία από την υιοθέτηση μιας εναλλακτικής, μιας ριζοσπαστικής πολιτικής, αποκρυσταλλωμένη σε ένα Πρόγραμμα Μετάβασης – σε ένα πρόγραμμα που να συνδέει τα άμεσα αιτήματα με τους ιστορικούς, απελευθερωτικούς στόχους του κινήματος.

Μαθήματα από την ιστορία

Οι σταλινικού τύπου αυτοκριτικές με τα γνωστά αποτελέσματα –που ανάλογα με την περίοδο οδηγούσαν σε εκτελέσεις, φυλακίσεις, αποπομπές, διαγραφές, ανυπόστατες κατηγορίες περί πρακτόρων του ιμπεριαλισμού κλπ.- δεν έχουν καμία σχέση με τις δημοκρατικές παραδόσεις της αριστεράς.

Θα φέρω δυο ιστορικά παραδείγματα. Στην Ισπανία, μέσα στους ταραγμένους χρόνους που ακολούθησαν το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, το πραξικόπημα του στρατηγού Πρίμο δε Ριβέρα τον Σεπτέμβριο του 1923, επιχείρησε σε μια περίοδο που η αστική δημοκρατία η οποία έπνεε τα λοίσθια, να «διασώσει, κατά τα πρότυπα του Μουσολίνι την χώρα από την «εργατική ληστεία»

Σε εκείνη την αποφασιστική καμπή τόσο το σοσιαλιστικό κόμμα PSOE όσο και προσκείμενη σε αυτό εργατική συνομοσπονδία «Γενική Ένωση Εργατών» UGT υποστήριξαν το νέο καθεστώς! Ο Λάργο Καμπαγιέρο μάλιστα ηγετικό στέλεχος του κόμματος και της συνομοσπονδίας διορίσθηκε, με την ιδιότητα του γραμματέα της UGT, «σύμβουλος του κράτους» της δικτατορικής κυβέρνησης! Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε μεγαλύτερη προδοσία από αυτή.

Η ιστορία όμως δεν σταμάτησε σε αυτό το τραγικό γεγονός. Το στρατιωτικό καθεστώς του Πρίμο δε Ριβέρα, αντιμέτωπο με την πολιτική και οικονομική κρίση –συνέπεια και της παγκόσμιας ύφεσης του 1929- κυριολεκτικά κατέρρευσε. Τον Απρίλιο του 1931 σχηματίσθηκε δημοκρατική Προσωρινή Κυβέρνηση, ένας ανομοιογενής συνασπισμός από εκπροσώπους των αστικών και εργατικών κομμάτων, στην οποία μάλιστα ο Λ. Καμπαγιέρο ανέλαβε υπουργός Εργασίας.

Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1933 η αριστερά ηττήθηκε και ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας οι δυνάμεις της δεξιάς, γεγονός που σύντομα, τον Οκτώβριο του 1934 προκάλεσε γενική απεργία και ένοπλες συγκρούσεις με την αστυνομία. Η εξέγερση απέτυχε με αποτέλεσμα την σύλληψη των ηγετών του PSOE. Ο Λ. Καμπαγιέρο στη φυλακή και ενώ έφθανε κοντά στα 70 του χρόνια ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα έργα του Μαρξ και του Λένιν. Έτσι, με μια θεαματική στροφή, ανέλαβε έκτοτε να εκφράσει την αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος PSOΕ. Καταδίκαζε την συνεργασία με τα αστικά κόμματα και υποστήριζε ότι στην Ισπανία μόνο η εργατική τάξη ήταν καθαρά μια επαναστατική τάξη. Σε μια συγκέντρωση, μάλιστα, στη Μαδρίτη, αυτός ο παλιός δεξιός σοσιαλιστής, υποστήριξε ότι «Ήλθε ο καιρός να μεταμορφωθεί η αστική δημοκρατία σε σοσιαλιστική». Κατέληξε μάλιστα στο συμπέρασμα ότι «Η επανάσταση που θέλουμε δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με τη βία».

Στις αρχές του 1936, πάνω σε ένα προγραμματικό πλαίσιο οκτώ σημείων, συγκροτήθηκε το Λαϊκό Μέτωπο, ένας συνασπισμός αστικών δημοκρατικών και εργατικών κομμάτων.

