Poster dedicated to the 5th anniversary of the Russian Revolution and the 4th congress of the Comintern
Του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου, 20 Αυγούστου 2023
Διάβασα πρόσφατα και πάλι το βιβλίο του Αμερικανού μαρξιστή Τζον Ριντέλ με τίτλο «Το ενιαίο Μέτωπο. Η συζήτηση και οι θέσεις του 4ου συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς», των εκδόσεων Red Marks.
Ασφαλώς και η συζήτηση για τα μέτωπα, τόσο για το Ενιαίο εργατικό μέτωπο όσο και για το Λαϊκό μέτωπο -όπου αυτό βέβαια νοείται ως μέτωπο αριστερών δυνάμεων με αστικά κόμματα- έχει απασχολήσει όλες τις τάσεις του εργατικού κινήματος για πολλά χρόνια – για δεκαετίες θα έλεγα.
Συνήθως η συζήτηση για το μέτωπο, ιδιαίτερα όταν αυτή μάλιστα τίθεται επιτακτικά από τις ίδιες τις πολιτικές εξελίξεις, φαίνεται να είναι, και συνήθως είναι, ένα θέμα που αφορά τις εξελίξεις σε εθνικό επίπεδο.
Στο σημερινό μου άρθρο θα επιχειρήσω να προσεγγίσω το ζήτημα όχι από την εθνική αλλά από τη διεθνή του διάσταση. Εξάλλου, το βιβλίο του Τζόν Ριντέλ έχει αναφορά τις συζητήσεις και στις αποφάσεις του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς που θεωρείται ως το συνέδριο το οποίο υιοθέτησε την πολιτική του ενιαίου εργατικού μετώπου.
Βέβαια, το ζήτημα του ενιαίου μετώπου είχε απασχολήσει το κομμουνιστικό κίνημα πριν την σύγκληση του 4ου συνεδρίου. Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε μέσα από ποιες διαδικασίες και στη βάση πιο γεγονότων η 3η Διεθνής κατέληξε στην πολιτική του ενιαίου μετώπου. Ο Τζον Ριντέλ έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι «Η εξέλιξη της ενιομετωπικής πολιτικής σημαδεύτηκε από αμφησιμίες, σφάλματα και διορθώσεις».
Το 3ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, συνήλθε στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1921, σε μια περίοδο που το μεταπολεμικό επαναστατικό κύμα –μετά την ήττα του γερμανικού κινήματος τον Μάρτιο του 1921- υποχωρούσε. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι εκπρόσωποι του διεθνούς κινήματος να ασχοληθούν εκτεταμένα με τις νέες, αλλαγμένες συνθήκες. Ο προβληματισμός ήταν έντονος .
Η υποχώρηση του κινήματος και οι αλλαγές στους συσχετισμούς των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ασφαλώς και είχε θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα των ρυθμών της επαναστατικής διαδικασίας.Ο Τρότσκι, βασικός εισηγητής στο 3ο συνέδριο, αναγνώρισε ότι «Μόνο τώρα βλέπουμε και αισθανόμαστε πως δεν είμαστε κοντά στον τελικό μας σκοπό, την κατάκτηση της εξουσίας σε παγκόσμια κλίμακα, στην παγκόσμια επανάσταση. Λέγαμε το 1919 στους εαυτούς μας ότι ήταν ζήτημα μηνών, αλλά τώρα λέμε ότι μπορεί να είναι ζήτημα πολλών ετών». Ο Λένιν μάλιστα, στη δική του τοποθέτηση, διαπίστωσε ότι «Στην πραγματικότητα όμως η πορεία του κινήματος δεν ήταν τόσο ευθύγραμμη, όπως την περιμέναμε. Σε άλλες μεγάλες, καπιταλιστικά πιο ανεπτυγμένες, χώρες η επανάσταση δεν άρχισε ακόμη ως τώρα».
Η πολιτική της δεξιάς σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας αποτέλεσε, χωρίς αμφιβολία, έναν ανασχετικό παράγοντα στην πορεία της επανάστασης ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Δεν ήταν τυχαίο ότι ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του πολέμου ο εθνικισμός και ο ρεφορμισμός ήταν κυρίαρχος στα περισσότερα κόμματα της 2ης Διεθνούς. Η ριζοσπαστική και μαρξιστική πτέρυγα της Διεθνούς τόνιζε συνεχώς τον αντιδραστικό ρόλο της δεξιάς, και σε ορισμένες περιπτώσεις και της κεντρώας τάσης της 2ης Διεθνούς.
Την αμέσως επόμενη περίοδο, ωστόσο, μια σειρά επαναστατικά γεγονότα σφράγισαν τις εξελίξεις: Η ρωσική επανάσταση του 1917 η οποία οδήγησε όχι μόνο στην κατάκτηση αλλά και στη διατήρηση της εξουσίας. Η γερμανική και αυστριακή επανάσταση οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 1918, την κατάρρευση των αυτοκρατορικών καθεστώτων, των Χοεντσόλερν και των Αψβούργων. Η νικηφόρα επικράτηση της Ουγγρικής επανάστασης τον Μάρτιο του 1919 και η εγκαθίδρυση της Κομμούνας. Το μεγάλο απεργιακό κύμα των μεταλλουργών, των μεταλλωρύχων και των σιδηροδρομικών στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του ίδιου χρόνου. Η αντίδραση στο πραξικόπημα Καππ στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1920. Το ιταλικό κίνημα των καταλήψεων τον Σεπτέμβριο του 1920. Η τσέχικη γενική απεργία τον Δεκέμβριο του 1920.
Τα επαναστατικά αυτά γεγονότα είχαν πείσει την μαρξιστική πρωτοπορία ότι η πλειοψηφία της εργατικής τάξης είχε μπει σε μια πορεία αποδέσμευσης από την παλιά ρεφορμιστική ηγεσία. Από κει και η ίδρυση της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Αποδείχθηκε, όμως, ότι η εκτίμηση αυτή ήταν υπό όρους. Ένα σοβαρό τμήμα της εργατικής τάξης -ιδιαίτερα στη δυτική Ευρώπη- παρέμενε προσκολλημένο στην παλιά ηγεσία και τα παραδοσιακά κόμματα, με τα οποία υπήρχαν δεσμοί δεκαετιών, και από την άποψη αυτή το κίνημα ήταν διατεθειμένο να δώσει στα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μια ακόμα ευκαιρία.
Το 3ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς αναγνώρισε αυτή την πραγματικότητα. Σύμφωνα με την απόφαση «η παλιά γενιά των σοσιαλδημοκρατών και των ειδικευμένων συνδικαλισμένων εργατών, που συνδέονται με την οργάνωση τους με αγώνες δεκαετιών, δεν μπορούν να αποφασίσουν να κόψουν τη σχέση τους με αυτή, παρόλες τις προδοσίες και τις αποτυχίες της».
Η σχετική υποχώρηση του κινήματος, η μερική καπιταλιστική σταθεροποίηση, οι προετοιμασίες των κυρίαρχων τάξεων για αντεπίθεση, η διατήρηση των δεσμών ενός σημαντικού τμήματος της εργατικής τάξης με τις ηγετικές ομάδες των παραδοσιακών κόμματων καθώς και το γεγονός ότι οι ενωτικές διαθέσεις άρχισαν να γίνονται ισχυρές στις γραμμές της εργατικής τάξης, είχαν ως αποτέλεσμα η Κομμουνιστική Διεθνής να τροποποιήσει την πολιτική της και να υιοθετήσει την πολιτική που αποκρυσταλλώθηκε στα συνθήματα «Στις μάζες», «Σχηματίστε το Ενιαίο Μέτωπο του προλεταριάτου».
Το Μανιφέστο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς, το οποίο εκδόθηκε μετά το πέρας των εργασιών του συνεδρίου, στις 17 Ιουλίου, τόνιζε: «Προς τις μάζες» να η πρώτη μαχητική κραυγή του 3ου συνεδρίου προς τους κομμουνιστές όλου το κόσμου»
Σε αυτή τη φάση, ωστόσο, το Ενιαίο Μέτωπο θεωρήθηκε ως μια πολιτική που αφορούσε κυρίως μόνο τους από «κάτω», την εργατική τάξη. Έτσι, η Κομμουνιστική Διεθνής όχι μόνο θα έπρεπε να αντιταχθεί στη «στρατηγική της παγκόσμιας μπουρζουαζίας» αλλά και να «νικήσει τους προδότες του προλεταριάτου». Το Μανιφέστο της Εκτελεστικής Επιτροπής ανέφερε ότι «ρίχνοντας στους κομμουνιστές όλου του κόσμου το σύνθημα «Στις μάζες!», «Σχηματίστε το ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου!» τους συνιστά: «Διατηρήστε τις γραμμές σας καθαρές από τα στοιχεία που είναι ικανά να καταστρέψουν το ηθικό και την πειθαρχία μάχης των στρατευμάτων εφόδου του παγκόσμιου προλεταριάτου, των κομμουνιστικών κομμάτων».
Πάνω στη βάση αυτών των αντιλήψεων η πάλη για ενιαίο μέτωπο δεν ήταν συνδυασμένη με τον κοινό αγώνα όλων των διεθνών οργανώσεων, των εθνικών κομμάτων και των εργατικών συνδικάτων πάνω σε ένα πρόγραμμα μετάβασης, αλλά ότι η πάλη ενάντια στο αστικό σύστημα εξουσίας ήταν συνδεδεμένη με την πάλη του προλεταριάτου ενάντια στη δεξιά και την κεντρώα τάση του κινήματος.
Σύντομα, όμως, η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς, αναγνωρίζοντας τις νέες συνθήκες, τροποποίησε αυτή την τακτική προτείνοντας στα κόμματα της αριστεράς και τα συνδικάτα το ενιαίο μέτωπο στη βάση ενός προγράμματος μεταβατικών διεκδικήσεων
Ο Ζηνόβιεφ, ο οποίος παρουσίασε τη νέα γραμμή, εκτίμησε ότι οι εργάτες σε όλη την Ευρώπη απέδιδαν τις μεταπολεμικές ήττες τους στη διαίρεση και τη διάσπαση τους. και για το λόγο αυτό ήταν η αναγκαία η νέα πολιτική. Ο ίδιος ο Ζηνόβιεφ, αναφερόμενος στα χρόνια 1921-22, εκτίμησε αργότερα ότι «Στην πραγματικότητα η τακτική του ενιαίου μετώπου αποτελούσε στην αρχή έκφραση του γεγονότος ότι είχαμε συνειδητοποιήσει: πρώτο ότι δεν έχουμε ακόμα την πλειοψηφία στην εργατική τάξη, δεύτερο ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι ακόμη πολύ ισχυρή, τρίτο ότι είμαστε σε θέση άμυνας και ότι ο εχθρός επιτίθεται (…) Έτσι καταλήξαμε στο σύνθημα “Προς τις μάζες” και στην τακτική του ενιαίου μετώπου».
Η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής αναγνώρισε, επίσης, ότι «η καπιταλιστική επίθεση προκάλεσε μέσα στις εργατικές μάζες μια αυθόρμητη τάση για ενότητα που τίποτα δεν μπορεί να την περιορίσει…».
Στη βάση αυτών των εκτιμήσεων η Εκτελεστική Επιτροπή πρότεινε την τακτική του ενιαίου μετώπου με στόχο να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν «η πλήρης ενότητα στο πεδίο της δράσης».
Η απόφαση, στο σημείο 8, ανέφερε ότι «Ύστερα από προσεκτική στάθμιση των πραγμάτων, η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς κρίνει ότι το σύνθημα του 3ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς: Προς τις μάζες! Καθώς και τα γενικότερα συμφέροντα του κομμουνιστικού κινήματος απαιτούν η Κομμουνιστική Διεθνής και τα τμήματα της να υποστηρίξουν το σύνθημα της ενότητας του προλεταριακού μετώπου και να αναλάβουν την πρωτοβουλία πραγματοποίησης του».
Η ελευθερία της κριτικής απέναντι στην πολιτική των δεξιών και των κεντρώων ηγετών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων αποτελούσε, βέβαια, αναγκαία προϋπόθεση για την κοινή δράση. Το σημείο 18 της απόφασης για το ενιαίο μέτωπο υπενθύμιζε ότι «Η Εκτελεστική Επιτροπή απαιτεί σαν όρο αυστηρά υποχρεωτικά για όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα την ελευθερία κάθε τμήματος που θα έλθει σε συμφωνία με τα κόμματα της 2ης και της 2½ Διεθνούς να συνεχίζει την προπαγάνδα των ιδεών μας και την κριτική των αντιπάλων του κομμουνισμού».
Η κοινή δράση στο εθνικό πεδίο επρόκειτο, βέβαια, να διευκολύνει την ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα και στις διεθνείς οργανώσεις, Σύμφωνα με το σημείο 20 της ίδιας απόφασης «Η Κομμουνιστική Διεθνής υιοθετώντας το σύνθημα της ενότητας του προλεταριακού μετώπου και παραδεχόμενη συμφωνίες ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της και τα κόμματα και τα συνδικάτα της 2ης και της 2½ Διεθνούς, δεν μπορεί, όπως είναι φανερό, να αρνηθεί ανάλογες συμφωνίες σε διεθνή κλίμακα…».
Στο πλαίσιο αυτών των εκτιμήσεων δεν άργησε, μάλιστα, αποδεχόμενη τη σχετική πρόσκληση, να συμμετάσχει -τον Απρίλιο του 1922 στο κτίριο του γερμανικού Ράϊχστανγκ στο Βερολίνο -σε μια διεθνή συνάντηση των τριών τότε διεθνών οργανώσεων: της Σοσιαλιστικής, της Κομμουνιστικής και της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης των Σοσιαλιστικών κομμάτων, αυτήν που η μαρξιστική αριστερά αποκαλούσε, ασφαλώς με δόση χιούμορ, 2½ Διεθνή.
Η συζήτηση ήταν έντονη, με αντεγκλήσεις και εκατέρωθεν κατηγορίες.
Στη συνδιάσκεψη η Κλάρα Τσέτκιν στην εισήγηση της, εκ μέρους της 3ηςΔιεθνούς, πρότεινε ένα σχέδιο για κοινή δράση «ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση, ενάντια στην αντίδραση, προετοιμασία του αγώνα ενάντια σε ένα νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο». Πρότεινε, επίσης, ότι στην ημερήσια διάταξη θα έπρεπε να συμπεριληφθούν η βοήθεια στη Σοβιετική δημοκρατία και η καταγγελία της συνθήκης των Βερσαλλιών
Οι εκπρόσωποι, όμως της 2ης και 2½ Διεθνούς αρνήθηκαν τη συζήτηση για ακύρωση της συνθήκης των Βερσαλλιών και έθεσαν θέματα όπως η εισβολή του Κόκκινου Στρατού στη Γεωργία τον Φεβρουάριο του 1921 και η ανατροπή της γεωργιανής κυβέρνησης των μενσεβίκων, η δίκη των μελών του κόμματος των εσέρων, το θέμα των κομμουνιστικών πυρήνων μέσα στις εργατικές οργανώσεις -θέμα το οποίο θεωρούσαν πολύ σοβαρό- κλπ. Η συζήτηση ήταν έντονη, με αντεγκλήσεις και εκατέρωθεν κατηγορίες.
Ο Βαντερβέλντε στην ομιλία του ήταν εμπρηστικός: «Γίνεται μια έκκληση για ενότητα για την πραγματοποίηση του ενιαίου μετώπου, αλλά δεν κρύβεται η πρόθεση να μας τσακίσουν και να μας δηλητηριάσουν αφού πρώτα μας αγκαλιάσουν (… ) Είμαστε σοσιαλπροδότες και σοσιαλπατριώτες, είμαστε κίτρινοι, υπερασπιστές της αστικής τάξης, ο Ζηνόβιεφ είπε ακόμα ότι έχω διαπράξει εγκλήματα, κι’ όμως, παρόλα αυτά θεωρείτε ότι είναι χρήσιμο να μας συναντήστε σε συνδιάσκεψη».
Παρά τις υποχωρήσεις, όμως, των εκπροσώπων της 3ης Διεθνούς, οι οποίοι αποδέχθηκαν την δημιουργία κοινής ερευνητικής επιτροπής για τη Γεωργία και συμφώνησαν να παρακολουθήσουν τη δίκη των 47 εσέρων εκπρόσωποι των άλλων διεθνών οργανώσεων καθώς και να μην επιβληθούν θανατικές ποινές, αποδείχθηκε ότι η συνδιάσκεψη δεν ήταν σε θέση να συγκροτήσει ένα βιώσιμο ενιαίο μέτωπο των τριών Διεθνών και τελικά οδηγήθηκε σε αποτυχία
Ωστόσο, η μελέτη των πρακτικών της (The Second and the Third Internationals and the Vienna Union) έχει πράγματι ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί φανερώνει τις διαφορές στρατηγικής και τακτικής ανάμεσα στις διεθνείς οργανώσεις της εποχής αλλά και γιατί αποκαλύπτει τους δρόμους μέσα από τους οποίους η 3η Διεθνής κατέληξε στην πολιτική του ενιαίου μετώπου.
Ο Ζηνόβιεφ, παρά την αποτυχία της συνδιάσκεψης, υποστήριξε στη σύνοδο της Εκτελεστική Επιτροπής της Κ.Δ, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, ότι η όλη αυτή η προσπάθεια άξιζε τον κόπο γιατί απέδειξε στο εργατικό κίνημα ότι οι κομμουνιστές ήταν αυτοί που επεδίωκαν την ενότητα.
Ως εκ τούτου η πολιτική του ενιαίου μετώπου όχι μόνο δεν εγκαταλείφθηκε αλλά και επισημοποιήθηκε, στη νέα της μορφή, στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Το 4ο συνέδριο της Διεθνούς, το οποίο συνήλθε τον χειμώνα του 1922 -αποδεχόμενο τις θέσεις που η Εκτελεστική Επιτροπή είχε επεξεργαστεί τον Δεκέμβριο του προηγούμενου χρόνου- υιοθέτησε την πολιτική του ενιαίου μετώπου, με την διαφορά ότι αυτή τη φορά το ενιαίο μέτωπο δεν ήταν ένα ζήτημα που αφορούσε μόνον τους «από κάτω». Τώρα τα κόμματα της Διεθνούς μπορούσαν, μέσα στους αγώνες, να έρχονται σε «διαπραγματεύσεις ακόμα και με τους προδότες αρχηγούς των σοσιαλδημοκρατών».
Στην ουσία η πολιτική του ενιαίου μετώπου είχε ως κύριο στόχο τον κοινό αγώνα των κομμουνιστών και των εργατών που ακολουθούσαν άλλα κόμματα συμπεριλαμβανομένων των «εργατών που ακολουθούν ακόμα τους αναρχικούς και του συνδικαλιστές».
Η απόφαση, την ίδια στιγμή, ήταν ιδιαίτερα προσεκτική ώστε να μην αναπτυχθούν αυταπάτες ότι το ενιαίο μέτωπο σήμαινε συνένωση των πολιτικών δυνάμεων στην προπολεμική τους μορφή. «Οι προσπάθειες της 2ης Διεθνούς να παρουσιάσει την τακτική του ενιαίου μετώπου σαν μια τακτική που προετοιμάζει τη συγχώνευση όλων των “εργατικών” κομμάτων πρέπει βέβαια να αποκρουστούν κατηγορηματικά».
Η απόφαση -και αυτό ήταν εξίσου σημαντικό- έθετε ως φυσικό επακόλουθο της πολιτικής του ενιαίου μετώπου, την δυνατότητα σχηματισμού εργατικών κυβερνήσεων με τη συμμετοχή του Κομμουνιστικού κόμματος, μετά, όμως, από έγκριση της Διεθνούς.
Έτσι σε ορισμένες χώρες –ακόμα και στις χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου ο κοινοβουλευτισμός είχε βαθιές ρίζες και το ζήτημα της πολιτικής ηγεμονία δεν είχε ακόμα λυθεί- το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, ενός ενδιάμεσου τύπου κυβέρνηση, αποτελούσε μια λύση ανάγκης στη πορεία της εργατικής τάξης προς την εξουσία. Η απόφαση του συνεδρίου ανέφερε ότι «ως ένα άμεσο πολιτικό σύνθημα, η εργατική κυβέρνηση είναι πιο σημαντική σε χώρες όπου η αστική κοινωνία είναι ιδιαίτερα ασταθής, όπου ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στα εργατικά κόμματα και την αστική τάξη θέτει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της κυβέρνησης ως ένα πρακτικό πρόβλημα το οποίο απαιτεί άμεση λύση. Σε αυτές τις χώρες το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης απορρέει αναπόφευκτα από ολόκληρη την τακτική του ενιαίου μετώπου».
Έτσι, η απόφαση του συνεδρίου δεν απέκλειε τον σχηματισμό μιας εργατικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή των κομμουνιστών. Μια κυβέρνηση αυτού τύπου «δεν είναι ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου» ανέφερε η απόφαση, έχει όμως τη δυνατότητα να αποτελέσει την «αφετηρία για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας».
Η πολιτική αυτή απέχει βέβαια από τον λεγόμενο αστικό, διαχειριστικό κυβερνητισμό της εποχής μας, όπου η συμμετοχή της αριστεράς στην κυβέρνηση ή ακόμα περισσότερο η συγκρότηση μιας αμιγούς κυβέρνησης της αριστεράς, δεν οδηγεί σε ριζικές τομές, με την εφαρμογή ενός προγράμματος μετάβασης με στόχο την κοινωνική απελευθέρωση, αλλά καταλήγει σε μια απλή, χωρίς οράματα, διαχείριση του συστήματος.
Η ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς με την πολιτική του ενιαίου μετώπου απέδειξε ότι η αδιαλλαξία στις αρχές ήταν αδιάσπαστα δεμένη με την κατανόηση των πραγματικών συσχετισμών που υπάρχουν κάθε φορά στην κοινωνία, με την ευελιξία στην τακτική απέναντι σε διεθνείς οργανώσεις, σε εθνικά κόμματα και τάσεις κομμάτων ακόμα και με την με την ευλυγισία χειρισμών απέναντι σε μεμονωμένους αγωνιστές.
Η πολιτική αυτή, ωστόσο, σύντομα εγκαταλείφθηκε, ιδιαιτέρα μετά την επικράτηση του σταλινισμού, ο οποίος υιοθέτησε -στο 6ο συνέδριο της Διεθνούς στα 1928- την υπεραριστερή πολιτική του «σοσιαλφασισμού» και της «τρίτης περιόδου» -μια καταστροφική για το κίνημα πολιτική.
Έτσι σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης, και κυρίως στη Γερμανία -με ευθύνη τόσο της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας, η οποία αποκαλούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα «Κομμουνοναζί», όσο και των ηγετών του Κ.Κ.Γ οι οποίοι έχοντας υιοθετήσει την καταστροφική πολιτική του «σοσιαλφασισμού» χαρακτήριζε τους σοσιαλδημοκράτες ως «σοσιαλφασίστες»- το εργατικό κίνημα έδωσε την μάχη κατά του τέρατος του φασισμού με διασπασμένες της γραμμές του με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα.
(Η καταστροφική πολιτική του «σοσιαλφασισμού» στην σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της. Προεκλογική αφίσα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (1932) «Κατά των Πάπεν, Χίτλερ, Τέλμαν» (Ο Τέλμαν ήταν ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος). Οι συνέπειες ήταν τραγικές)
Φαίνεται όμως ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Όχι ως φάρσα, αλλά και πάλι ως τραγωδία, αν και όχι των ίδιων διαστάσεων με αυτή του μεσοπολέμου.
Δυστυχώς μέσα στο βάθος της σημερινής κρίσης –κρίση οικονομική, κοινωνική, πολιτική, οικολογική και πολιτιστική- εμφανίζονται και πάλι, ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό στο προσκήνιο, τα σκουπίδια της ιστορίας. Ο εθνικισμός, ο φασισμός και ο ρατσισμός. Την καθαρότητα της φυλής του εθνικοσοσιαλισμού και των κρεματορίων την αντικαθιστά στις ημέρες η καθαρότητα του έθνους και το μίσος και οι δολοφονικές επιθέσεις ενάντια στους μετανάστες. Η άκρα δεξιά εμφανίζεται και πάλι με νέο προσωπείο, ωστόσο, το ίδιο επικίνδυνη. Η σύζευξη του εθνικισμού και του ρατσισμού με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό της δεξιάς και του ακραίου κέντρου στο οικονομικό πεδίο κάνει το μίγμα εκρηκτικό.
Είναι πλέον φανερό ότι η πολιτική του ενιαίου μετώπου είναι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, τραγικά επίκαιρη.
Τάκης Μαστρογιαννόπουλος
ΣΗΜ. Ο χώρος της κομμουνιστικής ανανέωσης και της ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς υποστήριζε για χρόνια την αναγκαιότητα της συγκρότησης ενός «μετώπου πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων». Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε τελικά, μετά από πολλές διακυμάνσεις και δυσκολίες, τόσο στο κοινωνικό πεδίο –με την συγκρότηση των κινήσεων κατά της παγκοσμιοποίησης, όπως οι ευρωπορίες και το Φόρουμ- όσο και στο πολιτικό πεδίο με τον Χώρο Διαλόγου και Κοινής Δράσης από τον οποίο και προέκυψε ο ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί που χλευάζουν σήμερα ανερυθρίαστα τον ΣΥΡΙΖΑ του 3% συμμετείχαν και υποστήριζαν τότε στα «εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα» του Κ. Σημίτη και τις κυβερνήσεις των Γ. Παπανδρέου και των Σαμαρά, Βενιζέλου.
ΣΗΜ: Για το άρθρο αυτό χρησιμοποίησα τα βιβλία του Τζον Ριντέλ 1) To the masses, proceedings of the Third Congress of the Communist International, 1921, edited by John Riddell και 2) Toward the United Front, Proceedings of the fourth congress of the Communist International, 1922, εκδόσεις Haymarket, Επίσης στο 44ο τόμο των Απάντων του Λένιν, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, καθώς και την έκδοση The Second and Third Internationals and the Viena Union. Official report of the conference between the Executives, held at Reichstag Berlin on the 2ns April 1922 and following day, εκδόσεις The labour Publishing Company, στο διαδίκτυο.