Αναδημοσίευση από epohi.gr
Συνέντευξη του Μιχάλη Σπουρδαλάκη στους Ιωάννα Δρόσου και Παύλο Κλαυδιανό
Η ανάδειξη νέας ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι μια στείρα εκλογική, εσωκομματική διαδικασία. Χρειάζεται απολογισμός και όραμα. Να πολιτικοποιηθεί η συζήτηση. Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης συζητά για τον ΣΥΡΙΖΑ, τις προκλήσεις και τους κινδύνους της νέας περιόδου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση, με μία κυρίαρχη ΝΔ, πώς μπορεί να κινηθεί, για να αναδείξει τα επίδικα της περιόδου; Είναι στριμωγμένος.
Πράγματι αυτή τη στιγμή, η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι περιορισμένη, και στην κοινωνία και στο κοινοβούλιο. Και αυτό συμβαίνει σε ένα περιβάλλον που με ένα παράδοξο και μεταμοντέρνο τρόπο έχει αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά: πολύ συντηρητικό, πολιτικά αυταρχικό, με την πολυκέφαλη άκρα δεξιά σε άνοδο και με μια κυβέρνηση που αποτελεί μια «α λα γκρέκα» εκδοχή της alt right. Την ίδια στιγμή η κοινωνία έχοντας ενσωματώσει την κόπωση και την απογοήτευση από τις εξελίξεις των τελευταίων δέκα πέντε ετών μοιάζει να αναζητά μια κανονικότητα χαμηλών κοινωνικών και πολιτικών προσδοκιών. Πρόκειται για ένα κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον που βαθαίνει την χρόνια κρίση πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης. Για να μην παραμείνει, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ «στριμωγμένος», όπως είπατε, θα πρέπει αναστοχαστικά να ανατρέξει και να επικαιροποιήσει το ιστορικό κεκτημένο της πορείας του. Να επαναφέρει στην πολιτική και κοινωνική του καθημερινότητα και δράση τα στοιχεία εκείνα που τον ανέδειξαν μόλις πριν δέκα χρόνια ως την δημοκρατικότερη και την πλέον ελπιδοφόρα απάντηση στην πρώτη πολύ-επίπεδη κρίση του αιώνα μας στη χώρα μας και διεθνώς.
Αυτό κατά την άποψή μου αποτελεί την μεγάλη του πρόκληση. Για παράδειγμα θα πρέπει πρώτον η αντιπολιτευτική πολιτική και ρητορική του εντός και εκτός κοινοβουλίου να αποκτήσει στοιχεία με σαφείς ιδεολογικές αιχμές και να μην περιοριστεί σε τεχνοκρατικούς και επικοινωνιακούς εντυπωσιασμούς. Να δείξει ότι οι συνήθως αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές κυβερνητικές πολιτικές δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα του «επιτελικού κράτους» ή της διαφθοράς της «Μητσοτάκης ΑΕ», αλλά αποτελούν συστατικά στοιχεία ενός συστήματος, που με ευρηματικό τρόπο ανανεώνει συνεχώς την επιθετικότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ενός καπιταλισμού, που ο εξανθρωπισμός του μέσα από ασύμπτωτες και χωρίς καθοδηγητικό μετασχηματιστικό όραμα μικρο-μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή. Δεύτερον, στο κοινωνικό πεδίο θα πρέπει να αναζητήσει την παρουσία του στους μαζικούς με διαφορετικό τρόπο από την λογική του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Λογική και πρακτική που οδήγησε στην ακύρωση της κοινωνικής δυναμικής και εν τέλει στην βαθιά κρίση εκπροσώπησης. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αξιοποιήσει το κεκτημένο της σχέσης του με την κοινωνία δηλαδή την ουσιαστική του παρουσία στην κοινωνική δυναμική, χωρίς ταμπέλες, καπελώματα. Με στήριξη αυθεντικών κοινωνικών εναλλακτικών πρωτοβουλιών, των οποίων την κοινωνικά παραγόμενη γνώση αξιοποιούσε. Όταν αποκόπηκε από αυτές τις πρακτικές περιορίζοντας την πολιτική του ενέργεια αρχικά στο κοινοβούλιο και στη συνέχεια στο κράτος και κάτω από το πρωτόγνωρο βάρος των μνημονίων, έχασε τη δυναμική του. Μόνο έτσι θα αποφύγει το «στρίμωγμα». Μόνο έτσι θα αποφύγει την περαιτέρω συρρίκνωση που τον υποβάθμισε σε δεύτερο και ακίνδυνο πόλο της μάταιης προσπάθειας ανασύστασης ενός ξεπερασμένου δικομματισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να διευρύνει τις αναφορές του, αλλά και τις συμμαχίες του. Το κατάφερε;
Δυστυχώς η αναγκαία οργανωτική και κοινωνική ενδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρήθηκε μόνο ως «διεύρυνση», η οποία έγινε χωρίς σχεδιασμό, οργάνωση, όρους και όρια. Σε μια διεύρυνση που ακόμα και οι newcomers έψαχναν με αγωνία το κόμμα. Έτσι, κατέληξε σε ένα παιχνίδι αριθμών και συμμετοχών σε τυπικές διαδικασίας, που μικρή δυνατότητα είχαν να ενισχύσουν την κοινωνική του παρουσία. Το χειρότερο ήταν ότι η «διεύρυνση» αυτή αλλοίωσε την καταστατική συνθήκη και συγκρότηση του κόμματος οδηγώντας το σε ασαφείς και προβληματικές επιλογές, που υπονόμευσαν την πολιτική του ταυτότητα και την εκλογική του αποτελεσματικότητα. Οι συνεχείς αναφορές στην «πρόοδο», «προοδευτικές δυνάμεις», «προοδευτικές πολιτικές» κ.λπ. δεν αποκάλυψαν μόνο το άστοχο και το απροετοίμαστο για την εφαρμογή της απλής αναλογικής, αλλά και μια καθόλου «δημιουργική ασάφεια». Επιτομή της οποίας είναι η έκκληση στην αφηρημένη παραδοξότητα του «προοδευτικού κέντρου». Η συχνή αναφορά της κυβέρνησης σε αυτή την έννοια είναι ενδεικτική. Σε παλαιότερη συζήτησή μας πριν πολλούς μήνες είχα υπογραμμίσει το πρόβλημα με τέτοιες γενικόλογες εκκλήσεις, που για την αριστερά αποτελούν παρελθόν. Επιπλέον, και η αναφορά στην «κεντροαριστερά» δημιουργεί προβλήματα αφού στον χωρικό ιδεολογικό και πολιτικό προσδιορισμό των πολιτικών δυνάμεων αυτή βρίσκεται δεξιότερα της «σοσιαλδημοκρατίας», που ως γνωστόν έχει αυτοτοποθετηθεί το ΠΑΣΟΚ. Χωρίς αμφιβολία στην συγκρότηση και ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ συνέδραμαν οι δυνάμεις της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας απογοητευμένες από τα αδιέξοδα της εκσυγχρονιστικής τους περιπέτειας και της πρόσδεσης του κόμματός τους στο νεοφιλελευθερισμό, οι δυνάμεις της πολυλενινιστικής / κομμουνιστικής παράδοσης, που βρέθηκαν εκτός πολιτικής και σε αδιέξοδο μετά το 1989 και την δραματική υποχώρηση της ευρωκομμουνιστικής άνοιξης, καθώς και όλα εκείνα τα κοινωνικά κινήματα που αν και ανανέωναν στην πολιτική ατζέντα και προσέφεραν νέα οργανωτικά πρότυπα βρίσκονταν μακριά από την κυβερνητική εξουσία. Γι’ αυτό και ισχυρίζομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εμπεριέχει ότι ζωντανό και μεταρρυθμιστικά αριστερό έχει απομείνει στη σοσιαλδημοκρατία και η αφοριστική αντίστιξή της με την ριζοσπαστική αριστερά είναι είτε λάθος είτε εκ του πονηρού. Υπ’ αυτή την έννοια, η προσθήκη της «προοδευτικής συμμαχίας» στον τίτλο του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τουλάχιστον πλεονασμό. Οι διαδικασίες για την επιλογή της ηγεσίας ουσιαστικά αποτελούν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την βελτίωση της εσωκομματικής κουλτούρας συνεννόησης, που θα συμβάλλει στην αναγκαία οργανωτική και πολιτική αναδιοργάνωση του κόμματος.