Ο Φρ. Λάργο Καμπαγιέρο, εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας του PSOE σχημάτισε, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1936, μια κυβέρνηση του μετώπου και ο ίδιος ανέλαβε πρωθυπουργός.

Δυστυχώς οι εσωτερικές διαμάχες στην κυβέρνηση οδήγησαν τον Μάιο του 1937 στην πτώση της κυβέρνησης Καμπαγιέρο. Στη διάρκεια των ζυμώσεων που ακολούθησαν ο Καμπαγιέρο και οι αριστεροί σοσιαλιστές, με την υποστήριξη και της UGT, πρότειναν να σχηματιστεί μια εργατική κυβέρνηση βασισμένη στα συνδικάτα των σοσιαλιστών και των αναρχικών χωρίς τη συμμετοχή των αστικών κομμάτων. Η πρόταση απορρίφθηκε με αποτέλεσμα να μην συμμετάσχουν στην κυβέρνηση τα αριστερά στοιχεία –οι αριστεροί σοσιαλιστές του Καμπαγιέρο και οι αναρχικοί- και να μείνει το πεδίο ελεύθερο στους αστούς δημοκράτες, στους δεξιούς σοσιαλιστές καθώς και στους εκπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Δεν θα αναφερθώ εδώ στη μεγάλη πορεία της μεγάλης ισπανικής επανάστασης η οποία οδηγήθηκε σε μια τρομακτική ήττα. Δεν είναι τυχαίο όμως ότι ο Λ.Καμπαγιέρο, αυτός ο πρώην συνεργάτης της στρατιωτικής χούντας ο οποίος έγινε αργότερα πρωθυπουργός της δημοκρατικής Ισπανίας, θα έμενε στην ιστορία του ισπανικού εμφυλίου και της ισπανικής επανάστασης ως ο «Λένιν της Ισπανίας».

Ζινόβιεφ και Κάμενεφ

Παράδειγμα δεύτερο και εξίσου σημαντικό. Τις παραμονές της οκτωβριανής επανάστασης ηγετικά στελέχη του κόμματος με τεράστιο κύρος, ο Ζινόβιεφ και κυρίως ο Κάμενεφ, διαφώνησαν με την απόφαση για την κατάληψη της εξουσίας. Ο Κάμενεφ, μάλιστα, παραιτήθηκε από την Κεντρική Επιτροπή και σε δήλωση του στη μη κομματική εφημερίδα της αριστεράς Νόβαγια Ζιν (Νέα Ζωή), την οποία εξέδιδαν οι μενσεβίκοι-διεθνιστές, αποκάλυψε ότι το κόμμα προετοίμαζε την εξέγερση: «Ο σύντροφος Ζινόβιεφ κι εγώ δεν είμαστε οι μόνοι που νομίζουμε ότι η ανάληψη πρωτοβουλίας μιας ένοπλης εξέγερσης, τη στιγμή αυτή, με την υπάρχουσα αναλογία κοινωνικών δυνάμεων και χωρίς να συμβουλευτούμε το Συνέδριο των Σοβιέτ που συνέρχεται σε λίγες μέρες, θα ήταν απαράδεκτη και μοιραία για το προλεταριάτο και την επανάσταση».

Ο Λένιν έδωσε τότε μια ιδιαίτερα σκληρή απάντηση στους διαφωνούντες. Αφού κατηγόρησε ως «απεργοσπάστες» τον Κάμενεφ και τον Ζινόβιεφ δεν δίστασε να δηλώσει: «Θα θεωρούσα ντροπή μου, αν δίσταζα να τους καταδικάσω, επειδή προηγούμενα είχα φιλικές σχέσεις μ’ αυτούς τους πρώην συντρόφους. Το λέω ανοιχτά ότι και τους δύο δεν τους θεωρώ πια συντρόφους και θα παλέψω μ’ όλες μου τις δυνάμεις και στην ΚΕ και στο συνέδριο για να διαγραφούν και οι δύο από το Κόμμα (…) Δύσκολοι οι καιροί. Βαρύ το καθήκον. Βαριά η προδοσία» (1).

