Κόντρα  στην ακροδεξιά : Ποιο στρατηγικό ορίζοντα;

2 min read

13.11.2024 LVSL

Μετάφραση επιμέλεια: Ελέγκω.

Το Ινστιτούτο  la Boétie εκδίδει το πρώτο του βιβλίο Extrême-droite: la resistible ascension (Ugo Palheta (σκην.), Éditions Amsterdam, 2024)( Η Aκροδεξιάη άνοδος  χωρίς αντίσταση). Είναι μέρος μιας έντονης συζήτησης εδώ και χρόνια: πρέπει η αριστερά να μιλήσει στους ψηφοφόρους του RN ( Εθνική συσπείρωση) για να «ξανακατακτήσει (όλες) τις εργατικές τάξεις» ή να θεωρήσει ότι η πλειοψηφία της βρίσκεται αλλού; Ταξικό μέτωπο, Από την  μία πλευρά. Προοδευτικός συνασπισμός («εργατικές γειτονιές», φοιτητική νεολαία, επισφαλείς πτυχιούχοι) από την άλλη. Η πρώτη στρατηγική,  θα ενέχει τον κίνδυνο να προχωρήσουμε σε θέματα που θεωρούνται ότι έχουν κριθεί  από την  ακροδεξιά. Η δεύτερη , να κλειδώσει την αριστερά στους «προμαχώνες» της και να την κρατήσει σε αιώνια μειοψηφική θέση. Για να αποφασιστεί αυτή η εναλλακτική λύση, το έργο του Ινστιτούτου La Boétie απαιτεί πολυάριθμες ακαδημαϊκές συνεισφορές και υπερασπίζεται την οικοδόμηση μιας ανανεωμένης πλειοψηφίας. Αναθεώρηση.

Το εργατικό  εκλογικό σώμα, στο επίκεντρο των συζητήσεων

Η στρατηγική προσέγγιση ενός προοδευτικού συνασπισμού έχει ασπαστεί ειλικρινά, από τον Jean-Luc Mélenchon τους τελευταίους μήνες. Μεταξύ άλλων δημοσιεύσεων στα μέσα ενημέρωσης, ο ίδιος δήλωσε καθαρά  στην Ιταλική εφημερίδα  La Republica τον Ιούνιο με αφορμή τους ψηφοφόρους του RN:

 «Προτείναμε έναν κατώτατο μισθό 1.600 ευρώ, την αποκατάσταση των  προσχολικών μονάδων, την επαναλειτουργία των σχολείων σε περιφερειακές περιοχές που δεν λειτουργούν, και ξέρετε γιατί; Προτεραιότητά τους είναι<ο ρατσισμός.> Για άλλους, όπως ο François Ruffin, ένας τέτοιος ισχυρισμός ισοδυναμεί με επιβεβαίωση των συμπερασμάτων της περίφημης «σημείωσης Terra Nova». Το 2011, αυτό το think tank κοντά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα σημείωσε την εγκατάλειψη μιας ταξικής ανάγνωσης υπέρ μιας στρατηγικής επικεντρωμένης στις «αξίες» του εκλογικού σώματος και συνόδευσε τη γενικότερη στροφή του PS (σοσιαλιστικού  κόμματος) προς τον νεοφιλελευθερισμό. Ο βουλευτής του Somme ,( περιοχή στην Γαλλία) που επικρίνει την ανυπότακτη  Γαλλία για μια «θεωρητικοποιημένη και σκόπιμη» εγκατάλειψη των εργατικών τάξεων, την έχει κάνει επίσης δείκτη των μέσων ενημέρωσης.

Σύμπτωση του ημερολογίου, η δημοσίευση του έργου του Ινστιτούτου la Boétie συμπίπτει με αυτή του Vincent Tiberj με παρόμοιο θέμα, μιας από τις λίγες προσωπικότητες που τον ευχαρίστησαν  και αναφέρθηκε στο  σημείωμα του Terra Nova το 2011. Ο συγγραφέας του  La droitisation francaise,Mythes  et realitles  (PUF, 2024) συμμετείχε σε ένα συνέδριο με τον Jean-Luc Mélenchon στις 24 Οκτωβρίου, κατά το οποίο οι δύο ομιλητές ανέπτυξαν παρόμοιες αναλύσεις για ορισμένα θέματα. Το «σημείωμα Terra Nova» του 2011 βασίστηκε συγκεκριμένα σε μια στατιστική μελέτη του Vincent Tiberj για να αποδείξει ότι «από εδώ και στο εξής, οι εργαζόμενοι τοποθετούν τον εαυτό τους ως προτεραιότητα σύμφωνα με τις πολιτιστικές τους αξίες – και αυτές οι αξίες είναι βαθιά αγκυρωμένες στα δεξιά». Περαιτέρω, τον αναφέρει για να υπερασπιστεί ότι «η «ερχόμενη πλειοψηφία» είναι δομικά αριστερά», λόγω της δημογραφικής προόδου αποφοίτων, άθεων και Γάλλων ξένης καταγωγής.

Από την πλευρά  της ανυπότακτης Γαλλίας, υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας  και  αρνούμαστε οποιαδήποτε εγγύτητα με τα συμπεράσματα του «σημειώματος Terra Nova». Υπενθυμίζουμε ότι η ριζοσπαστικότητα του οικονομικού προγράμματος ξεχωρίζει από  το LFI των  «σοσιαλδημοκρατών », συνεχίζει να  συγκρούεται με τους πιο φιλελεύθερους μέσα στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) και εξακολουθεί να    κατηγορείται  για μπολσεβικισμό. Πάνω από όλα, υποστηρίζουμε ότι δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν τα «κοινωνικά» ( Sociales) τα «δικαιωματικά»( societales) ζητήματα: «οι μισθολογικές απεργίες, αλλά και τα αντιρατσιστικά, αντιιμπεριαλιστικά, φεμινιστικά κινήματα, για το δικαίωμα στη στέγαση ή το κίνημα για το κλίμα, είναι ταξικοί αγώνες», γράφει ο Antoine Salles-Papou, στέλεχος του Ινστιτούτου La Boétie, σε μια ανάρτηση στο blog. Με άλλα λόγια, για να μιλήσουμε στις εργατικές τάξεις με όλη τους την ποικιλομορφία, πρέπει να υπερασπιστούμε μια αντιφασιστική στρατηγική. Ο αγώνας κατά της ακροδεξιάς δεν συμπίπτει με τον αγώνα για την υπεράσπιση  λαϊκών κέντρων,  είναι μέρος του.

Κατανόηση της προόδου της ακροδεξιάς

Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του έργου έγκειται στην προσεκτική περιγραφή που προσφέρει, με την  των συνεισφορά και  ερευνητριών   ερευνητών κοινωνικών επιστημών, της προόδου των ακροδεξιών ιδεών στη γαλλική κοινωνία. Αυτή η «ακροδεξιά» γίνεται αντιληπτή σε δημόσιους χώρους και χώρους μέσων ενημέρωσης, καθώς και σε μέρος του κρατικού μηχανισμού, ιδιαίτερα στην αστυνομία [1], σύμφωνα με τους συντάκτες του «έργου». Περιγράφοντας θεματικά την ομαλοποίηση του ακροδεξιού ιδεολογικού περιεχομένου σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, μακριά από μια απλή ανάλυση της εκλογικής προόδου του RN μόνο, οι συνεισφορές αποφεύγουν την παγίδα της ταυτολογίας που θα συνίστατο στη σκέψη ότι η ακροδεξιά μεγαλώνει επειδή το RN προοδεύει, και το RN προοδεύει επειδή η ακροδεξιά αυξάνεται. Αυτή η περιγραφή δείχνει την κλίμακα του έργου που πρέπει να απασχολήσει τις αριστερές δυνάμεις: την  ανακατάκτηση της ηγεμονίας.

Ο πρώτος παράγοντας του ακροδεξιού χαρακτήρα της γαλλικής κοινωνίας εκδηλώνεται στην προοδευτική συγκρότηση μιας ιδεολογικής επίθεσης μεγάλης κλίμακας, ικανής να μεταβάλλει πολιτισμικά τις αρχές της για να τις προσαρμόσει στα μεγάλα ζητήματα που διέρχονται από την κοινωνία. Επενδύοντας σε πολιτικά ζητήματα που είναι παραδοσιακά αριστερά και ταυτόχρονα έχουν γίνει αναπόφευκτα στο δημόσιο διάλογο, όπως ο φεμινισμός ή η οικολογία, του επιτρέπει να διαδώσει το φανταστικό του σε τμήματα του πληθυσμού που μέχρι τώρα δεν ήταν διαπερατά σε αντιδραστικές ομιλίες. Ως εκ τούτου, η άνοδος της γυναικείας ψηφοφόρουυπέρ του RN είναι πιθανό να σχετίζεται με αυτή την αλλαγή. Από το 2012 και την πρώτη υποψηφιότητα της Marine Le Pen στις προεδρικές εκλογές, το χάσμα ψήφου ανάλογα με το φύλο έχει εξισορροπηθεί. Έτσι, στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, στις 30 Ιουνίου 2024, το 32% των γυναικών ψήφισαν υπέρ ενός κόμματος που χαρακτηρίζεται ακροδεξιά, έναντι 36% των ανδρών.

 Έτσι, το βιβλίο έχει δύο κεφάλαια που ασχολούνται με το θέμα. Εξετάζοντας την ακροδεξιά ρητορική σχετικά με το φύλο, η Cassandre Begous και η Fanny Gallot δείχνουν, για παράδειγμα, ότι η υπεράσπιση των γυναικών κατέχει πλέον κεντρική θέση στη ρητορική κατά των τρανς, θεωρώντας ότι η ένταξη των τρανς γυναικών στην κατηγορία των γυναικών κινδυνεύει να διαλύσει τη γυναικεία ταυτότητα. Τα ζητήματα του φύλου και της σεξουαλικότητας αποτέλεσαν έτσι το εργαλείο για την αναδιάρθρωση ενός ουσιαστικού και τρανσφοβικού λόγου. Επιπλέον, αρνούμενη την απελευθέρωση από τη βιολογική μοίρα, και συνδέοντας τη γυναικεία κατάσταση με αυτή, η ακροδεξιά περιορίζει τις γυναίκες στη μητρότητα, τις θεωρεί ως ευάλωτες και αδύναμες, αλλά και ως φυσικά συνηθισμένες  από ένα ένστικτο που τις ωθεί να θρέψουν και να προστατεύσουν τα παιδιά και μετατρέπει τις φεμινιστικές φιλοδοξίες για χειραφέτηση σε αιτήματα προστασίας και, έτσι, να διατηρήσουν τις γυναίκες εξαρτώμενες από την ανδρική κυριαρχία.

Η συνεισφορά της Charlène Calderaro υπογραμμίζει ότι ο φεμινισμός αποτελεί αντικείμενο πραγματικής ιδιοποίησης από την άκρα δεξιά, στο βαθμό που η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών κατέχει κεντρική θέση στην ενσωμάτωση των φιλελεύθερων αξιών στη ρατσιστική και αυταρχική τους δομή. Οι ακτιβίστριες’ ‘φεμi-εθνικιστές’ υποστηρίζουν την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, και είναι τόσο πιο επιτυχείς στο να προσαρμόζουν αυτό το πρότυπο σε μια πολιτική ατζέντα, έναν στόχο και ένα ιδεολογικό πλαίσιο διαφορετικό από εκείνους που είχαν καθοριστεί από τους αρχικούς φορείς της υπόθεσης. Η κινητοποίηση ενάντια στην παρενόχληση στους δρόμους βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της ιδεολογικής επιχείρησης, καθώς “δίνει τη δυνατότητα να ρατσιστικοποιηθεί ο σεξισμός” ισχυριζόμενος ότι οι σεξιστικές και σεξουαλικές βιαιότητες προέρχονται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από ρατσιστές άνδρες.

Η ακροδεξιά, ωστόσο, φαίνεται να έχει μεγαλύτερη δυσκολία να αναλάβει την οικολογική θεματολογία. Αν βρεθεί σε χώρο ενός ριζοσπαστικού γκρουπ μια πραγματική δογματική επεξεργασία που συνδυάζει την υπεράσπιση της φύσης, την απόρριψη του νεωτερισμού και τη “ παγκοσμιοποίησης”, ιδίως στο εσωτερικό της Νέας Δεξιάς, η Ζόε Καρλ πιστεύει ότι μια ακροδεξιά οικολογία δύσκολα μπορεί να υπάρξει πραγματικά. Η κυρίιαρχη ακροδεξιά καταγγέλλει μόνο την τιμωρητική οικολογία, στην οποία συγκαταλέγονται η απαγόρευση των φυτοφαρμάκων, ο περιορισμός των ρυπογόνων ατομικών μετακινήσεων και η χρήση ορυκτών καυσίμων. Η οικολογία της κοινής λογικής που προωθεί συνοψίζεται στην αρχή του τοπικισμού, δηλαδή στην παραγωγή, κατανάλωση και ανακύκλωση όσο το δυνατόν πιο κοντά. Η εμβάθυνση του οικολογικού ζητήματος από κόμματα όπως το RN ή to  Reconquista δεν θα πρέπει να καθυστερήσουν , δεδομένου ότι η οικολογία της κοινής λογικής μοιράζεται με την ολοκληρωμένη  οικολογία της ριζοσπαστικής σφαίρας ένα διχοτομικό όραμα μεταξύ ριζωμένων εναλλακτικών και προτάσεων από τα παραδοσιακά οικολογικά κόμματα και ακτιβιστές.

Αντιμετωπίζοντας το γεγονός ότι οι ιδέες της άκρας δεξιάς έχουν τυποποιηθεί, το βιβλίο προτείνει μια υλιστική ανάλυση των συνθηκών που το επέτρεψαν. Ο Félicien Faury, συγγραφέας ενός πρόσφατου και πολύ γνωστού βιβλίου, Des électeurs ordinaires : enquête sur la normalisation de lextrême droite (seuil, 2024), προτείνει μια  μελέτη που διεγείρει   κοινωνικά χαρακτηριστικά, των τόπων διαβίωσης και των αντιλήψεων των ψηφοφόρων της RN που προέρχονται από τις μεσαίες τάξεις. Το βιβλίο εξετάζει επίσης τη δομή της ακροδεξιάς πολιτικής προσφοράς από ένα τμήμα των κυρίαρχων τάξεων. Η Marlène Benquet, αναλύοντας τα χρηματοδοτικά  στηρίγματα  της άκρας δεξιάς, δείχνει, γιαπαράδειγμα, ότιη εμφάνιση από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ενός νέου τρόπου χρηματοοικονομικής συσσώρευσης, που φέρνει τα δικά του πολιτικά συμφέροντα, εξασθένησε το νεοφιλελεύθερο μπλοκ προς όφελος ενός “ελευθεριακού- αυταρχικού προσανατολισμού”.

Επιπλέον, το έργο δίνει στα μέσα μαζικής ενημέρωσης κεντρικό ρόλο στην ακροδεξιά πνευματική  πτέρυγα. Η δημιουργία ανοιχτά αντιδραστικών αυτοκρατοριών των μέσων ενημέρωσης παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της ακροδεξιάς – όπως αποδεικνύεται από την καταστροφική ομάδα Bolloré ή, από τότε που γράφτηκε το βιβλίο, το έργο Périclès με επικεφαλής τον Marc-Edouard Stérin ή ακόμα και την επιρροή του  δικτύου Atlas που εμφανίστηκε πρόσφατα. Ο Samuel Bouron, ωστόσο, υπογραμμίζει πώς η ομαλοποίηση και η διάδοση των κοσμοθεωριών της ακροδεξιάς γίνεται πολύ περισσότερο από τα μέσα ενημέρωσης a priori χωρίς αντιδραστική ατζέντα, αλλά των οποίων «η όρεξη για ειδήσεις και διαμάχες [σε μια λογική βαθμολογιών και εμπορικών κερδοφοριών ] αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία για την ακροδεξιά, η οποία πλέον ξέρει πώς να την εκμεταλλευτεί τέλεια.

Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό αφού, όπως το περιγράφει ο Ugo Palheta, η ευτελισμός και η νομιμοποίηση των ξενοφοβικών και ρατσιστικών λόγων από κεντρικούς παράγοντες στα μέσα ενημέρωσης και στα πολιτικά πεδία, σε μια εποχή που οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές προκαλούν φόβο υποβάθμισης στον πληθυσμό, δηλώνει « ένας λογικός και βολικός στόχος για όσους αναζητούσαν, αν όχι για μια εξήγηση των φόβων και της ανησυχίας τους, τότε «τουλάχιστον έναν εύκολο αποδιοπομπαίο τράγο».     

Αυτές οι διαφορετικές συνεισφορές αναφέρονται, με αρνητικό τρόπο, σε προοδευτική διαγραφή ( των ιδεών ) της αριστεράς στην παραγωγή συλλογικής φαντασίας τα τελευταία είκοσι χρόνια, υπέρ μιας ακροδεξιάς που μπόρεσε να επενδύσει σε αυτό το πολιτιστικό πεδίο. Αν το έργο αγγίζει μόνο αυτά τα ζητήματα, η εγκατάλειψη από την αριστερά μιας ηγεμονικής πολιτιστικής φιλοδοξίας φαίνεται να συνοδεύει  τις εξελίξεις στην ίδια την κοινωνία: την παρακμή του εργατικού κινήματος, τόσο στην κομμουνιστική συνιστώσα του όσο και στο σοσιαλδημοκρατικό, τον κατακερματισμό του κόσμου της εργασίας, η εξατομίκευση και η συνακόλουθη πτώση στο επίπεδο του συνδικαλισμού, δεν διευκολύνουν αυτό το έργο. Η εργασία για τις πολιτικές κουλτούρες της εργατικής τάξης από τους Benoît Coquard, Xavier Vigna, Julian Mischi και Marion Fontaine, ωστόσο, έχουν  δείξει ξεκάθαρα τον δομικό ρόλο των αριστερών κομμάτων στην πολιτικοποίηση των εργατικών τάξεων σε τοπικό επίπεδο κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα σε περιοχές που επηρεάζονται σήμερα από την πλειοψηφία υπέρ του RN. Ομοίως, αυτά τα κόμματα δεν αμέλησαν το θεμελιώδες πολιτιστικό έργο, μέσω της λαϊκής εκπαίδευσης, της πνευματικής εκπαίδευσης ακτιβιστών από την εργατική τάξη, της παραγωγής και της διάδοσης πολιτιστικού περιεχομένου που συμμετείχε στη διάδοση των ιδεών τους.   

Ο κομμουνιστικός κινηματογράφος και η λογοτεχνία ηρωοποίησαν αυτή την εργατική τάξη παλεύοντας για την ατομική και συλλογική χειραφέτησή της, συμμετέχοντας έτσι στη διάδοση μιας σχετικής ταξικής συνείδησης και στην εμβάθυνση της αλληλεγγύης στο εργοστάσιο όπως στην πόλη ή στο χωριό. Για δεκαετίες, όλη αυτή η προσπάθεια ένωσε κοινωνικές ομάδες σε πολιτικό επίπεδο, γύρω από ένα σύνολο αναπαραστάσεων, ένα κοινό όραμα του κόσμου, μια κοινή ανάγνωση του παρελθόντος και μια συλλογική προβολή στο μέλλον. Τόσοι δρόμοι που δεν καλύπτονται στο βιβλίο. Οι καιροί σίγουρα έχουν αλλάξει, αλλά δεν θα ωφελούνταν η αριστερά αν θέσει εκ νέου το ζήτημα της κομματικής διάρθρωσης, με σκοπό την εκ νέου κατάκτηση της ηγεμονίας;

Ποιο εμπόδιο στην Εθνική συσπείρωση;

Στην εισαγωγή του βιβλίου του Ινστιτούτου La Boétie, μπορούμε να διαβάσουμε ότι «η ακροδεξιά έχει συγκροτήσει ένα εκλογικό μπλοκ, δηλαδή έναν δικό της καθαρό  κοινωνικό συνασπισμό. Η βάση της σε μέρος της εργατικής ή μεσαίας τάξης δεν πρέπει ούτε να αμφισβητηθεί ούτε να υπερεκτιμηθεί» [2]. Μια ισορροπημένη παρατήρηση, με την οποία μπορούμε μόνο να συμφωνήσουμε, αλλά που οι συμβολές  δεν αντικατοπτρίζονται πάντα. Ο Félicien Faury αφιερώνει έτσι ένα κεφάλαιο στην ανάδειξη της αστικής και συντηρητικής διάστασης της ψήφου RN. Βασίζεται σε μελέτη στην περιοχή PACA, το ενδιαφέρον της οποίας είναι προφανές. Όμως, όπως δεν αμφισβητεί ο ίδιος, ότι  η εθνογραφία του δεν μπορεί να είναι αντιπροσωπευτική της ψήφου του RN στο σύνολό της. Και σίγουρα όχι από την «εργατική» ψήφο στις βόρειες περιοχές της Γαλλίας. Σε αυτό, μάταια θα αναζητήσουμε μια συγκεκριμένη συμβολή.

Ομοίως, ο Yann le Lann διευκρινίζει ότι «οι εργατικές τάξεις που ψηφίζουν RN είναι, σε θέματα απασχόλησης και εργασίας, σε θέσεις γενικά ανταγωνιστικές προς τις αριστερές αξίες» [3]. Ένας ισχυρισμός που θα άξιζε τουλάχιστον περαιτέρω έρευνα. Θα αναφέρουμε μόνο μια δημοσκόπηση του IFOP που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023 [4], σύμφωνα με την οποία το 77% των ψηφοφόρων του RN ήταν υπέρ της συνταξιοδότησης στα 60, έξι μονάδες περισσότερο από τον γενικό πληθυσμό. Επιπλέον, εάν ορισμένες μελέτες δείχνουν πράγματι μια σχετικά ατομικιστική τοποθέτηση των ψηφοφόρων του RN όσον αφορά την εργασία, λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική διάρθρωση αυτού του εκλογικού σώματος, δεν θα έπρεπε μάλλον να είναι ένα προειδοποιητικό σήμα για την αριστερά; Εφόσον υπερασπίζεται τη συλλογική χειραφέτηση και αγωνίζεται για τη γενική βελτίωση των συνθηκών εργασίας, για  να μην  χάσει   την εξουσία της σε μια σημαντική μερίδα εργαζομένων δεν θα έπερπε να τους ψάχνει με την τσιμπίδα  , αντί να τους εγκαταλείψει;

Υπό αυτή την έννοια, θα επισημάνουμε την παρατήρηση του Stefano Palombarini: «θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι ο ρατσισμός είναι η θεμελιώδης αιτία υποστήριξης για τη Εθνική συσπείρωση»( RN) (ο οποίος διευκρινίζει ότι η ύπαρξη «διάχυτου και συστημικού ρατσισμού» επιτρέπει ωστόσο διαίρεση των εργατικών τάξεων στην οποία ευδοκιμεί η ψήφος του RN) [5]. Όπως αυτή η παρατήρηση, η κατανόηση όλων των λόγων για τους ψηφοφόρους  του RN περιλαμβάνει όχι μόνο τη λήψη υπόψη της κοινωνικής θέσης που κατέχουν τώρα οι ψηφοφόροι του, αλλά και την αντίληψή τους για τους πολιτικούς λόγους που δεν κατέστησαν ποτέ δυνατό να βάλουν φρένο στο άνοιγμα στον ανταγωνισμό και την  υποβάθμιση που προκύπτει. Όπως επισημαίνει ο κοινωνιολόγος Luc Rouban στο συμπέρασμα της τελευταίας του εργασίας ς [6]: «Η ψήφος του RN έχει γίνει μια αντίδραση όχι «οργής», όπως λένε οι κοινωνιολόγοι των( τηλεοπτικών ) στούντιο, αλλά μιας άρνηση στην  αδιαφορία, και σε αυτό που σημαίνει   τη κοινωνική παρακμή των κοινωνικών  παραγόντων  που έχουν γίνει απλά εναλλάξιμα και επισφαλή αναλώσιμα».

Στο τέλος του βιβλίου, η Clémence Guetté, βουλεύτρια  της ανυπότακτης Γαλλίας  και αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου La Boétie, εξηγεί τις στρατηγικές συνέπειες που αντλεί το κίνημα από τις διάφορες προηγούμενες θεωρητικές συνεισφορές. Υπό το πρίσμα αυτών, ένα πρώτο στοιχείο μπορεί να εγείρει ερωτήματα στον αναγνώστη. Ενώ η εκλογική πρόοδος της Εθνικής Συσπείρωσης είναι αδιαμφισβήτητη, η αδυναμία της αριστεράς να την αντιταχθεί με μια σημαντική εναλλακτική –και μια ικανή να κερδίσει ως προς τον αριθμό των ψήφων– σε προηγούμενες εκλογές διαψεύδεται κατά κάποιο τρόπο. Οι δημοσκοπήσεις, που τείνουν να δείχνουν ότι τα αριστερά κόμματα αντιμετωπίζουν ένα γυάλινο ταβάνι, απορρίπτονται συστηματικά ως εργαλεία για τη διαμόρφωση της γνώμης, καθώς παρέχουν μόνο μια πλαισιωμένη και μεροληπτική φωτογραφία του εκλογικού σώματος.

Ακόμα κι αν δώσουμε κυρίαρχη θέση στις δημοσκοπήσεις για τη διαμόρφωση της γνώμης, πώς μπορούμε να συναγάγουμε από αυτό το αξίωμα, το συμπέρασμα ότι δεν θα ήταν απαραίτητο να γίνει μια αντικειμενική αξιολόγηση της πολιτικής στρατηγικής της αριστεράς, τις τελευταίες δεκαετίες; Το ενιαίο μέτωπο, που ενσωματώθηκε διαδοχικά από το NUPES, στη συνέχεια από το Λαϊκό Μέτωπο, με κόστος μερικές φορές αμφισβητήσιμες συμμαχίες, δεν κατέστησε δυνατή την απόκτηση μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας υπέρ ενός αριστερού προγράμματος. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η στρατηγική κατέστησε δυνατή την επιβολή, τουλάχιστον θεματικά, μιας σειράς θέσεων που προηγουμένως δεν ακούγονταν λόγω της επικράτησης του σοσιαλφιλελευθερισμού μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Είναι όμως αυτό αρκετό για να αντιμετωπίσει και να νικήσει το RN;

Μεσοπρόθεσμα, ο κίνδυνος μιας νέας διάλυσης δεν φαίνεται καθόλου αμελητέος και η λογική του ρεπουμπλικανικού μετώπου που προδόθηκε ανοιχτά από την κυβέρνηση, όπως συνέβη ήδη το 2022, αναμφίβολα δεν θα είναι αρκετή αυτή τη φορά. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ανυπότακτη Γαλλία , μέσω του υστερόγραφου  της  Clémence Guetté, προτείνει να παραμείνει η πορεία και να δημιουργηθεί ένα φράγμα  υγειονομικό και ηθικό  με το εκλογικό σώμα που κέρδισαν οι θέσεις του RN: Να παραχωρηθεί  μια νίκη που πιστεύουμε ότι είναι έστω και μερική σε θέματα, στις ερωτήσεις που τέθηκαν στο δημόσιο διάλογο, σκεπτόμενοι τη μείωση του χώρου της ακροδεξιάς, στην πραγματικότητα συμμετέχει στην ακροδεξιά και άρα στην άνοδό της» [7]. Για να υποστηρίξει αυτό το αξίωμα, η πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Σαρκοζί και Ολάντ όσον αφορά τη μετανάστευση και την ασφάλεια, η οποία δεν κατέστησε δυνατή την αναστολή της προόδου του RN.

 Συμμετρικά, θα ήταν δυνατό να υποστηριχθεί ότι η γραμμή που κρατούσε η αριστερά για μια δεκαετία δεν βοήθησε στην απώθηση της ακροδεξιάς σε εκλογικό επίπεδο. Επιπλέον, αυτό το έργο δεν φαίνεται να έχει καρποφορήσει ούτε στο αριστερό εκλογικό σώμα, αφού το 51% των υποστηρικτών του La France Insoumise ( ανυπότακτη Γαλλία) δήλωσαν το 2023 ότι πίστευαν ότι υπήρχαν «πάρα πολλοί μετανάστες στη Γαλλία σήμερα» [8].

Αυτό το σημείο αξίζει την προσοχή μας, διότι διατυπώνεται υπό το φως μιας μελέτης [9] από δύο πολιτικούς επιστήμονες, την Antonia May και τον Christian Czymara, σύμφωνα με την οποία η χρήση λόγων που επικαλούνται την εθνική ταυτότητα από παραδοσιακά κόμματα προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εξέλιξη της  ακροδεξιάς, θα ευνοούσε τελικά την εξέλιξη της τελευταίας. Μακριά από το να αμφισβητηθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα, φαίνεται ενδιαφέρον να το εκλάβουμε κυριολεκτικά: η οικοδόμηση πολιτικών συνόρων γύρω από την εθνική και όχι την κοινωνική προέλευση των ατόμων οδηγεί στην ενίσχυση των υποστηρικτών ενός εθνικιστικού λόγου ταυτότητας. Επομένως, το να επικαλεστώ, όπως έκανε πρόσφατα ο Jean-Luc Mélenchon σε πολλές ομιλίες του, μια «Νέα Γαλλία», περισσότερο προϊόν μετανάστευσης παρά πριν και καρπός «κρεολισμού», δεν επανέρχεται καθρεφτίζοντας, για να επιβεβαιώσει ότι το κεντρικό θέμα της γαλλικής πολιτικής συζήτησης θα τοποθετείται στο εξής γύρω από το ζήτημα της ταυτότητας των ατόμων – και, στην προκειμένη περίπτωση, της μεταναστευτικής καταγωγής τους;

Παρά τις πολλές επικρίσεις που έχουν γίνει από τους υποστηρικτές μιας λαϊκιστικής αριστεράς εναντίον αυτής της στρατηγικής εδώ και αρκετά χρόνια [10], η επιλογή να συνεχίσει να υπερασπίζεται την τελευταία με πεποίθηση φαίνεται να γίνεται από τη ανυπότακτη Γαλλία . Από τις πρώτες εκλογικές νίκες του KPÖ στην Αυστρία, πρόσφατα άνοιξαν άλλοι δρόμοι από την ευρωπαϊκή αριστερά. Σκεφτείτε το Βελγικό Εργατικό Κόμμα ή την πρόσφατη εμφάνιση του κόμματος της Sahra Wagenknecht, BSW, του οποίου τα αρχικά αποτελέσματα φαίνεται να αποδεικνύουν την ικανότητά του να συγκρατήσει την άνοδο του AfD [11]. Αυτά τα διαφορετικά παραδείγματα, ενώ δεν μας επιτρέπουν να επιβεβαιώσουμε με βεβαιότητα τη συγκεκριμένη ικανότητα τέτοιων πολιτικών προσφορών να επιτύχουν εκλογικές νίκες κατά της ακροδεξιάς, έχουν το πλεονέκτημα ότι παρέχουν άλλες στρατηγικές οδούς στη ριζοσπαστική αριστερά.

Αναφέρθηκε  έγκαιρα από την  Clémence Guetté, το ζήτημα της εδαφικής εγκαθίδρυσης του RN  που φαίνεται να είναι, τελικά, το πιο σημαντικό σημείο που  κολλάει, πάνω στο οποίο η αριστερά θα πρέπει να αρχίσει κριτικό προβληματισμό ενόψει των επόμενων εκλογών. Όπως τονίζουν οι συνεισφορές στο βιβλίο, οι ακροδεξιές ιδέες μπόρεσαν, τον τελευταίο καιρό, να κεφαλαιοποιήσουν την ανομία που προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός και η αναδιαμόρφωση των τόπων παραγωγής υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης, προκειμένου να «επιβάλλουν μια νέα πολιτιστική και ηθική τάξη που σταδιακά γίνεται κυρίαρχη. Η παρατήρηση αυτή είναι, αρνητικά, η υπόθεση της ανικανότητας της αριστεράς, συνδικαλιστικής και κομματικής των τελευταίων τριάντα ετών, να αναπτύξει ένα μαζικό κόμμα ικανό να προσφέρει στα άτομα χώρους κοινωνικοποίησης και συλλογικής χειραφέτησης δίνοντας ουσιαστικά την εναλλακτική λύση. Που ισχυρίζεται ότι ενσαρκώνει. Από αυτή την άποψη, θα ήταν χρήσιμο να αντλήσουμε έμπνευση από τον δημοτικό σοσιαλισμό, που θεωρητικοποιήθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή στις αρχές του 20ου αιώνα, ο οποίος πρόσφερε σημαντικές νομικές και ιδεολογικές νίκες στη θέση του.

Λογικά και δεδομένης της επικείμενης των επόμενων εκλογών, δύο στρατηγικές είναι πλέον διαθέσιμες στην αριστερά. η πρώτη συνίσταται στη διαιώνιση της τρέχουσας γραμμής, διασφαλίζοντας έτσι ορισμένους προμαχώνες, ποντάροντας σιωπηρά στην προοπτική ενός Ρεπουμπλικανικού μετώπου σε περίπτωση δεύτερου γύρου. Η δεύτερη  αντίθετα, θα έκανε την επιλογή, ιδιαίτερα ενόψει των επόμενων δημοτικών εκλογών, να διευρύνει την εκλογική βάση σε όλες τις εργατικές τάξεις, ξεφεύγοντας από το στεγανό που υπήρχε μέχρι τώρα και εκδηλώνοντας αυτή την επιλογή μέσω ενός ισχυρού κατεστημένου εδάφη a priori δυσμενή προκειμένου να ανατραπεί η εξέλιξη της ακροδεξιάς. Αυτός ο δρόμος είναι αναμφίβολα δύσκολος και απαιτεί έναν ορισμένο αριθμό στρατηγικών ανακατατάξεων, αλλά το ενδεχόμενο επικείμενης νίκης του RN και ο κίνδυνος διαρκούς εγκατάστασής του σε κυρίαρχη θέση στο πολιτικό τοπίο αξίζει, σε κάθε περίπτωση, να τον εξετάσουμε.

[1] Voir « 1. Une police extrême-droitisée ? – Entretien avec Didier Fassin » dans Ugo Palheta (dir.), Extrême droite : La résistible ascension, Paris, Éditions Amsterdam, 2024.
[2] Ibid, p. 27.
[3] Ibid., p. 52.
[4] https://www.lejdd.fr/Politique/sondage-presidentielle-71-des-francais-sont-favorables-au-retour-de-la-retraite-a-60-ans-4092885
[5] Extrême droite : La résistible ascensionop cit., p. 37.
[6] Luc Rouban, Les ressorts cachés du vote RN, Paris, Presses de Science Po, septembre 2024, p. 180.
[7] Ibid, p. 251-252.
[8] Fondation Jean Jaurès, L’immigration, ce grand tabou (de la gauche), 11 avril 2023.
[9] https://theloop.ecpr.eu/mainstream-parties-adopting-far-right-rhetoric-simply-increases-votes-for-far-right-parties/
[10] Chantal Mouffe, « La « fin du politique » et le défi du populisme de droite », Revue du MAUSS, vol. 2, no. 20, Paris, La Découverte, 2002, pp. 187-194.
[11] https://www.tagesschau.de/wahl/archiv/2024-06-09-EP-DE/analyse-wanderung.shtml

About Author

Διαβάστε επίσης

Από τον ίδιο αρθρογράφο