Η ήττα που υπέστη είναι στρατηγική;
Αυτό είναι το επίδικο και θα φανεί εκ των πραγμάτων. Οι στρατηγικές ήττες μιας μεγάλης πολιτικής παράδοσης και πορείας δεν κρίνονται μόνο στις κάλπες. Για να μην υπάρξουν αυθαίρετες απαντήσεις σε ό,τι αφορά την προοπτική του κόμματος, με την ευκαιρία της επιλογής νέας ηγεσίας, πρέπει κατ’ αρχήν να συζητηθούν οι αιτίες της ήττας με ειλικρίνεια, τεκμηρίωση, πέρα από «παρηγορητικές αναλύσεις». Η επείγουσα αυτή συζήτηση θα συμβάλλει στην επίλυση των διλημμάτων που ταλανίζουν την κομματική και εκλογική βάση του κόμματος και θα καθορίσει τις επιλογές της περαιτέρω πορείας. Διαφορετικά θα συνεχίσουν κατασκευάζονται αφηγήματα αυθαίρετα και ιδιοτελή που αντί να ενώνουν θα διχάζουν.
Που χάθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και έμεινε πίσω από την ύλη του 21ου αιώνα;
Μια εύκολη απάντηση είναι ότι δεν υπήρχε θεωρητική ανάλυση και σχετικός αναστοχασμός πίσω από τις πρωτοβουλίες, τις πρακτικές και τις στρατηγικές του επιλογές. Η δεύτερη απάντηση είναι ότι δεν αμυνθήκαμε απέναντι στον αναμενόμενο κίνδυνο οξείδωσης από τις κυβερνητικές ευθύνες, που δικαίως φυσικά αναλάβαμε. Κίνδυνο που λόγω της κρίσης ήταν ιδιαίτερα αυξημένος. Η σχέση με το κράτος και το κοινοβούλιο βρίσκεται σε ένταση, πάντα, με την Αριστερά. Ωστόσο, φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατανόησε το κράτος με απολίτικη αφέλεια. Το αντιμετωπίσαμε σαν να ήταν κοινωνικά ουδέτερο και ενίοτε το χειριστήκαμε εργαλειακά αφήνοντας την αλλοτριωτική του δύναμη ελεύθερη. Οι οργανώσεις του κόμματος συχνά συζητούσαν σαν μίνι υπουργικά συμβούλια ή ακόμη χειρότερα ως διεκπερωτές αιτημάτων προς βουλευτές και δεν ασχολήθηκαν με την οργανωτική τους παρουσία στο κοινωνικό πεδίο. Ο κεντρικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ έγινε πιο τεχνοκρατικός, κρατικίστικος, διοικητικός. Βεβαίως, προς αυτό συνέτειναν τα μνημόνια και όλοι οι πόλοι εξουσίας, αλλά δεν είναι αρκετές αιτίες για να απαλείψουν τις ευθύνες του κομματικού μηχανισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή είναι σε σοκ. Η εκλογή νέας ηγεσίας φέρνει στο προσκήνιο τα πώς και τα γιατί, ώστε να μπορέσει να πιάσει και πάλι το νήμα;
Ο Αλ. Τσίπρας, με τη δήλωση αποχώρησης, κατά την άποψή μου, δεν άνοιξε έναν καθαρό δρόμο για τις διαδικασίες διαδοχής: η απουσία ανάλυσης του εκλογικού αποτελέσματος, η νουθεσία για ανανέωση και επανίδρυση του κόμματος, η βεβαιότητα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «έχει κλείσει έναν μεγάλο ιστορικό κύκλο» τουλάχιστον μπερδεύουν. Οι ιστορικοί κύκλοι δεν ανοίγουν και κλείνουν κατά βούληση, η χωρίς περιεχόμενο και κατεύθυνση εντολή να «αλλάξουμε δραστικά», η αναχρονιστική διαπίστωση ότι «Από μικρό κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κορμός της προοδευτικής παράταξης στην Ελλάδα», αποκαλύπτει μια πολιτική λογική που αρχίζει και τελειώνει στην απλή αριθμητική, το κάλεσμα για ένα «νέο ΣΥΡΙΖΑ», που φέρνει στο νου την εμπειρία του New Labour του Μπλερ και τέλος η προτροπή για ένα είδος διμέτωπου αγώνα «ενάντια στη ΝΔ και τις δικές μας παθογένειες» μάλλον προσφέρουν έναν ανεμοδείκτη παρά