Η πρόταση για διαγραφή τόσο του Κάμενεφ όσο και του Ζινόβιεφ δεν έγινε αποδεκτή από το κόμμα. Ο Κάμενεφ, μάλιστα, κατά ένα παράδοξο τρόπο ήταν παρών στη κρίσιμη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής η οποία συνήλθε στις 24 Οκτωβρίου, και ήταν αυτή που ρύθμισε τις τελευταίες λεπτομέρειες για την επικράτηση της επανάστασης! Ο Κάμενεφ πρότεινε, όπως αναφέρουν τα πρακτικά, «να μην επιτραπεί σήμερα σε κανένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής να εγκαταλείψει το Σμόλνι χωρίς ειδική άδεια της Κ.Ε. Η πρόταση του εγκρίνεται».

Στην ουσία, η πλειοψηφία αντιμετώπισε την απείθαρχη μειοψηφία όχι με τυπικές αποφάσεις βασισμένες στο καταστατικό, αλλά με σκληρή πολιτική αντιπαράθεση και κύρια με το μαρξιστικό προσανατολισμό στα γεγονότα και με την ίδια την επαναστατική δράση στην οποία τους κάλεσε να συμμετάσχουν. Ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ συμμετείχαν τελικά στην οργάνωση της επανάστασης και βέβαια κανείς δεν σκέφτηκε να ζητήσει από τα επιφανή αυτά στελέχη κανενός είδους «αυτοκριτική».

Ο ίδιος Λένιν προστάτευσε αργότερα το κύρος των συντρόφων του. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά μερικά χρόνια, μέσα από τη διαθήκη του, προειδοποίησε, δυστυχώς προφητικά, ότι «το επεισόδιο Ζινόβιεφ-Κάμενεφ κατά τον Οκτώβρη δεν ήταν βέβαια τυχαίο, αλλά δεν πρέπει να γίνει εκμετάλλευση σε βάρος τους»

Και είναι τραγικό ότι μετά την επικράτηση του σταλινισμού ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ, σε μια ακραία εκδοχή της λεγόμενης αυτοκριτικής, υποχρεώθηκαν να ομολογήσουν στα κάτεργα όχι μόνο τα λάθη τους αλλά και ότι «ήταν πράκτορες του φασισμού και του ιμπεριαλισμού»!

Οι «αδιάλλακτοι», κάθε εποχής και κάθε εκδοχής της αριστεράς, πρέπει να διδαχθούν για το ζήτημα της αυτοκριτικής από την στάση του Λένιν.

Ένα, δύο… πολλά βήματα μπροστά

ια μια ακόμα φορά τα φλέγοντα ζητήματα της αριστεράς, ιδιαίτερα τα προβλήματα του παρελθόντος λύνονται με τις προτάσεις για το μέλλον. Δεν πρόκειται για άφεση αμαρτιών αλλά για την επείγουσα ανάγκη -με βάση τα συμπεράσματα από την προηγούμενη δράση- για την επεξεργασία του προγράμματος, της τακτικής και της στρατηγικής των δυνάμεων της αριστεράς.

Είναι φανερό ότι μια από τις πιο σημαντικές διαιρετικές τομές μέσα στις σημερινές συνθήκες –ασφαλώς υπάρχουν και άλλες- δεν είναι άλλη παρά η υποστήριξη της ειρήνης και η πλήρης αντίθεση στους πολέμους και τις τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες που απαιτεί το ΝΑΤΟ και η νέα κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Το ζήτημα του πολέμου, μετά από πολλά χρόνια, ενώνει αλλά και διαχωρίζει τις δυνάμεις της αριστεράς. Ελπίζω ότι οι υποστηρικτές του πολέμου και των στρατιωτικών εξοπλισμών θα ηττηθούν και θα κυριαρχήσουν οι ειρηνικές, αντιπολεμικές δυνάμεις όχι μόνο στο χώρο της αριστεράς αλλά και μέσα στην κοινωνία, τόσο στη χώρα όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Αλλά για το θέμα αυτό θα επανέλθω.

(1) Λένιν: «Γράμμα προς τα μέλη του κόμματος των μπολσεβίκων», Άπαντα, τόμος 34ος, σελ. 420 και 422.

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο