του Κωνσταντίνου Λίχνου, πηγή KOMMON
H Αλεξάνδρα Μ. Κολοντάι αφιέρωσε τη ζωή της στην πάλη ενάντια στη γυναικεία καταπίεση, με στόχο να αναδειχθεί το γυναικείο ζήτημα σε υπόθεση ολόκληρου του εργατικού κινήματος. Οργάνωσε το πρώτο Πανρωσικό συνέδριο Γυναικών στην Πετρούπολη (1908) και μαζί με την Κλάρα Τσέτκιν συγκαλέσουν το πρώτο διεθνές συνέδριο σοσιαλιστριών γυναικών στην Στουτγάρδη (1907). Το 1910, στο δεύτερο συνέδριο στην Κοπεγχάγη, υιοθετήθηκε η 8η Μάρτη ως Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας. Μετά την επανάσταση, η Κολοντάι ανέλαβε Λαϊκός Κομισάριος για την Κοινωνική Πρόνοια και συνέχισε τη μάχη κατά της γυναικείας καταπίεσης με την ίδρυση του «Ζενοτντέλ» (Τμήμα Γυναικών, 1919) που αγωνιζόταν για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των γυναικών, την καταπολέμηση της σεξιστικής συμπεριφοράς και την υπεράσπιση των νέων νόμων (περί γάμου, εκπαίδευσης και γυναικείας εργασίας), οι οποίοι τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την επανάσταση.
Ως μέλος της επαναστατικής κυβέρνησης, η Κολοντάι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του ρωσικού σοσιαλιστικού κράτους και ήταν η συγγραφέας μεγάλου μέρους της κοινωνικής νομοθεσίας. Σκοπός της: ένας κόσμος όπου γυναίκες και άνδρες θα ήταν ισότιμοι σύντροφοι στην καθημερινή πάλη για την την οικοδόμηση του κομμουνισμού· ενός συστήματος, που θα είχε την ισότητα των φύλων στον πυρήνα του, με την εργασία του νοικοκυριού πλήρως κοινωνικοποιημένη, με επαρκής υποστήριξη για τις μητέρες (ώστε να είναι ικανές να συμβάλουν στην ανατροφή των παιδιών, χωρίς να επηρεάζεται η συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία). Ως η μόνη γυναίκα στην πρώτη κυβέρνηση των Μπολσεβίκων, ήταν υπεύθυνη για σημαντικές μεταρρυθμίσεις: υποστήριξη μητρότητας, νομιμοποίηση αμβλώσεων, εξίσωση αμοιβής ανδρών-γυναικών, δίκαιη πρόσβαση στην εκπαίδευση, απαγόρευση της Εκκλησίας να επεμβαίνει σε ζητήματα αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος, δυνατότητα αίτησης διαζυγίου χωρίς νομικές διατυπώσεις (Δεκέμβρης 1917), αποποινικοποίηση ομοφυλοφιλίας (1922), νομιμοποίηση ομόφυλου γάμου (1926), αναπροσαρμογή των κρατικών εγγράφων μετά από επαναπροσδιορισμό φύλου (1926).
Ως μαρξίστρια φεμινίστρια, η Κολοντάι, πρωτοστάτησε σε εκστρατεία ενθάρρυνσης των εργατριών ώστε να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους και αντιτάχθηκε στην ιδεολογία του φιλελεύθερου φεμινισμού (που πρεσβεύει ότι η ισότητα των γυναικών μπορεί να επιτευχθεί με νόμιμα μέσα και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, δίχως να χρειάζεται καθολική επαναστατική αλλαγή), θεωρώντας ότι, η γυναικεία απελευθέρωση «θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο ως αποτέλεσμα της νίκης μιας νέας κοινωνικής τάξης και ενός διαφορετικού οικονομικού συστήματος». Επιπλέον, υποστήριζε, ότι πραγματικός σοσιαλισμός δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ριζική αλλαγή στην κοινωνική αντίληψη περί σεξουαλικότητας («δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς σεξουαλική επανάσταση»), έτσι ώστε να απαλλαγεί η συνείδηση από τα δεσποτικά σεξιστικά κατάλοιπα, που αποτελούσαν προέκταση των αστικών ιδεών για την ιδιοκτησία. Πιο σημαντικό από όλα, όμως, θεωρούσε τον γάμο και τις παραδοσιακές οικογένειες μορφές, ως κληρονομιά του καταπιεστικού, βασισμένου στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ιστορικού παρελθόντος. Τα βιβλία της (όπως το «Γυναικείο ζήτημα: Από την πρωτόγονη κοινωνία στη σύγχρονη εποχή» 1925, «Κομμουνισμός και οικογένεια» 1920), όχι μόνο αποκαλύπτουν την ουσία της εκμετάλλευσης των γυναικών και επιχειρούν να εξηγήσουν το πως θεμελιώθηκε ιστορικά η γυναικεία υποταγή στον άντρα, αλλά, επιδιώκουν να καταδείξουν, και πως η γυναικεία καταπίεση είχε μία αρχή στην ιστορία και, συνεπώς, θα έχει και ένα τέλος (την κομμουνιστική κοινωνία).
Μαζί με τα έργα των Άουγκουστ Μπέμπελ («Γυναίκα και Σοσιαλισμός» 1889), «Καταγωγή της Ατομικής Ιδιοκτησίας, της Οικογένειας και του Κράτους» του Φρίντριχ Ένγκελς, και τα έργα της Κλάρας Τσέτκιν (Women and Class: Toward a Socialist Feminism, 1900), οι θεωρητικές μελέτες της Κολλοντάι, έγιναν οι ακρογωνιαίοι λίθοι του Μαρξιστικού φεμινισμού και χρησιμοποιήθηκαν ως εγχειρίδιο αυτομόρφωσης πάνω στο γυναικείο ζήτημα, τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, τις σχέσεις των δύο φύλων και τον θεσμό του γάμου. Στο βιβλίο της «Κομμουνισμός και οικογένεια», αποκαλύπτει πώς η οικογένεια, από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε μέχρι και τον καπιταλισμό, εξελισσόταν σταθερά σε μια νομοτελειακή πορεία προς τη μορφή που θα αποκτούσε στον Κομμουνισμό.
Το έργο της αυτό προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και διαβάστηκε ευρύτατα (η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε το καλοκαίρι του 1921) και όχι αδίκως, αφού συμπύκνωνε τις θεωρητικές ζυμώσεις που συντελούνταν στην μετεπαναστατική Ρωσία· όπου συντελούνταν ριζικές αλλαγές στις διαπροσωπικές σχέσεις και μετασχηματιζόταν ραγδαία η αντίληψη για τη «φύση» της γυναίκας. Σε μια περίοδο, που σε διεθνές επίπεδο ακούγονταν πολλά για την προλεταριακή δικτατορία του Σοβιετικού Συστήματος και τον αγώνα για την εξάλειψη του καπιταλισμού στη Ρωσία, το βιβλίο της Κολλοντάι έστρεψε την προσοχή και σε άλλα ζητήματα, τα οποία παραγκωνίζονταν (οικογενειακή ζωή).
Παρόλα αυτά, το μεταρρυθμιστικό έργο της Κολοντάι αναχαιτίστηκε, η ίδια απομακρύνθηκε από τη θέση της (Το 1923 διορίστηκε Πρέσβειρα της Σοβιετικής Ένωσης στη Νορβηγία, και αργότερα στο Μεξικό και τη Σουηδία) και η σοβιετική κοινωνία οπισθοδρόμησε. Οι περισσότερες επαναστατικές νομοθετικές ρυθμίσεις, ειδικά όσες αφορούσαν την οικογένεια, ανακλήθηκαν επί διακυβέρνησης Στάλιν. Το 1930 διαλύεται το Ζενοτντέλ, αποκαθίσταται δια νόμου ο γάμος (ως δυαδική ένωση ετερόφυλων) και η οικογένεια, απαγορεύονται οι εκτρώσεις, ποινικοποιείται η ομοφυλοφιλία και επιβάλλονται ξανά περιορισμοί στη διαδικασία διαζυγίου.
Δεκαετίες αργότερα, με την επικράτηση των αστικών αντιλήψεων και το ρεύμα του «Νέοφεμινισμού» (σοσιαλδημοκρατικός και ριζοσπαστικός), ο οποίος εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960 (στις ΗΠΑ και σταδιακά και σε καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης), και παρότι βρισκόμαστε σε περίοδο που εκδηλώνεται βαθύτατη οικονομική κρίση υπερπαραγωγής και όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας (που οδηγεί και σε άνοδο του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος), οι κύριες εκφάνσεις του φεμινισμού, ακόμη κι αν καταφέρνουν να αναγνωρίσουν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, συχνά εξισώνουν τον καταπιεστικό ρόλο των ανδρών ως φύλου με τον καπιταλισμό ή υποστηρίζουν λαθεμένα, ότι με σταδιακές μεταρρυθμίσεις (στο νομικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα) μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για συνολικές αλλαγές, χωρίς ταξική σύγκρουση και συνολική ανατροπή του συστήματος.
Σταδιακά, μεγάλη μερίδα της Μαρξιστικής διανόησης και η πλειοψηφία των κομμουνιστικών κομμάτων, αρχίζει να παραβλέπει το αίτημα που εκφράστηκε ρητά στο κομμουνιστικό μανιφέστο για κατάργησης της οικογένειας· μέχρι του σημείου, που αυτόπροσδιοριζόμενοι ως Μαρξιστικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί φορείς, να αναδεικνύονται σε αμύντορες των οικογενειακών αξιών, αδιαφορώντας για τον συστημικό ρόλο της οικογένειας· η οποία, ως κοινωνική δομή, εντάσσεται στο πλέγμα των θεσμών και σχέσεων που συγκροτούν και αναπαράγουν την κεφαλαιοκρατική εξουσία, (γεγονός που καθιστά αναγκαίο τον επαναστατικό μετασχηματισμό της οικογένειας, ως καπιταλιστικό μηχανισμό, ώστε να είναι εφικτή η επαναστατική ανατροπή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής.).
Για όλους τους παραπάνω λόγους, το «Κομμουνισμός και Οικογένεια» έχει πάρα πολλά να προσφέρει στις μέρες μας, καθώς αναπτύσσεται ξανά το Γυναικείο κίνημα, παράλληλα με το αίτημα λοατκι+ για σεξουαλική απελευθέρωση. Τα απραγματοποίητα ιδανικά της Κολλοντάι για την απελευθέρωση των γυναικών της εργατικής τάξης, αναδεικνύονται πιο επίκαιρα από ποτέ: Αφού σήμερα, οι νόμιμες αμβλώσεις απαγορεύονται σε μια σειρά από «ανεπτυγμένες» χώρες (Σύμφωνα µε το Κέντρο για τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, σε παγκόσμιο επίπεδο, το 40% του συνόλου των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, 753 εκατομμύρια, ζουν σε χώρες όπου η άμβλωση περιορίζεται) όπως συνέβη για παράδειγμα στην Πολωνία και τις ΗΠΑ (ως τα πιο τρανταχτά παραδείγματα αυτής της οπισθοδρόμησης)· η δημόσια υποδομή για εργασία φροντίδας βρίσκεται υπό συνεχή επίθεση, από τις πολιτικές λιτότητας· αμέτρητες εργάτριες αντιμετωπίζουν ακόμη μισθολογικές ανισότητες, και οι ερωτικές σχέσεις εξακολουθούν να αποτελούν προϊόν εμπορευματοποίησης.
Δεδομένων αυτών των συνθηκών, και συνυπολογίζοντας μια μικρή αναζωπύρωση της σοσιαλιστικής-φεμινιστικής σκέψης ανά τον κόσμο, είναι εύλογο πως όλο και περισσότεροι ξανά θυμούνται ή ανακαλύπτουν το έργο της Κολοντάι. Την τελευταία δεκαετία, μάλιστα, οι ιδέες της ενέπνευσαν μια σειρά από φεμινιστικά βιβλία, όπως το «Γιατί οι γυναίκες κάνουν καλύτερο σεξ κάτω από το σοσιαλισμό» της Κρίστεν Γκόντσι 2018) και το «Comrade: An Essay on Political Belonging» (Τζόντι Ντιν, 2019), και συζητούνται ευρέως στους φεμινιστικούς κύκλους. Άξιο αναφοράς είναι, πως φέτος πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα του έργου «Αστεροειδής 2467Κ» στο θέατρο Μικρός Κεραμεικός, απο τον Θίασο Αντάμα, το οποίο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα «Βασιλίσα Μαλίγκινα» της Αλεξάνδρα Κολοντάι. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην τρέχουσα αναβίωση του έργου της κομμουνίστριας συγγραφέως, έπαιξε και η Ντόρα Γκαρθία, με το ντοκιμαντέρ «Love with Obstacles» (2020), που είναι το πρώτο μέρος της ταινίας μεγάλου μήκους «Amor Rojo», η οποία επιδιώκει, σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, «να κατασκευάσει ένα πληρέστερο πορτρέτο της Κολλοντάι, ώστε μέσα από την ιστορική κληρονομιά της και τη θέση της στην ιστορία των ιδεών, να συνεισφέρει σε μια σημερινή ανανεωμένη άνοδο του φεμινισμού».
Η εκδήλωση ενδιαφέροντος για το έργο της Α. Μ. Κολοντάι, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως εξέλιξη θετική, και μέσα στο πλαίσιο αυτό, σκόπιμο θα ήταν να αναφερθούμε στο σημαντικότερο βιβλίο της, το «Το γυναικείο ζήτημα – από την πρωτόγονη κοινωνία στη σύγχρονη εποχή». Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης (Σύγχρονη Εποχή, 2016): «Η επικαιρότητα του συγκεκριμένου έργου έγκειται στη διαφωτιστική του χρησιμότητα ως προς την ταξική ουσία και την ιστορικότητα της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, που αφορά κατά βάση τη θέση της στην κοινωνική εργασία και, ως παράγωγο, τη θέση της στην οικογένεια και τη σχέση με το άλλο φύλο.». Στο εν λόγω έργο, πραγματοποιείται ιστορική αναδρομή της εξέλιξης της γυναικείας κοινωνικής υπόστασης από την πρωτόγονη κοινωνία μέχρι τον σύγχρονο καπιταλισμό, καθώς και ανασκόπηση των συγκρούσεων-σταθμών, που έδωσε το γυναικείο κίνημα από τα πρώτα του βήματα, την περίοδο της γαλλικής επανάστασης, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Το βιβλίο βασίζεται σε δώδεκα διαλέξεις που έδωσε η συγγραφέας το 1921 στο πανεπιστήμιο Σβερντλόβ του Λένινγκραντ, σε φοιτήτριες που προετοιμάζονταν ώστε να δουλέψουν στους γυναικείους τομείς. Στόχος της Κολοντάι, ήταν να αποχτήσουν οι νέες γυναίκες μία γενική άποψη της μαρξιστικής θεωρίας επάνω στο γυναικείο ζήτημα, και για να το πετύχει αυτό -και να αποδείξει πως η γυναικεία καταπίεση είναι γέννημα της ταξικής κοινωνίας και μπορεί να ξεπεραστεί με την ανατροπή της-, εκκινεί την ανάλυσή της από την πρωτόγονη κοινωνία, συνεχίζει στο δουλοκτητικό σύστημα, τη φεουδαρχία, την περίοδο άνθισης της βιοτεχνικής παραγωγής, και τελικά φτάνει στην εποχή του καπιταλισμού, επιχειρώντας να γκρεμίσει τους αστικούς μύθους περί «γυναικείας φύσης», και να καταδείξει πως ο ρόλος της γυναίκας στην κοινωνία, τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματά της, αλλά και οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει εντός του γάμου, καθορίζονται από τη θέση της στην παραγωγή διαδικασία.
Την περίοδο του πρωτόγονου κομμουνισμού άλλωστε, η γυναίκα απολάμβανε απόλυτη ισότητα δικαιωμάτων μέσα στη φυλή, γιατί ασχολούταν με τη γεωργία που ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της κοινότητας. Η θέση της μέσα στην κοινωνία ανατράπηκε, όταν το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα αντικαταστάθηκε από ένα οικονομικό σύστημα βασισμένο στην ιδιοκτησία και την εμπορευματική παραγωγή, με αποτέλεσμα τον διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις. Η άμεση συνέπεια της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ήταν να διαμορφωθούν νέες συνθήκες, οι οποίες απαιτούσαν πλέον ένα οικιακό νοικοκυριό· το οποίο, σε αντίθεση με το κοινοτικό νοικοκυριό, θα οδηγούσε σε μια νέου τύπου κλειστή οικογένεια, εντός της οποίας, η γυναίκα θα υποβιβαζόταν σε όργανο τεκνοποίησης και θα υποδουλωνόταν πλήρως στην εξουσία του πατέρα/συζύγου.
Αιώνες αργότερα, ο καπιταλισμός εξώθησε τις γυναίκες σε μαζική είσοδό στην παραγωγική διαδικασία και, συνεπώς, δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την απελευθέρωση τους από την ανδρική καταπίεση. Φυσικά, το γεγονός πως οι γυναίκες απέκτησαν πρωτόγνωρες νομικές ελευθερίες και πολιτικά δικαιώματα στον καπιταλισμό (για όλες τους τις κατακτήσεις, βέβαια, θα έπρεπε να αγωνιστούν σκληρά), επειδή το σύστημα δημιούργησε τις κοινωνικές συνθήκες που ευνόησαν τη διαδικασία της γυναικείας χειραφέτησης, δεν σημαίνει από μόνο του κάτι· καθότι, το ίδιο θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε και για την εργατική τάξη στο σύνολό της (από κάθε άποψη, ο προλετάριος έχει περισσότερες ελευθερίες από τον κολίγο ή τον σκλάβο).
Ακόμη και με την ένταξη των γυναικών στην παραγωγή, βέβαια, η έμφυλη καταπίεση συνεχίζει να υφίσταται και διαρκώς να μετασχηματίζεται. Ακόμα και σε συνθήκες του ανεπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού (πχ Σουηδία), η θέση των γυναικών κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη από τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας είναι· και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πατριαρχία, ως στοιχείο του εποικοδομήματος, το οποίο προκύπτει μεν από τις οικονομικές σχέσεις, αλλά διατηρεί σχετική αυτονομία και μετασχηματίζεται (ακολουθώντας την εξέλιξη του εκμεταλλευτικού συστήματος, συνεχίζοντας να παράγει σχέσεις εξουσίας).
Σύμφωνα με τη Μαρξιστική θεώρηση, στις καπιταλιστικές κοινωνίες, η συνείδηση του ατόμου καθορίζεται από τις ταξικές σχέσεις, τη θέση που έχει το κάθε άτομο μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Οι μαρξιστές φεμινιστές, λοιπόν, βλέπουν την ανισότητα των φύλων να καθορίζεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τους κοινωνικούς διαχωρισμούς που σχετίζονται με την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Παρόλο που η καταπίεση του φύλου αποτελεί στοιχείο που κληρονόμησε ο καπιταλισμός από προηγούμενες κοινωνικές μορφές, η υποταγή της γυναίκας στον άντρα, θεωρείται μορφή υποδούλωσης που συνεχίζει να αναπαράγεται, γιατί εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Το δύσκολο αυτό σημείο, της διερεύνησης της σχέσεως ανάμεσα στην τάξη και το φύλο, έχει αποτελέσει την αφορμή να προκύψουν πολλών ειδών θεωρητικές στρεβλώσεις.
Οι συνηθέστερες είναι: είτε να γίνεται αναγωγή του φύλου σε τάξη (μεταμοντέρνα φεμινιστικά ρεύματα), είτε η τάξη θεωρείται άφυλη (όπως σε αρκετές αναγνώσεις του παραδοσιακού μαρξισμού). Η πρώτη προσέγγιση αποκόπτει τους αγώνες για τη γυναικεία χειραφέτηση από το εργατικό κίνημα, παραβλέποντας την ταξική καταπίεση· ενώ, η δεύτερη πρεσβεύει, πως το ζήτημα του φύλου είναι μια δευτερεύουσα αντίθεση που προκύπτει από τη βασική αντίφαση, οδηγώντας σε ουσιαστική υποβάθμιση του ζητήματος από την πλειοψηφία των μαρξιστικών ρευμάτων. Φτάνοντας, μάλιστα, σε σημείο, να ενσωματώνει όλη την κυρίαρχη πατριαρχική αντίληψη του καπιταλισμού και να οδηγεί την κομμουνιστική ρητορική σε αναπαραγωγή καθαρά σεξιστικών απόψεων και πρακτικών.
Οι παραπάνω στρεβλώσεις, είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο το έργο της Αλεξάνδρας Κολλοντάι επιβάλλεται να μελετηθεί. Η θεωρητική της ανάλυση, αποτελεί σημαντική συνεισφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς συνδέει διαλεκτικά το φύλο με την τάξη, και εστιάζει στην ανατροπή του καπιταλισμού, ως μόνου τρόπου για την απελευθέρωση των γυναικών (το φύλο διαπερνά την τάξη, οδηγώντας σε επιπλέον καταπιέσεις· οι οποίες δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας για το υποκείμενο που τις βιώνει, αλλά και για το υποκείμενο που τις αναπαράγει· αναπαράγοντας ταυτόχρονα, και πτυχές της κυρίαρχης ιδεολογίας, που θα αποτελούν προσκόμματα στον αγώνα για την αταξική κοινωνία της έμφυλης ισότητας).
Η Κολλοντάι αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η θέση της γυναίκας είναι πάντα συνέπεια του είδους της εργασίας που προσφέρει στη συγκεκριμένη στιγμή εξέλιξης ενός συγκεκριμένου κοινωνικό-οικονομικού συστήματος», και είναι εξαιρετικά κρίσιμο, να αντιληφθούμε πως μεταφράζεται η παραπάνω θέση στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού, όπου στον δυτικό κόσμο, το είδος εργασίας που προσφέρουν οι γυναίκες δε διαφέρει σημαντικά από αυτό των αντρών.
Επειδή η πατριαρχία ανήκει στο εποικοδόμημα (παράγοντας ιδεολογία, η οποία αποτελεί κομμάτι της κυρίαρχης ιδεολογίας), δεν σημαίνει πως με την πτώση του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας θα εξαλειφθεί η αυτόματα (δίχως να αποδομηθούν οι σχέσεις εξουσίας που τη γεννούν). Το γεγονός, πως σε σύγκριση με άλλα στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας, είναι διάχυτη σε όλα τα πεδία και δεν εκπορεύεται από ένα συγκεκριμένο μηχανισμό (ενώ συνήθως φυσικοποιείται στο όνομα της βιολογικής διαφοράς)· την καθιστά εξαιρετικά ικανή να ενσωματώνεται στη συνείδηση των κοινωνικών υποκείμενων, και τη διαμορφώνει ιδιαίτερα πολύπλοκη, ώστε να αποδεικνύεται δύσκολη η επαρκής μελέτη και κατανόησή της.
Προσπαθώντας να ορίσουμε την πατριαρχία και τη σχέση της με τον καπιταλισμό, τη σχέση φύλου-τάξης, και τη σύνδεση μαρξισμού και φεμινισμού, θα επιστρέψουμε και πάλι στο έργο της Α. Κολοντάι· η οποία προχωράει σε μια εκλαΐκευση των θέσεων του Ένγκελς για τη θέση της γυναίκας (από την πρωτόγονη εποχή μέχρι τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Επανάστασης), και επιδιώκει μια φεμινιστική προσέγγιση, προτείνοντας θέσεις για το μετασχηματισμό της οικογένειας στη σοσιαλιστική πραγματικότητα. Περιγράφοντας -όπως και ο Ένγκελς- ως διπλή τη γυναικεία καταπίεση, όμως, κινδυνεύει να οδηγηθεί σε μια απλούστευση, που (αν δεν διευκρινιστεί κατάλληλα) μας εξαναγκάζει να θεωρήσουμε ως εγγενές στοιχείο της γυναικείας ταυτότητας το νοικοκυριό και τη μητρότητα (μαζί με τα κοινωνικώς καθορισμένα επακόλουθά της).
Μια διπλή καταπίεση, δηλαδή, που προκύπτει αφενός από τον «βιολογικά επιβεβλημένο» περιορισμό της γυναίκας στο σπίτι και την ανατροφή των παιδιών, και αφετέρου από την εργασιακή εκμετάλλευση των γυναικών ως μέλη της εργατικής τάξης. Ενώ είναι οφθαλμοφανές, πως πέρα από την εκμετάλλευσή τους ως εργάτριες (για την παραγωγή υπεραξίας), οι γυναίκες βιώνουν και διακρίσεις λόγω φύλου, τούτο δεν σημαίνει πως οι διακρίσεις αυτές πηγάζουν από τις βιολογικές ιδιοτυπίες του φύλλου τους· αντιθέτως, είναι προϊόντα των πατριαρχικών αντιλήψεων σχετικά με τους κοινωνικούς ρόλους που υποτίθεται ότι θα πρέπει να αναλαμβάνουν τα φύλλα. Η διπλή φύση της γυναικείας καταπίεσης, λοιπόν, δεν προκύπτει από έναν συνδυασμό της γυναικείας βιολογίας και της γυναικείας εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (αλλά, από την εργασιακή εκμετάλλευση και την κοινωνική κατασκευή των ρόλων των φύλλων).
Η παραπάνω απλούστευση είναι και ο λόγος, που ο φεμινισμός της παραδοσιακής μαρξιστικής ανάγνωσης, συχνά εκλαμβάνει τη γυναίκα ως «Μητέρα» και τροφό των παιδιών (καθώς αυτό δήθεν επιβάλλεται από τη βιολογική της υπόσταση), και υποβαθμίζει τον ρόλο του «πατέρα» στην ανατροφή των παιδιών (διεκδικώντας απλώς, ένα επαρκέστερο κράτος πρόνοιας, το οποίο θα υποστηρίξει τη μητρότητα). Η αντίληψη αυτή αναπαράγει μια φυσικοποίηση του ρόλου της γυναίκας, η οποία, ελλείψει κράτους πρόνοιας, θα αναγκαστεί να αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της οικιακής εργασίας και, συνεπώς, θα υφίσταται διπλή καταπίεση, ως γυναίκα και εργαζόμενη.
Με τον τρόπο αυτόν, η έμφυλη καταπίεση, εν μέρει νομιμοποιείται στη βάση της βιολογίας, και εν μέρει αντιμετωπίζεται ως υπο-σύμπτωμα της ταξικής εκμετάλλευσης, ως απόρροια της απουσίας κράτους πρόνοιας. Τα κύρια αποτελέσματα αυτής της στρέβλωσης είναι δύο: Πρώτον, η συστηματική υποβάθμιση του γυναικείου ζητήματος, ως κάτι το έμφυλα προκαθορισμένο που δεν αφορά συνολικά τον κοινωνικό αγώνα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τα δεσμά του κεφαλαίου (παρόλο που οι έμφυλες ταυτότητες των υποκειμένων προκύπτουν μέσα από τη συλλογική καθιέρωση και διάδοση των κοινωνικών συμβάσεων σχετικά με το «ανδρικό» και «γυναικείο», και δεν αποτελούν έμφυτο χαρακτηριστικό ή αποτέλεσμα απλής κοινωνικής επεξεργασίας των «παγιωμένων» βιολογικών διαφοροποιήσεων των ανθρώπων)· και δεύτερον, η θεώρηση πως το γυναικείο ζήτημα αποτελεί κάτι που θα επιλυθεί αυτόματα, με την κατάργηση της ταξικής κοινωνίας. Ο καπιταλισμός και η πατριαρχία, όμως, είναι ανεξάρτητα συστήματα παραγωγής σχέσεων εκμετάλλευσης μεταξύ των τάξεων και των φύλων· και, παρόλο που η πατριαρχία αποτελεί ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων με υλική βάση, το οποίο εξυπηρετεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (διατηρώντας παράλληλα την ανδρική εξουσία στον ιδιωτικό χώρο), δεν θα αποδομηθεί αυτόματα, μετά την ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Αυτή η αποτυχία του κλασικού μαρξισμού να συλλάβει ολοκληρωμένα την καταπίεση λόγω φύλου, είναι αποτέλεσμα του γεγονότος, ότι ο μαρξισμός σε μεγάλο βαθμό παρέμεινε σχετικά αδιάφορος για το φύλο· και η σύγχρονη Αριστερή διανόηση, επέδειξε ιδεολογική αμηχανία και ανικανότητα να διατηρήσει μια ολοκληρωμένη μαρξιστική θεώρηση απέναντι στους θεσμούς της οικογένειας και του γάμου· αδυνατώντας να τους αντιμετωπίσει ως εργαλεία της αστικής εξουσίας και ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους· ενώ, αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις τους αναγνώρισε ως ιδιωτικούς χώρους, βιολογικά καθορισμένους, απομονωμένους από τη δημόσια σφαίρα, εντός των οποίων ενταφίασε συνολικά και τα ζητήματα της σεξουαλικότητας.
Τα ιδεολογήματα της αστικής τάξης για «βιολογική κατωτερότητα» της γυναίκας, που συνεχίζουν να επανέρχονται μέχρι σήμερα, και η βιοκεντρική πρόσληψη του φύλου (που παραβλέπει τον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και τους κοινωνικούς θεσμούς που δημιουργούνται βάση αυτής, υπό το καθεστώς τον οποίων οι άνθρωποι διαμορφώνουν τους κοινωνικούς τους ρόλους)· η παράβλεψη του αντιδραστικού ρόλου της οικογενειακής δομής και της ανάγκης του επαναστατικού μετασχηματισμού της· η πολιτική αμηχανία απέναντι στον αγώνα για σεξουαλική απελευθέρωση και επαρκή διαχωρισμό του βιολογικού φύλου από τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τους κοινωνικούς ρόλους (στους οποίους προσαρμόζονται τα κοινωνικά υποκείμενα, και με βάσει το βιολογικό τους φύλο), ακρωτηριάζουν τον Μαρξιστικό φεμινισμό και τον εμποδίζουν να αποκαλύψει τον κοινό δρόμο πάλης για την ταυτόχρονη ανατροπή της έμφυλης και ταξική καταπίεσης· καθιστώντας αναγκαία την κριτική μελέτη του έργου της Α.Μ. Κολοντάι, καθώς η τελευταία, πάνω από όλα, επιχείρησε να γκρεμίσει τους αστικούς μύθους γύρω από τη «γυναικεία φύση», τον γάμο και την οικογένεια· με στόχο τη γυναικεία απελευθέρωση που «θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο ως αποτέλεσμα της νίκης μιας νέας κοινωνικής τάξης και ενός διαφορετικού οικονομικού συστήματος».