ένα οδοδείκτη. Έτσι, το κόμμα με σαφές έλλειμα εμπεδωμένης δημοκρατικής κουλτούρας και διαβούλευσης, χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες συλλογικών διαδικασιών σύνθεσης, με λογικές μηδενικού αθροίσματος που αναπαράγει η πάλαι ποτέ αντιγραφειοκρατική λειτουργία των τάσεων, βρίσκεται σε δυσκολία. Μια δυσκολία που χειροτερεύει, αφού έχει να διαχειριστεί και την απροσδιοριστία του σχετικού εκλογικού σώματος, το οποίο συγκροτείται κατά την διάρκεια της εκλογής! Αυτό σε συνδυασμό με τα στενά χρονικά περιθώρια ουσιαστικά κάνουν τον κίνδυνο, μη πολιτικών κριτηρίων επιλογής, υπαρκτό. Μια αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου θα ήταν η υποβολή κάποιων πολύ συγκεκριμένων ερωτημάτων (λχ. για την ήττα, το πολιτικό και οργανωτικό σχέδιο, για τους βασικούς προγραμματικούς άξονες που συγκροτών το όραμα κλπ) προς τους υποψηφίους θα ήταν χρήσιμη, αρκεί να δεσμεύονταν κατά κάποιο τρόπο να απαντήσουν.
Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ έγιναν ψηφοφορίες που έδειξαν μετακινήσεις και ανασυνθέσεις, οι οποίες έχουν ενδιαφέρον. Ως επιστήμονας που παρακολουθεί την λειτουργία των κομμάτων τι παρατήρησες;
Χωρίς αμφιβολία, η συζήτηση εστιάστηκε στον οδικό χάρτη των διαδικασιών και πολώθηκε γύρω από αυτές. Πράγματι αυτό άλλαξε λίγο τους συσχετισμούς και τις δικτυώσεις ανάμεσα στις διάφορες τάσεις και σχέσεις που υπάρχουν στο κόμμα. Δεν πολιτικοποίησε, ωστόσο, αυτή τη διαδικασία. Δεν περιέγραψε το περιεχόμενό της. Δεν αποσαφήνισε ζητήματα που συζητήσαμε πιο πάνω. Τι σημαίνει, για παράδειγμα, συνασπισμός ριζοσπαστικής αριστεράς και προοδευτική συμμαχία, με τη λέξη συμμαχία να υπάρχει ουσιαστικά δύο φορές στον τίτλο του κόμματος; Τι σημαίνει «προοδευτικό Κέντρο»; Αυτά δεν απασχόλησαν κανέναν. Κάποιοι λένε να εγκαταλείψουμε την ριζοσπαστική αριστερά. Αν γίνει κάτι τέτοιο τελειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, διότι ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και όλα τα κόμματα, έχει μια ιδρυτική καταστατική αρχή, μια θεμελιώδη συνθήκη ύπαρξης, «το γενετικό του μοντέλο» κατά Panegianko. Εάν αυτή παραβιαστεί, οι πιθανότητες ήττας και συρρίκνωσης γίνονται βεβαιότητες. Ήδη η σχετική αλλοίωση αυτής της αρχής εξηγεί την πρόσφατη υποχώρησή του. Ας παραδειγματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ από το πάθημα του ΠΑΣΟΚ όταν βιάστηκε και διαλύθηκε η ιδρυματική του αντιδεξιά αξίωση, γεγονός που οδήγησε και στην «πασοκοποίησή» του. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προοπτική και μέλλον μόνο ως κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, αφού ουσιαστικά συγκροτείται στην βάση της πολύ-επίπεδης και κρίσης χρόνιας πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής, θεσμικής και διοικητικής κρίσης. Μάλιστα σε δύσκολη συγκυρία το έκανε με όρους ενότητας της αριστεράς, με πρόγραμμα που κατά τεκμήριο είχε κοινωνική γείωση και χωρίς να επιλέξει τον εύκολο και ανεύθυνο δρόμο του αναχωρητισμού. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνειδητοποιήσει και δεν ανανεώσει το στρατηγικό του κεκτημένο θα θέσει σε κίνδυνο την προοπτική του.
Εντός του ΣΥΡΙΖΑ ακούγεται η άποψη ότι αν επιμείνουμε σε αυτά που λες δεν θα ξαναπάρει ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ την εξουσία.
Είναι μία κλασική λογική, η οποία έχει οδηγήσει ακόμα και τη σοσιαλδημοκρατία σε συρρίκνωση. Μια λογική που περιόριζε την αριστερά για πολλά χρόνια. Μια λογική που υιοθετήθηκε από τη ΔΗΜΑΡ, για ένα διάστημα μέχρι την ουσιαστική διάλυσή της. Αυτή η στρατηγική έχει ηττηθεί και στην Ελλάδα. Όπως είπαμε λίγο πιο πάνω η ζωντανή και αναζητούσα διεξόδους στα αδιέξοδά της σοσιαλδημοκρατία αποτελεί καταστατική συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, η αποκλειστική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την κατεύθυνση και μάλιστα στην πλέον ξεπερασμένη κοινωνικά και πολιτικά εκδοχή «του κέντρου» θα τον υποβαθμίσει σε απλό συμπαίκτη του ΠΑΣΟΚ σε ένα παιχνίδι μικρομεσαίας φιλοδοξίας και αμετροεπούς ρητορικής. Ένα παιχνίδι που ο ΣΥΡΙΖΑ θα περνάει πάντα κάτω από τον πήχη μέχρι εξαφανίσεως. Δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σύγχυση εννοιών, ορισμών και στρατηγικών επιλογών. Γι’ αυτό θα πρέπει να ανοίξει επιτέλους η πολιτική και οργανωτική συζήτηση της ύπαρξης του κόμματος. Και εκτός από τα ερωτήματα που αναφέρθηκαν οι υποψήφιοι και υποψήφιες για την ηγεσία καλό θα ήταν να απαντήσουν για τους τρόπους λογοδοσίας στο «νέο ΣΥΡΙΖΑ», για το αν θα υπάρχει σύστημα ανάδειξης και λογοδοσίας στελεχών, για το σύστημα επιμόρφωσης μελών και στελεχών, για τις καταστατικές αλλαγές που θα απομακρύνουν το κόμμα από τις κακές πρακτικές και έξεις του, για το αν θα παραμείνουν οι ιεραρχικές δομές που βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με την δυναμική του σημερινού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας κ.ά.
Θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να απαντήσει και στα αιτήματα του σήμερα: στην κλιματική κρίση, την νέα εργατική τάξη της τηλεργασίας, την ορατότητα, κ.λπ.
Επιβάλλεται να ανταποκριθεί σε όλα αυτά και ιδιαίτερα στο ζήτημα της κλιματικής κρίσης που εξ ορισμού «τα αλλάζει όλα». Ουαί και αλίμονο αν η αριστερά αδιαφορεί ή είναι πρόχειρη σε αυτά τα ζητήματα. Αλλά η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει με συστηματικότητα και γνώση μακριά από γενικολογίες, ευχολόγια, και αυθαίρετους υποκειμενισμούς. Διαφορετικά ο λαϊκισμός της ακροδεξιάς θα δώσει απλουστευτικές απαντήσεις στα σύνθετα αυτά ζητήματα. Η κοινωνία θα εξακολουθήσει με την παρουσία μας, ελπίζω, ή με την συρρίκνωσή μας να αναπαράγει ανισότητες και το αίτημα της Αριστεράς θα παραμείνει. Το θέμα είναι εάν αυτές οι πολυδιάστατες ανισότητες που οδηγούν στην βαρβαρότητα, θα συμβούν με μια Αριστερά παρούσα και έτοιμη να δώσει τη δική της δημοκρατική, θετική κοινωνική απάντηση και προοπτική ώστε να αποτραπεί η άνοδος της ακροδεξιάς.